ΕΥΝΙΚΗ
(Ευνίκη) [παράγωγο του νικῶ].
Ιουδαία πιστή, κόρη της Λωίδας, σύζυγος ενός μη ομόπιστου Έλληνα και μητέρα του Τιμόθεου. (Πρ 16:1) Είναι πολύ πιθανό ότι ο απόστολος Παύλος συνάντησε την Ευνίκη στα Λύστρα της Μικράς Ασίας κατά την πρώτη ιεραποστολική του περιοδεία και ότι τότε, μέσω του κηρύγματός του, αυτή και η μητέρα της η Λωίδα έγιναν Χριστιανές. (Πρ 14:4-18) Η πίστη της Ευνίκης ήταν «ανυπόκριτη». (2Τι 1:5) Παρότι ήταν παντρεμένη με ειδωλολάτρη, δίδαξε υποδειγματικά στο γιο της τον Τιμόθεο «τα άγια συγγράμματα» από τη «βρεφική ηλικία» του και, όταν έγινε Χριστιανή, αναμφίβολα τον εκπαίδευσε ανάλογα. (2Τι 3:15) Εφόσον ο σύζυγος της Ευνίκης ήταν Έλληνας, οι γονείς του Τιμόθεου δεν του είχαν κάνει περιτομή.—Πρ 16:3.