Μάρτυρες του Ιεχωβά—Θαρραλέοι Μπροστά στο Ναζιστικό Κίνδυνο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ είναι πασίγνωστοι για τη σταθερή προσκόλλησή τους στο Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή. Αυτό συχνά απαιτεί θάρρος, και σίγουρα επηρεάζει τη ζωή τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους.
Παραδείγματος χάρη, οι Μάρτυρες σέβονται βαθιά τα άτομα κάθε εθνικής και πολιτιστικής προέλευσης. Αγαπούν τον Θεό και τον πλησίον τους. (Ματθαίος 22:35-40) Ναι, συμφωνούν απόλυτα με τον απόστολο Πέτρο, ο οποίος διακήρυξε: «Πραγματικά αντιλαμβάνομαι ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται και εργάζεται δικαιοσύνη είναι ευπρόσδεκτος σε αυτόν».—Πράξεις 10:34, 35.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι επίσης παγκοσμίως γνωστοί ως άτομα που σέβονται το νόμο, την τάξη και την κυβερνητική εξουσία. Ποτέ δεν έγιναν ούτε πρόκειται να γίνουν φυτώριο εξεγέρσεων. Αυτό ισχύει ακόμη και όταν διώκονται σε μερικές χώρες επειδή υιοθετούν τη στάση των αποστόλων: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους». (Πράξεις 5:29· Ματθαίος 24:9) Ταυτόχρονα, οι Μάρτυρες αναγνωρίζουν ότι και οι άλλοι έχουν το δικαίωμα να ασκούν τη λατρεία τους σε αρμονία με αυτό που τους υπαγορεύει η συνείδησή τους.
Η θαρραλέα Χριστιανική στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία και στις άλλες χώρες που βρίσκονταν υπό την εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη. Κάτι αξιοσημείωτο που συνέβη στο Βερολίνο της Γερμανίας το 1933 καταδεικνύει το θάρρος τους, την αγάπη τους για τον Θεό και τον πλησίον, και το σεβασμό τους για το νόμο, την τάξη και τη θρησκευτική ελευθερία.
Κανένας Συμβιβασμός με τον Χίτλερ
Η δωδεκαετής διακυβέρνηση του Χίτλερ, μια διακυβέρνηση τερατώδης, ρατσιστική και δολοφονική, τερματίστηκε πριν από 50 και πλέον χρόνια. Εντούτοις, το ναζιστικό καθεστώς άνοιξε πληγές που θλίβουν την ανθρωπότητα μέχρι σήμερα.
Η ιστορία αναγνωρίζει ότι μόνο λίγες ομάδες είχαν το θάρρος να αντιταχθούν και να υψώσουν τη φωνή τους εναντίον του ναζιστικού τρόμου. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι περιγράφονται ως «ένα μικρό νησάκι άκαμπτης [ηθικής] αντίστασης στους κόλπους ενός τρομοκρατημένου έθνους». Η θαρραλέα στάση τους έχει τεκμηριωθεί από αναγνωρισμένους ιστορικούς.
Λίγοι επικριτές, όμως, μεταξύ των οποίων και μερικοί πρώην σύντροφοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά, κατηγορούν τους Μάρτυρες ότι αποπειράθηκαν να συμβιβαστούν με το καθεστώς του Χίτλερ στις πρώτες του μέρες. Ισχυρίζονται ότι οι εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κερδίσουν την εύνοια της νέας κυβέρνησης και ότι, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, υιοθέτησαν τη ρατσιστική ιδεολογία των Ναζί, η οποία τελικά οδήγησε στο φόνο έξι εκατομμυρίων Εβραίων.
Αυτές οι σοβαρές κατηγορίες είναι τελείως ψευδείς. Ακολουθεί μια ειλικρινής εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων, με βάση τα διαθέσιμα τεκμήρια και το ιστορικό πλαίσιο.
Αναδρομή στο Παρελθόν
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι δραστήριοι στη Γερμανία πάνω από 100 χρόνια. Το 1933, υπήρχαν περίπου 25.000 Μάρτυρες που λάτρευαν τον Ιεχωβά Θεό και διένεμαν Βιβλικά έντυπα σε όλη τη Γερμανία.
Παρά τις ελευθερίες που χορηγούσε το τότε γερμανικό σύνταγμα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά γίνονταν συχνά στόχος εκστρατειών δυσφήμησης, τις οποίες εξαπέλυαν κυρίως θρησκευτικοί αντίπαλοι. Ήδη από το 1921, οι Μάρτυρες, οι οποίοι τότε ονομάζονταν Έρνστε Μπιμπελφόρσερ (Ειλικρινείς Σπουδαστές της Γραφής), κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν με τους Εβραίους σε ανατρεπτικά πολιτικά κινήματα. Οι Σπουδαστές της Γραφής στιγματίστηκαν ως επικίνδυνα μπολσεβικικά «εβραϊκά σκουλήκια», μολονότι ποτέ δεν παρουσιάστηκαν αποδείξεις για τις κατηγορίες αυτές. Ο Ελβετός θεολόγος Καρλ Μπαρθ έγραψε αργότερα: «Η κατηγορία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνδέονται με τους κομμουνιστές μπορεί να αποδοθεί μόνο σε ακούσια ή και σκόπιμη παρανόηση».
Ένα εκκλησιαστικό περιοδικό στη Γερμανία κατηγόρησε τους Μάρτυρες και τους Εβραίους ότι συνωμοτούσαν από κοινού σε επαναστατικά κινήματα. Σε απάντηση, η γερμανική έκδοση του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών (πρόδρομος του Ξύπνα!) δήλωσε στο τεύχος 15 Απριλίου 1930: «Δεν έχουμε κανένα λόγο να θεωρήσουμε προσβολή αυτή την ψεύτικη κατηγορία—διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Εβραίος είναι, αν μη τι άλλο, εξίσου πολύτιμος ως άτομο με έναν κατ’ όνομα Χριστιανό· αλλά απορρίπτουμε την παραπάνω αναλήθεια αυτής της εκκλησιαστικής φυλλάδας επειδή έχει στόχο να μειώσει το έργο μας, λες και αυτό γίνεται, όχι για χάρη του Ευαγγελίου, αλλά για τους Εβραίους».
Κατά συνέπεια, ο καθηγητής ιστορίας Τζον Γουέις έγραψε: «Οι Μάρτυρες ήταν απαλλαγμένοι από το γερμανικό φυλετικό εθνικισμό και δεν θλίβονταν επί αιώνες επειδή οι Εβραίοι δεν είχαν μεταστραφεί. Οι Μάρτυρες έμεναν προσκολλημένοι στην αρχική, αν και κάπως ενοχλητική, Χριστιανική πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να μεταστρέψουν στον Χριστό όλους τους πιθανούς προσήλυτους».
Τι Συνέβη Όταν Ανέλαβε την Εξουσία ο Χίτλερ;
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας. Στην αρχή, η κυβέρνηση του Χίτλερ προσπαθούσε να κρύψει τη βίαιη και εξτρεμιστική φύση της. Γι’ αυτό, οι Μάρτυρες, μαζί με εκατομμύρια άλλους Γερμανούς στις αρχές του 1933, θεωρούσαν ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ήταν η νόμιμη άρχουσα εξουσία εκείνη την εποχή. Οι Μάρτυρες έλπιζαν ότι η εθνικοσοσιαλιστική (ναζιστική) κυβέρνηση θα αντιλαμβανόταν πως αυτή η ειρηνική, νομοταγής Χριστιανική ομάδα δεν αποτελούσε ανατρεπτική απειλή για το Κράτος. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν πρόθυμοι να συμβιβάσουν τις Γραφικές αρχές. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες, οι Μάρτυρες ήθελαν να πληροφορήσουν την κυβέρνηση για την πραγματική μη πολιτική φύση της θρησκείας τους.
Γρήγορα έγινε φανερό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επρόκειτο να είναι από τους πρώτους στόχους της βάναυσης ναζιστικής καταπίεσης. Οι Μάρτυρες στιγματίστηκαν ξανά ως συμμέτοχοι σε μια υποτιθέμενη συνωμοσία μπολσεβίκων και Εβραίων. Άρχισε μια εκστρατεία διωγμού.
Γιατί μια τόσο μικρή θρησκευτική κοινότητα προκάλεσε το μένος του νέου καθεστώτος; Ο ιστορικός Μπράιαν Νταν προσδιορίζει τρεις βασικούς λόγους: (1) το διεθνή χαρακτήρα των Μαρτύρων, (2) την αντίθεσή τους στο ρατσισμό και (3) την ουδέτερη στάση τους απέναντι στο Κράτος. Λόγω των Γραφικών τους απόψεων, οι Γερμανοί Μάρτυρες αρνούνταν να απευθύνουν το χιτλερικό χαιρετισμό, να υποστηρίξουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ή αργότερα να συμμετάσχουν σε στρατιωτικές δραστηριότητες.—Έξοδος 20:4, 5· Ησαΐας 2:4· Ιωάννης 17:16.
Ως εκ τούτου, οι Μάρτυρες χρειάστηκε να υπομείνουν απειλές, ανακρίσεις, κατ’ οίκον έρευνες και άλλες παρενοχλήσεις από την αστυνομία και τα Ες-Α (Sturmabteilung, τάγματα εφόδου του Χίτλερ, ή αλλιώς Φαιοχίτωνες). Στις 24 Απριλίου 1933, οι αρχές κατάσχεσαν και έκλεισαν το γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας. Επειδή η εξονυχιστική έρευνα δεν απέφερε ενοχοποιητικά στοιχεία και ταυτόχρονα ασκήθηκε πίεση από το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, η αστυνομία επέστρεψε την περιουσία. Ως το Μάιο του 1933, όμως, είχε επιβληθεί απαγόρευση στους Μάρτυρες σε αρκετά γερμανικά κρατίδια.
Οι Μάρτυρες Αναλαμβάνουν Θαρραλέα Δράση
Σε αυτή την πρώιμη περίοδο, ο Χίτλερ έχτιζε προσεκτικά τη δημόσια εικόνα του ως υπερασπιστή της Χριστιανοσύνης. Διακήρυττε την αφοσίωσή του στη θρησκευτική ελευθερία, υποσχόμενος να φέρεται στα Χριστιανικά θρησκεύματα «με αντικειμενική δικαιοσύνη». Για να βελτιώσει την εικόνα του, ο νέος καγκελάριος εμφανιζόταν σε ναούς. Εκείνον τον καιρό πολλοί άνθρωποι σε χώρες οι οποίες αργότερα θα πολεμούσαν εναντίον της Γερμανίας εξέφραζαν το θαυμασμό τους για τα επιτεύγματα του Χίτλερ.
Ανησυχώντας για την αυξανόμενη ένταση στη Γερμανία, ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, μαζί με τον υπεύθυνο του γραφείου τμήματος της Γερμανίας, τον Πάουλ Μπάλζερεϊτ, αποφάσισε να ξεκινήσει μια εκστρατεία ενημέρωσης του Καγκελάριου Χίτλερ, των κυβερνητικών αξιωματούχων και του κοινού για το ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αποτελούσαν απειλή για το λαό και το Κράτος της Γερμανίας. Προφανώς ο Ρόδερφορντ πίστευε ότι ο Χίτλερ δεν γνώριζε για τις επιθέσεις εις βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά ή ότι είχε παραπληροφορηθεί από θρησκευτικά στοιχεία όσον αφορά τους Μάρτυρες.
Συνεπώς, το γραφείο του Μαγδεμβούργου οργάνωσε μια συνέλευση για να επωφεληθεί από το δικαίωμα προσφυγής που είχαν οι Γερμανοί πολίτες. Σε μικρό χρονικό διάστημα, προσκλήθηκαν Μάρτυρες του Ιεχωβά από όλη τη Γερμανία στο Βίλμερσντόρφερ Τένισχάλεν του Βερολίνου στις 25 Ιουνίου 1933. Αναμένονταν περίπου 5.000 εκπρόσωποι. Παρά την εχθρική ατμόσφαιρα, πάνω από 7.000 άτομα είχαν το θάρρος να παρευρεθούν. Οι εκπρόσωποι υιοθέτησαν μια απόφαση με τίτλο «Διακήρυξη Γεγονότων». Αυτό το έγγραφο αποτελούσε διαμαρτυρία για τους περιορισμούς που είχαν τεθεί στο έργο των Μαρτύρων. Γνωστοποιούσε σαφώς τη θέση τους και αντέκρουε τις κατηγορίες για ανατρεπτικές διασυνδέσεις με οποιουδήποτε είδους πολιτικές σκοπιμότητες. Δήλωνε:
«Κατηγορούμαστε εσφαλμένα ενώπιον των κυβερνώντων . . . Με σεβασμό ζητούμε από τους κυβερνήτες του έθνους και από το λαό να εξετάσουν έντιμα και αμερόληπτα αυτή τη διακήρυξη γεγονότων».
«Δεν πολεμούμε κάποια άτομα ούτε κάποιους θρησκευτικούς δασκάλους, αλλά πρέπει να στρέψουμε την προσοχή στο γεγονός ότι, γενικά, εκείνοι που ισχυρίζονται πως εκπροσωπούν τον Θεό και τον Χριστό Ιησού είναι στην πραγματικότητα οι διώκτες μας και αυτοί που μας κακοπαριστάνουν ενώπιον των κυβερνήσεων».
Συνέλευση Θάρρους ή Συμβιβασμού;
Μερικοί τώρα θεωρούν ότι η συνέλευση του Βερολίνου το 1933 και η «Διακήρυξη Γεγονότων» ήταν απόπειρες από μέρους εξεχόντων Μαρτύρων να δείξουν την υποστήριξή τους για τη ναζιστική κυβέρνηση και για το μίσος της προς τους Εβραίους. Αλλά οι ισχυρισμοί τους δεν αληθεύουν. Βασίζονται σε παραπληροφόρηση και σε παρερμηνεία των γεγονότων.
Παραδείγματος χάρη, οι επικριτές ισχυρίζονται ότι οι Μάρτυρες στόλισαν το Βίλμερσντόρφερ Τένισχάλεν με σημαίες που απεικόνιζαν τη σβάστικα. Φωτογραφίες της συνέλευσης του 1933 δείχνουν καθαρά ότι δεν είχαν βάλει σβάστικες στην αίθουσα. Αυτόπτες μάρτυρες επιβεβαιώνουν ότι δεν υπήρχαν σημαίες στον εσωτερικό χώρο.
Είναι πιθανό, όμως, να υπήρχαν σημαίες στο εξωτερικό του κτιρίου. Ένα μάχιμο σώμα των Ναζί είχε χρησιμοποιήσει την αίθουσα στις 21 Ιουνίου, την Τετάρτη πριν από τη συνέλευση. Έπειτα, την αμέσως προηγουμένη της συνέλευσης, πλήθη νεαρών μαζί με μονάδες των Ες-Ες (Schutzstaffel, αρχικά οι Μελανοχίτωνες σωματοφύλακες του Χίτλερ), μονάδες των Ες-Α και άλλους γιόρτασαν εκεί κοντά το θερινό ηλιοστάσιο. Έτσι, οι Μάρτυρες που κατέφθασαν στη συνέλευση την Κυριακή ίσως να αντίκρισαν ένα κτίριο στολισμένο με σβάστικες.
Αν υπήρχαν σβάστικες που κοσμούσαν το εξωτερικό της αίθουσας, τους διαδρόμους της, ή ακόμη και το εσωτερικό της, οι Μάρτυρες θα τις άφηναν στη θέση τους. Ακόμη και σήμερα, όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά νοικιάζουν δημόσιες εγκαταστάσεις για συναθροίσεις και συνελεύσεις, δεν αφαιρούν τα εθνικά σύμβολα. Αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι ίδιοι οι Μάρτυρες κρέμασαν σημαίες ή ότι τις χαιρέτισαν.
Οι επικριτές δηλώνουν επίσης ότι οι Μάρτυρες άρχισαν τη συνέλευση ψέλνοντας τον εθνικό ύμνο της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, η συνέλευση άρχισε με τον Ύμνο 64 του θρησκευτικού υμνολογίου των Μαρτύρων, ο οποίος είχε τίτλο «Η Ένδοξη Ελπίδα της Σιών». Τα λόγια αυτού του ύμνου συνόδευαν τη μουσική που είχε συνθέσει ο Γιόζεφ Χάιντν το 1797. Ο Ύμνος 64 υπήρχε στο υμνολόγιο των Σπουδαστών της Γραφής τουλάχιστον από το 1905. Το 1922 η γερμανική κυβέρνηση υιοθέτησε τη μελωδία του Χάιντν με στίχους του Χόφμαν φον Φάλερσλέμπεν ως εθνικό της ύμνο. Εντούτοις, οι Σπουδαστές της Γραφής στη Γερμανία συνέχισαν να ψέλνουν κατά καιρούς τον Ύμνο 64, όπως έκαναν και οι Σπουδαστές της Γραφής σε άλλες χώρες.
Η υμνολογία ενός ύμνου σχετικά με τη Σιών δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσπάθεια εξευμενισμού των Ναζί. Υπό την πίεση των αντισημιτικών Ναζί, άλλες εκκλησίες απομάκρυναν εβραϊκούς όρους όπως «Ιούδας», «Ιεχωβά» και «Σιών» από τα υμνολόγια και τις λειτουργίες τους. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν το έκαναν αυτό. Οι οργανωτές της συνέλευσης, λοιπόν, σίγουρα δεν περίμεναν να κερδίσουν την εύνοια της κυβέρνησης ψέλνοντας έναν ύμνο που εγκωμίαζε τη Σιών. Πιθανώς, μερικοί εκπρόσωποι μπορεί να δίστασαν να ψάλουν τον ύμνο «Η Ένδοξη Ελπίδα της Σιών», επειδή η μελωδία αυτής της σύνθεσης του Χάιντν ήταν η ίδια με τη μελωδία του εθνικού ύμνου.
Δήλωσαν τις Προθέσεις Τους
Εφόσον είχε γίνει αλλαγή κυβέρνησης και η χώρα βρισκόταν σε αναταραχή, οι Μάρτυρες ήθελαν να δηλώσουν σαφώς τη θέση τους. Μέσω της «Διακήρυξης», οι Μάρτυρες αρνήθηκαν σθεναρά τις κατηγορίες της οικονομικής ανάμειξης ή των πολιτικών δεσμών με τους Εβραίους. Έτσι, το έγγραφο δήλωνε:
«Οι εχθροί μας μάς κατηγορούν ψευδώς ότι έχουμε λάβει από τους Εβραίους οικονομική υποστήριξη για το έργο μας. Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Μέχρι αυτή τη στιγμή οι Εβραίοι δεν έχουν συνεισφέρει χρηματικά ούτε στο ελάχιστο για το έργο μας».
Αφού αναφερόταν στα χρήματα, η «Διακήρυξη» στη συνέχεια καταδίκαζε τις ανέντιμες μεθόδους των μεγαλοεπιχειρήσεων. Ανέφερε: «Οι εμπορευόμενοι Εβραίοι της βρετανοαμερικανικής αυτοκρατορίας ευθύνονται για την οικοδόμηση και τη συνέχιση της λειτουργίας των μεγαλοεπιχειρήσεων ως μέσου εκμετάλλευσης και καταπίεσης των λαών σε πολλές χώρες».
Αυτή η δήλωση σαφώς δεν αναφερόταν στον εβραϊκό λαό γενικά, και είναι λυπηρό αν παρανοήθηκε και έγινε ίσως αιτία να προσβληθούν κάποιοι. Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συμμερίστηκαν την εχθρότητα προς τους Εβραίους η οποία διδασκόταν γενικά στις γερμανικές εκκλησίες εκείνης της εποχής. Αυτό είναι απολύτως αναληθές. Με τα έντυπα και τη διαγωγή τους στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου, οι Μάρτυρες απέρριψαν τις αντισημιτικές απόψεις και καταδίκασαν τη ναζιστική κακομεταχείριση των Εβραίων. Σίγουρα, η καλοσύνη που έδειξαν στους Εβραίους με τους οποίους συνυπήρξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αντικρούει εμφατικά αυτή την ψεύτικη κατηγορία.
Η «Διακήρυξη» όριζε ότι το έργο των Μαρτύρων έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, δηλώνοντας: «Η οργάνωσή μας δεν είναι με κανέναν τρόπο πολιτική. Εμείς εμμένουμε μόνο στο να διδάσκουμε το Λόγο του Ιεχωβά Θεού στους ανθρώπους».
Η «Διακήρυξη» θύμισε επίσης στην κυβέρνηση τις υποσχέσεις που εκείνη είχε δώσει. Οι Μάρτυρες υποστήριζαν ορισμένα υψηλά ιδανικά, και αυτά συνέπεσε να τα ασπαστεί δημόσια και η γερμανική κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών ήταν οι οικογενειακές αξίες και η θρησκευτική ελευθερία.
Ως προς αυτό, η «Διακήρυξη» πρόσθετε: «Μια προσεκτική εξέταση των βιβλίων και των εντύπων μας θα αποκαλύψει το γεγονός ότι τα πολύ υψηλά ιδανικά που υιοθετεί και διαδίδει η παρούσα εθνική κυβέρνηση παρουσιάζονται και υποστηρίζονται και τονίζονται έντονα στα έντυπά μας, και θα δείξει ότι ο Ιεχωβά Θεός θα φροντίσει ώστε στον κατάλληλο καιρό αυτά τα υψηλά ιδανικά να γίνουν πραγματικότητα για όλους όσους αγαπούν τη δικαιοσύνη».
Έτσι, οι Μάρτυρες ποτέ δεν εξέφρασαν υποστήριξη για το Ναζιστικό Κόμμα. Επιπλέον, ασκώντας τη θρησκευτική τους ελευθερία, δεν σκόπευαν να σταματήσουν το δημόσιο κήρυγμά τους.—Ματθαίος 24:14· 28:19, 20.
Σύμφωνα με την αφήγηση στο Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1985, μερικοί Γερμανοί Μάρτυρες απογοητεύτηκαν επειδή η φρασεολογία της «Διακήρυξης» δεν ήταν πιο καυστική. Μήπως ο υπεύθυνος του γραφείου τμήματος, ο Πάουλ Μπάλζερεϊτ, είχε «νερώσει» το κείμενο του εγγράφου; Όχι, διότι η αντιπαραβολή του γερμανικού και του αγγλικού κειμένου δείχνει ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Προφανώς, η εντύπωση για το αντίθετο βασίστηκε στις υποκειμενικές παρατηρήσεις μερικών οι οποίοι δεν συμμετείχαν άμεσα στην ετοιμασία της «Διακήρυξης». Τα συμπεράσματά τους μπορεί επίσης να επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι ο Μπάλζερεϊτ αποκήρυξε την πίστη του μόλις δυο χρόνια αργότερα.
Τώρα είναι γνωστό ότι το Σάββατο 24 Ιουνίου 1933, μόλις μία μέρα πριν από τη συνέλευση του Βερολίνου, είχε εκδοθεί απαγόρευση εις βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία. Οι οργανωτές της συνέλευσης και η αστυνομία έμαθαν για την απαγόρευση λίγες μέρες αργότερα. Με το κλίμα έντασης που υπήρχε και την προφανή εχθρότητα των ναζιστικών αρχών, είναι αξιοσημείωτο το ότι τελικά διεξάχθηκε αυτή η συνέλευση. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι 7.000 Μάρτυρες θαρραλέα ριψοκινδύνευσαν την ελευθερία τους παρακολουθώντας τη συγκέντρωση.
Μετά τη συνέλευση, οι Μάρτυρες διένειμαν 2,1 εκατομμύρια αντίτυπα της «Διακήρυξης». Μερικοί Μάρτυρες συνελήφθησαν αμέσως και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας. Έτσι, η ναζιστική κυβέρνηση αποκάλυψε πλήρως την καταπιεστική, βίαιη φύση της και σύντομα εξαπέλυσε μια γενικευμένη επίθεση κατά της μικρής αυτής ομάδας Χριστιανών.
Η καθηγήτρια Κριστίν Κινγκ έγραψε: «Οι Ναζί θα μάθαιναν ότι η ωμή βία δεν μπορούσε να καταπνίξει τους Μάρτυρες». Ήταν όπως δήλωνε η «Διακήρυξη»: «Η δύναμη του Ιεχωβά Θεού είναι υπέρτατη και δεν υπάρχει δύναμη που να μπορεί να του αντισταθεί με επιτυχία».a
[Υποσημειώσεις]
a Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να παραθέσουμε όλα τα ντοκουμέντα για αυτή την ιστορική αφήγηση. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε να ζητήσετε από τους εκδότες έναν κατάλογο με τις πλήρεις παραπομπές. Ίσως επίσης βρείτε διαφωτιστικό το να παρακολουθήσετε τη βιντεοταινία-ντοκιμαντέρ με τίτλο Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Μένουν Σταθεροί Απέναντι στην Επίθεση των Ναζί.
[Εικόνες στη σελίδα 13]
Φωτογραφίες της συνέλευσης που παρακολούθησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1933 στο Τένισχάλεν