ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ
Η κατάσταση του να είναι κανείς τελείως αναπτυγμένος, μεστός, πλήρης, σύμφωνα με κάποιο κριτήριο. (Βλέπε ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ.) Η Αγία Γραφή θέτει το κριτήριο για τον καθορισμό της πνευματικής ωριμότητας (πληρότητας). Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, ο ώριμος Χριστιανός δεν είναι πνευματικό νήπιο, ασταθής και εύκολα παροδηγούμενος ή επηρεαζόμενος από άλλους σε δογματικά θέματα. (Εφ 4:11-14) Εφόσον οι δυνάμεις της αντίληψής του είναι γυμνασμένες, έχει την ικανότητα να διακρίνει και το ορθό και το εσφαλμένο. Δεν έχει ανάγκη να διδαχτεί τα στοιχειώδη πράγματα. (Εβρ 5:11–6:2) Δεν καθοδηγείται από την κοσμική σοφία, αλλά από το πνεύμα του Θεού.—1Κο 2:6, 10-13, υποσ.
Πουθενά δεν κάνει λόγο η Αγία Γραφή για βαθμούς ή στάδια πνευματικής ωριμότητας ή ενηλικίωσης. Εντούτοις, όπως ακριβώς κάποιος συνεχίζει να αναπτύσσεται σε γνώση, πείρα και διάκριση αφού ενηλικιωθεί, έτσι και ο ώριμος Χριστιανός συνεχίζει να προοδεύει. Οι δοκιμασίες που αντιμετωπίζει μπορούν να ενισχύουν την πίστη και την υπομονή του. Ο μαθητής Ιάκωβος έγραψε: «Να το θεωρήσετε απόλυτη χαρά, αδελφοί μου, όταν αντιμετωπίσετε διάφορες δοκιμασίες, καθόσον γνωρίζετε ότι η δοκιμασμένη ποιότητα της πίστης σας απεργάζεται υπομονή. Η δε υπομονή ας έχει το έργο της πλήρες, για να είστε πλήρεις [τέλειοι, Κείμενο] και υγιείς από όλες τις απόψεις, χωρίς να είστε ελλιπείς σε τίποτα». (Ιακ 1:2-4) Παρόμοια, όπως οι ενήλικοι διαφέρουν ως προς τη σωματική διάπλαση, τις διανοητικές ικανότητες και τα ταλέντα, έτσι και οι ώριμοι Χριστιανοί μπορεί να διαφέρουν ως προς συγκεκριμένες ιδιότητες, καθώς μερικοί διακρίνονται σε κάποιον τομέα—όπως η γνώση, η κρίση, το θάρρος ή η γενναιοδωρία—ενώ άλλοι διακρίνονται σε κάποιον άλλον. (Παράβαλε 1Κο 7:7· 12:4-11, 27-31.) Επομένως, όσον αφορά την ωριμότητα, είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψη μας ότι οι ειδικές ικανότητες ή τα ταλέντα δεν είναι οι παράγοντες που καθορίζουν αν κάποιος είναι ώριμος Χριστιανός ή όχι.
Ολόκληρη η διευθέτηση της εκκλησίας, με τους αποστόλους, τους προφήτες, τους ευαγγελιστές, τους ποιμένες και τους δασκάλους της, αποσκοπούσε στη δημιουργία ώριμων Χριστιανών, πνευματικών ενηλίκων. (Εφ 4:11-14· παράβαλε Κολ 1:28, 29· 4:12, 13.) Προφανώς, λοιπόν, όποιοι υπηρετούσαν ως ποιμένες και δάσκαλοι έπρεπε να είναι από πνευματική άποψη ώριμα άτομα, όχι νήπια. Ωστόσο, δεν απαιτούνταν μόνο να είναι πνευματικά ενήλικος όποιος διοριζόταν επίσκοπος ή διακονικός υπηρέτης. (1Τι 3:1-9, 12, 13· Τιτ 1:5-9) Για παράδειγμα, ο επίσκοπος απαιτούνταν μεταξύ άλλων να είναι “άντρας που προΐσταται στο σπιτικό του με καλό τρόπο, έχοντας παιδιά σε υποταγή με κάθε σοβαρότητα”. (1Τι 3:4) Επομένως, ένας άντρας μπορεί να ήταν ώριμος σε ορισμένους τομείς από πνευματική άποψη, εντούτοις όμως, αν τα παιδιά του ήταν στασιαστικά και ανεξέλεγκτα, δεν θα είχε τα προσόντα να υπηρετεί ως επίσκοπος.