Ήθελα να Δω με τα Ίδια μου τα Μάτια
‘Πού είναι τα χειρόγραφα από τα οποία μεταφράστηκε η Αγία Γραφή μου;’ αναρωτιόμουν συχνά. Πώς μπορούμε να καθορίσουμε πόσο παλιά είναι; Πώς διατηρήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων; Κι έπειτα από τόσους πολλούς αιώνες, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια τα πρωτότυπα Βιβλικά συγγράμματα; Η πίστη μου στην Αγία Γραφή είναι στερεή τώρα, αλλά επειδή είχα διδαχτεί να πιστεύω ότι η Αγία Γραφή είναι μια έξυπνη απάτη, τέτοιου είδους ερωτήματα μου κινούσαν ανέκαθεν το ενδιαφέρον. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Ευρώπη, η περιέργειά μου με έκανε να επισκεφτώ ορισμένες από τις πιο φημισμένες βιβλιοθήκες που υπάρχουν εκεί. Η πρώτη μου επίσκεψη ήταν στη Ρώμη της Ιταλίας, όπου βρίσκονται εκατοντάδες Βιβλικά χειρόγραφα.
ΠΙΣΩ από τα πανύψηλα τείχη και την αυστηρή ασφάλιση της Πόλης του Βατικανού, που μοιάζει με φρούριο, έχει κανείς την εντύπωση ότι μπαίνει σε πραγματικό θησαυροφυλάκιο. Η Βιβλιοθήκη του Βατικανού βρίσκεται στην αυλή του παπικού ανακτόρου κι έτσι οι επισκέπτες χρειάζονται ειδική άδεια για να μπουν μέσα.
Εδώ φυλάσσεται το περίφημο Χειρόγραφο του Βατικανού Νο. 1209, ή αλλιώς Βατικανός Κώδικας, που συνήθως αναφέρεται με το σύμβολο «Β». Περιέχει ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές καθώς και μεγάλο μέρος των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, οι οποίες χρονολογούνται από τις αρχές του τέταρτου αιώνα μ.Χ., λιγότερο από 300 χρόνια μετά τον καιρό των αποστόλων. Βρίσκεται κάτω από την κατοχή της Βιβλιοθήκης του Βατικανού από το 1481, αλλά δεν ήταν διαθέσιμο για τον κόσμο των γραμμάτων πριν από τα έτη 1889-1890.
Η πρώτη εντύπωση που μου δημιουργήθηκε ήταν ότι το γράψιμο ήταν εκπληκτικά καθαρό και ότι δεν είχε ξεθωριάσει. Προφανώς το αρχικό μελάνι είχε ξεθωριάσει και αργότερα κάποιος γραφέας ξαναπέρασε ένα-ένα τα γράμματα, αφαιρώντας έτσι πολλή από την αρχική ομορφιά του κώδικα. Το Βατικανό αυτό χειρόγραφο, όπως ουσιαστικά και όλα τα χειρόγραφα των Αγίων Γραφών στην ελληνική, είναι κώδικας, δηλαδή βιβλίο με φύλλα κι όχι ρόλος. Είναι γραμμένος πάνω σε μεμβράνη (λεπτή ποιότητα περγαμηνής), γραφική ύλη που γινόταν από το δέρμα ζώων μικρών σε ηλικία.
‘Πώς μπορούμε να καθορίσουμε την ηλικία τέτοιων εγγράφων;’ είχα την απορία. Έμαθα ότι ένας σημαντικός παράγοντας είναι η μορφή της γραφής. Ο υπεύθυνος της βιβλιοθήκης είχε την ευγένεια να μου δείξει τους δυο πολύ διαφορετικούς τύπους γραφής στο χειρόγραφο. Τα βιβλία από τη Γένεση μέχρι και την επιστολή Προς Εβραίους είναι γραμμένα με τη λεγόμενη μεγαλογράμματη στρογγυλόσχημη γραφή. Αυτή είναι η μορφή της γραφής με κεφαλαία γράμματα και χρησιμοποιόταν στη συγγραφή βιβλίων από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον όγδοο ή ένατο αιώνα μ.Χ. Δεν υπάρχουν διαστήματα μεταξύ των λέξεων ούτε σημεία στίξης. Εξάλλου, η Αποκάλυψη (δεν αποτελεί μέρος του πρωτότυπου χειρογράφου) είναι γραμμένη στη μικρογράμματη συνεχή γραφή, δηλαδή σε ρέουσα κυρτή γραφή με πολλά από τα γράμματα ενωμένα μεταξύ τους. Αυτή η μορφή με τα μικρότερα γράμματα έγινε δημοφιλής στις αρχές του ένατου αιώνα μ.Χ.
Η επιστήμη που μελετάει τους αρχαίους τύπους γραφής ονομάζεται παλαιογραφία. Ωστόσο, επειδή ο τρόπος με τον οποίο γράφει ένα άτομο δεν υφίσταται σημαντικές αλλαγές στη διάρκεια της ζωής του, ποτέ ένα χειρόγραφο δεν μπορεί να χρονολογηθεί πιο συγκεκριμένα από μια περίοδο 50 χρόνων, αποκλειστικά και μόνο από τις ενδείξεις του τρόπου γραφής.
«Σκουπίδι» σε Κάποιο Μοναστήρι
Ο επόμενος σταθμός του ταξιδιού μου ήταν η Αγγλία. Εδώ βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες συλλογές Βιβλικών χειρογράφων. Οπωσδήποτε η προσμονή μου μεγάλωνε, καθώς ανέβαινα τα σκαλοπάτια που βρίσκονται μπροστά στην επιβλητική είσοδο του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο. Εδώ φυλάσσεται ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδικας. (Το Ξύπνα! 8 Μαρτίου 1980 ανέφερε την αξιοσημείωτη ιστορία τού πώς το 1844, μερικά φύλλα του χειρόγραφου βρέθηκαν σ’ ένα καλάθι αχρήστων σε κάποιο μοναστήρι του Σινά.) Το χειρόγραφο αυτό μαζί με τον Βατικανό Κώδικα, αποτελούν κυρίως τη βάση του ελληνικού κειμένου, από το οποίο είναι μεταφρασμένη η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών. Είδα πως είχαν αυτόν τον κώδικα δίπλα στον Αλεξανδρινό Κώδικα.
Η σελίδα του Σιναϊτικού Κώδικα έχει μέγεθος υπερδιπλάσιο από τη σελίδα αυτού του περιοδικού. Κάθε σελίδα περιέχει τέσσερις στήλες, και αποτελείται από λεπτή μεμβράνη. Το διεθνές σύμβολο του Σιναϊτικού Κώδικα είναι το πρώτο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου, το άλεφ, «א». Κι αυτός επίσης χρονολογείται από τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., αλλά θεωρείται λίγο μεταγενέστερος του Βατικανού κώδικα.
Η ανακάλυψη χειρογράφων όπως ο Σιναϊτικός Κώδικας είναι σημαντική, επειδή πριν απ’ αυτές τις ανακαλύψεις, οι μεταφράσεις έπρεπε να γίνονται από μεταγενέστερα αντίγραφα, τα οποία περιείχαν πολλά λάθη αντιγραφής καθώς ακόμα και νόθες περικοπές. Για παράδειγμα, ο Σιναϊτικός και ο Βατικανός Κώδικας ήταν αυτοί που κατέδειξαν ότι η αφήγηση στα εδάφια Ιωάννης 7:53-8:11 σχετικά με τη γυναίκα που είχε διαπράξει μοιχεία, ήταν μετέπειτα προσθήκη, επειδή κανένα από αυτά τα χειρόγραφα δεν περιέχει εκείνη την αφήγηση.
Σώθηκε από τη Φωτιά
Ο Αλεξανδρινός Κώδικας (Α) ο οποίος χρονολογείται στο 400-450 μ.Χ. βρίσκεται στην ίδια βιτρίνα. Μου φάνηκε ότι ήταν γραμμένο πιο όμορφα απ’ όλα τα χειρόγραφα που είχα δει. Πήρε το όνομά του από την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, όπου φυλασσόταν πριν δοθεί στον Ιάκωβο Α΄ της Αγγλίας, ο οποίος εξουσιοδότησε την περίφημη αγγλική μετάφραση της Αγίας Γραφής του 1611. Όμως ο Αλεξανδρινός Κώδικας έφτασε εδώ μόλις το 1627, αρκετό καιρό μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου.
Δεν τον πρόσεχαν πάντοτε καλά στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Το 1731 λίγο έλειψε να καταστραφεί. Ξέσπασε φωτιά στο δωμάτιο που ήταν κάτω από το μέρος όπου φυλασσόταν ο κώδικας. Όμως προφανώς μερικοί εκτιμούσαν την αξία του χειρόγραφου, γιατί κάποιος «αυτόπτης μάρτυρας λέει ότι ο λόγιος Δόκτωρ Μπέντλεϊ εμφανίστηκε με ‘το νυχτικό και μια μεγάλη περούκα’ και βαδίζοντας καμαρωτός, βγήκε έξω από το κτίριο με τον Αλεξανδρινό Κώδικα στη μασχάλη».
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι τρεις αυτοί μεγάλοι κώδικες, ο Βατικανός, ο Αλεξανδρινός και ο Σιναϊτικός, δημοσιεύτηκαν ξεχωριστά με τη μορφή πιστών φωτογραφικών αντιγράφων. Οι δυο πρώτοι είχαν γραφτεί τον καιρό που άρχισε να χρησιμοποιείται η μεμβράνη ως κύρια ύλη για την παραγωγή βιβλίων. Φαινόταν απίθανο ότι θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ κάτι παλιότερο, επειδή ο πάπυρος—η ύλη στην οποία έγραφαν πρωτύτερα—φθειρόταν εύκολα. Κι όμως, το 1931, έκαναν την εμφάνισή τους 11 πολύ παλιά χειρόγραφα σε πάπυρο, πράγμα πολύ σημαντικό.
Θησαυροί στην Ιρλανδία
Το μουσείο και η βιβλιοθήκη του Αμερικανού συλλέκτη Τσέστερ Μπίτι βρίσκεται στα προάστια του Δουβλίνου, ανάμεσα σε όμορφους πράσινους κήπους, που μόνο το δροσερό και υγρό κλίμα της Ιρλανδίας ευνοεί. Το ενδιαφέρον του για τα ιστορικά χειρόγραφα τον έκανε να αποκτήσει το σημαντικότερο Βιβλικό εύρημα, μετά την ανακάλυψη του Σιναϊτικού Κώδικα. Προφανώς αυτή ήταν μια συλλογή βιβλίων κάποιας Χριστιανικής κοινότητας του τέταρτου αιώνα στην Αίγυπτο. Ανακαλύφτηκαν «στη θέση μιας αρχαίας εκκλησίας κοντά στο Νείλο».
Ο πάπυρος είναι πολύ διαφορετικός από τη μεμβράνη. Είναι φτιαγμένος από το ομώνυμο φυτό, το οποίο αναπτυσσόταν στα νερά του Νείλου στην περιοχή του δέλτα. Μέχρι τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. χρησιμοποιόταν περισσότερο απ’ ό,τι η μεμβράνη.
Αν επισκεφτείτε το Δουβλίνο θα μπορέσετε να δείτε στα εκθέματα μια επιλογή από τη μεγάλη συλλογή χειρογράφων από πάπυρο. Το ένα απ’ αυτά, το οποίο αναφέρεται ως P45, αν και είναι πολύ κατεστραμμένο, περιέχει αποσπάσματα των τεσσάρων Ευαγγελίων και των Πράξεων. Χρονολογείται από τις αρχές του τρίτου αιώνα μ.Χ.
Επίσης του τρίτου αιώνα είναι και ο P47, που αποτελείται από δέκα φύλλα ενός κώδικα, ο οποίος περιέχει την Αποκάλυψη. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο P46, που χρονολογείται από το 200 μ.Χ. Αυτός είναι ένας κώδικας που περιέχει εννιά από τις επιστολές του Παύλου. Παρατήρησα ότι στις επιστολές του Παύλου περιλαμβάνεται και η επιστολή προς Εβραίους, και είναι τοποθετημένη μετά την επιστολή προς Ρωμαίους. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η επιστολή προς Εβραίους, η οποία δεν περιέχει το όνομα του Παύλου, αναγνωρίζεται ως δική του, γεγονός το οποίο αμφισβητείται από ορισμένους σύγχρονους κριτικούς.
Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό όλων των ελληνικών χειρογράφων τα οποία είχα δει μέχρι τώρα ήταν ότι κανένα απ’ αυτά δεν περιείχε το όνομα του Θεού, Ιεχωβά. Άρα λοιπόν γιατί το περιέχει η Μετάφραση Νέου Κόσμου, εφόσον αυτά τα κείμενα είναι τα πιο παλιά και αξιόπιστα; Ορισμένα αποκόμματα χειρογράφων, που για πρώτη φορά αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης στο Κέμπριτζ της Αγγλίας, παρέχουν μέρος της απάντησης.
Το Θείο Όνομα Αποκαλύπτεται
Ευχαριστήθηκα πολύ την επίσκεψή μου στο Κέμπριτζ, όπου βλέπει κανείς το περιστύλιο των παλιών κολεγίων περιτριγυρισμένο από τις αψίδες που σχηματίζουν οι κλαίουσες ιτιές! Σ’ αυτό το κέντρο μάθησης ήταν που φέρθηκαν πολλά από τα περιεχόμενα της Γκενίζα του Καΐρου. Η γκενίζα ήταν ένα δωμάτιο στη συναγωγή όπου οι Ιουδαίοι φύλαγαν παλιά έγγραφα.
Στο παλιό Κάιρο μια δεισιδαιμονική δοξασία έλεγε ότι η είσοδος της γκενίζα προστατευόταν από ένα δηλητηριώδες φίδι, έτοιμο να επιτεθεί στους επίδοξους συλλέκτες· η δοξασία αυτή βοήθησε να διατηρηθούν τα περιεχόμενα μέχρις ότου ο Δρ Σόλομον Σέκτερ πέτυχε να πάρει την άδεια για να φέρει τα περιεχόμενα στο Κέμπριτζ το 1898. Βρέθηκαν έγγραφα τα οποία συγκεντρώνονταν εκεί για μια περίοδο χιλίων περίπου ετών. Ένας βιβλιοθηκάριος μου έδειξε μια φωτογραφία των χειρογράφων όταν έφτασαν, στριμωγμένα σε κιβώτια τσαγιού, όπως τόσα και τόσα άλλα άχρηστα πράγματα.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, βρέθηκε κι ένα παλίμψηστο, ή αλλιώς ξαναχρησιμοποιημένος ρόλος, που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. «Παλίμψηστο» σημαίνει «ξαναξυσμένο» και αναφέρεται σε έγγραφα, στα οποία η αρχική γραφή έχει σβηστεί είτε με πλύσιμο είτε με ξύσιμο, ώστε να μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί η ακριβή γραφική ύλη. Συχνά μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμα την αρχική γραφή.
Σ’ αυτή την περίπτωση κάτω από μια μεταγενέστερη γραφή βρέθηκε ένα αντίγραφο από τις Εβραϊκές Γραφές μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Ακύλα, έναν Ιουδαίο προσήλυτο που ζούσε το δεύτερο αιώνα μ.Χ. Ήταν συναρπαστικό να βλέπεις σε αρκετά μέρη του ελληνικού κειμένου το όνομα του Ιεχωβά γραμμένο με αρχαϊκούς εβραϊκούς χαρακτήρες. Αυτό αποδεικνύει ότι μέχρι το δεύτερο αιώνα μ.Χ. εξακολουθούσε να γράφεται στα ελληνικά χειρόγραφα το όνομα του Ιεχωβά στα εβραϊκά. Άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφιβάλλουμε για το ότι θα το χρησιμοποίησαν και οι μαθητές του Ιησού, όταν έγραψαν αρχικά τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές κάτω από θεία έμπνευση.
Όταν ζούσε ο λόγιος των Βιβλικών κειμένων Φ. Τζ. Κένιον, έγραψε πως «στην περίπτωση των βιβλίων της Αγίας Γραφής, όπως επίσης και όλων των έργων των κλασικών συγγραφέων και σχεδόν όλων των έργων της μεσαιωνικής περιόδου, τα αρχικά ιδιόχειρα κείμενα του συγγραφέα και όλα τα πρώτα αντίγραφά τους έχουν εξαφανιστεί». Παρ’ όλα αυτά, ποιο είναι το πιο παλιό από τα γνωστά χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;
Ένας Μικροσκοπικός Θησαυρός στο Μάντσεστερ
Δεν είναι παρά ένα απόκομμα το οποίο περιέχει τα εδάφια Ιωάννης 18:31-34, 37, 38, και έχει μέγεθος 8,9 επί 5,7 εκατοστά. Το πρωτότυπο του Ευαγγέλιου του Ιωάννη γράφτηκε γύρω στο 98 μ.Χ. Αυτό το απόκομμα από το αντίγραφο έγινε μόλις έπειτα από λίγο καιρό. Χρονολογείται από το 100-150 μ.Χ. Πού μπορεί να το βρει κανείς; Στο Μάντσεστερ, σ’ αυτή την πόλη που τον 19ο αιώνα σημείωσε αιφνίδια ανάπτυξη στη βιομηχανία βάμβακος της Αγγλίας. Εκεί, στη Βιβλιοθήκη Τζον Ράιλαντς, αυτό το απόκομμα εκτίθεται για το κοινό μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις.
Ο βιβλιοθηκάριος μου εξήγησε με ευγένεια πώς μπορούν να υπολογιστούν οι αρχικές διαστάσεις του βιβλίου από ένα τέτοιο απόκομμα. Υπολογίζεται ότι προέρχεται από κάποιον κώδικα 130 σελίδων του Ευαγγέλιου του Ιωάννη, οι οποίες είχαν μέγεθος παρόμοιο με το μέγεθος αυτού του περιοδικού. Το απόκομμα βρίσκεται ανάμεσα σε δυο γυάλινα φύλλα κι έτσι όπως είναι μοιάζει με εξαιρετικά εύθραυστο μπισκότο. Μου είπαν πως παρ’ όλα αυτά, πολλά κομμάτια παπύρου είναι εκπληκτικά εύκαμπτα.
Πώς καθορίζεται η ηλικία του; Έμαθα ότι ο τύπος του παπύρου που χρησιμοποιήθηκε, η γενική του εμφάνιση κι επίσης ο τρόπος της γραφής αποτελούν ορισμένα στοιχεία. Ακόμα κι εγώ μπορούσα να διακρίνω ότι αυτό το χέρι, το οποίο δεν θεωρούνταν χέρι επαγγελματία γραφέα, ήταν διαφορετικό από εκείνη τη γραφή στα χειρόγραφα σε μεμβράνη που είχα δει, στα οποία οι κάθετες γραμμές ήταν πιο χοντρές και οι οριζόντιες γραμμές είχαν έντονες κουκκίδες στις άκρες.
Ποια είναι η σημασία αυτού του μικροσκοπικού αποκόμματος; Καταρρίπτει τις θεωρίες ορισμένων κριτικών που ισχυρίζονται πως τα Ευαγγέλια είναι στην πραγματικότητα πλαστά κείμενα του δεύτερου αιώνα, και πως δεν είναι καν γραμμένα από τους μαθητές του Ιησού. Οπωσδήποτε, τη στιγμή που είναι παγκόσμια γνωστό ότι τα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά γράφτηκαν πριν από τον Ιωάννη, αυτό εδώ μας δίνει την απόδειξη ότι όλα γράφτηκαν τον πρώτο αιώνα. Καμιά ομάδα απατεώνων δεν θα μπορούσε να τα είχε γράψει τον πρώτο αιώνα, όταν οι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων που αναφέρονται θα μπορούσαν να διαψεύσουν οποιαδήποτε ψεύτικη ιστορία.
Πόσο αξιοθαύμαστο είναι που έπειτα από τόσους πολλούς αιώνες, έχουμε ακριβή αντίγραφα του Λόγου του Θεού, τα οποία χρονολογούνται από μια περίοδο τόσο κοντινή με την περίοδο που γράφτηκε ο Λόγος του Θεού! Όπως έγραψε ο διακεκριμένος λόγιος Σερ Φρέντερικ Κένιον σχετικά με την Αγία Γραφή: «Κανένα άλλο αρχαίο βιβλίο δεν έχει να επιδείξει μια τόσο παλιά και άφθονη μαρτυρία για το κείμενό του, και κανένας αμερόληπτος λόγιος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το κείμενο που έχει φτάσει σ’ εμάς είναι ουσιαστικά αξιόπιστο».
Το αποτέλεσμα των επισκέψεών μου ήταν να νιώσω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα λόγια που εμπνεύστηκε να καταγράψει ο Δαβίδ: «Τα λόγια του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] είναι λόγια καθαρά. Αργύριον δεδοκιμασμένον εν πηλίνω χωνευτηρίω, κεκαθαρισμένον επταπλασίως». (Ψαλμός 12:6)—Από Συνεργάτη.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Ο Σιναϊτικός Κώδικας αποτέλεσε μέρος της βάσης του ελληνικού κειμένου, από το οποίο προήλθε η Μετάφραση Νέου Κόσμου
[Ευχαριστίες]
Courtesy of the British Museum, London
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Ο Αλεξανδρινός Κώδικας (Α), ο οποίος χρονολογείται από το 400-450 μ.Χ., έχει πάρει το όνομά του από την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου
[Ευχαριστίες]
By permission of The British Library
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Αυτό το απόκομμα από το κεφάλαιο 18 του Ευαγγέλιου του Ιωάννη, που χρονολογείται από τις αρχές του δεύτερου αιώνα, θεωρείται το παλιότερο γνωστό κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών
[Ευχαριστίες]
Courtesy of The John Rylands University Library, Manchester