Η Πίστη με Βοήθησε να Αντιμετωπίσω τις Εγχειρήσεις στον Εγκέφαλο
«ΕΧΕΙΣ έναν όγκο πίσω από το αριστερό σου μάτι». Αυτά τα λόγια που είπε ο Δρ Στιούαρτ, ένας νευρολόγος, με έκαναν να αισθανθώ σαν να έβλεπα ένα κακό όνειρο. Οι επόμενες λέξεις του μετέτρεψαν το όνειρο σε εφιάλτη: «Πρέπει να επικοινωνήσω με την οικογένειά σου για να σε βάλουμε αμέσως στο νοσοκομείο».
Έμεινα εμβρόντητη. Δεν ήταν δυνατόν. Αισθανόμουν περίφημα! Πώς θα μπορούσε μια 22χρονη κοπέλα να έχει όγκο στον εγκέφαλο; Το μυαλό μου επαναστατούσε καθώς άκουγε τα λόγια του γιατρού, κι αυτό γιατί δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω την πορεία που είχα θέσει για τη ζωή μου. Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά, και μόλις το προηγούμενο πρωί μου είχαν τηλεφωνήσει για να με καλέσουν να εργαστώ στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλιν για τρεις μήνες. Έλπιζα και προσευχόμουν γι’ αυτό. Όταν έφυγα από το σπίτι εκείνο το πρωί για να επισκεφτώ τον οφθαλμίατρο, πέταγα από τη χαρά μου.
Τώρα, 29 ώρες αργότερα, αυτό το συναίσθημα γκρεμίστηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία για τον όγκο. Ήμουν ήδη 50 λεπτά κλεισμένη μέσα σε μια μηχανή MRI (Magnetic Resonance Imagery [Διαγνωστικής Απεικόνισης με Μαγνητικό Συντονισμό]), σαν μια τορπίλη μέσα στη θαλάμη, έτοιμη να εκτοξευτεί. Επειδή έχω τάση προς την κλειστοφοβία, όσο περισσότερο καθόμουν μέσα τόσο περισσότερο πανικοβλημένη αισθανόμουν. Προσευχόμουν για να ηρεμήσω, σιγοτραγουδούσα ύμνους της Βασιλείας, και επαναλάμβανα εδάφια από την Αγία Γραφή. Τελικά χαλάρωσα. Σε λίγο, επέστρεψα στο γραφείο του νευρολόγου μαζί με το φιλμ. Το φιλμ έδειξε έναν όγκο, στο μέγεθος ενός μεγάλου πορτοκαλιού, και τότε ο γιατρός έκανε τη βαρυσήμαντη δήλωση: θα έμπαινα στο νοσοκομείο αμέσως. Βγήκε από το δωμάτιο για να τηλεφωνήσει στους γονείς μου.
Η Απόφασή μου Είναι Αμετάκλητη
«Οι γονείς σου θα έρθουν σε λίγο», είπε όταν γύρισε. «Δεν μου είπες ότι είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Πρέπει να συζητήσουμε. Η εγχείρηση θα χρειαστεί σίγουρα μεταγγίσεις αίματος».
«Δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα», είπα. «Η απόφαση έχει ήδη παρθεί. Όχι αίμα».
«Τότε, θα μιλήσουμε πάλι γι’ αυτό όταν έρθουν οι γονείς σου».
«Όχι», είπα κουνώντας το κεφάλι μου, «η απόφασή μου είναι αμετάκλητη».
Όταν έφτασαν οι γονείς μου, επιβεβαίωσαν τη στάση μου στο ζήτημα του αίματος. Ο νευρολόγος δέχτηκε την απόφασή μου και μας είπε ότι είχε στο νου του ένα χειρουργό ο οποίος θα σεβόταν την απόφασή μου. Έτσι, συναντήσαμε το νευροχειρουργό Δρ Χ. Ντέιλ Ρίτσαρντσον.
Τον συναντήσαμε στο γραφείο του την Πέμπτη το απόγευμα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1988· αυτός ο άνθρωπος επρόκειτο να αποτελέσει σπουδαίο και αξιοσέβαστο μέρος της ζωής μας για τους επόμενους μήνες. Είχε συζητήσει με τον Δρ Στιούαρτ και ήξερε για τη στάση μας στο ζήτημα του αίματος.
«Θα κάνουμε τομή σε μια περιοχή με πολλά αγγεία», είπε. «Ο όγκος έχει περικυκλώσει τον οβελιαίο κόλπο (ένα κύριο αιμοφόρο αγγείο του εγκεφάλου), και μονάχα στη διάρκεια της εγχείρησης θα μάθουμε πόσο έχει προχωρήσει ο όγκος».
«Ακόμα και αν υπάρξει κάποια κρίσιμη κατάσταση», είπα, «και καταλαβαίνω ότι μπορεί να υπάρξει, ούτε τότε θέλω να χρησιμοποιήσετε αίμα». Η μητέρα μου και ο πατέρας μου επιβεβαίωσαν ότι συμφωνούσαν με τη στάση μου. Είδαμε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα, και αργότερα μάθαμε ότι έχει κι εκείνος δυο γιους και μια κόρη.
«Μπορεί να μη συμφωνώ με το πιστεύω σας», είπε, «αλλά θα σεβαστώ το αίτημά σας. Χωρίς αίμα, η πιθανότητα να πετύχουμε, είναι 70 τοις εκατό. Πρέπει να καταλάβετε ότι μπορεί να μην καταφέρουμε να αφαιρέσουμε όλο τον όγκο την πρώτη φορά. Δεν είναι ασυνήθιστο για έναν όγκο αυτού του μεγέθους να χρειαστεί να γίνουν δυο ή τρεις επεμβάσεις».
Ετοιμάζομαι για την Εγχείρηση
Μπήκα στο νοσοκομείο την Κυριακή 2 Οκτωβρίου. Τη Δευτέρα και την Τρίτη έγιναν δυο διαδικασίες προετοιμασίας για την εγχείρηση, πρώτα για τον εντοπισμό και μετά για τη μείωση της ποσότητας αίματος που έτρεφε τον όγκο. Όλη την Τρίτη μου τηλεφωνούσαν φίλοι, και το απόγευμα με επισκέφτηκαν αρκετοί. Όλοι ήξεραν τι θα γινόταν την επόμενη μέρα, αλλά η διάθεση ήταν χαρωπή και ενθαρρυντική.
Κοιμήθηκα αμέσως εκείνο το βράδυ, αλλά ξύπνησα περίπου τα μεσάνυχτα και άρχισα να ανησυχώ. Αυτό δεν ήταν καλό. Άκουσα κασέτες με διάφορα άρθρα του περιοδικού Σκοπιά. Στις 5:30 το πρωί, ήρθε η νοσοκόμα και ένιωσε έκπληξη που με βρήκε ήρεμη και γεμάτη πεποίθηση. Δυο στενοί φίλοι έφτασαν λίγο αργότερα, και αμέσως μετά ήρθε ο μπαμπάς. «Όχι συναισθηματισμούς», είπα καθώς με αποχαιρετούσαν φιλώντας με.
Στον κάτω όροφο άρχισαν να με προετοιμάζουν για την εγχείρηση, βάζοντας βελόνες και ξυρίζοντάς μου το κεφάλι. Καθώς ήμουν ξαπλωμένη εκεί, προσευχήθηκα στον Ιεχωβά: «Σε ευχαριστώ που με βοηθάς να αποδείξω στον Σατανά ότι δεν νικάει πάντα. Ξέρω ότι θα ξυπνήσω, είτε σήμερα είτε όταν έρθει ο νέος σου κόσμος. Μόνο σε παρακαλώ, να έρθει σύντομα». Καθώς με έβαζαν στο χειρουργείο, είδα τον Δρ Ρίτσαρντσον να εξετάζει τα φιλμ μου.
«Καλημέρα Βαιθήλ», μου είπε. «Πώς κοιμήθηκες;»
«Καλά», απάντησα, «αλλά ενδιαφέρομαι περισσότερο για το πώς κοιμήθηκες εσύ».
Κατόπιν ο Δρ Ρόναλντ Πέις, ο αναισθησιολόγος, μου έβαλε μια μάσκα στο πρόσωπο και μου είπε να αναπνέω βαθιά και να μετράω αντίστροφα. Η αναμονή μου είχε τελειώσει.
Ανάρρωση Μετά την Εγχείρηση
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι ότι κρύωνα πολύ. Πάλευα για να συνέλθω από τη ζαλάδα που μου είχε προκαλέσει η νάρκωση. Ήταν 10:10 μ.μ. την Τετάρτη, περίπου 15 ώρες αργότερα. Ο μπαμπάς μου ήταν μέσα στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης και με καθησύχαζε. Ανησυχούσα για το αν όλες οι διανοητικές μου ικανότητες ήταν άθιχτες. «Δοκίμασέ με, μπαμπά», είπα και άρχισα να κάνω προσθέσεις: «Δυο και δυο κάνουν τέσσερα, τέσσερα και τέσσερα κάνουν οχτώ, . . . ». Όταν έφτασα μέχρι το 512, μου είπε: «Σιγά! Τα λες πολύ γρήγορα και δεν σε προλαβαίνω!» Η μητέρα μου με αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε, και ο αδερφός μου, ο Τζόναθαν, μου είπε τα νέα για τους τελικούς του μπέιζμπολ.
Ο Δρ Ρίτσαρντσον ανέφερε ότι είχε αφαιρέσει το 80 τοις εκατό του όγκου. Φαινόταν εξαντλημένος—πράγμα καθόλου παράξενο μετά από 13 1/2 ώρες απαιτητικής και εξειδικευμένης εργασίας! Αργότερα έμαθα ότι είχε πει στον πατέρα μου: «Παραλίγο να τη χάσουμε. Όταν φτάσαμε στον οβελιαίο κόλπο, αιμορραγούσε πολύ. Ήμασταν τυχεροί που μπορέσαμε να σταματήσουμε την αιμορραγία». Όπως και να είχε το ζήτημα, έπρεπε να ξανακάνουμε επέμβαση, ίσως και περισσότερες από μία φορές. «Μερικοί ασθενείς που έχουν μηνιγγίωμα (τον τύπο του όγκου που είχα εγώ), πρέπει να εγχειρίζονται κάθε τρία ως πέντε χρόνια», είπε ο χειρουργός. «Ίσως να μην μπορέσουμε ποτέ να τον αφαιρέσουμε ολόκληρο».
Αυτά τα νέα με ισοπέδωσαν! Έβλεπα τις ελπίδες μου για μια ζωή στην ολοχρόνια Χριστιανική υπηρεσία να γίνονται κομμάτια. Άρχισα να κλαίω υστερικά. Ο μπαμπάς αγκάλιασε τη μαμά κι εμένα, και άρχισε να προσεύχεται. Ήταν σαν να απλώθηκε πάνω μου ένα πέπλο απόλυτης ηρεμίας. Ένιωσα να με γεμίζει «η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν». (Φιλιππησίους 4:7) Είχα διαβάσει για άλλους που ένιωθαν την ειρήνη του Θεού πάνω τους και αναρωτήθηκα τι είδους αίσθημα ήταν αυτό. Τώρα ήξερα. Δεν θα ήθελα να περάσω εκείνη τη νύχτα πάλι, αλλά αυτό που έμαθα από εκείνη την εμπειρία είναι κάτι που πάντα θα θεωρώ πολύτιμο.
Όσο ήμουν στο νοσοκομείο, μίλησα σε πολλά άτομα σχετικά με την ελπίδα μου για τη Βασιλεία του Θεού και για την αιώνια ζωή σε μια παραδεισένια γη. Έδωσα 20 βιβλιάρια Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και το Ζήτημα του Αίματος και 5 βιβλία Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη. Μέχρι τη στιγμή που έφυγα, είχα λάβει πάνω από 330 κάρτες και πολλά τηλεφωνήματα, εκτός από λουλούδια και χρωματιστά μπαλόνια. Αυτό μου τόνωσε το ηθικό και με έκανε να εκτιμήσω την παγκόσμια αδελφότητα ακόμη περισσότερο!
Βγήκα στις 16 Οκτωβρίου 1988. Ήταν μια ωραία μέρα, αλλά εμένα μου φαινόταν ακόμη πιο όμορφη, τώρα που βρισκόμουν ξανά έξω στη λιακάδα και στο δροσερό αέρα. Ο ουρανός φαινόταν πιο γαλανός, και το χορτάρι πιο πράσινο. Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ πόσο όμορφη θα είναι η παραδεισένια γη: χωρίς πόλεμο, χωρίς πείνα, χωρίς μόλυνση και χωρίς όγκους στον εγκέφαλο! Επιτέλους, μια καθαρισμένη γη!
Διευθετήσεις για την Κηδεία
Το Δεκέμβριο, επισκέφτηκα τον Δρ Ρίτσαρντσον πάλι. Ο όγκος μεγάλωνε. Η εγχείρηση ήταν η μόνη εφαρμόσιμη θεραπεία και όσο πιο γρήγορα την έκανα τόσο το καλύτερο. Τη δεύτερη εγχείρηση την έβλεπα σαν έναν πραγματικό τοίχο, ένα γιγαντιαίο εμπόδιο που μου έκλεινε το μονοπάτι το οποίο είχα θέσει για τη ζωή μου. Έκανα πολλές σκέψεις για το εδάφιο Ψαλμός 119:165: «Ειρήνην πολλήν έχουσιν οι αγαπώντες τον νόμον σου· και εις αυτούς δεν υπάρχει πρόσκομμα». Αυτό με ηρέμησε και σταδιακά η επερχόμενη εγχείρηση μετατράπηκε σ’ ένα ‘μικρό φράχτη’. Αλλά για καλό και για κακό, έγραψα σ’ έναν καλό μου φίλο στα κεντρικά γραφεία της Σκοπιάς ζητώντας του να κανονίσει τα απαραίτητα για την κηδεία, σε περίπτωση που αυτό θα ήταν αναγκαίο. (Αργότερα έμαθα ότι ο πατέρας μου του είχε ζητήσει το ίδιο.)
Στις 31 Ιανουαρίου 1989 μπήκα πάλι στο νοσοκομείο. Από μερικές απόψεις τώρα η κατάσταση ήταν ευκολότερη, αν και φαινόταν πιο κρίσιμη. Θα αφαιρούσαν τον υπόλοιπο όγκο αυτή τη φορά, ή θα χρειάζονταν κι άλλες εγχειρήσεις αργότερα; Οι γιατροί ήταν τόσο παρηγορητικοί.
Καθώς έμπαινα στο νοσοκομείο, ο Δρ Πέις, ο αναισθησιολόγος που είχα την προηγούμενη φορά, ήρθε να με βρει, έμεινε μαζί μου μια ώρα ώσπου να ετοιμαστούν τα χαρτιά και μετά μετέφερε τη βαλίτσα μου στο δωμάτιο. Ο Δρ Ρίτσαρντσον με διαβεβαίωσε: «Θα σου συμπεριφερθώ σαν να είσαι μέλος της οικογένειάς μου, όπως θα ήθελα να συμπεριφερθούν και σ’ εμένα». Δεν θα μου συμπεριφέρονταν ψυχρά, επαγγελματικά. Ένιωθα ένα θερμό αίσθημα ασφάλειας, καθώς άφηνα τον εαυτό μου στα γεμάτα ενδιαφέρον χέρια τους.
Πάλι, τα τηλεφωνήματα που μου έκαναν και οι κάρτες που μου έστελναν με παρηγόρησαν, και οι ίδιοι καλοί φίλοι που στάθηκαν στο πλευρό μου και με βοήθησαν στην πρώτη μου δοκιμασία ήταν εδώ πάλι για να μου τονώσουν το ηθικό και να με κάνουν χαρούμενη. Περάσαμε το απόγευμα συζητώντας, γελώντας και παίζοντας ένα επιτραπέζιο παιχνίδι.
Η Ζωή μου Τώρα Ξαναμπαίνει στο Δρόμο της
Η νοσοκόμα ήρθε νωρίς το επόμενο πρωί να μου κάνει ένεση. Η ένεση ήταν πολύ δραστική, και μου φάνηκε ότι δεν μεσολάβησε καθόλου χρόνος μέχρι που βρέθηκα πάλι στην αίθουσα ανάρρωσης. Η εγχείρηση δεν διήρκεσε τόσο πολύ—δέκα ώρες αυτή τη φορά—και η υποδοχή που μας επιφύλαξαν, στην οικογένειά μου και σ’ εμένα, ήταν όταν ξύπνησα το πιο καλό τονωτικό. Χαμογελαστός, ο Δρ Ρίτσαρντσον μας είπε ότι κατόρθωσε να αφαιρέσει όλο τον όγκο και ότι θα μπορούσαμε να αναμένουμε πλήρη ανάρρωση. Αργότερα καθώς μου άλλαζε επιδέσμους, με έκανε να γελάσω λέγοντας: «Βαιθήλ, πρέπει να σταματήσουμε να συναντιόμαστε έτσι». Πόσο ευγνώμονες αισθανθήκαμε στον Ιεχωβά και στους άριστους γιατρούς!
Έδωσα κι άλλα βιβλία και βιβλιάρια που μιλούν για τη Βασιλεία του Θεού σε πολλούς απ’ αυτούς στους οποίους μίλησα. Ένα από τα βιβλία, το Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη, το έδωσα στον Δρ Ρίτσαρντσον. Του έγραψα στο λευκό πρώτο φύλλο:
«Είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που νιώθουμε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε κάποιον επειδή μας έσωσε τη ζωή. Χωρίς αμφιβολία, εσείς θα δέχεστε συχνά τέτοιες ευχαριστίες, αλλά θα ήθελα να σιγουρευτώ πως ξέρετε ότι όλα αυτά που κάνατε σημαίνουν πολλά για την οικογένειά μου και για εμένα. Μολονότι αναγνωρίζω ότι έχετε περιορισμένο χρόνο για διάβασμα, αν θα έχετε την ευκαιρία να εργαστείτε με Μάρτυρες του Ιεχωβά στο μέλλον, ελπίζω ότι αυτό το βιβλίο θα σας βοηθήσει να καταλάβετε γιατί πιστεύω αυτά τα πράγματα. Με πολλή αγάπη και πολλές ευχαριστίες, Βαιθήλ Λεϊμπενσπέργκερ».
Βγήκα από το νοσοκομείο οχτώ μέρες μετά τη δεύτερη εγχείρηση και εκείνο το βράδυ πήγα στην Αίθουσα Βασιλείας. Δύο μήνες αργότερα άρχισα να οδηγώ το αυτοκίνητό μου. Σαν Μάρτυρας του Ιεχωβά που είμαι, έχω ξαναρχίσει την ολοχρόνια διακονία μου. Μπόρεσα ακόμα και να παραβρεθώ στις ιστορικές συνελεύσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία τον Αύγουστο του 1989.
Η ζωή μου τώρα ξαναμπαίνει στο δρόμο της.
[Πλαίσιο στη σελίδα 22]
Οι Σκέψεις μιας Μητέρας
Εκείνο το βράδυ η Βαιθήλ και ο πατέρας της παραβρέθηκαν σε μια Γραφική μελέτη. Εγώ ήμουν πολύ ταραγμένη· δεν μπορούσα να το αντέξω. Τα μάζεψα και πήγα για ύπνο. Το επόμενο πρωί ήμουν χειρότερα. Δεν μπορούσα να συνέλθω και άρχισα να κλαίω. Ο σύζυγός μου μού είπε σταθερά: «Πρέπει να είμαστε δυνατοί και χαρούμενοι για το χατίρι της Βαιθήλ». Μετά με αγκάλιασε και έκανε μια σύντομη προσευχή, αφήνοντας τους εαυτούς μας και το μέλλον μας πλήρως στα χέρια του Ιεχωβά και ζητώντας δύναμη για να τα βγάλουμε πέρα στις μέρες που θα ακολουθούσαν. Ήταν σαν μια τονωτική ένεση που με μετέτρεψε από ράκος, σε μια μητέρα που μπορούσε να βοηθήσει.—Τζούντιθ Λεϊμπενσπέργκερ.
[Πλαίσιο στη σελίδα 23]
Οι Σκέψεις ενός Πατέρα
Η κόρη μου, η Βαιθήλ, ήταν ένα δώρο που μας έδωσε ο Θεός λίγο αργά στη ζωή μου. Είχαμε ένα όμορφο είδος σχέσης. Από τότε που η Βαιθήλ ήταν μωρό, κάναμε τα πάντα μαζί. Γονατίζαμε μαζί στους αγρούς και μελετούσαμε την καλλιτεχνική αίσθηση του Ιεχωβά Θεού καθώς κοιτούσαμε τα αγριολούλουδα. Φτιάχναμε χιονάνθρωπους. Μιλούσαμε και για πολύ βαθιά πράγματα και για αστεία πράγματα. Γονατίζαμε να προσευχηθούμε μαζί της πριν κοιμηθεί, καθώς φορούσε τις άνετες πιτζάμες της και κούρνιαζε ανάμεσα στη μητέρα της και σ’ εμένα. Επισκεπτόμασταν μαζί τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς. Ενδιαφερόμασταν για συγχριστιανούς μας που ζούσαν σε μακρινές χώρες. Από το σπίτι μας περνούσαν ιεραπόστολοι καθώς και άντρες και γυναίκες από τους πιο αφοσιωμένους στο να υπηρετούν τον Θεό ακολουθώντας τα ίχνη του Ιησού Χριστού. Μοιραζόμασταν την πίστη μας, και τα όνειρά μας για τον Παράδεισο. Η Βαιθήλ μεγάλωσε και έγινε άτομο που αγαπούσε τους ανθρώπους και αισθανόταν την ανάγκη να αγαπιέται κι απ’ αυτούς. Η οικογενειακή μας ζωή ήταν γαλήνια—μέχρι τώρα. Ο ‘καιρός και η περίστασις’ που λέει ο Εκκλησιαστής ότι συναντάει όλους τους ανθρώπους συνάντησε κι εμάς. Μέσα σε μια μέρα, αυτό το τεράστιο ιατρικό δίλημμα έριξε πάνω μας την τρομακτική σκιά του. Χωρίς προειδοποίηση το φάσμα του θανάτου—που είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου—διαγράφτηκε απειλητικά μπροστά μας.—Τσαρλς Λεϊμπενσπέργκερ.
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Η Βαιθήλ και οι γονείς της λίγο πριν από τη δεύτερη εγχείρηση