ΛΙΘΟΚΟΠΟΣ
Λιθοπελεκητής· αυτός που κόβει, λαξεύει ή κατεργάζεται πέτρες ώστε να χρησιμοποιηθούν για οικοδομικούς σκοπούς. (2Βα 12:11, 12· 2Χρ 24:12) Ο Βασιλιάς Δαβίδ έκανε τους πάροικους στον Ισραήλ λιθοπελεκητές «ώστε να πελεκήσουν τετραγωνισμένες πέτρες» (κόβοντάς τες στο κατάλληλο μέγεθος) για το μελλοντικό ναό του Ιεχωβά.—1Χρ 22:2, 15· παράβαλε 1Βα 6:7· βλέπε ΛΑΤΟΜΕΙΟ.