Η Γενιά μου—Μοναδική και Εξαιρετικά Προνομιούχα!
Όπως το αφηγήθηκε ο Μέλβιν Σάρτζεντ
ΠΟΛΛΟΙ νεαροί σήμερα γεννιούνται από γονείς Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά το 1896 αυτό ήταν ένα πραγματικά σπάνιο προνόμιο. Από μωρό παιδί, η μητέρα με δίδασκε να έχω κατάλληλο σεβασμό για τον Ιεχωβά και να εκτιμώ την απολυτρωτική θυσία του Γιου του. Έτσι λοιπόν, ανήκω σε μια μοναδική και εξαιρετικά προνομιούχα γενιά—ήμουν αρκετά μεγάλος για να δω την αρχή του σημείου της παρουσίας του Χριστού το 1914 και ωστόσο ενδεχομένως αρκετά νέος τώρα, για να μπορέσω να ζήσω και να δω την ολοκλήρωσή του στον Αρμαγεδδώνα.—Ματθαίος 24:3, 33, 34.
Ένα Θαυμάσιο Ξεκίνημα
Ανατράφηκα με τρυφερή και στοργική φροντίδα. Εντούτοις, υπήρχαν φορές που η φροντίδα εκείνη εκδηλωνόταν με τρόπους τους οποίους μερικοί σήμερα ίσως να θεωρούν αυστηρούς. Θυμάμαι όταν μια φορά η μητέρα με άκουσε να παίζω με ένα μεγαλύτερο αγόρι που ξαφνικά άρχισε να λέει λέξεις εντελώς καινούριες για μένα. «Αυτές είναι άσχημες λέξεις που δεν πρέπει ποτέ να τις πεις», μου είπε, και με έκανε να το βάλω καλά στο μυαλό μου με κάτι παραπάνω από σκέτα λόγια! Εγώ όμως κατάλαβα ότι με τιμώρησε για το καλό μου και αναρωτήθηκα, θυμάμαι, γιατί άραγε η μητέρα του Τζίμη δεν τον τιμωρούσε. Μήπως στην πραγματικότητα δεν τον αγαπούσε αρκετά;
Είμαστε η μοναδική οικογένεια Μαρτύρων στην Επαρχία Τζούελ του Κάνσας. Ο πατέρας δεν ήταν αφιερωμένος δούλος του Ιεχωβά, αλλά πρόθυμα έκανε Γραφική μελέτη σε μας τα παιδιά. Μεγαλύτερη ήταν η αδελφή μου, η Εύα, και ο Γουώλτερ ήταν 16 μήνες μεγαλύτερος από μένα. Κάθε βράδυ είχαμε να βοηθήσουμε στο πλύσιμο των πιάτων. Ο Γουώλτερ κάθε τόσο πρόβαλε δικαιολογίες για να το αποφύγει. Όμως, η Εύα κι εγώ βρίσκαμε τότε την ευκαιρία να συζητάμε για βιβλικές αλήθειες, και έτσι αυτή η μικροδουλειά μεταμορφωνόταν σε ευλογία. Μετά από καιρό, έφτασα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι που αποφεύγουν τις ευθύνες στη ζωή χάνουν πολλές ευλογίες. Αυτό έγινε και με τον Γουώλτερ, που αργότερα έφυγε από την αλήθεια.
Η σωστή ανατροφή μας οδήγησε σε θαυμαστά αποτελέσματα στις 4 Αυγούστου 1912. Η Εύα και εγώ σηκωθήκαμε πριν χαράξει, και ταξιδέψαμε κάπου 16 χιλιόμετρα με άμαξα και μετά πήραμε το πρωινό τρένο για το Τζέιμσταουν του Κάνσας. Ένας πίλγκριμ, όπως ονομάζονταν οι περιοδεύοντες εκπρόσωποι των Σπουδαστών της Γραφής, επισκεφτόταν εκείνο το μέρος, και αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσαμε συνάθροιση Σπουδαστών της Γραφής έξω από το δικό μας σπίτι. Ήταν επίσης και η μέρα του βαφτίσματός μας.
Αν και ήμουν μόλις 16 χρονών, ρώτησα εκείνο τον αδελφό αν μπορούσα να αναλάβω ολοχρόνια διακονία, που τότε ονομαζόταν έργο βιβλιοπώλη. Με ενθάρρυνε να γράψω στην Εταιρία Σκοπιά. Όμως, επειδή στο σπίτι με χρειάζονταν ακόμη, αυτό έπρεπε να μείνει για αργότερα. Στο μεταξύ, στον ελεύθερο χρόνο μου βοηθούσα τακτικά τους Σπουδαστές της Γραφής του Τζέιμσταουν να μοιράζουν φυλλάδια στις 75 περίπου πόλεις και κωμοπόλεις που βρίσκονταν εκεί γύρω.
Επίσης, έδινα μαρτυρία και σε άλλες περιπτώσεις. Όταν, μια φορά ήρθε η σπιτονοικοκυρά μας στην πόλη για δουλειές και έμεινε μαζί μας μερικές μέρες, της έδωσα ένα φυλλάδιο. Αυτό πρέπει να την είχε εντυπωσιάσει. Ωστόσο, από τότε που γύρισε σπίτι της στην Αϊόβα, δεν την ξαναείδα για 30 χρόνια. Είχε γίνει αντβεντίστρια και δεν ενδιαφερόταν για τη ‘δική μου θρησκεία’. Όμως, είχε ένα κτήμα που χρειαζόταν φροντίδα και επειδή δεν ήξερε να υπάρχει στη δική της θρησκεία κανένας «αληθινός χριστιανός» που να του έχει εμπιστοσύνη, απευθύνθηκε σε μένα. Για μερικά χρόνια ο μισθός που μου έδινε βοήθησε να παραμείνω στην ολοχρόνια διακονία. Τι επιβεβαίωση του εδαφίου Εκκλησιαστής 11:1: «Ρίψον τον άρτον σου επί πρόσωπον των υδάτων· διότι εν ταις πολλαίς ημέραις θέλεις ευρεί αυτόν». Και των λόγων που είπε κάποτε ο Ιησούς: «Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή».—Ματθαίος 6:33.
Αλησμόνητες Εντυπώσεις
Παρακολούθησα την πρώτη μου συνέλευση το 1913. Εντυπωσιάστηκα που είδα να βαφτίζονται 41 άτομα και ενθαρρύνθηκα επίσης να πιστεύω ότι επειδή είχα προηγηθεί (ήμουν δέκα μήνες βαφτισμένος), ίσως είχα ελπίδες να μπορέσω να αναπτύξω τη «χριστοειδή προσωπικότητα» μέχρι το 1914, ώστε να εξασφαλίσω ‘την κλήση και την εκλογή’ μου. Επίσης εντυπωσιάστηκα βλέποντας τόσες πολλές κόκκινες και κίτρινες κορδέλες. Οι βιβλιοπώλες που έψαχναν για συνεργάτες φορούσαν κόκκινες κορδέλες, και όσοι ήθελαν να συνεργαστούν μαζί τους φορούσαν κίτρινες.
Κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση από τη συνέλευση που παρακολούθησα το 1914 ήταν το Φωτόδραμα της Δημιουργίας και το ότι παρατήρησα από πιο κοντά τον αδελφό Ρώσσελ. Ήταν άνθρωπος εγκάρδιος και εκδήλωνε γνήσια επιθυμία να μεταδίδει ενθαρρυντικές πληροφορίες στους ακροατές του. Ήταν συμπονετικός και πρόθυμος να ακούει εκείνους που πήγαιναν να του πουν τα προβλήματά τους. Όμως δεν θεωρούσε τον εαυτό του τόσο σπουδαίο ώστε να μην δέχεται να του κάνουν οι νεαροί κάποιο αστείο. Ένα βράδυ καθώς μοίραζα τα προγράμματα για το Φωτόδραμα, εκείνος πέρασε βιαστικός. Του έδωσα κι εκείνου ένα πρόγραμμα, κάνοντας ότι δεν τον είχα αναγνωρίσει. Στην αρχή προσπέρασε, αλλά μετά γύρισε και με ευχαρίστησε γελώντας, λέγοντάς μου ότι είχε καταλάβει το αστείο.
Τελικά το 1917, στα 21 μου, μπόρεσα να αναλάβω το έργο βιβλιοπώλη. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν σχεδόν τρία χρόνια τώρα. Με μια βαλίτσα στο χέρι, πολλά βιβλία και 30 δολάρια στην τσέπη, κατευθύνθηκα προς τη Νεμπράσκα μαζί με τον συνεργάτη μου Έρνεστ Λούμπα, έναν πιο πεπειραμένο βιβλιοπώλη. Είχαμε και θετικές και αρνητικές εμπειρίες. Για παράδειγμα, θυμάμαι, όταν μια φορά αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε μια μέθοδο για να δίνουμε στα γρήγορα βιβλία. Τυπώσαμε κάρτες που έλεγαν ότι όποιος ήθελε μπορούσε να κρατήσει δυο μέρες, χωρίς να πληρώσει, το βιβλίο Το Τετελεσμένον Μυστήριον για να το διαβάσει και να το αγοράσει για 60 σεντς όταν θα επιστρέφαμε. Μέσα σ’ ένα πρωινό, καθένας μας είχε δανείσει δέκα βιβλία μ’ αυτόν τον τρόπο. Δυο μέρες αργότερα, εγώ διάθεσα 7, ενώ ο αδελφός Λούμπα που είχε εργαστεί σε μια γειτονιά γεμάτη από καθολικούς, διάθεσε μονάχα ένα. Για να ξαναπάρει ένα από τα βιβλία που είχε δανείσει, έπρεπε να πάει στον καθολικό ιερέα της περιοχής, στον οποίο το είχαν δώσει. Έτσι γρήγορα καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος που είχαμε χρησιμοποιήσει στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο καλή όσο το να διαθέτουμε περισσότερο χρόνο μιλώντας στους ανθρώπους.
Φυσικά, είχαμε ελάχιστα χρήματα, πράγμα που σήμαινε ότι κατά καιρούς ήμασταν ιδιαίτερα πολυμήχανοι στο να εφευρίσκουμε τρόπους να κάνουμε οικονομία. Έτσι, όταν αργότερα ξεκινήσαμε να πάμε σε έναν καινούριο διορισμό, στο Μπούλντερ του Κολοράντο, βγάλαμε εισιτήριο για τον πρώτο σταθμό μετά τα όρια της πολιτείας. Εκεί κατεβήκαμε από το τρένο και βγάλαμε άλλο εισιτήριο για την υπόλοιπη διαδρομή με το επόμενο τρένο. Γιατί; Επειδή τα εισιτήρια μέσα στα όρια μιας πολιτείας κόστιζαν 2 σεντς το μίλι, ενώ τα εισιτήρια για διαδρομές έξω από την πολιτεία ήταν ακριβότερα. Έτσι, όχι μόνο εξοικονομήσαμε χρήματα, αλλά και δώσαμε ανεπίσημη μαρτυρία την ώρα που περιμέναμε το δεύτερο τρένο.
Προβλήματα στον Καιρό του Πολέμου και μια Νέα Αρχή
Το 1918 οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ήδη μπλεγμένες για τα καλά στον πόλεμο. Μια θύελλα εναντίωσης ξέσπασε ενάντια στους Σπουδαστές της Γραφής.
Όταν παρουσιάστηκα, ζήτησα απαλλαγή επειδή ήμουν διάκονος. Πίστευα ότι τα επιχειρήματά μου ήταν βάσιμα και η κατάταξή μου καθυστερούσε εφόσον η υπόθεσή μου βρισκόταν στην επιτροπή απαλλαγής. Εκείνοι όμως, δεν βρήκαν βάσιμα τα επιχειρήματά μου και απέρριψαν την αίτησή μου. Ωστόσο, λόγω αυτής της καθυστέρησης δεν πήγα φυλακή επειδή τότε πια είχε έρθει η εποχή της συγκομιδής και πήρα απαλλαγή μέχρι να τελειώσει αυτή η απαραίτητη δουλειά στο αγρόκτημα των γονέων μου. Τελικά, κανονίστηκε να καταταχτώ στις 15 Νοεμβρίου. Ο πόλεμος τελείωσε στις 11 Νοεμβρίου. Γλίτωσα τη φυλακή για τέσσερις μονάχα μέρες.
Άλλοι που τάχτηκαν άφοβα υπέρ της χριστιανικής ουδετερότητας δεν τα πέρασαν το ίδιο καλά. Σε μια συνέλευση στο Ντένβερ, συνάντησα έναν απ’ αυτούς. Ο αδελφός αυτός, εξηγώντας γιατί ήταν φαλακρός, μας είπε ότι ένα μπουλούκι φανατικοί τον περίλουσαν με καυτή πίσσα και τον έδεσαν σ’ ένα δέντρο. Είπε ότι «απ’ όλη την ομάδα οι γυναίκες ήταν οι χειρότερες». Είχε ξυρίσει τελείως τα μαλλιά του για να φύγει η πίσσα. Μετά, ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφτηκε στο πρόσωπό του και είπε για την εμπειρία του αυτή: «Αλλά δεν θα την έχανα για τίποτα στον κόσμο».
Και μερικοί εκπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά φυλακίστηκαν άδικα επειδή κράτησαν ασυμβίβαστη στάση. Όμως, το 1919, ενώ ήταν ακόμα στη φυλακή, εκλέχτηκαν ξανά για τις θέσεις που είχαν στην Εταιρία, παρά την προσπάθεια που έκαναν οι αποστάτες να βάλουν άλλους στις θέσεις τους. Οι πιστοί αδελφοί το δέχτηκαν αυτό σαν ένδειξη της επιδοκιμασίας του Ιεχωβά. Τώρα, γεμάτοι χαρά και παίρνοντας θάρρος από ένα αναζωογονητικό χείμαρρο αγίου πνεύματος, ήταν όσο ποτέ άλλοτε αποφασισμένοι να αναλάβουν ξανά το έργο κηρύγματος της Βασιλείας και να ξεσκεπάσουν την υποκρισία του κλήρου για την αποτυχία του να υποστηρίξει τη Βασιλεία του Θεού. Το κόψιμο κάθε δεσμού με τη Βαβυλώνα είχε αρχίσει.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1918, στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, μετά την ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 6 Απριλίου 1917, ο αδελφός Ρόδερφορντ εκφώνησε για πρώτη φορά τη συγκινητική ομιλία ‘Εκατομμύρια Ήδη Ζώντες Δεν Θα Πεθάνουν Ποτέ’.
Σημαντικές Αλλαγές στα Χρόνια που Πέρασαν
Για εφτά χρόνια διατηρούσαμε φιλία με τη Λυδία Τάναχιλ, κυρίως μέσω αλληλογραφίας. Το 1921, αποφασίσαμε μετά από προσεκτική εξέταση με προσευχή ότι θα ήταν καλύτερο να επωφεληθούμε από τη συγκατάνευση του Παύλου όταν έδινε συμβουλές σχετικά με την αγαμία, δηλαδή, ότι και αυτός που ‘παντρεύεται κάνει καλά’. (1 Κορινθίους 7:38) Ο γάμος μας ήταν δώρο από τον Ιεχωβά και γέμισε χαρά την καρδιά μας. Όμως, πριν περάσει πολύς καιρός, βρεθήκαμε σε δύσκολη κατάσταση. Τα ταξίδια είχαν οξύνει κάποιο παλιό πρόβλημα που είχε η Λυδία με την πλάτη της και η δική μου καρδιά, παρ’ όλο που ήταν όσια και γεμάτη αγάπη, είχε αργό ρυθμό, ήταν «μια κουρασμένη καρδιά» σύμφωνα με τους γιατρούς. Αυτό προξένησε αναιμία. Και οι δυο χάναμε τις δυνάμεις μας. Μας σύστησαν να αλλάξουμε κλίμα και να περιορίσουμε τις καθημερινές μας μετακινήσεις. Το κινητό μας σπίτι ήταν ιδανικό για να μας βοηθήσει να ακολουθήσουμε αυτή τη σύσταση, και έτσι το Σεπτέμβριο του 1923 τον περάσαμε στο δρόμο για την Καλιφόρνια.
Ακριβώς επειδή ανήκω σ’ αυτή την εξαιρετικά προνομιούχα γενιά, είχα την ευκαιρία να δω με τα ίδια μου τα μάτια πώς η ορατή οργάνωση του Ιεχωβά αναπτύχθηκε στα χρόνια που πέρασαν. Είδα να πρωτοχωρίζεται για πρώτη φορά το Λος Άντζελες σε ξεχωριστούς τομείς για κήρυγμα, να αρχίζει το έργο κηρύγματος της Κυριακής και να παίρνουμε το καινούριο μας όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1931. Τι συγκλονιστική εμπειρία ήταν να βλέπεις τις προσαρμογές που έγιναν το 1932 και το 1938, οι οποίες διασφάλισαν θεοκρατικό, μάλλον παρά δημοκρατικό, τρόπο διορισμού πρεσβυτέρων. Επίσης είδα με μεγάλη μου χαρά να διευκρινίζονται ασαφή θέματα και απορίες, όπως η ουδετερότητα και η ιερότητα του αίματος.
Αν και αποσύρθηκα από το έργο βιβλιοπώλη το 1923, είχα πάντοτε το σκαπανικό πνεύμα. Έτσι το 1943 μπόρεσα να ξαναενωθώ με τις τάξεις των σκαπανέων που αυξάνονταν γοργά. Το 1945 είχα μάλιστα το προνόμιο να γίνω ειδικός σκαπανέας και να υπηρετήσω μ’ αυτή την ιδιότητα 9 χρόνια, ώσπου η «κουρασμένη καρδιά» μου άρχισε να μου φέρνει και πάλι εμπόδια. Από το 1954 και ύστερα υπηρετώ ως τακτικός σκαπανέας.
Ο γάμος μου με τη Λυδία κράτησε 48 χρόνια, μέχρι που το 1969 εκείνη μεταφέρθηκε σε νέο διορισμό, σε μια κληρονομιά για εκείνη «πεφυλαγμένην εν τοις ουρανοίς», διορισμό που και εγώ επίσης ελπίζω να αναλάβω στον κατάλληλο καιρό. (1 Πέτρου 1:4) Αν και δεν είχαμε την ευλογία να αποκτήσουμε παιδιά, είχαμε την ευλογία αυτού που πολλοί θεωρούσαν ως τον ιδανικό γάμο. Παρ’ ότι η απώλεια για μένα ήταν μεγάλη, το να γεμίζω τη ζωή μου με θεοκρατικά ενδιαφέροντα με βοήθησε να την ξεπεράσω. Αργότερα παντρεύτηκα μια έμπειρη σκαπάνισσα που τη γνώριζα πολλά χρόνια, την Ιβαμέι Μπελ. Απολαύσαμε 13 χρόνια συντροφιάς μέχρις ότου αποβίωσε και εκείνη.
Η Γενιά Μου—Μοναδική μ’ Έναν Ιδιαίτερο Τρόπο
Μερικές φορές με ρωτούν: «Ποια ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία σου στην αλήθεια;» Χωρίς δισταγμό απαντάω: «Το να βλέπω να εκπληρώνονται μέσα στη γενιά μου οι προφητείες της Γραφής τις οποίες κατέγραψαν πριν από αιώνες εμπνευσμένοι και αφιερωμένοι άντρες».
Άνθρωποι της γενιάς μου που δεν ανήκουν στη θεοκρατική οργάνωση κατέληξαν, φυσικά, να γίνουν ακριβώς όπως έλεγε το Φωτόδραμα της Δημιουργίας του 1914: κυνηγοί του χρήματος, των ηδονών και της δόξας. Εμείς που είμαστε στην οργάνωση του Κυρίου προσπαθούμε, με κάθε δυνατό τρόπο, να στρέψουμε την προσοχή τους στο άγγελμα της ζωής. Έχουμε χρησιμοποιήσει συνθήματα, ολοσέλιδες διαφημίσεις, το ραδιόφωνο, αυτοκίνητα με μεγάφωνα, φορητούς φωνογράφους, τεράστιες συνελεύσεις, παρελάσεις περιπατητών που κουβαλούσαν πινακίδες με πληροφορίες, και μια αυξανόμενη στρατιά διακόνων που κηρύττουν από σπίτι σε σπίτι. Αυτή η δράση έχει συμβάλει στο χωρισμό των ανθρώπων—από το ένα μέρος σ’ αυτούς που έχουν ταχθεί με την εγκαθιδρυμένη Βασιλεία του Θεού, και από το άλλο σ’ εκείνους που είναι εναντίον της. Αυτό ήταν το έργο που ο Ιησούς προφήτεψε ότι θα γινόταν στη γενιά μου!—Ματθαίος 25:31-46.
Όσο η «κουρασμένη καρδιά» μου θα χτυπάει, κάθε χτύπος της θα εκφράζει την εκτίμησή μου για το προνόμιο που έχω να ανήκω σε μια μοναδική γενιά. Κάθε χτύπος της θα εκφράζει τη συγκίνησή μου για το προνόμιο που έχω να βλέπω εκατομμύρια χαμογελαστά πρόσωπα που πρόκειται να μείνουν για πάντα χαμογελαστά.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Μέλβιν και η Λυδία Σάρτζεντ, βιβλιοπώλες, το 1921
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Ο Μέλβιν και η Ιβαμέι Σάρτζεντ, το 1976