Πολωνία
ΜΙΑ χώρα όπου στις πεδιάδες τρέχει άφθονο το νερό, όπου οι πόλεις αναπτύσσονται ραγδαία. Μια χώρα που συνορεύει με την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών στα ανατολικά, τη Σλοβακία και την Τσεχία στα νότια, τη Γερμανία στα δυτικά και τη Βαλτική Θάλασσα στα βορειοδυτικά. Είναι η πατρίδα 38 και πλέον εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή είναι η Πολωνία.
Αλλά η Πολωνία φέρνει άλλα πράγματα στο νου των φιλόμουσων. Συνδέεται με συνθέτες όπως ο Φρεντερίκ Σοπέν, καθώς και με πιανίστες όπως ο Ιγνάτσι Γιαν Παντερέφσκι και ο Άρθουρ Ρουμπινστάιν. Για τους επιστήμονες, η Πολωνία είναι η γενέτειρα του Νικόλαου Κοπέρνικου, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο και ότι, ταυτόχρονα, περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της μια φορά την ημέρα. Η Μαντάμ Κιουρί (Μαρία Σκλοντόβσκα Κιουρί), η οποία ανακάλυψε το στοιχείο ράδιο, γεννήθηκε επίσης στη Βαρσοβία της Πολωνίας.
Από την άλλη πλευρά, τα βάσανα είναι μέρος της ιστορίας της Πολωνίας. Αν και κάποτε ήταν μια αυτοκρατορία που κάλυπτε την Ευρώπη, από τη Βαλτική Θάλασσα ως τη Μαύρη Θάλασσα στο νότο, επί εκατό χρόνια είχε κυριολεκτικά εξαφανιστεί από το χάρτη. Έπειτα από μια βραχύβια παρουσία ως δημοκρατία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατακερματίστηκε και πάλι και βρέθηκε κάτω από ξένη επικυριαρχία στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο πολωνικός λαός μόλις που μάζευε τα συντρίμμια εκείνου του πολέμου όταν, όπως και άλλες χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, η Πολωνία αποκόπηκε από τον υπόλοιπο κόσμο με το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Ωστόσο, τα πρόσφατα χρόνια αυτό το τείχος κατέρρευσε.
Το 1985, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλη την υφήλιο άρχισαν να ακούν εκθέσεις για μεγάλες διεθνείς συνελεύσεις των Χριστιανών αδελφών τους στην Πολωνία. Αργότερα, ευφράνθηκαν με την είδηση ότι το 1991 ο αριθμός των Μαρτύρων στην Πολωνία είχε ξεπεράσει τους 100.000 και ότι διπλάσιοι από αυτούς παρευρέθηκαν στον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου. Αλλά πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Άλλωστε, από το 1950, όταν οι Μάρτυρες στην Πολωνία αριθμούσαν μόνο 18.116, η δράση τους εκεί είχε απαγορευτεί.
Απαντώντας αυτό το ερώτημα, φέρνουμε στο νου μας τα εξής λόγια που κατέγραψε ο προφήτης Ησαΐας: ‘Ουδέν όπλον κατασκευασθέν εναντίον σου θέλει ευοδωθή· . . . Αύτη είναι η κληρονομία των δούλων του Ιεχωβά’.—Ησ. 54:17.
Πώς Έφτασε η Αγία Γραφή στην Πολωνία
Η Πολωνία θεωρούνταν «Χριστιανική» χώρα από το 966 Κ.Χ., όταν ο πρίγκιπας Μιέσκο Α΄ βαφτίστηκε σύμφωνα με το τελετουργικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Επίσης έγιναν μαζικές βαφτίσεις των υπηκόων του—χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι ξαφνικά εκείνοι έγιναν καλοί Χριστιανοί. Στην πραγματικότητα, ο λαός συνέχισε να τηρεί τις παγανιστικές σλαβικές παραδόσεις και προλήψεις επί αιώνες. Μερικοί άνθρωποι τις τηρούν ακόμη.
Αιώνες αφότου η χώρα έγινε Καθολική, η Αγία Γραφή δεν ήταν διαθέσιμη στον πολωνικό λαό, ούτε καν στους κληρικούς. Το Ψαλτήριο Φλοριάινσκι (Psałterz floriański) του 14ου αιώνα και η Βίβλος της Βασίλισσας Σοφίας (Biblia królowej Zofii) που χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αιώνα είναι οι αρχαιότερες πολωνικές μεταφράσεις που σώζονται. Ωστόσο, για καθεμιά από αυτές τις Γραφές υπήρχε μόνο ένα χειρόγραφο και μόνο λίγοι εκλεκτοί είχαν πρόσβαση σε αυτά τα χειρόγραφα. Το 16ο αιώνα, ωστόσο, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβανομένης της Πολωνίας, οι θρησκευτικές αντιλήψεις υπέστησαν δραστικές αλλαγές. Το Καθολικό δόγμα τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Οι Άγιες Γραφές ολοένα και περισσότερο θεωρούνταν το αποκλειστικό κριτήριο. Ως αποτέλεσμα, οι μεταφραστές έκαναν την Αγία Γραφή ολοένα πιο συχνά διαθέσιμη στην καθομιλουμένη ώστε να μπορεί να τη διαβάζει το ευρύ κοινό.
Μια πολωνική «Καινή Διαθήκη» που εμφανίστηκε το 1574 χρησιμοποιούσε το όνομα του Δημιουργού, Ιέχοβα (Ιεχωβά), σε αρκετά εδάφια. Εκδόθηκε από τον Σίμον Μπούντνε, ο οποίος ανήκε σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που επιθυμούσαν να προσκολλώνται στο Λόγο του Θεού και αυτοαποκαλούνταν απλώς Χριστιανοί ή αδελφοί. Αργότερα, υιοθέτησαν το όνομα Πολωνοί Αδελφοί. Ως αποτέλεσμα των όσων έμαθαν, αυτοί απέρριψαν το δόγμα της Τριάδας.
Το 1658, ωστόσο, το πολωνικό Σέιμ, δηλαδή το κοινοβούλιο, εξέδωσε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι Πολωνοί Αδελφοί, υπό την απειλή της θανατικής ποινής, είχαν προθεσμία τριάμισι χρόνια—και αργότερα η προθεσμία μειώθηκε κατά ένα χρόνο—είτε να γίνουν Καθολικοί είτε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Πώς έγινε αυτό;
Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε επέλθει στη χώρα. Επί χρόνια, η Πολωνία ήταν μια χώρα γνωστή για την ανεξιθρησκεία της. Θύματα θρησκευτικού διωγμού σε άλλες χώρες είχαν ζητήσει καταφύγιο στην Πολωνία. Ο όρκος που έπαιρναν οι Πολωνοί βασιλιάδες από το 1573 και έπειτα περιλάμβανε μερικές εγγυήσεις όπως η εξής: «Εγώ . . . υπόσχομαι και επίσημα ορκίζομαι στον Παντοδύναμο Θεό ότι . . . θα διαφυλάττω και θα διατηρώ την ειρήνη και την τάξη μεταξύ εκείνων που διαφέρουν σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, και με κανέναν τρόπο δεν θα . . . ανεχτώ την προκατάληψη ή την καταπίεση σε βάρος κάποιου λόγω της θρησκείας του». Είναι αλήθεια ότι ο Ιωάννης Β΄ Καζίμηρος Βάζα, στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου οι Πολωνοί Αδελφοί τέθηκαν υπό απαγόρευση, είχε πάρει αυτόν τον όρκο. Αλλά δεν χωράει αμφιβολία ότι η εκπαίδευση που είχε λάβει για το Ιησουιτικό ιερατείο, προτού γίνει βασιλιάς, επηρέασε τη στάση του απέναντι στη θρησκευτική ελευθερία.
Οι Ιησουίτες είχαν αρχίσει να δρουν στην Πολωνία το 1564, περίπου 84 χρόνια προτού ανέλθει στο θρόνο ο Ιωάννης Καζίμηρος. Με πανούργο τρόπο αυτοί είχαν αρχίσει να επηρεάζουν τη βασιλική αυλή. Ταυτόχρονα, επιδίωξαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των σχολείων και συνεπώς να διαμορφώσουν τον τρόπο σκέψης του πληθυσμού. Η εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας βαθμιαία διαβρώθηκε. Εκείνοι που είχαν εκπαιδευτεί σε σχολεία που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ιησουιτών ήταν εμποτισμένοι με το πνεύμα της θρησκευτικής αδιαλλαξίας, το οποίο εκδηλωνόταν με βίαιες επιθέσεις σε όσους ακολουθούσαν άλλα δόγματα, καθώς και στα σπίτια τους και στους χώρους λατρείας τους. Η Αγία Γραφή έφτασε στο σημείο να θεωρείται απαγορευμένο βιβλίο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Πολωνία έχασε μεγάλο μέρος της επικράτειάς της. Τα γύρω έθνη άρπαζαν το ένα τμήμα της χώρας μετά το άλλο, μέχρις ότου, το 1795, η Πολωνία ως ανεξάρτητο κράτος εξαφανίστηκε από το χάρτη της Ευρώπης.
Ωστόσο, για μια ακόμη φορά η θρησκευτική ελευθερία έχει εδραιωθεί δια νόμου στην Πολωνία. Ο νόμος δεν απαγορεύει πια στους Ρωμαιοκαθολικούς να μεταστραφούν προς κάποια άλλη θρησκεία, όπως έκανε το Πολωνικό Σύνταγμα του 1791. Το Σύνταγμα που ίσχυε το 1993 δηλώνει: «Η Δημοκρατία της Πολωνίας θα εγγυάται ελευθερία συνείδησης και θρησκείας στους πολίτες της». Περισσότεροι Πολωνοί επωφελούνται τώρα από αυτή την ελευθερία και στρέφονται στην Αγία Γραφή για κατεύθυνση. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει την τακτική τού να κρατάει το γραπτό Λόγο του Θεού μακριά από το λαό. Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί αρκετές καλές πολωνικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κάνουν καλή χρήση αυτών των μεταφράσεων. Όταν οι Μάρτυρες μεταδίδουν σε άλλους τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού, πολλοί, όπως εκείνοι που είχαν ευγενικό φρόνημα και οι οποίοι αναφέρονται στην Αγία Γραφή, στο εδάφιο Πράξεις 17:11, είναι πρόθυμοι να εξετάσουν ‘αν είναι έτσι αυτά τα πράγματα’.
Το Φως της Αλήθειας Φτάνει σε Μετανάστες
Καθώς η Πολωνία περιερχόταν στην επικυριαρχία άλλων χωρών, μερικές φορές οι συνθήκες γίνονταν πολύ δύσκολες για το λαό. Πολλοί Πολωνοί, είτε επειδή το ήθελαν είτε παρά τη θέλησή τους, μετακόμισαν στο εξωτερικό—και μερικοί πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η θρησκεία των γονέων τους, αυτή που τους είχαν εμφυτεύσει στο σπίτι και στην εκκλησία, ήταν ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Ένας υπολογίσιμος αριθμός μεταξύ αυτών επιδίωξαν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα ασκώντας αυτή την πίστη. Από εκεί προέρχεται η κοινή αντίληψη ότι «Πολωνός ίσον Καθολικός».
Ωστόσο, έχοντας αφήσει πίσω τους το παραδοσιακό περιβάλλον τους, μερικοί άρχισαν να αλλάζουν τον τρόπο σκέψης τους. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή προς την Εταιρία Σκοπιά το 1891, ο Κ. Αντοσέφσκι (ο οποίος τότε ζούσε στο Σικάγο, των Η.Π.Α.) εξηγούσε ότι, αν και είχε μεγαλώσει στο ρωσικό τομέα της διαμελισμένης Πολωνίας και είχε ανατραφεί από Καθολικούς γονείς, αναζητούσε την αλήθεια. Όταν πήρε στα χέρια του μερικά έντυπα της Σκοπιάς, πείστηκε ότι είχε βρει αυτό που ζητούσε. Σχεδόν κάθε βράδυ, μετέφραζε πληροφορίες από τα βιβλία για κάποιον άλλον άντρα από την Πολωνία ο οποίος επίσης πεινούσε για πνευματική αλήθεια. Σύμφωνα με τη συμβουλή του Ιησού, εκείνοι δεν ‘έκρυψαν το πνευματικό αυτό φως κάτω από το καλάθι’. Μαζί άρχισαν να επισκέπτονται άλλες πολωνικές οικογένειες για να τους μεταδώσουν τα καλά νέα.—Ματθ. 5:3, 14-16.
Ανάμεσα στους Πολωνούς μετανάστες υπήρχαν κάποιοι που, όχι μόνο δέχτηκαν αμέσως τις πολύτιμες Γραφικές αλήθειες, αλλά επίσης τις μετέδωσαν στην οικογένειά τους και στους φίλους τους που ζούσαν στην «πατρίδα». Μερικοί από αυτούς επέστρεψαν στη γενέτειρά τους προκειμένου να κάνουν γνωστά τα νέα της παρουσίας του Χριστού. Κάτω από τον υπότιτλο «Πρόοδος του Έργου στο Εξωτερικό», Η Σκοπιά της Σιών 15 Ιουνίου 1895 (στην αγγλική) ανέφερε: «Ο αδελφός Ολεζίνσκι, ένας Πολωνός ο οποίος δέχτηκε την αλήθεια με καλή και ειλικρινή καρδιά πριν από τρία χρόνια περίπου, έχει πάει στην πατρίδα του για να αναζητήσει ‘καθιερωμένα’ άτομα και να τους κηρύξει το μεγαλειώδες ευαγγέλιο του λύτρου, της αποκατάστασης και της άνω κλήσης».
Αρχικά, έπρεπε να χρησιμοποιούν όσα έντυπα ήταν διαθέσιμα στην αγγλική και στη γερμανική. Αλλά μεγάλη βοήθεια στο έργο της μετάδοσης Γραφικών αληθειών σε άλλους Πολωνούς αποτέλεσε η έκδοση από την Εταιρία Σκοπιά, το 1909, πολωνικών φυλλαδίων που θα διανέμονταν δωρεάν. Μια συνοπτική πολωνική έκδοση της ύλης των Γραφικών Μελετών παρουσιάστηκε επίσης εκείνο το έτος. Τέλος, από το 1915 και έπειτα, Η Σκοπιά τυπωνόταν τακτικά στην πολωνική κάθε μήνα.
Οι Σπόροι της Αλήθειας Αρχίζουν να Βλαστάνουν
Το φθινόπωρο του 1905, η διαχείριση ενός εργοστασίου δαντέλας στη Βαρσοβία πέρασε στα χέρια ενός νέου διευθυντή από την Ελβετία, ενός Σπουδαστή της Γραφής, του κ. Μπέντε. Αυτός, αν και ήταν αναγκασμένος να συνεννοείται με τους εργάτες του μέσω διερμηνέα, κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, και το σπίτι του έγινε τόπος συνάντησης για τους ανθρώπους που ήθελαν να μάθουν σχετικά με τη γνήσια Χριστιανική αδελφότητα. Σε λίγο, διεξήγαν τακτικές συζητήσεις, στις οποίες εξέταζαν τα γεγονότα της επικαιρότητας στο φως του Λόγου του Θεού και με τη βοήθεια Γραφικών εντύπων.
Επρόκειτο για μια περίοδο διαμαρτυριών και αναταραχών στη Ρωσία. Ο πολωνικός τομέας που βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή είχε επίσης επηρεαστεί. Ωστόσο, ένα διάταγμα του τσάρου της Ρωσίας το 1906 χορηγούσε σε όλα τα θρησκεύματα το δικαίωμα να ενασχολούνται σε ειρηνική θρησκευτική δράση.
Ωστόσο, το φως της Γραφικής αλήθειας μόλις που διείσδυε μέσα στο σκοτάδι και σε μεγάλο βαθμό περνούσε απαρατήρητο, με εξαίρεση κάποιους στενούς συγγενείς και γνωστούς των ατόμων που ήδη ενδιαφέρονταν για την Αγία Γραφή. Παρ’ όλα αυτά, το φως τελικά απλώθηκε πέρα από τη Βαρσοβία και σχηματίστηκαν μικροί όμιλοι σε άλλες πόλεις. Αυτές τις επισκέφτηκε αρκετές φορές ο αδελφός Χ. Χέρκεντελ από το γραφείο της Εταιρίας στο Μπάρμεν-Έλμπερφελντ, της Γερμανίας, το οποίο εφοδίαζε τους ομίλους με έντυπα.
Νέα Ώθηση
Το Μάιο του 1910, ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ, ο πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Βαρσοβία. Πόσο χαροποίησε αυτό το γεγονός τον όμιλο των 20 περίπου ατόμων που πήγαν να τον ακούσουν! Τρεις από αυτούς έδειξαν τόσο ενθουσιασμό, ώστε έκαναν αίτηση για έργο βιβλιοπώλη διακόνου, όπως αποκαλούνταν τότε η υπηρεσία σκαπανέα. Κατάφεραν να διανείμουν πολλά έντυπα και βρήκαν ανθρώπους που ενδιαφέρονταν να μάθουν για το επερχόμενο τέλος των ‘καιρών των εθνών’. (Λουκ. 21:24) Το 1913, μερικοί από αυτούς οι οποίοι έδειχναν ενδιαφέρον για το Λόγο του Θεού σχημάτισαν έναν όμιλο στη Λουτζ, καθώς και σε άλλα μέρη.
Ωστόσο, άρχισαν να ανακύπτουν προβλήματα στη Βαρσοβία, όσον αφορά τη διεξαγωγή δημόσιων συγκεντρώσεων. Η ρωσική αστυνομία υποπτευόταν οτιδήποτε έμοιαζε με προετοιμασία εξέγερσης. Αλλά ένας στρατιωτικός αξιωματούχος, ο οποίος λίγο πριν είχε ενδιαφερθεί για την αλήθεια, επενέβη υπέρ των Σπουδαστών της Γραφής, και έτσι εκδόθηκε ένα διάταγμα που τους χορηγούσε νομική αναγνώριση. Όταν η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διάταγμα αυτό που είχε εκδοθεί το 1913 από το στρατηγό, ο οποίος ήταν κυβερνήτης της Βαρσοβίας, προμήθευσε νομική βάση για τις δραστηριότητες των αδελφών.
Για ένα διάστημα οι Σπουδαστές της Γραφής επιτελούσαν τις δραστηριότητές τους κανονικά. Μερικοί παλαίμαχοι στην αλήθεια θυμούνται ακόμη από τα λεγόμενα των γονέων τους ότι υπήρχαν δραστήριοι αδελφοί στην Εκκλησία της Βαρσοβίας πριν από το 1914. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι αδελφοί Κόντσκι, Κοκοσίνσκι, Μπαρτσικόφσκι, Ρούντας και Κρέμερ. Ο αδελφός Ντόιτσμαν και η αδελφή Μάρον ήταν δραστήριοι σε άλλες περιοχές.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914, οι δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης—ιδιαίτερα στις πόλεις—έκαναν τις οικογένειες που ζούσαν στη Βαρσοβία και στη Λουτζ να διασκορπιστούν. Ωστόσο, οι δραστηριότητες των Σπουδαστών της Γραφής δεν σταμάτησαν. Ένας μικρός όμιλος εξακολουθούσε να διεξάγει συναθροίσεις σε κάποιο διαμέρισμα στη Βαρσοβία. Με τον καιρό, αυτός ο όμιλος βρήκε και άλλους ανθρώπους οι οποίοι αναζητούσαν την εξήγηση που δίνει η Αγία Γραφή για τα παγκόσμια γεγονότα. Για παράδειγμα, ο Μπολέσουαφ Ούχμαν βαφτίστηκε το 1916 και από τότε υπήρξε στυλοβάτης στην Εκκλησία της Βαρσοβίας επί μισό και πλέον αιώνα. Το 1918 υπήρχαν περίπου 50 άτομα τα οποία παρακολουθούσαν τις δημόσιες ομιλίες. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος και μερικοί Πολωνοαμερικανοί αδελφοί ήρθαν να βοηθήσουν, το έργο πήρε μεγάλη ώθηση.
Οι Πολωνικές Εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες Ευημερούν
Από όλους τους ξενόγλωσσους ομίλους των Σπουδαστών της Γραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνον τον καιρό, οι πολυπληθέστεροι και πιο δραστήριοι ήταν οι πολωνικοί.
Παρά το ότι οι Σπουδαστές της Γραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες υφίσταντο έντονο διωγμό, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των ετών 1918-1919, οι Πολωνοί αδελφοί έδειξαν πρωτοβουλία ως προς το να υπηρετούν τον Ιεχωβά με οργανωμένο τρόπο. Στις αρχές του 1919, ίδρυσαν ένα νομικό σωματείο το οποίο θα μεριμνούσε ειδικά για τις ανάγκες των πολωνόφωνων εκκλησιών. Το καταχώρησαν στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν. Το πολωνικό του όνομα Στραζνίτσα—Τοβαζίστβο Μπιμπλίνε ι Μπρόσουρ σημαίνει «Εταιρία Βίβλων και Βιβλιαρίων Σκοπιά». Δεν υπήρχε πρόθεση για συναγωνισμό με το αρχικό σωματείο, τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά. Το γραφείο του Ντιτρόιτ θεωρούνταν απλώς το πολωνικό τμήμα της Εταιρίας. Σκοπός του ήταν να εφοδιάζει τις εκκλησίες με πνευματική τροφή από την οργάνωση και να παρέχει ενθάρρυνση για πιστότητα στη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου, καθώς επίσης να βοηθήσει στη διάδοση της Γραφικής αλήθειας στην Πολωνία.
Ήδη από το 1920, αυτό το σωματείο διευθέτησε να υπάρχουν δέκα περιοδεύοντες εκπρόσωποι, οι λεγόμενοι πίλγκριμ, οι οποίοι θα επισκέπτονταν τις πολωνικές εκκλησίες. Στις 622 δημόσιες διαλέξεις που εκφώνησαν παρευρέθηκαν 211.692 άτομα. Οι Πολωνοί βιβλιοπώλες διάκονοι ήταν 36. Η πολωνική Σκοπιά εκδιδόταν κανονικά δυο φορές το μήνα. Οι εκκλησίες είχαν τη δυνατότητα να ανανεώνουν τα αποθέματα των βιβλιαρίων καθώς και των τόμων των Γραφικών Μελετών στην πολωνική. Το 1921 δημοσιεύτηκε ένα νέο υμνολόγιο με τίτλο Ύμνοι της Χαραυγής της Χιλιετηρίδος. Η μετάφραση του βιβλιαρίου Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, και μέσα σε ένα χρόνο διανεμήθηκαν 45.545 αντίτυπα. Επιπλέον, εκδόθηκε και ο έβδομος τόμος των Μελετών, και, λίγο αργότερα, το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού.
Οι Πολωνοί αδελφοί δεν είχαν καμιά επιθυμία να είναι ανεξάρτητοι από τους αγγλόφωνους αδελφούς τους. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1921, το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου του Ντιτρόιτ επέλεξε πρόεδρό του τον Ι. Φ. Ρόδερφορντ, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος του αρχικού σωματείου. Αργότερα, τον Ιούλιο, στη διάρκεια της γενικής συνέλευσης του σωματείου, αποφασίστηκε η συγχώνευση του σωματείου με το σωματείο της Εταιρίας το οποίο εδρεύει στην Πενσυλβανία. Από τότε και έπειτα, έγινε περισσότερο εμφανές ότι το γραφείο του Ντιτρόιτ υπηρετούσε ως τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά. Το Μάιο του 1922 εκείνο το τμήμα μεταφέρθηκε στο Μπρούκλιν, το οποίο από τον Οκτώβριο του 1919 είχε γίνει ξανά το κέντρο δράσης της Εταιρίας. Η πολωνική Σκοπιά καθώς και τα βιβλία και τα βιβλιάρια εκδίδονταν από εκεί και έπειτα στο Μπρούκλιν.
Λόγω του ζήλου που έδειχναν οι Πολωνοί αδελφοί και του σεβασμού που έτρεφαν για την οργάνωση την οποία χρησιμοποιούσε ο Ιεχωβά, Εκείνος ευλογούσε τις προσπάθειές τους. Για παράδειγμα, η Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού το 1921 τελέστηκε στην πολωνική γλώσσα σε 65 τοποθεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών και το σύνολο των παρευρεθέντων ήταν 2.942 άτομα. Ένα χρόνο αργότερα, 73 πολωνικές εκκλησίες και όμιλοι έδωσαν έκθεση για τον εορτασμό της Ανάμνησης. Επίσης το 1923, στην Πολωνική Εκκλησία του Σικάγου παρευρέθηκαν 675 άτομα, αριθμός που ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος στον κόσμο· μόνο στην Πόλη της Νέας Υόρκης (906), στο Λονδίνο (1.029) και στο Λος Άντζελες (850) ήταν περισσότεροι οι παρευρεθέντες που ανήκαν σε μια συγκεκριμένη γλωσσική ομάδα.
Τα αποτελέσματα αυτού του έργου έγιναν αισθητά και στην Πολωνία. Κατά αριθμούς μεγαλύτερους από ποτέ, οι Πολωνοί αδελφοί άρχισαν να επισκέπτονται τις οικογένειές τους στην «πατρίδα», τους εξηγούσαν τις Γραφικές αλήθειες και μερικές φορές μάλιστα έμεναν για να σχηματίσουν εκκλησίες. Αυτό έγινε ευκολότερο το 1921, όταν η Πολωνία υιοθέτησε δημοκρατικό σύνταγμα. Αν και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δόθηκε προνομιακή θέση, η ελευθερία συνείδησης και θρησκείας ήταν εγγυημένη για όλους.
Τα έντυπα της Σκοπιάς αποστέλλονταν στην Πολωνία κατά ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς. Για τη διευκόλυνση του έργου εκεί, το 1919 ανακοινώθηκε ότι σχεδιαζόταν η ίδρυση ενός γραφείου τμήματος στη Βαρσοβία. Το γραφείο άρχισε να λειτουργεί το 1921.
Ψευδάδελφοι Επιδίωξαν να Ανατρέψουν την Πίστη
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι αδελφοί που βρίσκονταν στον πολωνικό τομέα της Ρωσίας είχαν χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Βαρσοβίας έμαθε τα νέα για το θάνατο του αδελφού Ρώσσελ μόλις το 1919, δηλαδή δυο και πλέον χρόνια μετά το γεγονός—και ακόμη και τότε, τα νέα διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Επίσης έφτασαν ανησυχητικές φήμες για διαιρέσεις μεταξύ των αδελφών στην Αμερική, φήμες που προκάλεσαν δυσκολίες, ιδιαίτερα όταν κάποιος εκπρόσωπος μιας ομάδας εναντιουμένων ταξίδεψε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Βαρσοβία για να επηρεάσει τον όμιλο που υπήρχε εκεί. Οι εναντιούμενοι πήραν με το μέρος τους τούς περισσότερους αδελφούς και έτσι κέρδισαν τον έλεγχο του νομικού σωματείου που χρησιμοποιούσαν τότε οι αδελφοί στην Πολωνία. Αυτό, μεταξύ άλλων, κατέληξε στην απώλεια του χώρου όπου συναθροιζόταν η Εκκλησία της Βαρσοβίας.
Ευτυχώς, όμως, οι όσιοι Πολωνοί αδελφοί στην Αμερική διευθέτησαν να στείλουν και αυτοί μια αντιπροσωπεία στην Πολωνία. Αυτή αποτελούνταν από τον Β. Κοουμέισκι, ο οποίος ήταν πίλγκριμ, δηλαδή περιοδεύων ομιλητής, και στέλεχος του σωματείου της Εταιρίας στο Μίσιγκαν, και από τον Τσ. Κασψικόφσκι. Όταν έφτασαν στην Πολωνία το 1920, οι αδελφοί στη Βαρσοβία τούς υποδέχτηκαν με χαρά.
Έχοντας χάσει το χώρο όπου κανονικά συναθροίζονταν, οι αδελφοί που είχαν απομείνει νοίκιαζαν αίθουσες κινηματογράφου για να διεξάγουν εκκλησιαστικές μελέτες και δημόσιες ομιλίες. Οι δημόσιες διαλέξεις της Κυριακής διαφημίζονταν μέσω εφημερίδων και προσκλήσεων που διανέμονταν στους δρόμους. Παρά τα προβλήματα που είχαν αντιμετωπίσει οι αδελφοί, οι προοπτικές για πρόοδο διαφαίνονταν λαμπρές.
Το ίδιο έτος, ο Σατανάς κατάφερε ένα ακόμη χτύπημα. Ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Σοβιετική Ρωσία και στην Πολωνία, πράγμα που εξακόντισε τον πληθωρισμό σε άγνωστα μέχρι τότε ύψη. Αυτό παρεμπόδισε σε μεγάλο βαθμό το έργο. Επίσης σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο, ο αδελφός Κοουμέισκι προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό. Αφού ανέρρωσε, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συνέχισε να υπηρετεί ως πίλγκριμ.
Κατόπιν παράκλησης των αδελφών στη Βαρσοβία, η Εταιρία διατήρησε τον αδελφό Κασψικόφσκι ως εκπρόσωπό της στην Πολωνία. Αυτός ανέπτυξε μεγάλη πρωτοβουλία, πραγματοποιώντας, για παράδειγμα, την καταχώρηση του Β΄ Ομίλου του Σωματείου των Σπουδαστών της Γραφής. Αυτός ο Β΄ Όμιλος αποτελούνταν από αδελφούς που ήταν όσιοι στην Εταιρία και αντικατέστησε το πρώην σωματείο, το οποίο βρισκόταν στα χέρια των εναντιουμένων. Έχοντας και πάλι νομική αναγνώριση, οι Σπουδαστές της Γραφής μπορούσαν να διοργανώνουν δημόσιες ομιλίες σε μεγαλύτερη κλίμακα. Κατά τη διάρκεια του 1921, αυτές τις ομιλίες μερικές φορές τις παρακολουθούσαν μέχρι και 700 άτομα. Επιπρόσθετα, οι αδελφοί εντόπισαν ένα κτίριο το οποίο άρχισαν να χρησιμοποιούν ως καινούρια αίθουσα, και αφού το διαμόρφωσαν, αυτό είχε θέσεις για 400 και πλέον άτομα.
Στην πρώτη γενική συνέλευση (30 Οκτωβρίου έως 2 Νοεμβρίου 1921), παρευρέθηκαν 500 άτομα από διάφορα μέρη της Πολωνίας και 14 άτομα βαφτίστηκαν. Τον επόμενο χρόνο, ο αριθμός των παρευρισκομένων στην Ανάμνηση, σε 32 τοποθεσίες σε όλη τη χώρα, έφτασε τους 657! Τον ίδιο χρόνο διεξάχτηκαν αρκετές συνελεύσεις, στις οποίες 108 άτομα παρουσιάστηκαν για βάφτισμα. Το έργο προχωρούσε με καλό ρυθμό.
Συκοφαντούσε τον Πάπα;
Ο Ίαν Κουσίνα επέστρεψε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κρακοβία, μια μεγάλη πόλη που ανήκε στην περιοχή της πρώην Αυστροουγγαρίας, το 1920. Παρ’ όλο που και ο ίδιος είχε μόλις γνωρίσει την αλήθεια, γρήγορα κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μιας μικρής ομάδας ειλικρινών ανθρώπων. Αλλά τον συνέλαβαν και τον κατηγόρησαν ότι συκοφαντούσε τον πάπα. Στην πραγματικότητα, όμως, το μόνο που είχε κάνει ήταν ότι μετέδιδε τις Γραφικές αλήθειες σε άλλους. Στο δικαστήριο, βάσισε την υπεράσπισή του στην Αγία Γραφή. Ο δικαστής, ένας απροκατάληπτος άνθρωπος, τον αθώωσε.
Περίπου εκείνη την εποχή, ο Γιούζεφ Κρετ, ένας αδελφός που ήταν πίλγκριμ από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ο οποίος επισκέφτηκε τη Βαρσοβία και την Κρακοβία, ανέφερε ότι στα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο είχε λεχτεί να τροποποιήσουν την προσευχή που έκαναν στο κατηχητικό ώστε να αναφέρουν τα εξής: «Από αιφνίδιο θάνατο, πείνα, φωτιά, πόλεμο και από τη μάστιγα της αμερικανικής αίρεσης, διαφύλαξέ μας, Κύριε».
Θεολόγοι Προσπαθούν να Δυσφημήσουν τους Σπουδαστές της Γραφής
Ένας άλλος από αυτούς που είχαν επαναπατριστεί, ο αδελφός Βίνιαζ, εύπορος αλλά αυτοθυσιαστικός άντρας, αγόρασε σπίτι στην Κρακοβία για να το χρησιμοποιήσει ως τόπο συναθροίσεων. Το 1922, εκείνο το σπίτι αποτέλεσε το πεδίο μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε τρεις αδελφούς και τρεις Καθολικούς θεολόγους.
Τον προηγούμενο χρόνο ο Φραντσίσεκ Πουχάουα είχε επιστρέψει από την Αμερική και, με δική του πρωτοβουλία, εξέδωσε ένα φυλλάδιο το οποίο περιείχε έναν κατάλογο με 13 εκκλησιαστικά δόγματα. Πρόσφερε 10.000 πολωνικά μάρκα για οποιοδήποτε από αυτά τα δόγματα το οποίο θα μπορούσε κάποιος να αποδείξει ότι βασίζεται στις Άγιες Γραφές. Σε αυτά συγκαταλέγονταν η αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, η κόλαση, το καθαρτήριο, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η αγαμία του κλήρου, η εξομολόγηση σε ιερείς, η χρήση του ροζαρίου, και άλλα. «Ήταν σαν να είχες μπήξει ένα ξύλο μέσα σε μια μυρμηγκοφωλιά», έγραψε αργότερα ο αδελφός Πουχάουα.
Οι κληρικοί, μέσω Καθολικών εφημερίδων, ζήτησαν τη δημόσια αποκήρυξη του φυλλαδίου. Διαφορετικά, δήλωσαν, θα ασκούσαν δίωξη εναντίον του Φραντσίσεκ Πουχάουα για συκοφαντία σε βάρος της εκκλησίας. Απτόητος, εκείνος ζήτησε δημόσια συζήτηση.
Αφού συμβουλεύτηκαν τη Ρωμαϊκή Κουρία, οι κληρικοί συμφώνησαν να συζητήσουν, αλλά μόνο κεκλεισμένων των θυρών, ‘λόγω της ιερότητας των πραγμάτων που περιλαμβάνονταν’, όπως είπαν. Ο αδελφός Πουχάουα συμφώνησε. Οι κληρικοί ήταν τόσο σίγουροι ότι θα νικούσαν, ώστε διευθέτησαν να είναι παρών κάποιος δικηγόρος ο οποίος θα αναλάμβανε δικαστική δράση εναντίον των αδελφών αμέσως μόλις έχαναν. Η εφημερίδα της εκκλησίας δήλωσε αλαζονικά: «Θα δούμε ποιος έχει δίκιο—η μακραίωνη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή αυτή η αξιολύπητη χούφτα των παροδηγημένων πλασμάτων που δεν είναι σε θέση ούτε να διαβάσουν σωστά τις Άγιες Γραφές».
Ο πασίγνωστος Ιησουίτης θεολόγος Ίαν Ροστφορόφσκι ήταν ο επικεφαλής της Καθολικής αντιπροσωπείας, συνοδευόμενος από δυο ακόμη ιερείς. Οι Σπουδαστές της Γραφής εκπροσωπούνταν από τον Φραντσίσεκ Πουχάουα και άλλους δυο αδελφούς. Παρόντες ήταν επίσης στενογράφοι, καθώς και μερικά άτομα που θα χρησίμευαν ως μάρτυρες. Οι Ιησουίτες ήρθαν εφοδιασμένοι με δυο μεγάλες βαλίτσες γεμάτες βιβλία. Οι αδελφοί είχαν μόνο τις Γραφές τους καθώς και λεξικά της ελληνικής και της εβραϊκής γλώσσας.
Οι κληρικοί ζήτησαν να εξεταστεί πρώτα το 13ο σημείο του φυλλαδίου (η αθανασία της ψυχής). Έπειτα από δυο περίπου ώρες, οι θεολόγοι ζήτησαν συγνώμη λέγοντας ότι δεν είχαν άλλο χρόνο και έφυγαν. Αν και ποτέ δεν παραδέχτηκαν δημόσια την ήττα τους, ομολόγησαν στο άρθρο μιας εφημερίδας: «Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι Σπουδαστές της Γραφής . . . δεν είναι εντελώς αδαείς».
Η όλη συζήτηση δημοσιεύτηκε σε ένα βιβλιάριο με τίτλο Η Μάχη στους Ουρανούς (Bitwa na niebie), το οποίο αρχικά κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα και ανατυπώθηκε αρκετές φορές. Η παραδοσιακά θρησκευτική κοινότητα της Κρακοβίας και των περιχώρων αναγκάστηκε να αφυπνιστεί και να δώσει προσοχή. Το αποτέλεσμα; Το 1923, 69 άτομα ήταν παρόντα στον εορτασμό της Ανάμνησης στην Κρακοβία.
Ο κλήρος, φυσικά, ποτέ δεν συγχώρησε τον αδελφό Πουχάουα για το γεγονός ότι υπονόμευσε δημόσια το κύρος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να του δυσκολέψουν τη ζωή. Έστελναν έναν αστυνομικό να κρατάει σημειώσεις στις συναθροίσεις που διεξάγονταν στο σπίτι του αδελφού, και αργότερα τον έσυραν αρκετές φορές στο δικαστήριο. Σε αρκετές περιπτώσεις πληρωμένοι δολοφόνοι απείλησαν τη ζωή του, αλλά ο Ιεχωβά τον προστάτεψε.
Σε μια ομιλία του στο χωριό Βαβζεντσίτσε, ένας ιερέας υποκίνησε τον κόσμο να επιτεθεί στον αδελφό Πουχάουα με ρόπαλα όταν θα ερχόταν για να εκφωνήσει μια διάλεξη. Μια ομάδα από υπέρμετρα ζηλώτριες γυναίκες αδημονούσε να εκτελέσει την εντολή του ιερέα. Περίμεναν τον αδελφό Πουχάουα από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Όταν έφτασε εκείνος, απευθύνθηκε σε αυτές ήρεμα, λέγοντας: «Όποια από εσάς είναι αναμάρτητη ας με χτυπήσει πρώτη με το ρόπαλό της». Τελικά, οι γυναίκες έφυγαν. Όταν γύρισαν στα σπίτια τους, όμως, οι άντρες τους τις χτύπησαν με τα ίδια αυτά ρόπαλα που είχαν πάρει για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον του αδελφού Πουχάουα. Γιατί; Οι άντρες είχαν εκνευριστεί που χρειάστηκε να περιμένουν τόσο πολύ για το δείπνο!
Καταστηματάρχισσα Μεταδίδει την Αλήθεια σε Δάσκαλο
Το 1919 η ιδιοκτήτρια ενός μεγάλου καταστήματος υποδημάτων στη Λουτζ, το κέντρο της βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων, πήγε στο Γκντανσκ για ιατρική θεραπεία. Εκεί η επιχειρηματίας αυτή, η κ. Μαντόβα, άκουσε για πρώτη φορά την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Τη δέχτηκε με ειλικρινή καρδιά. Επέστρεψε στο σπίτι της με μια στοίβα έντυπα της Εταιρίας και μιλούσε με ενθουσιασμό σε φίλους και γνωστούς για τα όσα διάβαζε. Τα επιχειρήματά της εντυπωσίασαν βαθιά ένα νεαρό δάσκαλο, τον οποίο ένας φίλος του είχε παροτρύνει να παρακολουθεί μαζί της τις συναθροίσεις.
Το 1920, αυτός ο δάσκαλος, ο Βίλχελμ Σάιντερ, διευθέτησε να μετατεθεί στη Λουτζ από μια αγροτική περιοχή όπου βρισκόταν, προκειμένου να έχει στενότερη επαφή με το μικρό όμιλο των ενδιαφερόμενων ατόμων που υπήρχε εκεί. Η κ. Μαντόβα αργότερα έγινε Σπουδάστρια της Γραφής, και ο όμιλος που συναθροιζόταν μαζί της υποστηριζόταν από αδελφούς οι οποίοι έρχονταν κατά καιρούς σιδηροδρομικώς από το Γκντανσκ, μια απόσταση 390 χιλιομέτρων. Η μελέτη των εντύπων της Εταιρίας αλλά και της Αγίας Γραφής έπεισαν και τον κ. Σάιντερ ότι είχε βρει την αλήθεια. Παρά τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, εκείνος οικοδόμησε πιστά τη ζωή του γύρω από την αλήθεια μέχρι το τέλος της επίγειας πορείας του το 1971.
Επίδοση Θαρραλέας Δημόσιας Μαρτυρίας στη Λουτζ
Αρχικά η δράση του ομίλου που βρισκόταν στη Λουτζ ήταν κάπως περιορισμένη σε ό,τι αφορά τη δημόσια μαρτυρία. Αλλά, μετά το θάνατο της αδελφής Μαντόβα το 1922, τα προβλήματα που προέκυψαν σχετικά με την κηδεία της αποτέλεσαν σημείο στροφής. Ο κλήρος αρνήθηκε να δώσει άδεια για την ταφή της στο νεκροταφείο. Αυτό προκάλεσε θύελλα στα μέσα ενημέρωσης. Έπειτα από έναν τριήμερο αγώνα στον οποίο χρειάστηκε να επέμβει ακόμη και η αστυνομία, κατάφεραν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι γης για την ταφή σε ένα μικρό Μουσουλμανικό νεκροταφείο. Γύρω στα χίλια άτομα παρευρέθηκαν στην κηδεία, έχοντας την περιέργεια να ανακαλύψουν τι πίστευαν πράγματι οι Σπουδαστές της Γραφής. Η Γραφική ομιλία, την οποία εκφώνησε ένας αδελφός από το Γκντανσκ, ήταν η πρώτη δημόσια μαρτυρία που είχε δοθεί ποτέ στη Λουτζ.
Από τότε και έπειτα, διευθετούσαν συχνότερα δημόσιες διαλέξεις και τις διαφήμιζαν μέσω των εφημερίδων. Για τις συναθροίσεις αυτές νοίκιαζαν αίθουσες κινηματογράφου. Στην αρχή αυτά ήταν αρκετά μεγάλα, αλλά, σύντομα, ακόμη και το μεγαλύτερο θέατρο σε εκείνη την πόλη των 500.000 κατοίκων ήταν πολύ μικρό. Στο μεταξύ, μικρές ομάδες συναθροίζονταν σε ιδιωτικά σπίτια για να μελετήσουν την Αγία Γραφή και έντυπα βασισμένα στην Αγία Γραφή. Εφόσον πολλοί από τους ανθρώπους στη Λουτζ ήταν γερμανικής και εβραϊκής καταγωγής, οι δημόσιες ομιλίες και οι μικρότερες συναθροίσεις διεξάγονταν τόσο στην πολωνική όσο και στη γερμανική.
Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, από όσους παρευρίσκονταν σε εκείνες τις δημόσιες ομιλίες στη Λουτζ ήταν, όπως εκφράστηκε ο μαθητής Ιάκωβος, «μόνο ακροατές» αλλά όχι «εκτελεστές του λόγου». (Ιακ. 1:22) Παρ’ όλα αυτά, ο αριθμός των παρευρεθέντων στην Ανάμνηση αυξήθηκε αλματωδώς από 25 το 1922 σε 92 το 1924. Επιπρόσθετα, το 1924, αφού διαμόρφωσαν ένα εργοστάσιο που δεν χρησιμοποιούνταν πια, στο κέντρο της πόλης, οι αδελφοί στη Λουτζ είχαν μια ωραία αίθουσα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για την πρώτη τους συνέλευση. Σε εκείνη την περίπτωση ήταν παρόντα περίπου 200 άτομα.
Εκείνη την περίοδο, οι αδελφοί συγκέντρωναν τις προσπάθειές τους στη νέα μορφή έργου που επιτελούσαν προσκαλώντας ανθρώπους να δουν το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας», μια ταινία που στην Πολωνία άρχισε να προβάλλεται μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ολόκληρο το πρόγραμμα αποτελούνταν από τέσσερις δίωρες παραστάσεις. Τόσο μεγάλα ήταν τα πλήθη που ήθελαν να το δουν, ώστε, παρά το ότι χρησιμοποιούσαν τις μεγαλύτερες αίθουσες, οι αδελφοί χρειάστηκε να επαναλάβουν τις προβολές πολλές φορές.
Οι Δημόσιες Συναθροίσεις Φέρνουν Αύξηση στο Πόζναν
Το 1910, σε ηλικία 18 ετών, ο Τεόφιλ Σμιτ άφησε το σπίτι του κοντά στο Ραντόμσκο και πήγε στη Γερμανία για να βρει δουλειά. Εκεί, το 1914, άκουσε για τους Σπουδαστές της Γραφής και πήγε να παρακολουθήσει το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας». Πήρε ικανοποιητικές πληροφορίες για δυο θέματα που τον απασχολούσαν πολύ καιρό: την επιστροφή του Χριστού και το τέλος του κόσμου.
Αργότερα, αφού επέστρεψε στην Πολωνία, στο τμήμα το οποίο τότε βρισκόταν υπό την κατοχή της Πρωσίας, ήρθε σε επαφή με έναν όμιλο στο Πόζναν ο οποίος διάβαζε τα βιβλία που είχε γράψει ο Κ. Τ. Ρώσσελ. Αν και δεν ήταν ακόμη βαφτισμένος, ανέλαβε την ηγεσία στις συγκεντρώσεις για μελέτη που γίνονταν εκεί και συνέχισε να κάνει πρόοδο. Το 1918, στη διάρκεια μιας επίσκεψης του αδελφού Κούιατ από το Βερολίνο, ο Τεόφιλ Σμιτ βαφτίστηκε και έγινε παράλληλα υπηρέτης στην πρώτη εκκλησία του Πόζναν. Εν συνεχεία, επί μερικά χρόνια ήταν ζηλωτής στη διοργάνωση δημόσιων συναθροίσεων. Όταν έφυγε από το Πόζναν το 1922, η εκκλησία είχε αυξηθεί σε 20 περίπου τακτικά μέλη.
Κατόπιν, ο αδελφός Κόντσκι έφυγε από τη Βαρσοβία για να επιμεληθεί την εκκλησία στο Πόζναν. Αυτός είχε μάθει την αλήθεια πριν από το 1914, την εποχή που, ως ταλαντούχος γλύπτης που ήταν, ετοιμαζόταν να πάει στο Παρίσι για πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αντί για αυτό, αφιέρωσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Με ζήλο νοίκιαζε αίθουσες στο Πόζναν, με δικά του έξοδα, και εκφωνούσε ενθαρρυντικές Γραφικές διαλέξεις. Ως αποτέλεσμα, το 1924 ο αριθμός των παρευρεθέντων στον εορτασμό της Ανάμνησης στο Πόζναν είχε ανέλθει στους 91. Τον ίδιο χρόνο, παρευρέθηκαν 281 άτομα στη Βαρσοβία και 625 άτομα σε 13 άλλες πολωνικές πόλεις και κωμοπόλεις, υπολογίζοντας μόνο τους ομίλους όπου παρευρέθηκαν τουλάχιστον 20 άτομα. Η μελλοντική αύξηση έμοιαζε εξασφαλισμένη. Αλλά επιφυλάσσονταν σοβαρές δοκιμασίες της πίστης.
Το Έτος 1925—Καιρός Διαίρεσης
Αν και ο αδελφός Κασψικόφσκι είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στους αδελφούς μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αργότερα η υπερηφάνεια έγινε πρόσκομμα για αυτόν. Το γεγονός ότι δυσανασχετούσε όταν λάβαινε συμβουλή ήταν η αρχική ένδειξη αυτής της υπερηφάνειας· αργότερα, έγινε απροκάλυπτος διώκτης των πρώην αδελφών του. Όταν Η Σκοπιά άρχισε να δίνει ολοένα και εντονότερη έμφαση στην ευθύνη που έχει ο καθένας να συμμετέχει στο κήρυγμα των καλών νέων, αυτός βρήκε ευήκοα αφτιά ανάμεσα σε εκείνους που δεν ήθελαν να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ακούν.
Για ένα διάστημα, η Εκκλησία της Βαρσοβίας συνέχισε να προσποιείται ότι ήταν ενωμένη καθώς οι αδελφοί συναθροίζονταν μαζί, αλλά ήταν ολοφάνερα διαιρεμένη. Η κατάσταση κλιμακώθηκε κατά την περίοδο της Ανάμνησης το 1925. Από τους 300 περίπου αδελφούς, μόνο 30 εξακολούθησαν να είναι όσιοι στην Εταιρία.
Σύντομα, και άλλες εκκλησίες χάθηκαν. Από τα 150 περίπου άτομα που υπήρχαν στη Λουτζ, μόνο 3 αδελφοί και 6 αδελφές εξακολούθησαν όσια να συναθροίζονται μαζί για να μελετούν το Λόγο του Θεού με τη βοήθεια των εντύπων της Σκοπιάς. Επίσης, συμμετείχαν στην υπηρεσία αγρού, κάνοντας καλή χρήση του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!), το οποίο άρχισε να εκδίδεται στην πολωνική το 1925.
Πολλοί που ήταν αναποφάσιστοι ή είχαν περιέλθει σε σύγχυση, μόλις είδαν την πνευματικότητα και το ζήλο αυτού του μικρού ομίλου στη Λουτζ, επέστρεψαν στην οργάνωση. Εκείνο το καλοκαίρι, η εκκλησία στη Λουτζ ανέλαβε την ηγεσία στην εφαρμογή των οδηγιών της Εταιρίας να γίνουν διευθετήσεις για «ιεραποστολικούς» ομίλους που θα έδιναν μαρτυρία σε απομακρυσμένους τομείς. Μερικές από τις τοποθεσίες όπου διευθετήθηκαν δημόσιες ομιλίες ήταν μέχρι και 150 χιλιόμετρα μακριά.
Όμως, τα προβλήματα δεν είχαν τελειώσει. Σε όλη τη χώρα, υπήρχαν κάποιοι των οποίων το κίνητρο να υπηρετούν τον Θεό είχε επηρεαστεί σοβαρά από την πεποίθηση ότι θα λάβαιναν την ουράνια ανταμοιβή τους το αργότερο μέχρι το 1925. Πολλοί από αυτούς έγιναν πνευματικά αδύναμοι ή χάθηκαν όταν πέρασε εκείνο το έτος. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, διάφορες ομάδες που εναντιώνονταν προσπαθούσαν ενεργά να κερδίσουν τον έλεγχο των εκκλησιών ή τουλάχιστον να τις εξασθενίσουν. Τρεις από αυτές τις ομάδες που εναντιώνονταν υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ωστόσο, καθώς τα χρόνια κυλούσαν, φάνηκε ποιοι ήταν αυτοί που είχαν την ευλογία του Θεού και ‘κήρυτταν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού’, όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή.—Ματθ. 24:14.
Έπειτα από αυτές τις κρίσεις, το έργο υπό την κατεύθυνση του ‘πιστού και φρόνιμου δούλου’ έπρεπε να ξεκινήσει σχεδόν από την αρχή. Υπήρχαν και άλλα εμπόδια· ωστόσο, υπήρξαν και θετικά αποτελέσματα.—Ματθ. 24:45-47.
Το Έργο Αποκτά Μεγαλύτερη Σταθερότητα
Η κατάσταση στη Βαρσοβία δεν υποσχόταν άμεση εξομάλυνση. Ο αδελφός Βνορόφσκι στάλθηκε στην Πολωνία, αλλά έπειτα από ένα χρόνο περίπου, κουράστηκε από την κατάσταση και επέστρεψε στην Αμερική. Κατόπιν ο αδελφός Σφετ τέθηκε υπεύθυνος του γραφείου στη Βαρσοβία· αλλά έπειτα από ένα χρόνο αντικαταστάθηκε από τον Βάτσουαφ Ναροντόβιτς, ο οποίος, αν και ήταν πολύ καλός ομιλητής, δεν αγαπούσε την εργασία σε γραφείο και, έπειτα από ένα χρόνο, προτίμησε να επιστρέψει στον αγρό.
Στη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου, οι αδελφοί που ήταν όσιοι στην Εταιρία δεν είχαν κάποιο νομικό όργανο μέσω του οποίου θα μπορούσαν να διευθετούν δημόσιες διαλέξεις, πολύ περισσότερο συνελεύσεις. Το αρχικό σωματείο βρισκόταν στα χέρια των εναντιουμένων, και τώρα ακόμη και ο Β΄ Όμιλος του Σωματείου των Σπουδαστών της Γραφής βρισκόταν υπό τον έλεγχο των αποστατών, του Κασψικόφσκι και των ακολούθων του. Οι αρχές αρνήθηκαν να εξετάσουν την περίπτωση σύστασης μιας τρίτης ομάδας, οπότε η κατάσταση βρισκόταν σε αδιέξοδο.
Αλλά ο Ιεχωβά άκουσε τις προσευχές των όσιων υπηρετών του και προμήθευσε τη λύση. Ένας σεμνός άνθρωπος ονόματι Τσάουκα, ο οποίος είχε μάθει την αλήθεια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν καταχωρημένος στη Βαρσοβία ως μέλος του αρχικού σωματείου των Σπουδαστών της Γραφής. Στο παρελθόν, είχε προσκόψει πνευματικά, αλλά, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, πήρε την πρωτοβουλία να ανανεώσει τη συναναστροφή του με την εκκλησία. Επίσης συγκατένευσε να παραχωρήσει την πληρεξουσιότητά του στον Βίλχελμ Σάιντερ. Αυτό βοήθησε πολύ τους αδελφούς «στην υπεράσπιση και νομική εδραίωση των καλών νέων».—Φιλιπ. 1:7.
Το 1927, η Εταιρία έστειλε στην Πολωνία έναν ευχάριστο και ικανό αδελφό ο οποίος επισκεπτόταν εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γαλλία ως πίλγκριμ. Αυτός ο αδελφός, ο Λούντβικ Κούζμα, ενθάρρυνε πολλούς να αναπτύξουν δράση με ζήλο. Αλλά όταν επέστρεψε στην Αμερική αντιλήφτηκε, ορθά, ότι χρειαζόταν στενότερη επαφή με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας. Έτσι, ο αδελφός Ρόδερφορντ αποφάσισε να κάνει ορισμένες οργανωτικές προσαρμογές.
Εφόσον ο αδελφός Ναροντόβιτς έφυγε από το γραφείο στη Βαρσοβία, το γραφείο της Εταιρίας στη Γερμανία έστειλε τον Πάουλ Μπάλζερεϊτ με σκοπό να βρει κάποιον στην Πολωνία ο οποίος θα συνεργαζόταν με το γραφείο της Γερμανίας όσον αφορά τη φροντίδα των υπηρετών του Ιεχωβά στην Πολωνία. Εκείνον τον καιρό, η Εκκλησία Λουτζ ηγούνταν με θαυμάσιο τρόπο στη διακονία αγρού, και έτσι ο αδελφός Μπάλζερεϊτ ρώτησε τον Βίλχελμ Σάιντερ, στη Λουτζ, αν θα δεχόταν το διορισμό. Ωστόσο, ο αδελφός Σάιντερ ταπεινά πρότεινε τον Έντβαρντ Ρούντιγκερ ο οποίος τότε ήταν μεταφραστής του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών, και, πράγματι, ο αδελφός Ρούντιγκερ επιμελήθηκε την ευθύνη αυτή επί ένα σχεδόν χρόνο.
Όταν οι περιορισμοί στα ταξίδια κατέστησαν αδύνατον για τους αδελφούς στη Γερμανία να δίνουν περαιτέρω βοήθεια στην Πολωνία, η γενική επίβλεψη των θεοκρατικών δραστηριοτήτων στην Πολωνία τέθηκε υπό το Γραφείο Κεντρικής Ευρώπης της Εταιρίας, στη Βέρνη της Ελβετίας. Από εκεί, το 1928, ο Μάρτιν Χάρμπεκ πήγε στην Πολωνία με σκοπό πάλι να βρει κάποιον που θα είχε τα προσόντα να υπηρετήσει ως επίσκοπος στον πολωνικό αγρό. Και πάλι, ζητήθηκε από τον αδελφό Σάιντερ να δεχτεί το διορισμό, και αυτή τη φορά δέχτηκε.
Τώρα ήταν φανερό ότι υπήρχε σταθερή αύξηση. Το 1927, τα άτομα που παρακολούθησαν την Ανάμνηση ήταν 1.101, αλλά μόνο 76 από αυτούς έδωσαν έκθεση συμμετοχής στο κήρυγμα των καλών νέων. Στα τέλη του 1928, υπήρχαν 24 εκκλησίες που είχαν οργανωθεί για υπηρεσία, και 256 ευαγγελιζόμενοι έδιναν τακτικά έκθεση για τη δράση τους. Το 1929, ο αριθμός των εκκλησιών που οργανώθηκαν για να κηρύττουν το άγγελμα της Βασιλείας ανήλθε σε 40, και το 1930 υπήρχαν 55 εκκλησίες.
Από καιρό σε καιρό, σε αρμονία με τις οδηγίες της Εταιρίας, αυτές οι εκκλησίες διοργάνωναν εβδομάδες αυξημένης δράσης. Το 1929, ήταν η πρώτη φορά που μερικοί από τους βιβλιοπώλες διακόνους μετατέθηκαν στις νοτιοανατολικές περιοχές της Πολωνίας για να μεταδώσουν τις αλήθειες της Βασιλείας στους Ουκρανούς που βρίσκονταν εκεί. Το Βιβλίο Έτους 1930 (στην αγγλική) ανέφερε: «Ολοένα και περισσότεροι αδελφοί αναγνωρίζουν ότι καλούνται, όχι για να κάθονται στο αμπέλι μαζί με τον Κύριο, αλλά για να εργαστούν μαζί του».
Καιρός Κοσκινίσματος
Στο μεταξύ, ο χώρος που νοίκιαζαν για το γραφείο στη Βαρσοβία δεν ήταν πλέον επαρκής. Η αναζήτηση κάποιου άλλου χώρου στην ίδια πόλη δεν έφερε αποτέλεσμα· τα πάντα ήταν πανάκριβα. Έτσι, αποφασίστηκε να μεταφερθεί το γραφείο στη Λουτζ.
Το γραφείο στεγάστηκε προσωρινά στο χώρο όπου συναθροιζόταν η εκκλησία. Τελικά, το 1932, βρέθηκε ένα κατάλληλο κτίριο στην οδό Ζγκόφσκα 24. Οι εκκλησίες πληροφορήθηκαν για το ότι θα χρειαζόταν κάποιο ποσό προκειμένου να πάρουν το κτίριο αυτό, αλλά οι αδελφοί, οι οποίοι προηγουμένως ήταν τόσο πρόθυμοι να κάνουν θυσίες, δεν ανταποκρίθηκαν. Ο ιδιοκτήτης συμφώνησε να αναβάλει την πληρωμή, παρότι είχε και άλλους αγοραστές. Μια ακόμη φορά οι αδελφοί ενημερώθηκαν για την κατάσταση. Ούτε τότε υπήρξε ανταπόκριση. Γιατί;
Προτού φανεί το γιατί, ο Ιεχωβά προμήθευσε βοήθεια από μια άλλη πηγή. Τρεις ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την πληρωμή, η αδελφή Σάιντερ κατάφερε να δανειστεί το απαραίτητο χρηματικό ποσό από τη σχετικά εύπορη ετεροθαλή αδελφή της, παρότι η στάση της ετεροθαλούς αδελφής της δεν ήταν ποτέ ευνοϊκή απέναντι στην αλήθεια.
Σύντομα, όμως, αποκαλύφτηκε γιατί οι εκκλησίες δίσταζαν να δώσουν χρήματα για να αγοραστεί κάποιο κτίριο στη Λουτζ. Ο Βάτσουαφ Ναροντόβιτς, ο οποίος υπηρετούσε ως πίλγκριμ, έκανε ταξίδια σε όλη την Πολωνία ισχυριζόμενος ότι το γραφείο έπρεπε να παραμείνει στη Βαρσοβία και να επανέλθει η διαχείριση σε αυτόν. Συγκέντρωνε χρήματα για να βρει κάποιο χώρο για το γραφείο στη Βαρσοβία και ζητούσε να δίνονται στον ίδιο τα χρήματα. Αν και δεν πέτυχε το σκοπό του, ο Ναροντόβιτς προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση σε πολλούς αδελφούς. Αργότερα αποστάτησε.
Σε αυτή την περίοδο οι «ασταθείς ψυχές» που ακολουθούσαν ανθρώπους, αντί να προσκολλιούνται στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή του, κοσκινίστηκαν και αποχωρίστηκαν. (2 Πέτρ. 2:14, 15) Κάτι που συντέλεσε πολύ σε αυτό είχε σχέση με τη δράση που συνεπαγόταν η υιοθέτηση του ονόματος Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δεν ήθελαν όλοι να δίνουν μαρτυρία. Αλλά εκείνοι που παρέμειναν με την οργάνωση απέδειξαν τη γνησιότητα της αγάπης τους για τον Ιεχωβά. Αυτό ήταν σημαντικό, επειδή η δεκαετία του 1930—και τα μετέπειτα χρόνια—αποδείχτηκαν χρόνια κατά τα οποία οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Πολωνία έπρεπε να αγωνιστούν για να επιζήσουν. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία καταδείχτηκε επανειλημμένα η αληθινότητα του εδαφίου Ησαΐας 54:17—πράγματι, πολλά ‘όπλα κατασκευάστηκαν’ εναντίον των υπηρετών του Ιεχωβά, αλλά κανένα από αυτά δεν κατάφερε να συντρίψει την αληθινή λατρεία.
Επιθέσεις και Αντεπιθέσεις
Ο Ρωμαιοκαθολικός κλήρος κατέφευγε με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα στις συκοφαντίες σε βάρος των υπηρετών του Ιεχωβά, ιδιαίτερα μέσω του τύπου. Επιπλέον απαιτούσαν από τους ανθρώπους να τους πηγαίνουν κάθε έντυπο που έπαιρναν από τους Σπουδαστές της Γραφής ώστε να το καίνε δημοσίως. Ένα τέτοιο περιστατικό το οποίο πήρε μεγάλη δημοσιότητα έλαβε χώρα στο Χοϊνίτσε. Η εισαγγελία εκεί κατηγόρησε τον αδελφό Σμιέσκο, έναν τοπικό σκαπανέα, για βλασφημία μέσω έντυπης ύλης. Στη δίκη, η οποία έγινε το 1933, παρευρέθηκε μεγάλο πλήθος κόσμου. Ένας Καθολικός ιερέας, ο οποίος λεγόταν Ιάνκε, κλήθηκε να καταθέσει. Αυτός ήταν διδάκτωρ φιλοσοφίας και θεολόγος στο τοπικό λύκειο. Ο αδελφός Σάιντερ εκπροσωπούσε την Εταιρία. Η αθανασία της ψυχής, τα αιώνια βάσανα και το καθαρτήριο συγκαταλέγονταν στα θέματα που συζητήθηκαν. Κατόπιν, ο κ. Ιάνκε, αναγνωρίζοντας την ήττα του, πλησίασε τον αδελφό Σάιντερ, τον χαιρέτησε δια χειραψίας και είπε ότι ποτέ πια δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να αναμειχτεί σε μια τέτοια υπόθεση.
Η εφημερίδα της Κρακοβίας Ιλουστροβάνε Κούριερ Τσοντζένε (Ilustrowany Kurier Codzienny) συμμετείχε στην επίθεση κατά των Μαρτύρων, κατηγορώντας τους ψευδώς ότι ήταν κρυφοί κομμουνιστές που έψαλλαν μπολσεβίκικους ύμνους, ότι ήταν εκπαιδευμένοι στη Σοβιετική Ένωση και ότι πληρώνονταν από εκεί. Σε αυτή την περίπτωση, οι αδελφοί πήγαν τους υπευθύνους της εφημερίδας στο δικαστήριο, και ο εκδότης τιμωρήθηκε.
Ο Μιετσίσουαφ Σκρούντλικ, ένας Ιησουίτης, εξέδιδε σε προσωπική βάση βιβλιάρια τα οποία συκοφαντούσαν τους Μάρτυρες. Αλλά όταν τον πήγαν στο δικαστήριο, εκείνος ισχυρίστηκε ότι ήταν άρρωστος. Ζήτησε τρεις φορές την αναβολή της δίκης. Στο μεταξύ, μετακόμισε αρκετές φορές μέχρι που τελικά χάθηκαν τα ίχνη του.
Ωστόσο, οι επιθέσεις του κλήρου δεν ήταν όλες προφορικές. Εκείνοι και οι πιστοί οπαδοί τους κατέφευγαν επίσης στη βία, και μάλιστα επανειλημμένα. Όταν οι Μάρτυρες ενασχολούνταν στη διακονία από σπίτι σε σπίτι, εναντιούμενοι τούς έκαναν επιθέσεις. Οι εναντιούμενοι χτυπούσαν με γροθιές, κλωτσιές, ξύλα και πέτρες, καταστρέφοντας τα Γραφικά έντυπα και αφήνοντας τους Μάρτυρες αιμόφυρτους ή αναίσθητους στο έδαφος. Όταν Μάρτυρες ταξίδευαν σε μακρινούς τομείς για να κηρύξουν, ο κόσμος τους σταματούσε, τους ξυλοκοπούσε και τους έριχνε στο νερό· κατέστρεφε τα ποδήλατά τους και τις μοτοσικλέτες τους· έπαιρνε τα έντυπά τους και τα κατέστρεφε.
Ο Μπολέσουαφ Ζαβάντσκι, ο οποίος υπήρξε σκαπανέας επί πολλά χρόνια, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι στη διάρκεια μιας συνάθροισης που διεξαγόταν στο σπίτι των γονέων του, στο Κιέλτσε, ένας όχλος 2.000 οργισμένων ανθρώπων περικύκλωσαν το σπίτι φωνάζοντας και πετώντας πέτρες. Με καροτσάκια κουβαλούσαν καινούριες προμήθειες. Το «παιχνίδι» τέλειωσε μόνο πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Οι πέτρες που είχαν τρυπήσει τη σκεπή, όταν τις μάζεψαν οι αδελφοί, γέμισαν έξι καροτσάκια! Στην προσπάθεια να αποκρούσουν το κύμα αυτό του διωγμού, οι αδελφοί μερικές φορές πέτυχαν την επιβολή τιμωρίας στα άτομα που έκαναν τα επεισόδια. Λιγότερο συχνά ήταν σε θέση να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη τους πραγματικούς υπαίτιους, τον κλήρο.
Ευλογίες Χάρη στη Σωστή Διοργάνωση
Ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και έπειτα, δόθηκε μεγαλύτερη βοήθεια στις εκκλησίες σε ό,τι αφορά τη διακονία αγρού. Οι εκκλησίες αναλάμβαναν με διορισμό συγκεκριμένους τομείς για υπηρεσία αγρού. Οι περιφερειακοί διευθυντές του έργου, που αποστέλλονταν σε κάθε εκκλησία για να την επισκεφτούν, όχι μόνο έδιναν ομιλίες, αλλά και εκπαίδευαν τους αδελφούς στη διακονία αγρού. Αυτή η διευθέτηση ήταν υποβοηθητική και αναζωογονητική. Ένας από αυτούς τους ζηλωτές και αυτοθυσιαστικούς αδελφούς, ο Λούντβικ Κινίτσκι, βρίσκεται ακόμη στη μνήμη πολλών παλαίμαχων αδελφών.
Οι σκαπανείς—που αριθμούσαν από 30 μέχρι 50 εκείνη την περίοδο—επέδειξαν επίσης αυτοθυσιαστικό πνεύμα. Κήρυτταν ευχαρίστως ακόμη και στους απομονωμένους τομείς όπου δεν υπήρχαν εκκλησίες και περπατούσαν πολλά χιλιόμετρα καθώς ήταν λίγοι αυτοί που είχαν ποδήλατα. Τους επέτρεπαν να κρατούν μερικές από τις συνεισφορές που λάβαιναν για τα έντυπα, και, σε μερικές περιπτώσεις, το επιπλέον εισόδημά τους ήταν πολύ μικρό. Το χειμώνα, συχνά κοιμούνταν πάνω στο σανό ή στα άχυρα που ήταν σκορπισμένα στο έδαφος μέσα σε κάποιο σταύλο και για σκέπασμα είχαν το πανωφόρι τους.
Οι άνθρωποι που συναντούσαν, αν και είχαν καλή καρδιά, πολλές φορές γνώριζαν ελάχιστα πράγματα από την Αγία Γραφή ή την κοσμική ιστορία. Ο Στέφαν Μιλέφσκι θυμάται ότι, στη διάρκεια μιας συζήτησης με κάποια ομάδα χωρικών, ανέφερε ότι ο Ιησούς είχε γεννηθεί Ιουδαίος. Οι άνθρωποι αγανάκτησαν και ο αδελφός μόλις που γλίτωσε το ξύλο. Οργισμένοι φώναζαν: «Ο Κύριος Ιησούς ήταν Πολωνός και Καθολικός!»
Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες εξακολουθούσαν να δείχνουν ζήλο στην αναζήτηση προβατοειδών ατόμων. Το 1932, αφιέρωσαν 103.323 ώρες στη διακονία, διέθεσαν 177.505 βιβλία και βιβλιάρια, 2.101 Γραφές και 87.455 αντίτυπα του Χρυσού Αιώνα. Αυτό έκανε μια εφημερίδα της Βαρσοβίας να σχολιάσει: «Οι Σπουδαστές της Γραφής στην Πολωνία ούτε καν ξεπερνούν τις 600.000, και αυτός ο μικρός αριθμός φαίνεται να προκαλεί τέτοια αναστάτωση όσο καμιά άλλη θρησκεία». Στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή οι ενεργοί Μάρτυρες δεν ήταν παρά 600 άτομα περίπου! Αλλά στα μάτια μερικών παρατηρητών, το ελάχιστο είχε ήδη γίνει χίλια.—Παράβαλε Ησαΐας 60:22.
Ο Αγώνας Εντείνεται
Ο Καθολικός κλήρος συνέχισε να ασκεί πίεση στις αρχές προκειμένου να σταματήσει τους Μάρτυρες. Οι κατηγορίες που εξακόντιζαν κατά των Μαρτύρων ήταν πάντοτε οι ίδιες: εξάπλωση της κομμουνιστικής προπαγάνδας, άσκηση του επαγγέλματος μικροπωλητή χωρίς άδεια, παραβίαση της κυριακάτικης αργίας και βλασφημία σε βάρος της εκκλησίας και των διδασκαλιών της. Το 1933, αναφέρθηκαν 100 περίπου περιπτώσεις κατά τις οποίες η αστυνομία σταμάτησε τους ευαγγελιζομένους. Υπήρξαν επίσης 41 κρούσματα σοβαρού ξυλοδαρμού από μέρους φανατικών όχλων. Δυο χρόνια αργότερα, η αστυνομία δέχτηκε 3.000 καταγγελίες σε βάρος των Μαρτύρων από τον κλήρο. Όταν οι κατηγορίες που απαγγέλλονταν, βάσει κάποιας διαταγής, δεν έφερναν αποτέλεσμα, ο κλήρος κατέφευγε σε άλλες, και κατόπιν σε άλλες, και ξανά σε κάποιες άλλες κατηγορίες. Αλλά ακόμη και προτού φτάσουν στο δικαστήριο, οι περισσότερες από τις υποθέσεις απορρίπτονταν ως ανούσιες· άλλες κατέληγαν σε αθώωση.
Οι αδελφοί δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν δικηγόρο κάθε φορά που συλλαμβάνονταν. Αλλά το γραφείο της Εταιρίας τους παρείχε νομικές συμβουλές. Τους έστελνε εκατοντάδες έγγραφα που περιείχαν πληροφορίες σχετικά με εφέσεις, ευνοϊκές αποφάσεις και υποθέσεις που αποτελούσαν πολύτιμο προηγούμενο. Σε αρμονία με τις οδηγίες που τους παρέχονταν, όταν οι αδελφοί βρίσκονταν στο δικαστήριο, έδιναν έμφαση στο κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού αντί να τονίζουν νομικές λεπτομέρειες. Σε μερικές σοβαρές υποθέσεις, όμως, υπήρχαν δικηγόροι που προσφέρονταν να αναλάβουν την υπεράσπιση των αδελφών.
Για να αντικρούσει τις κατηγορίες περί άσκησης του επαγγέλματος μικροπωλητή χωρίς άδεια, η Εταιρία εξέδωσε κάρτες που διασαφήνιζαν την εξουσία του ατόμου να κηρύττει με βάση την ελευθερία συνείδησης και θρησκείας. Για τα παιδιά των Μαρτύρων που πήγαιναν σε δημόσια σχολεία και τα οποία συνήθως δεν προβιβάζονταν από τη μια τάξη στην άλλη εξαιτίας του ότι αρνούνταν να παρακολουθήσουν το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, η Εταιρία εξέδωσε ειδικά ενδεικτικά σπουδών. Αυτά βεβαίωναν ότι το παιδί είχε παρακολουθήσει κάποια σειρά μαθημάτων θρησκευτικού περιεχομένου στη δική του θρησκευτική κοινότητα και πήρε αυτούς και αυτούς τους βαθμούς. Έτσι, σε πολλές εκκλησίες λειτουργούσαν «κατηχητικά σχολεία» επί αρκετά χρόνια. Έπειτα από πολλές προσπάθειες από μέρους των αδελφών, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέδωσε ένα διάταγμα το οποίο υποχρέωνε τις σχολικές αρχές να δέχονται αυτά τα ενδεικτικά. Από τη στιγμή που οι βαθμοί καταχωρούνταν στους σχολικούς ελέγχους, το παιδί μπορούσε να προβιβαστεί.
Μερικοί δημόσιοι αξιωματούχοι διέκριναν καθαρά τη θρησκευτική μισαλλοδοξία που βρισκόταν πίσω από τις κατηγορίες σε βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έτσι, ο εισαγγελέας εφετών στην Τορούν, στην υπόθεση ενός Μάρτυρα, απέρριψε την κατηγορία της βλασφημίας, ζήτησε την αθώωση του κατηγορουμένου και δήλωσε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τηρούσαν ίδια στάση με τους πρώτους Χριστιανούς. Σε μια άλλη υπόθεση, ο εισαγγελέας εφετών στο Πόζναν αρνήθηκε να ασκήσει δίωξη εναντίον ενός Μάρτυρα που είχε κατηγορηθεί ότι αναφέρθηκε στον κλήρο ως μέρος της «οργάνωσης του Σατανά». (Παράβαλε Ιωάννης 8:44). Ο ίδιος ο εισαγγελέας αναφέρθηκε στην παπική αυλή του Αλέξανδρου ΣΤ΄, από την οποία, όπως ήταν γνωστότατο, είχε εξαπλωθεί ένα χονδροειδώς ανήθικο πνεύμα. Κατόπιν το αντιπαρέβαλε αυτό με τη θαυμάσια διαγωγή των Μαρτύρων του Ιεχωβά και το ζήλο τους στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Προσπάθεια να Σταματήσει η Ροή των Εντύπων
Ξανά και ξανά, ο κλήρος πάσχιζε να διακόψει τη ροή των εντύπων που χρησιμοποιούσαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη δράση τους. Όταν αυτό ήταν δυνατόν, ο κλήρος κατηύθυνε κυβερνητικούς αξιωματούχους να ενεργούν σύμφωνα με τις εντολές τους. Για παράδειγμα, το 1930, έπεισαν τον υπουργό εσωτερικών να ακυρώσει τα ταχυδρομικά μας δικαιώματα για το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών, το οποίο άφοβα εξέθετε τη θρησκευτική υποκρισία. Αλλά λίγες μόλις εβδομάδες αργότερα, ο υπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, και εκείνος που τον διαδέχτηκε επέτρεψε μια ακόμη φορά την εισαγωγή και την ταχυδρομική διακίνηση του Χρυσού Αιώνα.
Εκείνοι που εναντιώνονταν στους Μάρτυρες τελικά κατάφεραν να αποκλείσουν κάθε εισαγωγή του Χρυσού Αιώνα από την Ελβετία. Έτσι, το 1933, οι αδελφοί άρχισαν να τυπώνουν το περιοδικό στη Λουτζ. Κάθε φορά που ο κλήρος ασκούσε πίεση σε κάποιον τυπογράφο ώστε να σταματήσει να εργάζεται για τους αδελφούς, αυτοί έβρισκαν κάποιον άλλον που ήταν πρόθυμος να εργάζεται για λογαριασμό τους. Αυτό έγινε επανειλημμένα, μέχρις ότου, έπειτα από πολλές κατασχέσεις με διαταγή του γραφείου λογοκρισίας, επιβλήθηκε απαγόρευση στο ίδιο το περιοδικό. Οι αδελφοί εφεσίβαλαν την απόφαση αυτή και συνέχισαν ακάθεκτοι να εκδίδουν το Χρυσό Αιώνα ώσπου η απαγόρευση επικυρώθηκε και ο Αουγκούστιν Ράτσεκ, ο εκδότης του περιοδικού, καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Οι εναντιούμενοι μπορεί να έμειναν με την εντύπωση ότι είχαν επιτύχει το σκοπό τους. Ωστόσο, οι αδελφοί δεν παραιτήθηκαν. Το τελευταίο τεύχος του Χρυσού Αιώνα είχε ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1936. Την 1 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, αυτό το περιοδικό αντικαταστάθηκε από ένα καινούριο το οποίο τυπωνόταν στη Βαρσοβία. Με τίτλο Καινούρια Ημέρα (Nowy Dzień), αυτό συνέχισε να δημοσιεύει άρθρα που εξέθεταν τη διαφθορά και τη θρησκευτική υποκρισία και τα οποία υποστήριζαν τη Γραφική αλήθεια. Το περιοδικό τυπωνόταν στη Βαρσοβία μέχρι τότε που ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στο μεταξύ, το 1937, ο υπουργός εσωτερικών επέβαλε απαγόρευση στη Σκοπιά, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μαζί με την Αγία Γραφή στις εκκλησιαστικές τους συναθροίσεις. Δεν υπήρχε τίποτα το ανατρεπτικό στη Σκοπιά, αλλά ο Καθολικός κλήρος δεν ήθελε να διακινείται στην περιοχή που αυτοί θεωρούσαν δική τους επικράτεια. Οι αδελφοί μας, ωστόσο, αποφασισμένοι να ‘υπακούν στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους’, άρχισαν να την ανατυπώνουν σε πολυγραφημένη μορφή.—Πράξ. 5:29.
Εκείνον τον καιρό, ο Επίσκοπος Ιασίνσκι από τη Λουτζ, με την υποστήριξη της Καθολικής Δράσης,a ίδρυσε ένα «Γραφείο Κατά των Θρησκευτικών Μειονοτήτων». Αυτό το γραφείο, με τη σειρά του, κατηύθυνε συστηματικά τους ανθρώπους του στα υψηλότερα κυβερνητικά αξιώματα. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους τους ήταν η κατάσχεση όλων των εντύπων της Σκοπιάς. Παρά τον κίνδυνο που διέτρεχαν να ανακαλυφτούν, οι Μάρτυρες ακάθεκτοι εξέδωσαν δυο καινούρια βιβλιάρια. Οι αρχές επέβαλαν ποινές. Αλλά ποιος βρισκόταν πίσω από τις ενέργειες αυτές; Οι νόμοι που χρησιμοποιούνταν συχνά για να απαγγελθούν κατηγορίες δεν ήταν κοσμικοί, αλλά αντίθετα ήταν κανονικοί νόμοι της Καθολικής Εκκλησίας. Θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς καλύτερη απόδειξη για το ότι η όλη εκστρατεία διεξαγόταν υπό την κατεύθυνση της Καθολικής ιεραρχίας.
Στη διάρκεια του 1937, η Καθολική Δράση ήταν υπεύθυνη για τη βία που ασκήθηκε εναντίον των Μαρτύρων σε 75 περιπτώσεις· στις 2 από αυτές, δολοφονήθηκαν αδελφοί. Από τις 263 δικαστικές υποθέσεις, οι 99 κατέληξαν σε αθώωση και οι 71 σε καταδίκη. Οι υπόλοιπες αναβλήθηκαν. Σε 129 περιπτώσεις κατασχέθηκαν έντυπα, αλλά οι αδελφοί αγωνίστηκαν και κατάφεραν να τους επιστραφούν τα έντυπα σε 99 περιπτώσεις. Η έκθεση στο Βιβλίο Έτους 1938 (στην αγγλική) ανέφερε: «Όλος ο λαός του Κυρίου σε αυτή τη χώρα είναι αποφασισμένος να συνεχίσει το έργο επίδοσης μαρτυρίας, ανεξάρτητα από το αν αυτό ευχαριστεί τους ανθρώπους ή όχι, έχοντας υπόψη . . . ότι ‘πρέπει να υπακούμε στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους’».
Σίγουρα, έτσι αισθάνονταν οι ευαγγελιζόμενοι στις 121 εκκλησίες που ενασχολούνταν στην υπηρεσία. Σύμφωνα με ένα μηνιαίο μέσο όρο, 800 περίπου ευαγγελιζόμενοι έδιναν έκθεση, και στη διάρκεια του μήνα της Ανάμνησης έδωσαν έκθεση 1.040 άτομα! Αλλά οι εναντιούμενοι ήταν αποφασισμένοι να καταφέρουν ένα θανάσιμο χτύπημα. Αναμφίβολα, νόμιζαν ότι το είχαν καταφέρει όταν στις 22 Μαρτίου 1938 οι αρχές σφράγισαν τις πόρτες του γραφείου μας στη Λουτζ. Τα έντυπά μας δεν ήταν δυνατόν να αποστέλλονται πια ταχυδρομικά ή σιδηροδρομικά· τόσο οι αποστολείς όσο και οι παραλήπτες υπόκειντο σε τιμωρία. Οι Μάρτυρες ήθελαν να προσφύγουν σε κάποιο ανώτερο δικαστήριο, αλλά ένας υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος που είχε ευνοϊκή διάθεση απέναντι στους Μάρτυρες τους είπε εμπιστευτικά ότι αυτό θα ήταν μάταιο. Το «πνεύμα των καιρών» είχε αλλάξει, όπως είπε, και, ακόμη και αν οι Μάρτυρες κέρδιζαν την υπόθεση, ο υπουργός εσωτερικών θα φρόντιζε να περιορίσει δραστικά τις δραστηριότητές τους σε όλη τη χώρα. Έτσι, αποφασίστηκε να μην προσφύγουν περαιτέρω στα δικαστήρια για το θέμα αλλά να δείξουν εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά και να συνεχίσουν να προχωρούν με άλλους τρόπους.
Στην πραγματικότητα, όταν οι αστυνομικοί σφράγισαν το γραφείο μας, δεν είδαν μια έξοδο κινδύνου που υπήρχε στην αποθήκη των εντύπων. Έτσι, ημέρα με την ημέρα, οι εθελοντές που εργάζονταν στο Μπέθελ έπαιρναν από εκεί Γραφικά έντυπα, τα οποία στο τέλος ισοδυναμούσαν με τόνους, και τα διαμοίραζαν στις εκκλησίες. Εκτός από τα έντυπα στην πολωνική, υπήρχαν επίσης εκδόσεις στην ουκρανική, στη ρωσική, στη γερμανική και στη γίντις.
Οι αδελφοί στον αγρό συνεργάζονταν ολόκαρδα δεχόμενοι να αποθηκεύσουν μεγάλες ποσότητες εντύπων τα οποία επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στους δύσκολους καιρούς που βρίσκονταν μπροστά τους. Για παράδειγμα, ο Ιούζεφ Βουοντάρτσεκ, από την περιοχή τού Λούμπλιν, δέχτηκε 12.000 βιβλιάρια, πολλά βιβλία, 500 Γραφές, 500 «Καινές Διαθήκες», 500 υμνολόγια και 250 δίσκους φωνογράφου, τα οποία κατόπιν έκρυψε προσεκτικά. Άλλοι αδελφοί έκαναν το ίδιο, και αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμο στη διάρκεια του πολέμου, οπότε δεν υπήρχαν νέες παραλαβές.
Η απαγόρευση του 1938 έδωσε στους αδελφούς ένα και πλέον έτος να προετοιμαστούν για τη συνέχιση του έργου κάτω από την επιφάνεια στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι αδελφοί χώρισαν τη χώρα σε ζώνες, σε καθεμιά από τις οποίες υπήρχαν μερικές εκκλησίες. Κάθε ζώνη βρισκόταν υπό την επίβλεψη των πιο ζηλωτών τοπικών αδελφών και φρόντιζε για την πολυγράφηση των εντύπων, ειδικά της Σκοπιάς, για τις εκκλησίες. Αυτή ήταν η μόνη «φρέσκια τροφή» που λάβαιναν οι εκκλησίες. Αυτό το οργανωτικό σύστημα ανταποκρίθηκε επιτυχώς στην πρόκληση που έθεσε αργότερα το χάος του πολέμου.
Ξεσπάει Πόλεμος!
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξερράγη την 1 Σεπτεμβρίου 1939. Η τελευταία έκθεση που έστειλε η Πολωνία έδειχνε ότι υπήρχαν εκεί 1.039 ευαγγελιζόμενοι. Πώς θα αντιμετώπιζαν την κατάσταση;
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Πολωνία ήταν χωρισμένη σε τρεις περιοχές. Ο δυτικός τομέας είχε προσαρτηθεί στο γερμανικό Ράιχ. Το μεσαίο τμήμα, το οποίο περιλάμβανε τις πόλεις Βαρσοβία, Κρακοβία, Λούμπλιν και αργότερα τη Λβιφ, ονομαζόταν Γενικό Κυβερνείο και είχε τεθεί υπό γερμανική διοίκηση. Το ανατολικό τμήμα είχε προσαρτηθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι καταστάσεις διέφεραν από τη μια περιοχή στην άλλη.
Στο δυτικό τομέα, η γερμανική Γκεστάπο συλλάμβανε κάθε άτομο που ήταν γνωστό ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το ολοκληρωτικό ναζιστικό σύστημα συμπεριφερόταν απάνθρωπα σε όποιον δεν υποτασσόταν ολοκληρωτικά σε αυτό. Οι Μάρτυρες, ως υπέρμαχοι της Βασιλείας του Θεού, θεωρούνταν εχθροί. Αν έβρισκαν σε κάποιον ένα και μόνο τεύχος της Σκοπιάς ή αν ανακάλυπταν ότι είχε φωτογραφηθεί μαζί με κάποιο Μάρτυρα, αυτό το εκλάμβαναν ως απόδειξη του ότι το άτομο ήταν εγκληματίας. Χρησιμοποιούσαν κτηνώδη μέσα για να εξαναγκάσουν τους Μάρτυρες να αποκαλύψουν τα ονόματα και τις διευθύνσεις των πνευματικών αδελφών τους. Εκείνοι που αρνούνταν να προδώσουν τους αδελφούς τους ή να υπογράψουν δήλωση ότι αποκήρυσσαν την πίστη τους στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολύ λίγοι συμβιβάστηκαν. Ακόμη και οι διώκτες απορούσαν βλέποντας την οσιότητα εκείνων των υπηρετών του Ιεχωβά.
Στη Λουτζ, η Γκεστάπο συνέλαβε τον αδελφό Σάιντερ και πολλούς άλλους και τους έβαλε σε στρατόπεδα. Από το Πόζναν, 69 αδελφοί και αδελφές στάλθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα· 22 από αυτούς τους σκότωσαν. Παρ’ όλα αυτά, τα άτομα τα οποία έμαθαν την αλήθεια στο Πόζναν στη διάρκεια του πολέμου ήταν τόσο πολλά, ώστε μετά δημιουργήθηκε εκεί μια ισχυρή εκκλησία. Ο ζήλος της μεταδόθηκε σε γειτονικούς τομείς και συντέλεσε στην ανοικοδόμηση της οργάνωσης στη δυτική Πολωνία.
Φυσικά, οι αδελφοί υπέφεραν και σε πολλές άλλες πόλεις, καθώς και σε μικρές κωμοπόλεις. Για παράδειγμα, 51 αδελφοί και αδελφές από τη Βίσλα, ένα ορεινό θέρετρο περίπου 6.000 κατοίκων εκείνη την εποχή, οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόνο 13 επέστρεψαν.
Ο Ιεχωβά Δεν Εγκατέλειψε το Λαό Του
Το ότι ο Δημιουργός προστάτεψε το λαό του στη διάρκεια αυτής της περιόδου του σκληρού διωγμού είναι προφανές. Για αυτούς, η νίκη δεν εξαρτιόταν από την επιβίωση αλλά από την πιστότητα—πιστότητα μέχρι θανάτου αν ήταν απαραίτητο. (Αποκ. 2:10) Ένας αδελφός αφηγείται ότι τον ξυλοκοπούσαν αλύπητα επί πολλές ώρες, ιδιαίτερα στην πλάτη και στα νεφρά. Αλλά αυτός υπέμεινε παρά τις απόπειρες που έκαναν να τον εξαναγκάσουν να καταγγείλει άλλους αδελφούς και να προδώσει οργανωτικά ζητήματα. Η κακομεταχείριση επαναλήφτηκε και την επομένη, μόνο που τη φορά αυτή ήταν πολύ χειρότερη. Την τρίτη ημέρα, το πρησμένο και κακοποιημένο σώμα του αντιδρούσε στα χτυπήματα με φρικτούς πόνους. Ο αδελφός προσευχήθηκε στον Ιεχωβά για ανακούφιση, ακόμη και για θάνατο. Ξαφνικά, ο πράκτορας της Γκεστάπο που τον μαστίγωνε ξέσπασε σε ένα χείμαρρο από βρισιές, έριξε κάτω το μαστίγιό του και έφυγε. Τι είχε συμβεί;
Μερικές ημέρες αργότερα, ο αδελφός είδε αυτόν τον άνθρωπο στο διάδρομο με δεμένο το χέρι. Κάποιοι συγκρατούμενοι του αδελφού τού είπαν ότι ο πράκτορας είχε σπάσει το δείκτη του χεριού του—προφανώς κατά τη διάρκεια του μαστιγώματος.
Οι Μάρτυρες που κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη δεν διασκορπίστηκαν. Συναθροίζονταν σε μικρές ομάδες για να μελετήσουν την Αγία Γραφή και τη Σκοπιά. Τα περιοδικά που λάβαιναν συνήθως έρχονταν από αδελφούς στη Γερμανία· κατόπιν τα πολυγραφούσαν ή τα αντέγραφαν με το χέρι. Ο Φριτς Ότο είχε ενεργή συμμετοχή στο έργο που γινόταν κάτω από την επιφάνεια στη Λουτζ, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, διατηρώντας επαφή με το Πόζναν, το Μπίντγκοστς και το Γκντανσκ. Αν και οι γραμμές επικοινωνίας κόβονταν κατά καιρούς από τους εναντίους, η επικοινωνία ποτέ δεν διακόπηκε επί πολύ καιρό.
Η Κατάσταση στο Γενικό Κυβερνείο
Η κατάσταση στο κεντρικό και στο νότιο τμήμα της Πολωνίας ήταν διαφορετική. Εκεί οι αξιωματούχοι δεν κυνηγούσαν ούτε δίωκαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά με τόση μανία, έτσι, αν και οι αδελφοί πάντα έπαιρναν μέτρα προφύλαξης, εργάζονταν σθεναρά. Ετοίμαζαν τις μεμβράνες του πολύγραφου για τη Σκοπιά στη Βαρσοβία· κατόπιν οι υπεύθυνοι σε κάθε ζώνη έκαναν την πολυγράφηση, χρησιμοποιώντας τις πρωτόγονες συσκευές ανατύπωσης που είχαν στη διάθεσή τους. Χρησιμοποιούνταν διάφορες μέθοδοι για να περάσουν λαθραία τα πρωτότυπα κείμενα των εντύπων. Μερικές φορές μέχρι και Γερμανοί στρατιώτες, των οποίων οι οικογένειες ήταν στην αλήθεια, χωρίς να το ξέρουν έπαιζαν το ρόλο του μεταφορέα όταν επέστρεφαν στο ανατολικό μέτωπο, αφού είχαν πάει στο σπίτι τους με άδεια.
Πολλές ήταν επίσης οι θλιβερές εμπειρίες. Το Δεκέμβριο του 1942, η γερμανική αστυνομία στη Βαρσοβία συνέλαβε τον Στέφαν Μιλέφσκι και τον Ίαν Γκοντκιέβιτς την ώρα που πολυγραφούσαν. Αυτοί στάλθηκαν αμέσως στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μάιντανεκ και κατόπιν στο Μπούχενβαλντ. Έπειτα από αυτό, ο Λούντβικ Κινίτσκι, ο οποίος επέβλεπε τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε ολόκληρη την περιοχή που ήταν γνωστή ως Γενικό Κυβερνείο, ανέλαβε τα καθήκοντά τους. Δυο χρόνια αργότερα, το 1944, τον συνέλαβαν, και στο τέλος του χρόνου είχε ήδη πεθάνει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκούζεν στην Αυστρία. Μήπως είχε κερδίσει ο εχθρός; Ούτε κατά διάνοια! Όλοι εκείνοι οι αδελφοί είχαν παραμείνει ακλόνητα όσιοι στον Ιεχωβά. Όσο για τους αντιδίκους τους, σε αυτούς δόθηκε η ευκαιρία να καταδείξουν ενώπιον του ουράνιου Κριτή ποια ήταν η στάση τους απέναντι στη διακυβέρνηση από τον Θεό.—Ιώβ 31:14· Ρωμ. 14:12.
Στη διάρκεια αυτής της φοβερής περιόδου, οι άνθρωποι εύκολα τρομοκρατούνταν. Οι πάντες υποπτεύονταν τους πάντες. Για να αποφύγουν τα περιττά προβλήματα, οι αδελφοί έδειχναν μεγάλη προσοχή όταν προσκαλούσαν άτομα στις συναθροίσεις ή όταν τα σύστηναν σε άλλα ενδιαφερόμενα άτομα. Αλλά οι Μάρτυρες ήταν ζηλωτές, ο Ιεχωβά τούς ευλογούσε και οι νέοι όμιλοι ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια.
Μερικές φορές δίνονταν απρόσμενες ευκαιρίες για μαρτυρία. Στα τέλη του φθινοπώρου του 1940, ένας ενδιαφερόμενος από το Βοϊκοβίτσε Κομόρνε, στην περιφέρεια του Κατοβίτσε, πέθανε. Αυτός είχε προηγουμένως εκφράσει την επιθυμία να ταφεί από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και έτσι ένας αδελφός προετοιμάστηκε για να πει λίγα λόγια παρηγοριάς στο σπίτι αυτού που έχει πεθάνει. Όμως ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε στο νεκροταφείο. Μόλις είδε τον κόσμο, ο αδελφός μας απλούστατα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί· επί μία και πλέον ώρα, μιλούσε σχετικά με τη Γραφική ελπίδα για τους νεκρούς. Από εκεί και έπειτα, οι Μάρτυρες πάντα έκαναν τις κηδείες τους την Κυριακή, ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να μπορούν να ακούν το άγγελμα της Αγίας Γραφής.
Το κήρυγμα στις πόλεις συνήθως γινόταν ανεπίσημα, αλλά στις αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα γύρω από το Λούμπλιν, οι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να ενασχολούνται στο έργο από σπίτι σε σπίτι και πάλι, ακόμη και προτού τελειώσει ο πόλεμος. Ωστόσο, για να μην ελκύουν σε υπερβολικό βαθμό την προσοχή των άλλων, άρχιζαν τη συζήτησή τους ρωτώντας, για παράδειγμα, αν υπήρχε η δυνατότητα να αγοράσουν κάτι. Η απάντηση συχνά άνοιγε το δρόμο για μια συζήτηση γύρω από πνευματικά ζητήματα.
Μερικές εκκλησίες οργάνωναν εκδρομές για μαρτυρία σε απομακρυσμένα χωριά, όπου ανακάλυπταν ότι οι εμπειρίες του πολέμου είχαν μεταβάλει τη στάση που είχαν οι άνθρωποι προηγουμένως. Πολλοί άνθρωποι, περιλαμβανομένων και νεαρών, ήταν τώρα πρόθυμοι να ακούσουν. Τα έντυπα που είχαν ακόμη στη διάθεσή τους οι αδελφοί χρησιμοποιούνταν σωστά, και σχηματίζονταν νέες εκκλησίες.
Φυσικά, ο Σατανάς προσπάθησε να σταματήσει την εξάπλωση αυτή της αγνής λατρείας. Ένας τρόπος με τον οποίο το έκανε αυτό ήταν μέσω των ομάδων ανταρτών. Μερικές από αυτές τις ομάδες, με την υποκίνηση Καθολικών ιερέων, άρχισαν να πολεμούν όχι μόνο τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής αλλά και τους Μάρτυρες, πράγμα που έφερε μια νέα δοκιμασία της πίστης. Τη νύχτα έκαναν επιδρομές στα σπίτια των αδελφών. Ξυλοκοπούσαν άντρες, γυναίκες και παιδιά και τους διέταζαν να κάνουν το σταυρό τους, να φιλήσουν το σταυρό και να κρεμάσουν «άγιες» εικόνες στους τοίχους των σπιτιών τους. Οι εισβολείς λεηλατούσαν και κατέστρεφαν. Μερικές οικογένειες αντιμετώπιζαν τέτοιες επιθέσεις επανειλημμένα. Αρκετοί αδελφοί αναγκάστηκαν να κρυφτούν προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί.
Μια «Νέα Διευθέτηση» στο Σοβιετικό Τομέα
Ένας μεγάλος τομέας της ανατολικής Πολωνίας είχε προσαρτηθεί στη Σοβιετική Ένωση το Σεπτέμβριο του 1939. Αυτό σήμαινε ότι σχεδόν οι μισοί από τους ευαγγελιζομένους μας, περιλαμβανομένων Πολωνών και Ουκρανών, καθώς και μερικών Ρώσων και Εβραίων Μαρτύρων, δεν είχαν επαφή με την υπόλοιπη οργάνωση. Αν και ήταν ζηλωτές, η πνευματικότητά τους απειλούνταν από την έλλειψη «φρέσκιας» πνευματικής τροφής. Προσπάθησαν να αποκτήσουν επαφή με την οργάνωση μέσω της Σλοβακίας, αλλά αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο.
Έτσι, αρκετές εκκλησίες αναμείχτηκαν σε μια «νέα διευθέτηση». Αρχικά, ο στόχος ήταν να βοηθηθούν οι αδελφοί να προσαρμοστούν στη νέα τους κατάσταση. Δινόταν έμφαση στην ανάγκη να παραμείνουν χωρισμένοι από τον κόσμο και να διάγουν μια ζωή σε ‘ένδοξη αγιότητα’. (Ψαλμ. 110:3) Αυτή η «νέα διευθέτηση» εξαπλώθηκε από τη Λβιφ μέσω του Λούμπλιν μέχρι και στη Βαρσοβία. Ωστόσο, αντί να νουθετούνται οι αδελφοί απλώς να εφαρμόζουν προσεκτικά ό,τι είναι καταγραμμένο στο Λόγο του Θεού, σε λίγο άρχισαν να τους δίνονται προτροπές για συμμετοχή σε δραστηριότητες που δεν ήταν παρά ιδέες ενός ατόμου.
Για παράδειγμα, υπό αυτή την επιρροή, μια ομάδα αποπροσανατολισμένων ευαγγελιζομένων όρμησαν στο αρχηγείο του γερμανοκρατούμενου Μπιαλίστοκ, έβγαλαν τη σημαία με τη σβάστικα από τη στέγη και την αντικατέστησαν με μια λευκή σημαία. Τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν την ίδια ημέρα. Εκείνα τα γεγονότα ήταν μια οδυνηρή υπενθύμιση του τι μπορεί να συμβεί όταν κάποιος αποκτά μεγάλη ιδέα για το άτομό του και υπερβαίνει τα όσα είναι γραμμένα στις Γραφές και το παράδειγμα που έθεσε ο Χριστός και οι απόστολοί του, και δεν αποβλέπει στον ‘πιστό και φρόνιμο δούλο’ για κατεύθυνση.—Ματθ. 24:45.
Τελική Δοκιμασία Πριν από τη Μεταπολεμική Εποχή
Λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, οι αδελφοί αντιμετώπισαν μια νέα πρόκληση. Καθώς το ανατολικό μέτωπο πλησίαζε, δόθηκε διαταγή στον κόσμο να σκάβει αντιαρματικά χαρακώματα. Ως ουδέτεροι Χριστιανοί, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για λόγους συνείδησης δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν, και αρνήθηκαν να το κάνουν αυτό ακόμη και υπό την απειλή του θανάτου. Δεκάδες, ανάμεσά τους μερικοί από τους οποίους είχαν γνωρίσει πρόσφατα την αλήθεια, τουφεκίστηκαν, και μάλιστα δημόσια. Ωστόσο, και αυτό χρησίμευσε ως μαρτυρία, επειδή οι άλλοι συνειδητοποιούσαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν τόσο ισχυρή πίστη ώστε θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να εγκαταλείψουν τον Θεό τους.
Τελικά τα χρόνια της κατοχής πέρασαν. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Πολωνία είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία σοβαρές δοκιμασίες. Τώρα, που ήταν πολύ περισσότεροι από ό,τι προπολεμικά, επωμίστηκαν το έργο που ανοιγόταν μπροστά τους.
Προχωρούν Εκτελώντας το Έργο του Κυρίου
Όσοι Μάρτυρες του Ιεχωβά επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης επέστρεψαν την άνοιξη του 1945, έτοιμοι να προωθήσουν τη δημόσια διακήρυξη της Βασιλείας του Θεού. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Βίλχελμ Σάιντερ.
Με τον καιρό αυτός μπόρεσε να κάνει διευθετήσεις ώστε να ξαναχρησιμοποιήσουν το οίκημα που βρισκόταν στην οδό Ζγκόφσκα 24, στη Λουτζ. Δυστυχώς, νέα έντυπα μπορούσαν να λαβαίνουν μόνο όταν βρισκόταν κάποιος ο οποίος ήταν σε θέση να τα φέρνει προσωπικά από το εξωτερικό, επειδή το δημόσιο ταχυδρομικό σύστημα δεν λειτουργούσε ακόμη. Αλλά όποτε έρχονταν έντυπα, μεταφράζονταν όσο το δυνατόν γρηγορότερα και οι μεμβράνες αποστέλλονταν σε κάθε ζώνη. Σε λίγο και άλλοι εθελοντές προσφέρθηκαν να βοηθήσουν στο έργο. Ο Ιεχωβά μάλιστα υποκίνησε τις καρδιές άλλων να υποστηρίξουν το έργο με υλικές συνεισφορές.
Η αντίθεση ανάμεσα στους υπηρέτες του Ιεχωβά και στον υπόλοιπο πληθυσμό ήταν φανερή. (Ιωάν. 13:35) Οι περισσότεροι Ουκρανοί, περιλαμβανομένων και εκατοντάδων αδελφών μας, εκτοπίστηκαν στα ανατολικά, μέσα στα νέα σοβιετικά σύνορα. Προτού γίνει αυτό, ωστόσο, σημειώθηκαν αρκετές εκρήξεις μίσους ανάμεσα στους Πολωνούς και στους Ουκρανούς που ζούσαν στις ανατολικές και στις νότιες περιοχές του Γενικού Κυβερνείου. Αντίθετα, οι Πολωνοί και οι Ουκρανοί Μάρτυρες είχαν ειρήνη μεταξύ τους. Σε μια περίπτωση, ένας Πολωνός αδελφός επέστρεφε στο σπίτι με τα πόδια μαζί με τρεις Ουκρανές αδελφές, έπειτα από κάποια συνάθροιση, όταν συνάντησαν Ουκρανούς αντάρτες. Οι αντάρτες προσπάθησαν να πιάσουν τον αδελφό, έχοντας πρόθεση να τον τουφεκίσουν, αλλά οι αδελφές διαμαρτυρήθηκαν, και επενέβησαν παλεύοντας για να σώσουν τον αδελφό. Η πάλη συνεχίστηκε επί δυο ώρες. Τελικά οι αντάρτες κάμφτηκαν, αλλά πρώτα έσκισαν τα ρούχα του αδελφού και τα έκαψαν. Φορώντας μόνο τα εσώρουχά του, ο αδελφός έτρεξε μια απόσταση δύο χιλιομέτρων ξυπόλυτος μέσα στο χιόνι, μέχρι το σπίτι ενός Ουκρανού αδελφού.
Καθώς οι περιορισμοί του πολέμου είχαν αρθεί, οι Μάρτυρες ενασχολούνταν στην υπηρεσία αγρού με ενθουσιασμό. Η πρώτη μεταπολεμική έκθεση αποκάλυψε ότι υπήρχαν περίπου 2.500 ευαγγελιζόμενοι. Το 1939 ήταν μόλις 1.039. Ωστόσο, οι μισοί από αυτούς ζούσαν τώρα σε περιοχές που είχαν προσαρτηθεί στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι, στη διάρκεια των έξι χρόνων του πολέμου και της κατοχής, σημειώθηκε ουσιαστικά αύξηση 400 τοις εκατό στις υπολειπόμενες περιοχές της χώρας! Πόσο αληθινά είχαν αποδειχτεί τα εμπνευσμένα λόγια του προφήτη Δανιήλ: «Ο λαός όμως, όστις γνωρίζει τον Θεόν αυτού, θέλει ισχύσει και κατορθώσει. Και οι συνετοί του λαού θέλουσι διδάξει πολλούς»!—Δαν. 11:32, 33.
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας ήταν πολύ αισθητό σε μερικές περιοχές. Ο Ίαν Βοουνσικόφσκι αναφέρει σχετικά με το Πόζναν: «Πόση ήταν η χαρά των αδελφών που επέστρεφαν από τα στρατόπεδα το 1945 καθώς έβλεπαν ότι η μικρή ομάδα Μαρτύρων είχε αυξηθεί και είχε ανέλθει στο ενθαρρυντικό σύνολο των 600 ευαγγελιζομένων της Βασιλείας! Από μία δραστήρια εκκλησία στην πόλη, σχηματίστηκαν τρεις».
Οι πιο καταπληκτικές εξελίξεις όμως παρατηρούνταν στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Ένας επίσκοπος περιοχής αφηγείται ότι, αφού έφτασε εκεί το 1947, δεν είδε μόνο σπίτια ερειπωμένα από τη φωτιά αλλά και ολόκληρους οικισμούς κατεστραμμένους. Οι αδελφοί ζούσαν σε καταφύγια και σε κελάρια. Παρ’ όλα αυτά, οι εκκλησίες αυξάνονταν με εκπληκτικό ρυθμό. Στη διάρκεια του 1945 και του 1946, η Εκκλησία Τερέσιν συχνά αυξανόταν κατά 15 έως 20 ευαγγελιζομένους κάθε μήνα, ή και 42 ακόμη μέσα σε ένα μήνα! Το 1947 είχε ήδη 240 ευαγγελιζομένους. Η εκκλησία του Αλόιζουφ είχε 190 ευαγγελιζομένους.
Ικανοποιείται η Πνευματική τους Πείνα
Παρότι οι αδελφοί είχαν λίγα υλικά αποκτήματα, ένιωθαν ότι αυτό που κυρίως χρειάζονταν ήταν Γραφές και βοηθήματα μελέτης της Γραφής. Όποιος είχε ένα αντίτυπο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ήταν προνομιούχος. Μερικοί ευαγγελιζόμενοι δεν είχαν στη διάθεσή τους παρά μόνο μια από τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων για να χρησιμοποιούν στην υπηρεσία αγρού. Αλλά γρήγορα ήρθε βοήθεια.
Το 1946 η Εταιρία Σκοπιά ζήτησε από Μάρτυρες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, στην Ελβετία και στη Σουηδία να δωρίσουν ρουχισμό στους ομοπίστους τους που ζούσαν σε χώρες οι οποίες είχαν πληγεί από τον πόλεμο. Εκείνοι επωφελήθηκαν από την ευκαιρία στέλνοντας όχι μόνο ρουχισμό αλλά και κούτες με Γραφές! Λίγο αργότερα, κατέφτασαν χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς», καθώς και 250.000 αντίτυπα του βιβλιαρίου Η Θρησκεία Θερίζει τον Ανεμοστρόβιλο (Religion Reaps the Whirlwind). Φανταστείτε πόσο ευγνώμονες ήταν οι αδελφοί!
Η πείνα που είχαν οι άνθρωποι για το Λόγο του Θεού ήταν έντονη στη μεταπολεμική Πολωνία. Το 1946, 6.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας ήταν έτοιμοι να καλύψουν αυτή την ανάγκη. Κάνοντας ό,τι καλύτερο ήταν δυνατόν, το γραφείο τμήματος προσπάθησε να προμηθεύσει έντυπα. Αλλά εφόσον το τμήμα δεν είχε κεντρικές εγκαταστάσεις εκτύπωσης, Η Σκοπιά καθώς και βιβλιάρια και άλλη έντυπη ύλη συνέχισαν να ανατυπώνονται στις ζώνες στις οποίες είχε χωριστεί η χώρα. Αν και ο εξοπλισμός ήταν περιορισμένος, οι αδελφοί σύντομα ήταν καλά εφοδιασμένοι με τη βασική πνευματική τροφή.
Νέα Πεδία Δραστηριότητας
Αρκετοί Μάρτυρες—τόσο άτομα όσο και ολόκληρες οικογένειες—αποφάσισαν να μετακομίσουν σε μια περιοχή που επί χρόνια κατοικούνταν από Γερμανούς, αλλά μετά τον πόλεμο έγινε η δυτική Πολωνία. Πολλοί Πολωνοί που είχαν ζήσει στο ανατολικό τμήμα της προπολεμικής Πολωνίας, το οποίο είχε τώρα προσαρτηθεί στη Σοβιετική Ένωση, μετακόμισαν επίσης σε αυτή τη δυτική περιοχή. Οι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν σε αυτούς τους τομείς ανταποκρίνονταν καλά στην αλήθεια.
Ένας από τους ζηλωτές εθελοντές που υπηρετούσαν σε αυτή την περιοχή ήταν ο Στανίσουαφ Κοτσιενέφσκι, ο οποίος μετέπειτα έγινε περιοδεύων επίσκοπος. Όταν επέστρεψε από το γερμανικό στρατόπεδο εργασίας όπου ήταν έγκλειστος στη διάρκεια του πολέμου, ήταν εντελώς εξαντλημένος. Αλλά έπειτα από μια περίοδο ανάρρωσης, ανυπομονούσε να αναλάβει και πάλι δράση. Μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γελένια Γκούρα. Ήταν η πρώτη οικογένεια Μαρτύρων που εγκαταστάθηκε εκεί. Αργότερα, τους ακολούθησαν και άλλοι και σύντομα σχηματίστηκε μια εκκλησία. Προς το παρόν, υπήρχαν εννιά εκκλησίες σε εκείνη την πόλη.
Παρόμοια, ο Ίαν Πιενιέφσκι και η σύζυγός του μετακόμισαν στο Γκόρζουφ Βιελκοπόλσκι για να υπηρετήσουν. Ο αδελφός Πιενιέφσκι αναπολεί: «Το Φεβρουάριο του 1946 αρχίσαμε τη διακονία μας από σπίτι σε σπίτι επισκεπτόμενοι πρώτα τους γείτονές μας. Επισκεφτήκαμε τα τρία πρώτα σπίτια μαζί, αλλά μετά κηρύτταμε ξεχωριστά. Η σύζυγός μου ρώτησε: ‘Άραγε, θα μπορέσουμε ποτέ να καλύψουμε ολόκληρη την πόλη;’ . . . Συναντήσαμε έναν άνθρωπο που ήταν πρόθυμος να ανταλλάξει μια αγελάδα με ένα και μόνο αντίτυπο της Αγίας Γραφής! Του φέραμε την Αγία Γραφή αλλά, φυσικά, δεν δεχτήκαμε την αγελάδα».
Δεν αποφάσισαν όλοι οι Μάρτυρες γερμανικής καταγωγής που ζούσαν στην Πολωνία να επιστρέψουν στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Για μερικούς από αυτούς ήταν πολύ δύσκολο να μάθουν πολωνικά. Αλλά η Εταιρία τούς βοήθησε στη διακονία αγρού ετοιμάζοντας φυλλάδια που παρουσίαζαν το άγγελμα της Βασιλείας τόσο στην πολωνική όσο και στη γερμανική. Από την άλλη πλευρά, όταν μια Πολωνή αδελφή και η οικογένειά της επέστρεψαν από τη Γαλλία και εγκαταστάθηκαν κοντά στο Βάλμπζιχ, εκείνοι αισθάνονταν σαν ξένοι, επειδή υπήρχαν πάρα πολλοί γερμανόφωνοι στην περιοχή. Όμως, η αδελφή πήρε την πρωτοβουλία να δώσει μαρτυρία και έτσι ήρθε γρήγορα σε επαφή με τους Γερμανούς αδελφούς. «Τι χαρά!» είπε εκείνη. «Τους συνοδεύαμε στη διακονία από σπίτι σε σπίτι, κάνοντας τακτικές επισκέψεις σε ενδιαφερόμενα άτομα και διεξάγοντας Γραφικές μελέτες».
Διακρίνοντας την ανάγκη που υπήρχε για κήρυκες των καλών νέων στην περιοχή τους, πολλοί ευαγγελιζόμενοι άρχισαν σκαπανικό. Η Ζόφια Κούσμιες γράφει: «Δεν υπήρχαν Μάρτυρες στην περιοχή, και έτσι άρχισα την ολοχρόνια υπηρεσία. Αφιέρωνα πέντε ημέρες την εβδομάδα στον τομέα . . . Οι άνθρωποι εκδήλωναν ζωηρό ενδιαφέρον. Μερικές φορές ήμουν σε θέση να βοηθήσω 20 άτομα μέσα σε ένα χρόνο να δεχτούν την αλήθεια».
Ο τομέας ήταν αχανής. Δεν υπήρχε ακόμη συγκοινωνία. Αλλά ο Ίαν Σκίμπα θυμάται τα εξής: «Σε πολλές πόλεις πηγαίναμε με τα πόδια, περπατώντας 30 με 40 χιλιόμετρα μόνο ως εκεί. Φεύγαμε από το σπίτι στις πέντε το πρωί, εργαζόμασταν μέχρι το ηλιοβασίλεμα και συχνά επιστρέφαμε αργά τη νύχτα. Μερικές φορές όμως κοιμόμασταν και μέσα στα άχυρα». Πήγαιναν σε μέρη όπου δεν είχαν κηρυχτεί ποτέ άλλοτε και από κανέναν τα καλά νέα. Μέσα σε ένα περίπου χρόνο μετά το τέλος του πολέμου, οι Μάρτυρες κήρυτταν σε κάθε γωνιά της χώρας. Το Μάρτιο του 1946, η Πολωνία ανέφερε στην έκθεσή της 6.783 ευαγγελιζομένους της Βασιλείας!
Προμήθειες που Προώθησαν την Αύξηση
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι αδελφοί στην Πολωνία δεν είχαν άμεση επαφή με τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ως και το γραφείο τμήματος της Ελβετίας, το οποίο είχε την επίβλεψη πολλών ευρωπαϊκών χωρών, είχε λάβει περιορισμένες μόνο πληροφορίες σχετικά με τους Μάρτυρες που ζούσαν στους γερμανοκρατούμενους τομείς. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι οι Πολωνοί Μάρτυρες γνώριζαν λίγα πράγματα γύρω από τις οργανωτικές αλλαγές που είχαν εφαρμοστεί σε άλλα μέρη του κόσμου.
Ωστόσο, παρά τα μεταπολεμικά εμπόδια, μόλις το γραφείο της Λουτζ μπόρεσε να πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες, οι αλλαγές εφαρμόστηκαν αμέσως. Προηγουμένως, είχε δοθεί μεγάλη έμφαση στη διανομή εντύπων. Αλλά το Μάιο του 1946 η πολωνική έκδοση του Πληροφορητή (τώρα Η Διακονία Μας της Βασιλείας) εξήγησε πώς να διεξάγονται αποτελεσματικές επανεπισκέψεις, πώς να διεξάγεται η μελέτη των Γραφικών εντύπων με τα ενδιαφερόμενα άτομα και πώς να δίνεται σωστή έκθεση. Αλλαγές έγιναν επίσης στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις. Καθιερώθηκε η Σειρά Μαθημάτων στη Θεοκρατική Διακονία, η οποία τώρα ονομάζεται Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Η διευθέτηση για επισκέψεις «υπηρετών στους αδελφούς» (που τώρα είναι γνωστοί ως επίσκοποι περιοχής) έγινε πιο συγκεκριμένη.
Αυτές οι οργανωτικές αλλαγές οδήγησαν σε αυξημένη δράση. Όπως τον πρώτο αιώνα, έτσι και στη σύγχρονη εποχή, όταν οι εκκλησίες εφάρμοζαν τις οδηγίες του κυβερνώντος σώματος, ‘οι εκκλησίες συνέχιζαν να σταθεροποιούνται στην πίστη και να αυξάνουν σε αριθμό από ημέρα σε ημέρα’.—Πράξ. 16:5.
Οι Πρώτες μας Αίθουσες Βασιλείας
Λίγο καιρό μετά το τέλος του πολέμου, οι αδελφοί άρχισαν να ψάχνουν για κτίρια που με κάποια διαμόρφωση θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως Αίθουσες Βασιλείας. Στο Πόζναν, χρησιμοποιούσαν ήδη από τα τέλη του 1945 μια αίθουσα που είχε 60 καθίσματα. Τα οικοδομικά υλικά ήταν δυσεύρετα, αλλά οι αδελφοί ήταν επινοητικοί. Χρησιμοποιούσαν ακόμη και το ξύλο από τα κιβώτια αποστολής που χρησιμοποιούσε η Εταιρία.
Όπου ήταν απαραίτητο, νοίκιαζαν αίθουσες κοσμικών κέντρων, αίθουσες κινηματογράφου ή άλλες δημόσιες εγκαταστάσεις. Όταν δεν υπήρχαν τέτοιες αίθουσες, οι συναθροίσεις διεξάγονταν σε ιδιωτικά σπίτια ή σε διαμερίσματα.
Οι αδελφοί μας αγαπούσαν τη μουσική και έβρισκαν ευχαρίστηση στο να χρησιμοποιούν αυτό το δώρο για να αινούν τον Ιεχωβά. Στη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών ετών, μερικοί από αυτούς διοργάνωναν ερασιτεχνικές χορωδίες και ορχήστρες. Όταν έπαιζαν πριν από την εκφώνηση δημόσιων διαλέξεων, μερικές φορές έρχονταν ολόκληρα χωριά για να ακούσουν τις ομιλίες.
Συνελεύσεις—Επίσημες και Ανεπίσημες
Οι δυο πρώτες μεταπολεμικές συνελεύσεις στην Πολωνία έμειναν αλησμόνητες. Η μια διεξάχτηκε τον Ιούνιο του 1946 στο χωριό Μπορούβεκ κοντά στο Λούμπλιν. Παρευρέθηκαν περίπου 1.500 άτομα. Αυτή η διήμερη συνέλευση, που οι αδελφοί τη διοργάνωσαν με βάση τα όσα γνώριζαν, είχε ανεπίσημο χαρακτήρα. Όπως γινόταν στα περασμένα χρόνια, έτσι και τώρα ορισμένοι αδελφοί εκφώνησαν διαλέξεις πάνω σε θέματα που είχαν επιλέξει οι ίδιοι. Άλλοι αφηγήθηκαν εμπειρίες. Πόσο χάρηκαν οι παρευρισκόμενοι όταν είδαν 260 άτομα να συμβολίζουν με το βάφτισμα στο νερό το γεγονός ότι αφιερώνονταν για να κάνουν το θέλημα του Ιεχωβά!
Αργότερα, το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η Εταιρία διευθέτησε μια εθνική συνέλευση η οποία έλαβε χώρα στο Κατοβίτσε. Παρευρέθηκαν 5.300 άτομα. Αυτό το πρόγραμμα ήταν ειδικά σχεδιασμένο για να ενθαρρύνει τους αδελφούς να επιδίδονται με ζήλο και ενότητα σε δράση και να συνεχίζουν την υπηρεσία τους στον Ιεχωβά με τρόπο που θα τον ευαρεστούσε.
Φτάνουν Ιεραπόστολοι Εκπαιδευμένοι στη Γαλαάδ
Στις 19 Μαρτίου 1947, ο Στέφαν Μπεχουνίτσκ και ο Πάβεου Μουχάλουκ, δυο απόφοιτοι της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, αποβιβάστηκαν από το πλοίο Γιουτλάντια στη Γδίνια. Και οι δυο μιλούσαν σχετικά καλά την πολωνική και γρήγορα άρχισαν να εργάζονται στο διορισμό που τους είχε ειδικά ανατεθεί.
Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντά τους ήταν η διοργάνωση του έργου περιοχής και περιφερείας. Αυτό απαιτούσε να εκπαιδεύσουν περιοδεύοντες επισκόπους—αδελφούς οι οποίοι θα επισκέπτονταν τακτικά τις εκκλησίες, θα συμμετείχαν με τους τοπικούς Μάρτυρες στο έργο κηρύγματος και θα εκφωνούσαν υποβοηθητικές και ενθαρρυντικές διαλέξεις. Εγκαινιάστηκε το έργο περιφερείας, με διευθετήσεις για τακτικές συνελεύσεις σε κάθε περιοχή. Στη διάρκεια των επόμενων λίγων ετών, δεκάδες τέτοιες συνελεύσεις διεξάχτηκαν σε όλη τη χώρα. Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν διαθέσιμα δημόσια αμφιθέατρα, αλλά όταν δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, οι συνελεύσεις διεξάγονταν σε ιδιοκτησία που ανήκε σε Μάρτυρες.
Η πρώτη περιφέρεια περιλάμβανε ολόκληρη τη χώρα. Ο επίσκοπός της, ο Έντβαρντ Κφιάτος, υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά στο γραφείο τμήματος στην Πολωνία μέχρι το τέλος της επίγειας πορείας του το 1992.
Στα πλαίσια ενός προγράμματος εκπαίδευσης των αδελφών ώστε να καλυφτούν διάφορες ανάγκες, προσκλήθηκαν σκαπανείς στη Λουτζ το 1947 για ειδικές σειρές μαθημάτων. Κάποιος που παρακολούθησε αυτή τη σειρά έγραψε αργότερα: «Οι δυο εβδομάδες που περάσαμε στο γραφείο τμήματος ήταν αλησμόνητες. Καθημερινά έπαιρνα αυτό το οποίο χρειαζόμουν περισσότερο». Τέσσερα άτομα από την ομάδα αυτή κλήθηκαν να υπηρετήσουν τις εκκλησίες ως περιοδεύοντες επίσκοποι.
Οι ιεραπόστολοι δεν έδιναν απλώς συμβουλές για τα οργανωτικά θέματα αλλά έμεναν επίσης απασχολημένοι στον αγρό μαζί με τους αδελφούς. Όσο ήταν δυνατόν, επισκέπτονταν τις περιοχές και έδιναν πρακτική υποβοήθηση. Επίσκοποι και ευαγγελιζόμενοι εξίσου θεωρούσαν πολύτιμη τη βοήθειά τους, και πολλοί τη θυμούνται μέχρι σήμερα.
Επιδρομή στο Γραφείο της Λουτζ
Καθώς η οργάνωση επεκτεινόταν, οι Μάρτυρες συγκέντρωναν τις προσπάθειές τους στο να υποβοηθήσουν τους ανθρώπους να ωφεληθούν από την Αγία Γραφή. Αλλά η εναντίωση απέναντι στη δραστηριότητά τους δεν σταμάτησε παρότι τώρα ζούσαν υπό σοσιαλιστική διακυβέρνηση.
Το Φεβρουάριο του 1946, έγινε επιδρομή στο γραφείο τους στη Λουτζ, και όλοι οι αδελφοί που εργάζονταν εκεί συνελήφθησαν. Απέμειναν μόνο λίγες αδελφές. Το κτίριο βρισκόταν υπό 24ωρη επιτήρηση από φρουρούς της Ο.Μ., ή Ούζοντ Μπεσπιετσέινστβα (Υπηρεσία Ασφάλειας). Αλλά μια από τις αδελφές κατάφερε να στείλει ένα τηλεγράφημα στο γραφείο τμήματος στην Ελβετία. Μέσω του γραφείου αυτού έγινε διάβημα στην πολωνική πρεσβεία στη Βέρνη. Εκείνη την εποχή, οι αρχές ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη συμπάθεια των άλλων χωρών, και έτσι μέσα σε μια εβδομάδα οι αδελφοί που εργάζονταν στη Λουτζ αποφυλακίστηκαν.
Στο μεταξύ, η Ο.Μ. (Υπηρεσία Ασφάλειας) προσπάθησε να κάνει τους αδελφούς να συνεργαστούν μαζί της για να μπορούν να παρακολουθούν τον Καθολικό κλήρο, σαν να επρόκειτο για «κοινό εχθρό». Πόσο λίγο κατανοούσαν όλοι αυτοί την αρχή της Χριστιανικής ουδετερότητας!
Είναι ενδιαφέρον ότι τον επόμενο χρόνο, όταν οι Μάρτυρες διεξήγαν μια συνέλευση στην Κρακοβία για όλη τη χώρα, οι 7.000 εκπρόσωποι φορούσαν κονκάρδες παρόμοιες με το μοβ τρίγωνο που ξεχώριζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι αδελφοί δεν είχαν ξεχάσει, ούτε άφησαν τους άλλους να ξεχάσουν, πόσο σκληρά είχαν διωχτεί υπό τη ναζιστική διακυβέρνηση.
«Ο Κόσμος Δεν Ήταν Άξιός Τους»
Το 1946, άρχισαν να έρχονται στο γραφείο τμήματος ειδήσεις σχετικά με θηριώδεις πράξεις κτηνωδίας κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε διάφορες περιοχές της χώρας. Ιδιαίτερα αδίστακτες στην εναντίωσή τους ήταν οι ομάδες των ανταρτών Ναροντόβε Σίουε Ζμπρόινε (Ένοπλες Εθνικές Δυνάμεις). Η δράση τους κατευθυνόταν όχι μόνο εναντίον της κομμουνιστικής κυβέρνησης αλλά και, ως αποτέλεσμα της επιρροής του Ρωμαιοκαθολικού κλήρου, εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτό που απαιτούσαν ήταν αξιοσημείωτα παρόμοιο με αυτό που ήθελε ο Σατανάς από τον Ιησού Χριστό. Ο Σατανάς παρότρυνε: ‘Κάνε μια μόνο πράξη λατρείας προς εμένα’. (Ματθ. 4:9, 10) Αυτές οι Καθολικές ομάδες ανταρτών είχαν την εξής απαίτηση: ‘Κάνε μια μόνο πράξη λατρείας για να δείξεις ότι είσαι Καθολικός’.
Την 1η Μαρτίου, για παράδειγμα, η 15χρονη Χενρίκα Ζουρ από τα περίχωρα του Χελμ συνόδευε έναν αδελφό από την εκκλησία τους σε κάποιο γειτονικό χωριό όπου θα επισκέπτονταν μερικά ενδιαφερόμενα άτομα. Αυτή έμελλε να είναι η τελευταία της επανεπίσκεψη. Και οι δυο ευαγγελιζόμενοι έπεσαν στα χέρια μελών των Ναροντόβε Σίουε Ζμπρόινε που διανυκτέρευαν στο χωριό. Ο αδελφός υπέστη άγριο ξυλοδαρμό αλλά γλίτωσε. Η αδελφή υπέφερε φρικιαστικά βασανιστήρια επί πολλές ώρες. «Μέσα σου σκέψου ό,τι θέλεις», πρότεινε ένας από τους βασανιστές της, «μόνο κάνε το Καθολικό σημείο του σταυρού. Αλλιώς, σε περιμένει μια σφαίρα!» Τελικά, επειδή η νεαρή αδελφή μας δεν διέρρηξε την ακεραιότητά της, την έσυραν σε ένα κοντινό δάσος και την πυροβόλησαν.
Δεν πέρασαν ούτε τρεις εβδομάδες, και το βράδυ της 18ης Μαρτίου, ένας όχλος 30 ατόμων έκανε επιδρομή στο σπίτι του Ίαν Ζιέμτσοφ στην ανατολική Πολωνία. Αρχικά προσπάθησαν να εξαναγκάσουν την οικογένεια να πάει στον τοπικό Καθολικό ιερέα για να εξομολογηθεί και να πάρει ένα πιστοποιητικό από αυτόν που θα επιβεβαίωνε ότι είχε όντως πάει. Όταν οι αδελφοί τούς εξέθεσαν τις Γραφικές αλήθειες, ο όχλος εξαγριώθηκε. Χτύπησαν αλύπητα τον αδελφό Ζιέμτσοφ με ρόπαλα και τον διέταξαν επανειλημμένα να φιλήσει ένα σταυρό. Στην προσπάθειά τους να τον αναγκάσουν να αποκηρύξει την Αγία Γραφή και να επιστρέψει στην Καθολική Εκκλησία, τον χτύπησαν ώσπου έπεσε αναίσθητος. Κατόπιν, αφού τον συνέφεραν με έναν κουβά κρύο νερό, τον χτύπησαν στην κυριολεξία μέχρι θανάτου. Αφού διέπραξαν αυτόν το φόνο, κάθησαν ήσυχα και δείπνησαν προτού ξυλοκοπήσουν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ώσπου και αυτά έχασαν τις αισθήσεις τους.
Στις 12 Ιουνίου έγινε άλλος ένας φόνος. Ο Αλεξάντερ Κουλέσα από την περιοχή Ποντλάσιε πήγε να φροντίσει τον αδελφό Κόντζελα και την οικογένειά του, οι οποίοι είχαν δεχτεί επίθεση την προηγούμενη νύχτα. Τον περίμενε ένα τρομακτικό θέαμα! Δυσκολεύτηκε ακόμη και να αναγνωρίσει τα θύματα! Αφού πρόσφερε βοήθεια, ο αδελφός Κουλέσα και η οικογένειά του γύρισαν στο σπίτι τους, μη γνωρίζοντας ότι τους είχαν ήδη επιλέξει ως τα επόμενα θύματα.
Εκείνο το βράδυ μια συμμορία περικύκλωσε το σπίτι τους και, με την υποκίνηση του τοπικού ιερέα της ενορίας, κακοποίησε την οικογένεια επί έξι ώρες. Ο όχλος ήταν τόσο αποφασισμένος να αναγκάσει τον αδελφό Κουλέσα να επιστρέψει στην Καθολική Εκκλησία, ώστε τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου. Ο γιος του Γέρζι, αν και ξυλοκοπήθηκε άγρια σε εκείνη την περίπτωση, ανέλαβε την ολοχρόνια διακονία δυο χρόνια αργότερα και συνεχίζει σε αυτή την υπηρεσία μέχρι σήμερα.
Το 1947 μια ανασκόπηση των ενεργειών που είχαν διαπραχτεί εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία στην προσπάθεια να τους μεταστρέψουν στον Καθολικισμό αποκάλυψε ότι 4.000 άτομα είχαν κακοποιηθεί—60 από τα οποία είχαν δολοφονηθεί. Οι Ναροντόβε Σίουε Ζμπρόινε είχαν εξαπολύσει περίπου 800 επιθέσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στα σπίτια τους. Για εκείνους τους σύγχρονους Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορεί αληθινά να λεχτεί όπως και για τους αρχαίους μάρτυρες του Ιεχωβά: «Ο κόσμος δεν ήταν άξιός τους».—Εβρ. 11:38.
«‘Μεσαιωνικός’ Ματωμένος Σεπτέμβρης»
Καθολικοί κληρικοί είχαν ενσταλάξει στα ποίμνιά τους φανατική μισαλλοδοξία για οτιδήποτε δεν εναρμονιζόταν με την Καθολική θρησκεία. Αυτοί, εκπροσωπώντας την επικρατούσα θρησκεία της Πολωνίας, συχνά εκμεταλλεύονταν αθέμιτα νεαρούς σχολικής ηλικίας καθώς και ενηλίκους χρησιμοποιώντας τους για ενέργειες οχλοκρατικής βίας.
Όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διεξήγαν μια συνέλευση περιφερείας στο Λούμπλιν το 1948, οι κληρικοί ξεσήκωσαν τα ποίμνιά τους με τον ισχυρισμό ότι οι Μάρτυρες είχαν έρθει από όλες τις περιοχές της Πολωνίας για να καταστρέψουν τους τοπικούς Καθολικούς ναούς. Οι πιστοί κλήθηκαν να υπερασπίσουν τις εκκλησίες τους και την πόλη τους. Ένα πλήθος φανατικών θρησκευομένων επιτέθηκε στους αδελφούς. Σε εκείνη την περίπτωση, ένοπλοι αστυνομικοί, στους οποίους είχε ανατεθεί να φροντίσουν για την ασφάλεια της συνέλευσης, έβαλαν τους πιο επιθετικούς αρχηγούς των ομάδων αυτών μέσα σε αυτοκίνητα και τους πήγαν 30 χιλιόμετρα έξω από την πόλη προτού τους αφήσουν ελεύθερους εκεί, μακριά από κάθε συγκοινωνιακή γραμμή.
Η κατάσταση ήταν κάπως διαφορετική στις 5 Σεπτεμβρίου 1948, όταν οι Μάρτυρες παρακολουθούσαν μια συνέλευση περιοχής στο Πιότρκουφ Τριμπουνάλσκι, μια πόλη που απέχει 120 χιλιόμετρα περίπου από τη Βαρσοβία. Οι ιεραπόστολοι, οι αδελφοί Μπεχουνίτσκ και Μουχάλουκ, ήταν παρόντες. Ως τις πέντε το απόγευμα, είχε μαζευτεί εκεί κοντά ένα μεγάλο απειλητικό πλήθος, το οποίο περίμενε τη λήξη του προγράμματος για να μπορέσει να αρπάξει «τους επισκόπους», όπως αποκαλούσαν τους ιεραποστόλους. Ενώ οι Μάρτυρες έβγαιναν από την αίθουσα, ένας όχλος αποτελούμενος από μερικές εκατοντάδες άτομα επιτέθηκε, ξυλοκοπώντας μερικούς, περιλαμβανομένων και των ιεραποστόλων, μέχρι του σημείου να χάσουν τις αισθήσεις τους. Οι τραυματισμένοι οδηγήθηκαν στο Νοσοκομείο Αγία Τριάδα, όπου περιποιήθηκαν τα τραύματά τους. Αλλά το νοσηλευτικό προσωπικό, επηρεαζόμενο από τις καλόγριες που ήταν εκεί, αρνήθηκε να τους επιτρέψει να παραμείνουν στο νοσοκομείο.
Αρχικά, ο τύπος δεν ανέφερε καθόλου το περιστατικό. Αλλά η αμερικανική πρεσβεία στη Βαρσοβία πληροφορήθηκε σχετικά με τις λεπτομέρειες του συμβάντος, και λίγο αργότερα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέφεραν την οχλοκρατική αυτή ενέργεια.
Δεν μεσολάβησαν ούτε τρεις εβδομάδες—σαν να ήταν η δεύτερη πράξη ενός θεατρικού έργου, με τίτλο «‘Μεσαιωνικός’ Ματωμένος Σεπτέμβρης», όπως ανέφερε κάποιο περιοδικό—και συνέβη κάτι άλλο στην ίδια περιοχή, το οποίο ξεσήκωσε την κοινή γνώμη. Μια ομάδα φοιτητών πανεπιστημίου ανταποκρίθηκαν σε μια πρόσκληση του Υπουργείου Πολιτισμού και Τεχνών που αφορούσε την απογραφή των κειμηλίων αρχιτεκτονικής, των γλυπτών και των έργων ζωγραφικής που βρίσκονταν στα περίχωρα του Πιότρκουφ Τριμπουνάλσκι. Το υπουργείο πήρε την έγκριση των εκκλησιαστικών αρχών, και οι φοιτητές άρχισαν την εργασία τους σε μια τοπική εκκλησία.
Αλλά στο Κάμινσκ, μια γειτονική πόλη, η οικονόμος του ενοριακού ιερέα, η οποία παραήταν ζηλώτρια, όρμησε μέσα στην εκκλησία και άρχισε να εξυβρίζει τους φοιτητές. Ισχυριζόταν ότι αυτοί δεν ήταν φοιτητές αλλά Μάρτυρες του Ιεχωβά που, όπως είπε, γυρίζουν από εδώ και από εκεί σπάζοντας σταυρούς, μιαίνοντας εκκλησίες και βεβηλώνοντας τάφους. Αν και κανείς από τους φοιτητές δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, ο ιερέας διέταξε τους φοιτητές να φύγουν αμέσως από την εκκλησία. Οι φήμες διαδόθηκαν στα κοντινά χωριά αστραπιαία. Οι εξηγήσεις ήταν μάταιες. Ένα μανιασμένο πλήθος, οπλισμένο με ρόπαλα, δικράνια και πέτρες, χτύπησε βάρβαρα τους νέους, στέλνοντας έξι από αυτούς στο νοσοκομείο.
Αυτή τη φορά οι αρχές έδρασαν γρήγορα. Οι υποκινητές, περιλαμβανομένου του ενοριακού ιερέα και της οικονόμου του, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε μεγάλες ποινές φυλάκισης. Αυτό το επεισόδιο τουλάχιστον μείωσε τις απόπειρες του κλήρου να χρησιμοποιούν την οχλοκρατική βία ως μέσο κατά των Μαρτύρων.
Επίσημη Παρενόχληση
Πάλι, ωστόσο, βρισκόταν υπό εξέλιξη μια συγκλονιστική αλλαγή στο πολιτικό κλίμα στην Πολωνία. Εκείνοι που ανέρχονταν στην εξουσία επιδίωκαν να κάνουν τη θρησκεία υποχείριο του Κράτους.
Όπως αναφέραμε ήδη, το Φεβρουάριο του 1946, ένας αξιωματούχος της περιφερειακής υπηρεσίας ασφάλειας στη Λουτζ είχε προσπαθήσει να επιστρατεύσει τους Μάρτυρες ως κατασκόπους σε βάρος της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά οι Μάρτυρες είχαν αρνηθεί. Όταν ένας πράκτορας της μυστικής αστυνομίας επισκέφτηκε και πάλι το γραφείο τμήματος, τέσσερις μήνες μετά, για μια ακόμη φορά επέμεινε ότι οι αδελφοί έπρεπε να συμμορφωθούν με την απαίτηση της αστυνομίας, υποσχόμενος τις καλύτερες αίθουσες συναθροίσεων για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αν συνεργάζονταν, αλλά και προειδοποιώντας για σοβαρές συνέπειες αν δεν συνεργάζονταν. «Κανείς δεν μπορεί να μας σταματήσει», απείλησε φεύγοντας.
Αργότερα, ακυρώθηκε η άδεια για τη διεξαγωγή ορισμένων συνελεύσεων· σε άλλες περιπτώσεις, η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει όσους ήρθαν για να παρακολουθήσουν τη συνέλευση. Το Μάιο του 1949, στη διάρκεια μιας συνέλευσης περιοχής κοντά στο Χελμ, η αστυνομία διέταξε τη διακοπή του προγράμματος. Όταν οι υπεύθυνοι αδελφοί συνέχισαν, συνελήφθησαν. Οι Μάρτυρες συγκεντρώθηκαν ξανά την τελευταία ημέρα, και την ομιλία του βαφτίσματος την εκφώνησε ένας αδελφός που αντικαθιστούσε αυτόν που είχε συλληφθεί. Εκείνο το απόγευμα, χίλια περίπου άτομα ήρθαν στη δημόσια ομιλία. Η αστυνομία συνελάμβανε τον έναν ομιλητή μετά τον άλλον. Μόλις έπαιρναν τον έναν, κάποιος άλλος ανέβαινε στη θέση του. Προτού τελειώσει η ημέρα, είχαν μιλήσει 27 διαφορετικοί αδελφοί!
Απέλαση των Ιεραποστόλων
Στις 24 Ιουλίου 1949, δυο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά την άφιξή τους στην Πολωνία, ο Στέφαν Μπεχουνίτσκ και ο Πάβεου Μουχάλουκ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Στις προσωπικές του σημειώσεις αναφορικά με εκείνα τα χρόνια υπηρεσίας, ο αδελφός Μπεχουνίτσκ έγραψε: «Τώρα, το 1949, το έργο στο τμήμα είναι ήδη καλύτερα οργανωμένο. Υπάρχει μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα στις εκκλησίες. Έχουμε ήδη τρεις περιφέρειες, και τον Ιούνιο είχαμε 13.699 ευαγγελιζομένους, διπλάσιους από ό,τι το 1947, όταν φτάσαμε εμείς [οι ιεραπόστολοι]. Υπάρχουν 710 δραστήριες εκκλησίες, και 45 άτομα εργάζονται στο γραφείο τμήματος. Η δράση μας αντιμετωπίζεται με διαλλακτικότητα και το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι συνεχίζεται».
Στην πραγματικότητα, το 1949, η δράση των Μαρτύρων είχε ήδη αντιμετωπιστεί με διαλλακτικότητα για διάστημα μεγαλύτερο από ό,τι αναμενόταν. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1948, ο υπουργός δικαιοσύνης είχε μιλήσει γύρω από το θέμα «Θρησκευτική Ελευθερία στη Σοβιετική Ένωση». Στη διάρκεια της ομιλίας του, την οποία εκφώνησε στην αίθουσα του περιφερειακού δικαστηρίου στη Λουτζ, δήλωσε ότι οι θρησκευτικές μειονότητες στη Σοβιετική Ένωση είχαν διαλυθεί μονομερώς και οικειοθελώς και ότι είχαν ενωθεί με την εκκλησία που ήταν αναγνωρισμένη επίσημα από το Κράτος. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατάλαβαν ότι αυτή η ‘αυτόβουλη διάλυση’ των θρησκευτικών μειονοτήτων στη Σοβιετική Ένωση σήμαινε ότι σύντομα μια παρόμοια διαδικασία θα λάβαινε χώρα στην Πολωνία. Άρχισαν να προετοιμάζουν το έργο υπό την επιφάνεια.
Ταυτόχρονα, σε αρμονία με έναν καινούριο νόμο για τα σωματεία, οι Μάρτυρες υπέβαλαν στις αρχές ένα προτεινόμενο καταστατικό το οποίο περιέγραφε τη δράση της Εταιρίας Σκοπιά. Ζήτησαν να καταχωρηθούν νομικά σε συμφωνία με τη νέα νομική κατάσταση.
Στο μεταξύ, και άλλα άτομα συνέρρεαν στην οργάνωση. Επιτεύχθηκαν δέκα διαδοχικοί ανώτατοι αριθμοί ευαγγελιζομένων, με 18.116 ευαγγελιζομένους σε 864 εκκλησίες, όπως φάνηκε από την έκθεση του Μαρτίου το 1950. Εκείνον το χρόνο παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού 28.918 άτομα. Τι ισχυρή απόδειξη ότι υπήρχαν ακόμη πολλοί υποψήφιοι λάτρεις του Ιεχωβά στην Πολωνία!
Ούτε Σκέψη για να Ενδώσουν στο Φόβο
Τότε, στη διάρκεια της νύχτας της 21ης Απριλίου 1950, μια μεγάλη ομάδα από πράκτορες της Ο.Μ., οι οποίοι μπήκαν μέσα από ένα παράθυρο, έκαναν επιδρομή στο γραφείο τμήματος της Λουτζ. Πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι οι εθελοντές που υπηρετούσαν στο Μπέθελ ήταν κατάσκοποι των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι «προσπαθούσαν να ανατρέψουν δια της βίας την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας». Οι πράκτορες της Ο.Μ. ερεύνησαν εξονυχιστικά τις εγκαταστάσεις για να βρουν αποδείξεις. Φυσικά, τίποτα δεν βρέθηκε. Αλλά τα έγγραφα που ασχολούνταν με τη θρησκευτική δράση των Μαρτύρων κατασχέθηκαν. Την επόμενη ημέρα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας συνελήφθησαν.
Όσοι απέμειναν στο τμήμα αποφάσισαν να τυπώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα περιοδικά και να τα διανείμουν στις εκκλησίες. Χρησιμοποίησαν όλο το απόθεμα χαρτιού, περίπου 20 τόνους, και έστειλαν τα έντυπα. Κατόπιν έκρυψαν τον πολύγραφο και άλλα μηχανήματα, καθώς και τα αρχεία. Η συνέχιση του έργου στο τμήμα υπό αυτές τις συνθήκες απαιτούσε μεγάλο θάρρος. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου λάβαιναν γράμματα από δήθεν ενδιαφερόμενα άτομα που ζητούσαν από τους αδελφούς να τους συναντήσουν σε ορισμένα σημεία στην πόλη. Ωστόσο, ο πραγματικός σκοπός τους ήταν απλώς να παρασύρουν τους αδελφούς στους δρόμους, όπου, στην πραγματικότητα, απήγαγαν μερικούς Μπεθελίτες. Έπειτα από αυτά τα γεγονότα, οι υπόλοιποι έφευγαν από τις εγκαταστάσεις μόνο κατά μεγαλύτερες ομάδες.
Το βράδυ της 21ης Ιουνίου, έγινε ξανά επιδρομή στο Μπέθελ. Αυτή τη φορά συνελήφθησαν σχεδόν όλοι. Επιβίβασαν τους αδελφούς σε ένα ανοιχτό φορτηγό και διέσχισαν τη Λουτζ. Οι φρουροί έλεγαν κοροϊδευτικά ότι ήταν σαν να πήγαιναν εκδρομή. «Αν είναι έτσι», πρότεινε ένας αδελφός, «ας τραγουδήσουμε». Και ξαφνικά, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες των φρουρών, αυτοί οι θαρραλέοι υπηρέτες του Ιεχωβά άρχισαν να τραγουδούν: «Εκείνος που ’ναι πιστός δεν έχει φόβο ποτέ στην καρδιά».
Την ίδια νύχτα έγινε έρευνα στα σπίτια εκατοντάδων Μαρτύρων σε όλη τη χώρα. Πολλοί αδελφοί συνελήφθησαν. Εχθροί της Βασιλείας του Θεού ήθελαν να διαλύσουν την οργάνωση και να εξαναγκάσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε σιωπή.
Μόνο έπειτα από όλα αυτά, στις 2 Ιουλίου 1950, το Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων ανακοίνωσε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι απέρριψε την αίτηση καταχώρησης του Σωματείου των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία. Η αυθαίρετη αυτή ανακοίνωση δήλωνε ότι η οργάνωση είχε πλέον διαλυθεί και ότι η περιουσία της επρόκειτο να απαλλοτριωθεί από το Κράτος.
Οι Θάλαμοι Βασανιστηρίων της Ο.Μ.
Για πολλούς Μάρτυρες αυτό το κύμα συλλήψεων και ανακρίσεων ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου βασανιστηρίων και παθημάτων. Οι ανακριτές προσπάθησαν να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν αδικήματα για τα οποία δεν ήταν ένοχοι, ιδιαίτερα ότι δρούσαν για λογαριασμό ξένων υπηρεσιών πληροφοριών. Επίσης προσπάθησαν να πείσουν τους αδελφούς να γίνουν καταδότες για λογαριασμό της Ο.Μ. Σύμφωνα με αδημοσίευτες στατιστικές της Ο.Μ., το 90 τοις εκατό εκείνων που η πηγή ανέφερε ως «μέλη της αίρεσης» υποβλήθηκαν σε τυραννική μεταχείριση. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός εκείνων που ήταν σε θέση να δώσουν έκθεση συμμετοχής στην υπηρεσία αγρού προσωρινά έπεσε στο μισό.
Ο Βίλχελμ Σάιντερ ήταν υπό ανάκριση οχτώ μερόνυχτα χωρίς διακοπή. Οι ανακριτές του με κτηνώδη χτυπήματα προσπάθησαν να τον αναγκάσουν να παραδεχτεί ότι ήταν ένοχος των κατηγοριών που αυτοί είχαν επινοήσει. Όταν έχασε τις αισθήσεις του, τον κατέβρεξαν με κρύο νερό ώσπου να συνέλθει. Δεν του έδιναν τίποτα να φάει και τίποτα να πιει, και σε μια περίπτωση τον ανάγκασαν να παραμείνει επί 72 ώρες συνέχεια γονατιστός. Αργότερα, τον μετέφεραν από τη Λουτζ στη Βαρσοβία, και τότε τον έριξαν γυμνό σε ένα στενό μπουντρούμι για 24 ημέρες. Εκεί δεν μπορούσε ούτε να καθήσει ούτε να ξαπλώσει ούτε να μείνει όρθιος. Σε μια ακόμη απόπειρα να τον αναγκάσει να συμβιβαστεί, η Ο.Μ. συνέλαβε και κακομεταχειρίστηκε τη σύζυγό του και την κόρη του. Αλλά τίποτα δεν διέσπασε την ακεραιότητά του.
Την ίδια μεταχείριση δοκίμασε και ο Χάραλντ Αμπτ, ο γραμματέας του τμήματος. Τον ανέκριναν ασταμάτητα επί έξι ημέρες, και σε όλο αυτό το διάστημα τον χτυπούσαν στο κεφάλι και τον γρονθοκοπούσαν στο στομάχι. «Μπορεί να πέρασες πέντε χρόνια σε στρατόπεδο επειδή ήσουν κατά του ναζισμού, παρ’ όλα αυτά όμως, εμείς είμαστε σε θέση να αποδείξουμε ότι ήσουν άνθρωπος της Γκεστάπο», του είπαν.
Ο Έντβαρντ Κφιάτος ξυλοκοπήθηκε βάναυσα και έμεινε χωρίς τροφή τρεις ημέρες. Αδίστακτοι ανακριτές τον απείλησαν ότι θα τον κρεμούσαν. Δεν τον άφησαν να κοιμηθεί επί δυο εβδομάδες. Τον χτύπησαν στις φτέρνες με λαστιχένια ρόπαλα. Του έσπασαν τα πλευρά και τη μύτη, το κρανίο του παραμορφώθηκε και το τύμπανο του ενός αφτιού του έπαθε διάτρηση. Συνολικά, υπέφερε 32 ημέρες κακομεταχείρισης. Αλλά δεν κατάφεραν να τον εκφοβίσουν και να τον κάνουν να κατηγορήσει ψευδώς τους αδελφούς του για να βρει ο ίδιος ανακούφιση.—Παράβαλε Ιώβ 2:4.
Άλλοι αδελφοί υπέστησαν παρόμοια κακοποίηση. Μερικοί από αυτούς, όταν ανακρίνονταν από τους βασανιστές τους, ήταν αναγκασμένοι να κάθονται πάνω σε έναν πάσσαλο με καρφί ο οποίος προεξείχε από το κέντρο του καθίσματος. Αυτό αποκαλούνταν «ρωμαϊκή περιποίηση». Όλα αυτά τα υπέφεραν απλώς και μόνο επειδή ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, επειδή αρνούνταν να υπογράψουν δηλώσεις γεμάτες ψέματα και επειδή αρνούνταν να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον των Χριστιανών αδελφών τους.
Μερικοί αδελφοί οδηγήθηκαν στη φυλακή του Ζαβιέρτσε το 1950 επειδή αρνήθηκαν να υπογράψουν την Έκκληση της Στοκχόλμης η οποία είχε πολιτικό περιεχόμενο. Ο πρώτος που έφτασε εκεί ήταν ο Βουαντίσουαφ Ντράμπεκ από το Πορέουνμπα. Αυτόν τον κλείδωσαν σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι όπου το νερό έφτανε ως τα γόνατά του. Μπορούσε να ξεκουραστεί λιγάκι σε μια γωνία, γονατιστός πάνω σε κάτι ξύλα. Δυο ημέρες αργότερα το κελί γέμισε με αδελφούς. Όλοι είχαν αρνηθεί να υπογράψουν την Έκκληση. Από καιρό σε καιρό, οι φύλακες έδιναν στους κρατούμενους κουβάδες για να ανακουφίζονται. Αν δεν τους χρησιμοποιούσαν όταν τους είχαν, δεν τους έδιναν δεύτερη ευκαιρία. Είναι ευνόητο ότι, έπειτα από μερικές ημέρες, το νερό μύριζε απαίσια.
Δεν θα μας έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να αφηγηθούμε κάθε παράδειγμα κακομεταχείρισης που υπέφεραν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έπειτα από τις μαζικές συλλήψεις του 1950. Η ακεραιότητα των υπηρετών του Θεού τέθηκε σε σοβαρή δοκιμασία, και δεν αποτελεί έκπληξη ότι μερικοί πέθαναν ως αποτέλεσμα της απάνθρωπης μεταχείρισης.
Πιστοί Ακόμη και Μέχρι Θανάτου
Ο αδελφός Ι. Σλάουερ ήταν μόνο 20 χρονών όταν, τον Αύγουστο του 1950, τον κάλεσαν στα κεντρικά γραφεία της Ο.Μ. στο Τσιέσιν για ανάκριση. Αυτός αρνήθηκε σταθερά να καταγγείλει τους ομοπίστους του. Εκνευρισμένος, ο ανακριτής τον πυροβόλησε δυο φορές στη διάρκεια της ανάκρισης, και έπειτα από μια ώρα αυτός ο νεαρός υπηρέτης του Ιεχωβά πέθανε. Αλλά προτού πεθάνει, κατάφερε να πει στο γιατρό: «Με πυροβόλησε ο αξιωματικός της Ο.Μ. επειδή ήμουν πιστός στον Ιεχωβά».
Άλλοι Μάρτυρες υπέφεραν χρόνια ολόκληρα προτού τελικά ο θάνατος φέρει τη λύτρωση. Ένας περιοδεύων επίσκοπος, ο Αλόιζε Πρόστακ από την Κρακοβία, συνελήφθη το Μάιο του 1952 στο Στσέτσιν. Έπειτα από δυο χρόνια κράτησης στη Βαρσοβία και στη Λουτζ, ήταν τόσο κακοποιημένος και εξαντλημένος ώστε έπρεπε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο. Ενεργώντας σύμφωνα με την υπόδειξη κάποιου δικηγόρου, η σύζυγός του πέτυχε την αποφυλάκισή του το 1954, αλλά εκείνος πέθανε έπειτα από μια εβδομάδα. Περίπου 2.000 άτομα παρακολούθησαν την κηδεία του. Ο αδελφός που θαρραλέα εκφώνησε την ομιλία της κηδείας στο νεκροταφείο χρησιμοποίησε την περίσταση για να διαμαρτυρηθεί για τις σαδιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι πράκτορες της Ο.Μ. όταν ανέκριναν τους Μάρτυρες. Έπειτα από αυτό, αναγκαστικά, άρχισε και ο ίδιος να κρύβεται για να αποφύγει τη σύλληψη.
Το 1956, εκθέσεις αποκάλυψαν ότι 16 αδελφοί, σε όλα τα μέρη της Πολωνίας, πέθαναν από τα βασανιστήρια της Ο.Μ. ή επειδή δεν τους παρασχέθηκε ιατρική περίθαλψη. (Αργότερα ήρθαν στο φως και άλλες περιπτώσεις). Τα πτώματα αυτών των αδελφών τα έστελναν συνήθως στις οικογένειες που πενθούσαν, μέσα σε κλειστά φέρετρα τα οποία δεν επιτρεπόταν να ανοίξουν. Σε άλλες περιπτώσεις, οι οικογένειες μάθαιναν για το θάνατο κάποιου προσφιλούς τους αφότου είχαν περάσει πολλοί μήνες.
Δίκη Κεκλεισμένων των Θυρών
Μερικοί από εκείνους που επέζησαν από την απάνθρωπη αυτή μεταχείριση περιέγραψαν τις απόπειρες που έγιναν για να τους αναγκάσουν να καταθέσουν εναντίον των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας. Δυο αδελφοί υπέκυψαν εξαιτίας των βασανιστηρίων και επέτρεψαν στον εαυτό τους να εξαναγκαστεί να δώσει ψευδή κατάθεση. Αλλά η Ο.Μ. επινόησε και δικές της «αποδείξεις».
Χρησιμοποιώντας τες, σκηνοθέτησαν μια δίκη στη Βαρσοβία κεκλεισμένων των θυρών από τις 16 μέχρι τις 22 Μαρτίου 1951. Παρά τον κίνδυνο που διέτρεχαν, πολλοί άλλοι Μάρτυρες του Ιεχωβά συγκεντρώθηκαν μπροστά από την αίθουσα του δικαστηρίου, ελπίζοντας ότι με την παρουσία τους θα ενθάρρυναν τους αδελφούς τους να υπομείνουν πιστά.
Χρησιμοποιώντας ασθενοφόρα, τα οποία τα έφεραν μέσα στον περίβολο, οι αξιωματούχοι προσπάθησαν να οδηγήσουν τους κατηγορουμένους στην αίθουσα του δικαστηρίου χωρίς να τους δουν οι αδελφοί. Ωστόσο, όταν οι κρατούμενοι ξεπρόβαλαν από τα φορτηγά, παιδιά των αδελφών που είχαν καταφέρει να πλησιάσουν τον τοίχο του περίβολου βροντοφώναξαν μερικά λόγια ενθάρρυνσης, υπενθυμίζοντας στους κατηγορουμένους ότι δεν ήταν μόνοι.
Εφτά αδελφοί κάθησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου: τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του νομικού σωματείου της Εταιρίας στην Πολωνία και τρεις άλλοι αδελφοί, οι οποίοι για διάφορους λόγους θεωρήθηκαν σημαίνοντα άτομα στην οργάνωση. Ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε τη θανατική ποινή για τον Βίλχελμ Σάιντερ. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια φυλάκιση. Τα άλλα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια ο καθένας και οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές. Όλους τους έβαλαν σε φυλακές υψίστης ασφάλειας.
Τι θα Επακολουθούσε;
Με στοργικό ενδιαφέρον για όλες τις εκκλησίες, δυο υπηρέτες περιφερείας, οι οποίοι κατάφεραν να αποφύγουν να τεθούν υπό κράτηση, μαζί με διάφορους άλλους πεπειραμένους αδελφούς, άρχισαν να κάνουν σχέδια για να εφοδιάσουν την αδελφότητα με πνευματική τροφή. Επινόησαν ένα σύστημα επικοινωνίας το οποίο αποδείχτηκε αποτελεσματικό επί 40 χρόνια σχεδόν. Επίσκοποι περιοχής διορίστηκαν να συνεχίσουν το έργο που προηγουμένως έκαναν εκείνοι που είχαν φυλακιστεί και, στα τέλη του 1952, παρά τις συνεχείς ταλαιπωρίες, ο αριθμός εκείνων που κήρυτταν σε άλλους για τη Βασιλεία του Θεού είχε αυξηθεί σε 19.991!
Αυτό δεν ήταν ό,τι ανέμεναν οι δυνάμεις ασφάλειας. Το σχέδιό τους ήταν να απαλλάξουν την Πολωνία από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά μέσα σε δυο χρόνια. Οργισμένοι με την αποτυχία τους, μηχανεύτηκαν το τελειωτικό, όπως το θεωρούσαν εκείνοι, θανάσιμο χτύπημα. Ένα νέο κύμα συλλήψεων ακολούθησε. Τέσσερα μέλη της Επιτροπής της Χώρας, καθώς και άλλοι ζηλωτές αδελφοί και αδελφές, συνελήφθησαν. Σχεδιάστηκε η διεξαγωγή μιας «στημένης» δίκης στη Λουτζ.
Κατά τη διάρκεια των μηνών πριν από τη δίκη, ένας από τους αδελφούς πέθανε, αρκετοί έπαθαν νευρικό κλονισμό και ένας άλλος, ο Ζίκφριτ Άνταχ, αποφυλακίστηκε λόγω μιας σοβαρής ασθένειας από την οποία προσβλήθηκε ενόσω ήταν στη φυλακή. Έπειτα από δυο και πλέον χρόνια προπαρασκευής, άρχισε μια πενθήμερη δίκη στις 10 Μαρτίου 1955. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθούν οι πιο αυστηρές ποινές που είχαν επιβληθεί από τη δίκη της Βαρσοβίας και έπειτα. Τρία μέλη της Επιτροπής της Χώρας, ο Ίαν Λόρεκ, ο Ταντέους Χοντάρα και ο Βουαντίσουαφ Σκλαζέβιτς, καταδικάστηκαν σε 12 χρόνια φυλάκιση ο καθένας.
Μήπως αυτό έκανε τους άλλους Μάρτυρες να σιωπήσουν από φόβο;
Νεαροί Δείχνουν Πίστη και Θάρρος
Ακόμη και οι νεαροί Μάρτυρες που πήγαιναν στο σχολείο έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Είναι αλήθεια ότι στο σχολείο βομβαρδίζονταν με αθεϊστικές ιδέες. Όσοι αντιδρούσαν γίνονταν αντικείμενο γελοιοποίησης. Συχνά το πρόγραμμα του σχολείου περιλάμβανε πολιτικά θέματα και η συμμετοχή στις πορείες ή στις διαδηλώσεις ήταν υποχρεωτική. Μερικά σχολεία εισήγαγαν μαθήματα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Εκείνοι που για λόγους συνείδησης αρνούνταν να συμμετάσχουν συνήθως αποβάλλονταν.
Αλλά αντί να αποκαρδιωθούν, πολλοί από αυτούς τους νεαρούς Μάρτυρες άρχισαν την υπηρεσία σκαπανέα, συμβάλλοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό στην εξάπλωση του αγγέλματος της Βασιλείας. Το 1954, διεξάχτηκαν με τις ανάλογες προφυλάξεις αρκετές ειδικές συναθροίσεις με τους σκαπανείς οι οποίες διήρκεσαν μερικές ημέρες. Πήραν πληροφορίες από μερικές ομιλίες που είχαν εκφωνηθεί στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια της διεθνούς Συνέλευσης της Κοινωνίας του Νέου Κόσμου η οποία έλαβε χώρα το 1953. Τι πηγή πνευματικής αναζωογόνησης! Πόσο ενισχυτική ήταν η υπενθύμιση που τους δόθηκε με αυτόν τον τρόπο ότι αποτελούσαν μέρος της στοργικής παγκόσμιας αδελφότητας του λαού του Ιεχωβά!
Τι έκαναν όμως οι αδελφοί στη φυλακή;
Φυλακές—Αγρός για Ευαγγελιστικό Έργο
Ο Βουαντίσουαφ Πσίμπες, που την πρώτη φορά ήταν φυλακισμένος από το 1952 μέχρι το 1956 και ο οποίος μετά την τέταρτη φυλάκισή του αφέθηκε ελεύθερος το 1969, θυμάται: «Η ποινή φυλάκισης γινόταν δεκτή ως διορισμός εργασίας σε έναν τομέα όπου δεν είχαν πρόσβαση άλλοι». Ως αποτέλεσμα του κηρύγματος που γινόταν πίσω από τα σίδερα της φυλακής, πολλοί κρατούμενοι άκουσαν για τον Ιεχωβά και για τους θαυμάσιους σκοπούς του. Οι φυλακισμένοι αδελφοί οργάνωναν επίσης μικρές ομάδες και διευθετούσαν να διεξάγουν σύντομες συναθροίσεις καθημερινά. Ακόμη και πίσω από τα σίδερα της φυλακής, «ο αριθμός των μαθητών πλήθαινε».—Πράξ. 6:7.
Χάρη στην υποδειγματική συμπεριφορά των Μαρτύρων, σημειώθηκε και μια βαθμιαία αλλαγή στη στάση μερικών από το προσωπικό των φυλακών. Ο Ρομούαλντ Στάφσκι θυμάται ότι σε μια φυλακή το φαγητό άλλαξε έτσι ώστε να μην αποτελεί πλέον δοκιμασία για τους Μάρτυρες, καθώς τους έδιναν τροφή που περιείχε αίμα. Μια ημέρα, έφεραν στο κελί δυο μεγάλα δοχεία φαγητού, το ένα γεμάτο λουκάνικα με αίμα και το άλλο με λαχανόσουπα. «Αυτό [η σούπα] είναι μόνο για τους Μάρτυρες», τόνισε ο φρουρός.
Οι Πόρτες της Φυλακής Ανοίγουν Διάπλατα
Ωστόσο, το 1956, η επίσημη στάση απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισε να αλλάζει. Την άνοιξη, άφησαν ελεύθερο έναν επίσκοπο περιφερείας από την Κρακοβία και του είπαν ότι οι αρχές ήταν έτοιμες να αρχίσουν συνομιλίες με τους Μάρτυρες. Το ζήτημα εξετάστηκε και επιλέχτηκε μια επίσημη τριμελής αντιπροσωπεία για να πλησιάσει το Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων.
Οι τρεις αδελφοί τόνισαν ότι ενδιαφέρονταν μόνο να ενημερωθούν και ότι οι μόνοι αρμόδιοι για συνομιλίες ήταν τα έγκλειστα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας. Αλλά το Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων δεν εκδήλωσε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με καταδίκους. Μια δεύτερη συνάντηση έληξε επίσης χωρίς εμφανή αποτελέσματα όταν οι τρεις αδελφοί τόνισαν ότι, κατά την άποψη των Μαρτύρων, τα έγκλειστα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήταν αθώα.
Σύντομα, όμως, πολλοί αδελφοί και αδελφές, μερικοί από τους οποίους κρατούνταν από το 1950, αφέθηκαν ελεύθεροι. Μεταξύ αυτών ήταν τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθώς και τα μέλη της Επιτροπής της Χώρας τα οποία καταδικάστηκαν αργότερα. Τελικά, τον Αύγουστο του 1956, ελευθερώθηκε και ο Βίλχελμ Σάιντερ. Τι είχε συμβεί;
Εδώ δεν επρόκειτο απλώς για πολιτικές αλλαγές. Οι δυο αδελφοί για τους οποίους προαναφέραμε ότι είχαν δώσει ψευδή κατάθεση την απέσυραν και, βάσει αυτού του γεγονότος, οι κατηγορίες κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου τυπικά καταρρίφτηκαν. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι αξιωματούχοι μπορούσαν να δουν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πλήθαιναν και μάλιστα με γοργό ρυθμό. Μέσα σε τρία χρόνια, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας είχε φτάσει τα 37.411 άτομα, αύξηση 87 τοις εκατό! Αργότερα, το 1972, ένας καλά πληροφορημένος πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών αναγνώρισε το εξής: «Βλέπουμε ότι οι ανακοινώσεις που γίνονται για τις δίκες των Μαρτύρων του Ιεχωβά και για την προπαγάνδα τους δεν έχουν εξασθενίσει την οργάνωση, αλλά φέρνουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα». Η οσιότητα στον Ιεχωβά είχε κερδίσει τη μάχη!
Αυξημένη Δράση Παρά τα Νομικά Εμπόδια
Από τη στιγμή που αποφυλακίστηκαν, οι αδελφοί κατάλληλα έδωσαν προσοχή στις πνευματικές ανάγκες των εκκλησιών και στο δημόσιο κήρυγμα των καλών νέων. Στους αδελφούς δινόταν Η Διακονία της Βασιλείας, η οποία έδινε θαυμάσιες συμβουλές σχετικά με το πώς να κάνει κάποιος το κήρυγμα καθώς και με το πώς να κάνει μαθητές. Παρά τις συνεχιζόμενες δυσκολίες, οι περιοδεύοντες επίσκοποι επισκέπτονταν κανονικά τις εκκλησίες και ήταν ζηλωτές σε θεοκρατική δράση.
Το πολωνικό Σύνταγμα εγγυόταν επίσημα ελευθερία άσκησης θρησκείας και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δέχονταν αυτή την εγγύηση. Το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι αποτελούσε μέρος της λατρείας τους, έτσι ενασχολούνταν σε αυτό. Ωστόσο, όταν οι αδελφοί ήταν στην υπηρεσία αγρού, η αστυνομία τους συνελάμβανε «επειδή αποτελούσαν μέρος» αυτού που περιέγραφαν ως «ένα σωματείο του οποίου η ύπαρξη, η δομή και ο σκοπός αποκρύπτεται από το Κράτος μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου». Μια νέα φάση στο νομικό αγώνα για θρησκευτική ελευθερία επρόκειτο να αρχίσει.
Οι αδελφοί υπομονετικά επαναλάμβαναν τη θέση τους στο δικαστήριο καθώς και μέσω επιστολών τις οποίες εκείνοι ή οι νομικοί εκπρόσωποί τους έγραφαν προς τις αρχές. Τελικά, το Μάιο του 1963, εφτά δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου αποφάνθηκαν: «Η διάλυση του θρησκευτικού σωματείου λογικά σημαίνει την απαγόρευση κάθε μορφής οργανωμένης δραστηριότητας αλλά δεν επηρεάζει την ατομική ή ιδιωτική λατρεία, η οποία δεν είναι αξιόποινη». Οι αδελφοί κατάλαβαν από αυτό ότι το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι σε ατομική βάση δεν θα θεωρούνταν παράνομο.
Τώρα, οι Μάρτυρες προχώρησαν με ακόμη μεγαλύτερη ορμή στο έργο του πνευματικού θερισμού. (Ματθ. 9:37) Ο αριθμός των δραστήριων ευαγγελιζομένων αυξήθηκε γοργά, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Αντίθετα, η κατάσταση στις αραιοκατοικημένες περιοχές ήταν λιγότερο θετική. Έτσι, οι αδελφοί στη νότια Πολωνία άρχισαν να οργανώνουν ομάδες βοηθητικών σκαπανέων οι οποίες θα στέλνονταν σε τομείς όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Αργότερα αυτοί οι τομείς έγιναν γνωστοί ως κέντρα σκαπανέων. Κάθε ομάδα, αποτελούμενη συνήθως από περίπου δέκα άτομα, έμενε σε αγροικίες που ανήκαν στους αδελφούς ή, συχνά, σε σκηνές.
Αυτή η δράση αυξήθηκε καθώς πολλοί ευαγγελιζόμενοι υπηρετούσαν ως βοηθητικοί σκαπανείς τουλάχιστον μια φορά το χρόνο από τα κέντρα σκαπανέων. Οι νέες Γραφικές μελέτες μετατρέπονταν σε ευαγγελιζομένους από την πλησιέστερη εκκλησία. Ακόμη και σήμερα μερικές φορές χρησιμοποιείται αυτή η μέθοδος. Είναι προφανές ότι έχει την ευλογία του Ιεχωβά.
Πρόοδος στην Παροχή Πνευματικής Τροφής
Ο Ιεχωβά, ως στοργικός Πατέρας, προμηθεύει επίσης στο λαό του πνευματική τροφή, και το κάνει αυτό ακόμη και όταν ο λαός του αντιμετωπίζει αντιξοότητες. Παρά το διωγμό, τα έντυπα αποστέλλονταν στις εκκλησίες τακτικότατα.
Στην αρχή ήταν διαθέσιμες μόνο πολύ πρωτόγονες χειροκίνητες συσκευές πολύγραφου για την ανατύπωση Γραφικών εντύπων. Ένας αδελφός θυμάται: «Η εκτυπωτική ποιότητα ήταν χαμηλή και ο αριθμός των αντιτύπων μικρός. Η πολυγράφηση απαιτούσε πολύ χαρτί. Το χαρτί έπρεπε να το φέρουν εκεί που γινόταν η εργασία, και κατόπιν τα τελειωμένα περιοδικά έπρεπε να διανεμηθούν, και όλα αυτά, φυσικά, υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Αν η αστυνομία ανακάλυπτε ένα τέτοιο μέρος, η συνέπεια ήταν πολυετής φυλάκιση για τον ιδιοκτήτη και για εκείνους που εργάζονταν».
Χρειάζονταν όμως περισσότερα από τη δυνατότητα ανατύπωσης μερικών εντύπων και μόνο. Υπήρχε ανάγκη να αυξηθεί η ποσότητα της τυπωμένης ύλης και να βελτιωθεί η ποιότητα της εκτύπωσης. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, πήραν ένα πιεστήριο όφσετ Ρόταπριντ, ένα μικρό μηχάνημα· αργότερα προστέθηκαν και άλλα. Ο υπεύθυνος ενός μικρού πιεστηρίου στην Κρακοβία, ο οποίος είχε ευνοϊκή διάθεση απέναντι στους Μάρτυρες, έδειξε στους αδελφούς μας πώς να χρησιμοποιούν το μηχάνημα και πώς να ετοιμάζουν τις μεμβράνες αλουμινίου. Αυτές οι μεμβράνες ήταν πολύ πιο ανθεκτικές, έτσι μπορούσαν να γίνουν περισσότερα αντίτυπα σε λιγότερο χρόνο.
Αργότερα, ένας αδελφός ειδικεύτηκε στην τεχνική φωτοχημικής κατασκευής τυπογραφικών πλακών—την οποία έμαθε μάλιστα στην Πολωνική Ακαδημία Επιστημών. Κατόπιν οι ίδιοι οι αδελφοί προχώρησαν στην κατασκευή του απαραίτητου εξοπλισμού. Αποδείχτηκε επιτυχημένος. Τώρα, μπορούσαν με φωτογραφική σμίκρυνση να μικρύνουν το μέγεθος των γραμμάτων, οπότε χωρούσε περισσότερο κείμενο στην ίδια ποσότητα δυσεύρετου χαρτιού. Εκτός από περιοδικά τυπώνονταν και βιβλία, το πρώτο από τα οποία ήταν το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, που εκδόθηκε στην Πολωνία το 1960.
Υπήρχαν πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, τώρα απαιτούνταν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια. Για να μην κινήσουν υποψίες, οι αδελφοί έκαναν μια ρύθμιση για να παρακάμπτουν το ρολόι του ηλεκτρικού. Αλλά για λόγους συνείδησης, έστελναν ανώνυμα εμβάσματα στην εταιρία ηλεκτρισμού. Οι δυνάμεις ασφάλειας ανακάλυψαν κάποτε έναν από τους «φούρνους» των Μαρτύρων, όπως αποκαλούσαν τα τυπογραφεία, κοντά στο Γκντανσκ. Οι εργαζόμενοι φέρθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και κατηγορήθηκαν, μεταξύ άλλων, για κλοπή ηλεκτρισμού. Αλλά όταν οι αδελφοί απέδειξαν ότι στην πραγματικότητα είχαν πληρώσει ανώνυμα για το ρεύμα που είχαν χρησιμοποιήσει, η κατηγορία αποσύρθηκε. Δόθηκε εξαίρετη μαρτυρία.
Σύμφωνα με στατιστικές των δυνάμεων ασφάλειας, μεταξύ του 1956 και του 1969, ανακαλύφτηκαν και τέθηκαν εκτός λειτουργίας 34 από τα κέντρα παραγωγής και διανομής εντύπων των Μαρτύρων. Ένας αξιωματικός τους από το Μπίντγκοστς καυχήθηκε: «Η Υπηρεσία Πληροφοριών είναι τόσο καλά οργανωμένη ώστε μπορεί να εντοπίσει ένα μυστικό τυπογραφείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά το πολύ μέσα σε έξι μήνες».
Η δήλωση αυτή ήταν υπερβολική. Παρ’ όλα αυτά, κάθε κατάσχεση Ρόταπριντ σήμαινε πραγματική απώλεια. Αυτά τα περίπλοκα μηχανήματα δεν κατασκευάζονταν πουθενά στην Πολωνία, και λόγω του κρατικού ελέγχου ήταν πολύ δύσκολο να τα αγοράσει κανείς. Γι’ αυτό, ένα μεγάλο μέρος αυτών που είχαμε—περίπου 50—τα παρήγαγαν αδελφοί μας, με την υποστήριξη του Ιεχωβά.
Θα Μπορούσε η Οργάνωση να Αποδυναμωθεί από Μέσα;
Επειδή η άμεση επίθεση αποδείχτηκε ανεπιτυχής, οι αρχές έκαναν απόπειρες να διασπάσουν την ενότητα των Μαρτύρων από μέσα. Εχθροί άρχισαν να εκδίδουν μια πλαστή Σκοπιά η οποία περιείχε συκοφαντικές πληροφορίες για όσιους υπηρέτες του Ιεχωβά. Μια «δωδεκαμελής επιτροπή» άγνωστης ταυτότητας κυκλοφορούσε επιστολές—χρησιμοποιώντας διευθύνσεις από τα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών—οι οποίες εξαπέλυαν άγρια επίθεση σε εξέχοντες αδελφούς. Αλλά τα πρόβατα γνώριζαν τη φωνή του Ποιμένα τους και μπορούσαν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα.—Ιωάν. 10:27.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν φανερό ότι η ευνοϊκή περίοδος που άρχισε το 1956 επρόκειτο να τερματιστεί. Φαινόταν κατάλληλο να διακηρυχτούν τα καλά νέα σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κλίμακα ενόσω μπορούσε ακόμη να γίνει αυτό. Υπήρχαν έξοχες αυξήσεις, αλλά, ανάμεσα σε μερικούς, αναπτύχτηκε ένα νοσηρό πνεύμα ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα, πολλοί νέοι ευαγγελιζόμενοι δεν ανταποκρίνονταν στις Γραφικές απαιτήσεις. Ένα ενδιαφερόμενο άτομο θεωρούνταν ευαγγελιζόμενος αρκεί απλώς να έγνεφε καταφατικά στην ερώτηση αν είχε μιλήσει σε κάποιον για την ελπίδα της Βασιλείας, όπως κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Συνεπώς, άρχισε να κυκλοφορεί το σλόγκαν: «Σήμερα ενδιαφερόμενος, αύριο ευαγγελιζόμενος». Πολλοί από αυτούς ούτε καν παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Έτσι, το Μάρτιο του 1959, έδωσαν έκθεση 84.061 ευαγγελιζόμενοι, αλλά αυτοί που παρακολούθησαν την Ανάμνηση δεν ήταν καν τόσοι. Εύκολα μια τέτοια κατάσταση θα αποδυνάμωνε το πνευματικό σθένος της οργάνωσης.—1 Κορ. 3:5-7.
Πάρθηκαν μέτρα για να διορθωθεί η κατάσταση. Αργά, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων έπεσε, και τελικά σταθεροποιήθηκε στις 50.000 περίπου. Χρειάστηκαν σχεδόν 29 χρόνια—μέχρι τον Ιανουάριο του 1988—προτού επιτευχθεί ξανά νέος ανώτατος αριθμός ευαγγελιζομένων. Αλλά αυτή τη φορά ήταν πραγματικοί ευαγγελιζόμενοι, συνολικά 84.559!
Συντονισμένες Νομικές Ενέργειες
Ενόψει των πολυάριθμων δικαστικών υποθέσεων που αντιμετώπιζαν οι Μάρτυρες, οι αδελφοί έκαναν κάποιες ενέργειες για να συντονίσουν το χειρισμό της νομικής τους υπεράσπισης. Υπήρχαν μερικοί ταλαντούχοι και θαρραλέοι δικηγόροι οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να τους εκπροσωπήσουν. Αυτοί παρουσίαζαν ισχυρά νομικά επιχειρήματα αλλά έδιναν έμφαση στα όσα πιστεύουν και διδάσκουν οι Μάρτυρες από το Λόγο του Θεού. Κατά συνέπεια, κάθε δίκη κατέληγε σε μαρτυρία τόσο στους δικαστές όσο και στο κοινό. Ο Ρομούαλντ Στάφσκι, ο οποίος έχει αναλάβει μερικές νομικές υποθέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, θυμάται ότι κάποιο μήνα είχαν 30 δίκες, χωρίς να υπολογιστούν οι δίκες που αφορούσαν το θέμα της Χριστιανικής ουδετερότητας. Ο αριθμός των παρευρισκομένων στις δίκες των Μαρτύρων αυξήθηκε μέχρις ότου έφτασε τα 30.000 άτομα ετησίως.—Ματθ. 10:18.
Μερικές φορές, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εξέφραζαν ανοιχτά το μίσος τους για τους Μάρτυρες. Για παράδειγμα, στο Πόζναν, στη διάρκεια της δίκης έξι περιοδευόντων επισκόπων, μια αδελφή κατέθεσε ότι ο εισαγγελέας της είχε πει πως αν ο Χίτλερ ήταν ακόμη ζωντανός, ‘θα τακτοποιούσε γρήγορα το ζήτημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά’. Αυτός ο εισαγγελέας πρόσθεσε αργότερα ότι εκείνος προσωπικά θα ήταν πρόθυμος να πυροβολήσει χιλιάδες Μάρτυρες.
Αλλά για ποιο λόγο; Η θρησκευτική δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν έθετε καμιά απολύτως απειλή για τις αρχές. Αυτό καταδείχτηκε ξεκάθαρα σε μια άλλη δίκη στο Πόζναν, όταν ο συνήγορος της υπεράσπισης θύμισε ότι ένα πλήθος είχε ορμήσει σε μια φυλακή το 1956, απελευθερώνοντας όλους τους φυλακισμένους, περιλαμβανομένων τριών Μαρτύρων που είχαν καταδικαστεί σε πολυετείς ποινές φυλάκισης. Αλλά—όπως αναφέρουν τα πρακτικά του στρατοδικείου—και οι τρεις Μάρτυρες «αμέσως και με τη θέλησή τους παραδόθηκαν στην Πολιτοφυλακή».
Περισσότερα «Όπλα»—Καμιά Διαρκής Επιτυχία
Οι αρχές δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους να βρουν κάποιο «όπλο» το οποίο θα πραγματοποιούσε το σκοπό τους να αποκτήσουν τον έλεγχο της οργάνωσης των υπηρετών του Ιεχωβά. Το 1961 ίσως πίστεψαν ότι τα είχαν καταφέρει. Υποσχόμενοι μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, έπεισαν 15 πνευματικά αδύναμους αδελφούς να υποβάλουν αίτηση καταχώρησης κάποιου θρησκεύματος το οποίο θα δρούσε ανεξάρτητα από το διεθνές σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά, σε γενικές γραμμές, οι αδελφοί δεν έδωσαν την υποστήριξή τους. Δυο χρόνια αργότερα, η ίδια η αίτηση καταχώρησης απορρίφτηκε.
Έτσι, οι εναντιούμενοι δοκίμασαν ένα άλλο τέχνασμα. Έψαξαν για μερικά «σημαίνοντα» πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να εκβιάσουν. Πάλι, φάνηκε ότι τα κατάφεραν. Ανακάλυψαν έναν αδελφό ο οποίος κατείχε μια σημαντική θέση ευθύνης και παραβίαζε τις Χριστιανικές αρχές περί ηθικής. Οι αδελφοί που διορίστηκαν να ελέγξουν τις κατηγορίες σε βάρος αυτού του επισκόπου ξαφνικά συνελήφθησαν. Αυτός κατέστρεψε τα στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν. Κατόπιν, άλλοι αδελφοί άρχισαν να λαβαίνουν επιστολές δήθεν από ομοπίστους τους οι οποίοι στιγμάτιζαν αξιοσέβαστους αδελφούς και προσπαθούσαν να απαλλάξουν τον ένοχο ή αντίστροφα. Είναι κατανοητό ότι αυτό προκάλεσε σύγχυση ανάμεσα στους αδελφούς, και αυτό ακριβώς ήθελαν οι αρχές.
Αλλά ο Ιεχωβά ήξερε τι συνέβαινε. (Εβρ. 4:13) Με τον καιρό, παρουσιάστηκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις που έδειχναν τι είχε πραγματικά συμβεί, και το ανήθικο άτομο που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει πιόνι των εναντιουμένων αποκόπηκε. Η παγίδα διαλύθηκε. Έτσι, άλλο ένα όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά των υπηρετών του Ιεχωβά δεν είχε διαρκή επιτυχία.—Ψαλμ. 124:7.
Το 1972, οι εναντιούμενοι πίστεψαν ότι είχαν βρει ένα καινούριο όπλο. Ένας αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών συγκέντρωνε επί πολλά χρόνια συκοφαντικό υλικό κατά των Μαρτύρων. Τώρα το χρησιμοποίησε για να γράψει μια διατριβή επιδιώκοντας να πάρει τη διδακτορία του στις ανθρωπιστικές σπουδές. Με τίτλο «Τα Περιεχόμενα και η Μορφή της Προπαγάνδας που Χρησιμοποιεί η Αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας», η διατριβή είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να χρησιμεύσει αργότερα ως εργαλείο των νομικών αξιωματούχων στη μάχη τους εναντίον των Μαρτύρων.
Ωστόσο, προτού του απονεμηθεί η διδακτορία, ο φοιτητής έπρεπε να υποστηρίξει τη διατριβή σε μια δημόσια συζήτηση. Αυτό το θέμα συνήθως ήταν απλώς τυπικό. Αλλά μόλις οι αδελφοί έμαθαν πότε και πού θα γινόταν αυτό, το έκαναν θέμα προσευχής. Παρά το ότι είχαν ελάχιστο χρόνο να προετοιμαστούν, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την περίσταση ως ευκαιρία για να υπερασπιστούν το όνομα και το λαό του Ιεχωβά.
Έτσι, στις 31 Μαΐου 1972, όταν ο Χένρικ Σκιμπίνσκι παρουσίασε τη «δηλητηριώδη» διατριβή του στο Πανεπιστήμιο της Τορούν, στο ακροατήριο βρίσκονταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Σκιμπίνσκι ισχυρίστηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν εχθρικοί απέναντι στο Κράτος και στους συμμάχους του, ότι ήταν κατάσκοποι μιας εμπαθούς υπερδύναμης και ότι ήταν εχθροί, μεταξύ άλλων, της επιστήμης, των μεταγγίσεων αίματος και της εξέλιξης. Αλλά αισθάνθηκε υποχρεωμένος να αναφέρει ότι ήταν γνωστοί ως ευσυνείδητοι και έντιμοι πολίτες. Στη συνέχεια μίλησε ο καθηγητής που θα απένεμε τη διδακτορία καθώς και οι κριτικοί. Κατόπιν, ζητήθηκε από τους ακροατές να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Ο αδελφός Ίαν Βαλντέμαρ Ρενκιέβιτς από το Μπίντγκοστς εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να μιλήσει εκτενώς, ανασκευάζοντας πλήρως την κατηγορία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν εχθρικοί προς το Κράτος και ότι ήταν κατάσκοποι. Επισήμανε τις ασυνέπειες στη διατριβή του κ. Σκιμπίνσκι και τη μεροληπτικότητα της επιχειρηματολογίας του. (Για παράδειγμα, είχε παραλείψει ολοκληρωτικά το γεγονός ότι τα δικαστήρια είχαν αγνοήσει την κατηγορία περί κατασκοπίας και ότι είχαν δικαιώσει πολλούς από τους Μάρτυρες). Επιπλέον, ο αδελφός Ρενκιέβιτς έστρεψε ειδικά την προσοχή στη συμβολή που είχαν οι Μάρτυρες στη χειρουργική χωρίς αίμα—άλλο ένα σημείο που ο κ. Σκιμπίνσκι είχε παραλείψει. Η εξεταστική επιτροπή δέχτηκε τα έγγραφα που υπέβαλε ο αδελφός Ρενκιέβιτς. Οι αδελφοί Ζίγκμουντ Σαβίτσκι και Ιούζεφ Ράιχελ, οι οποίοι βρίσκονταν επίσης ανάμεσα στο ακροατήριο, παρουσίασαν κατόπιν θαρραλέα την άποψη της Αγίας Γραφής σε ό,τι αφορά την ανάμειξη των Χριστιανών στις πολιτικές και κοσμικές συγκρούσεις. Όλοι όσοι παρευρίσκονταν άκουγαν με αμέριστη προσοχή. Επιχειρώντας να αντικρούσει, ο κ. Σκιμπίνσκι έχασε την ψυχραιμία του και ο προεδρεύων αναγκάστηκε να του αφαιρέσει το λόγο. Η διδακτορία των ανθρωπιστικών σπουδών δεν του απονεμήθηκε, προς μεγάλη λύπη των συγγενών και των φίλων του Σκιμπίνσκι, οι οποίοι απέμειναν με τα λουλούδια στα χέρια αλλά δεν είχαν ποιον να συγχαρούν.
Έτσι, ακριβώς 50 χρόνια μετά την περίφημη συζήτηση που είχαν οι Μάρτυρες με τους Ιησουίτες στην Κρακοβία, άλλη μια ομάδα Μαρτύρων έδωσε επίσης νικηφόρα μάχη—αυτή τη φορά με έναν εξίσου απεγνωσμένο, αθεϊστή αντίπαλο. Από τότε και έπειτα, οι αρχές δεν προσπαθούσαν πια με τον ίδιο ενθουσιασμό να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι δίωκαν τους Μάρτυρες. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονταν οι αξιωματούχοι τους Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισε να αλλάζει.
Συνελεύσεις σε Δάση
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εκτός από τις τακτικές εκκλησιαστικές συναθροίσεις που διεξήγαν σε ιδιωτικά σπίτια, οι Μάρτυρες από την περιοχή Σλονσκ Τσιεσίνσκι άρχισαν να συναθροίζονται κατά μεγαλύτερες ομάδες σε δάση τα καλοκαίρια. Λίγο αργότερα, έγιναν διευθετήσεις για κεντρικό σχεδιασμό του προγράμματος της συνέλευσης, και αυτές οι συναθροίσεις, που τις αποκαλούσαν συνελεύσεις σε δάση, διεξάγονταν σε όλη τη χώρα.
Αρχικά, οι αρχές δίωκαν τους οργανωτές και όσους παρευρίσκονταν. Αλλά υπήρχε στ’ αλήθεια τίποτα το κακό σε αυτό που έκαναν οι Μάρτυρες; Αυτοί απλώς εξέταζαν το Λόγο του Θεού. Καθώς περνούσε ο καιρός, οι αξιωματούχοι άρχισαν να συνηθίζουν αυτές τις συνελεύσεις του λαού του Ιεχωβά. Το μέγεθος των συνελεύσεων αυξανόταν σταθερά. Στην αρχή, έρχονταν μόνο μερικές δεκάδες αδελφοί· στη δεκαετία του 1970 συνήθως ήταν εκατοντάδες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το πρόγραμμα περιλάμβανε κάποιο Βιβλικό δράμα και, συχνά, διευθετήσεις για βάφτισμα. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται μικρόφωνα, μεγάφωνα και κασετόφωνα. Σε μερικά μέρη αυτές οι συνελεύσεις προσέλαβαν μια κάπως πιο κανονική μορφή καθώς διεξάγονταν σε συγκεκριμένες τοποθεσίες που είχαν προετοιμαστεί.
Επίσκεψη Μελών του Κυβερνώντος Σώματος
Στα τέλη του Νοεμβρίου του 1977, ο Φρέντερικ Φρανς, ο Θεοντόρ Τζάρας και ο Ντάνιελ Σίντλικ, από τα διεθνή κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, πήραν έγκριση να επισκεφτούν την Πολωνία. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη επίσκεψη μελών του Κυβερνώντος Σώματος. Μίλησαν σε επισκόπους, σε σκαπανείς και σε παλαίμαχους Μάρτυρες σε διάφορες πόλεις σχετικά με τη θεοκρατική πρόοδο σε άλλες χώρες και απάντησαν σε πολλές ερωτήσεις. Οι εκκλησίες ανταποκρίθηκαν στην επίσκεψη με αυξημένη δράση για τη Βασιλεία.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μίλτον Χένσελ και ο Θεοντόρ Τζάρας επισκέφτηκαν την Πολωνία. Αυτή τη φορά έκαναν μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων. Στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, το Κυβερνών Σώμα ήταν σε θέση να δώσει περισσότερη προσοχή στο έργο στην Πολωνία, και ανέπτυξε στενότερους δεσμούς με επισκόπους σε όλη τη χώρα. Καθώς οι υπεύθυνοι αδελφοί στην Πολωνία έρχονταν σε μεγαλύτερη επαφή με αυτή την ευπρόσδεκτη θεοκρατική κατεύθυνση και επιρροή, βρίσκονταν τώρα σε θέση να εφαρμόσουν διευθετήσεις και να κάνουν προμήθειες για την τοπική οργάνωση παρόμοιες με εκείνες που ωφελούν το λαό του Θεού σε πολλές άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη αλλαγή καθώς η στάση των κυβερνητικών εκπροσώπων απέναντι σε εμάς και στις δραστηριότητές μας άρχισε να γίνεται πιο ανεκτική.
Απόλαυση της Αυστριακής Φιλοξενίας
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μερικοί από τους αδελφούς ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν συνελεύσεις περιφερείας έξω από την Πολωνία, πρώτα στη Λίλη της Γαλλίας και αργότερα στη Δανία. Κατόπιν, το καλοκαίρι του 1980, συνέβη κάτι ασυνήθιστο.
Αν και η οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ακόμη υπό απαγόρευση, περίπου 2.000 Μάρτυρες έλαβαν επίσημη έγκριση για να παρακολουθήσουν τη Συνέλευση Περιφερείας «Θεία Αγάπη» στη Βιέννη της Αυστρίας. Οι Αυστριακοί αδελφοί υποδέχτηκαν τους επισκέπτες τους φιλόξενα. Στη μεγάλη σκηνή που είχε στηθεί για το πολωνικό πρόγραμμα όλοι παρακολουθούσαν με εκτίμηση.
Πριν από τη λήξη του προγράμματος, όλες οι γλωσσικές ομάδες συγκεντρώθηκαν στο γειτονικό στάδιο. Ενωμένα, κάθε ομάδα στη δική της γλώσσα έψαλε τον ύμνο «Σε Ευχαριστούμε Ιεχωβά». Ακόμη και όταν είχαν πια συμμετάσχει όλοι μαζί στην τελική προσευχή, κανείς δεν ήθελε να φύγει. Οι γεμάτοι αγάπη Αυστριακοί οικοδεσπότες είχαν εκδηλώσει φιλοξενία σε επισκέπτες, όχι μόνο από την Πολωνία, αλλά από την Ουγγαρία, τη Γιουγκοσλαβία καθώς και από άλλες χώρες. Τώρα, μέσα σε παρατεταμένα χειροκροτήματα, τα μάτια γέμιζαν με δάκρυα χαράς. Αυτοί ήταν αληθινοί Χριστιανοί οι οποίοι ευφραίνονταν στην ενότητα που είχε αφαιρέσει τους οδυνηρούς φραγμούς, φραγμούς τόσο κοινούς για αυτόν τον παλιό, ετοιμοθάνατο κόσμο!
Στη συνέλευση «Πιστότητα στη Βασιλεία» που έλαβε χώρα στην Αυστρία τον επόμενο χρόνο παρευρέθηκαν 5.000 και πλέον Πολωνοί Μάρτυρες. Αυτή τη φορά οι Αυστριακοί αδελφοί συναθροίστηκαν σε μια σκηνή και παραχώρησαν τις εγκαταστάσεις του σταδίου στους φιλοξενουμένους τους. Επιπλέον, επιτράπηκε στους Πολωνούς φιλοξενουμένους να βοηθήσουν στη διοργάνωση της συνέλευσης, κάτι από το οποίο αποκόμισαν πολύτιμη πείρα η οποία αργότερα θα αποδεικνυόταν χρήσιμη, όταν θα προετοίμαζαν μεγαλύτερες συνελεύσεις στην Πολωνία.
Μια Δεκαετία Ιστορικών Συνελεύσεων στη Δική τους Χώρα
Τον ίδιο χρόνο που εκείνοι οι 5.000 Πολωνοί Μάρτυρες διεξήγαγαν τη συνέλευση σε ένα στάδιο της Αυστρίας, τοπικοί αξιωματούχοι του Γκντανσκ επέτρεψαν στους Μάρτυρες να διεξαγάγουν μια συνέλευση στην Αίθουσα Ολίβια. Το ακροατήριο που παρευρέθηκε στις 5 Ιουλίου 1981 ήταν 5.751 άτομα. Δόθηκε επίσης άδεια σε Μάρτυρες από την περιοχή της Κρακοβίας να χρησιμοποιήσουν ένα μικρό αθλητικό χώρο εκείνο το έτος. Εκεί, στη Σκάβινα, έλαβαν χώρα δύο συνελεύσεις «Πιστότητα στη Βασιλεία».
Η κατάσταση πράγματι βελτιωνόταν. Αλλά, δυστυχώς, στις 13 Δεκεμβρίου 1981, η Πολωνία τέθηκε υπό στρατιωτικό νόμο! Ένοπλες αστυνομικές και στρατιωτικές περίπολοι πήραν τις θέσεις τους σε κάθε γωνιά της χώρας. Όλα τα διερχόμενα αυτοκίνητα υποβάλλονταν σε έλεγχο. Οι δημόσιες συναθροίσεις απαγορεύτηκαν. Τι θα σήμαινε αυτό για εμάς;
Κατά τη διάρκεια των πρώτων λίγων εβδομάδων, έγινε φανερό ότι οι Μάρτυρες, οι οποίοι ήταν γνωστοί για τη στάση της Χριστιανικής ουδετερότητας που τηρούσαν, μπορούσαν να συναθροίζονται σε ιδιωτικά σπίτια χωρίς δυσκολία. Παρά τους περιορισμούς που είχαν τεθεί στα ταξίδια, οι επίσκοποι περιοχής μπορούσαν ακόμη να επισκέπτονται τις εκκλησίες. Τα έντυπα, αν και εξακολουθούσαν να τυπώνονται κρυφά και όχι δημόσια, συνέχισαν να φτάνουν στους αδελφούς.
Αλλά το καλοκαίρι του 1982 πλησίαζε γοργά. Τι θα γινόταν με τις συνελεύσεις περιφερείας; Τα σύνορα ήταν κλειστά, και έτσι κανείς δεν μπορούσε να ταξιδέψει σε άλλη χώρα. Η αυστηρή επιβολή του στρατιωτικού νόμου απέκλειε κάθε ενδεχόμενο για συνελεύσεις σε δάση. Τι θα μπορούσε να γίνει; Οι αδελφοί πλησίασαν τους ιδιοκτήτες κάποιων αθλητικών χώρων με το ερώτημα αν θα μπορούσαν να τους νοικιάσουν για συνελεύσεις. Τους δόθηκε έγκριση να διεξαγάγουν τη συνέλευση! Τα νέα έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό, και περισσότερες από 80 πνευματικές γιορτές διεξάχτηκαν σε όλη τη χώρα.
Το 1983, διεξάχτηκαν λιγότερες αλλά μεγαλύτερες συνελεύσεις, κυρίως σε νοικιασμένους χώρους. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επιτράπηκε σε Μάρτυρες από χώρες της Δυτικής Ευρώπης να παρευρεθούν. Συνολικά παρευρέθηκαν 114.166 άτομα και 2.388 άτομα βαφτίστηκαν.
Θα ήταν δυνατόν να διεξάγουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μεγάλες διεθνείς συνελεύσεις στην Πολωνία; Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1984, οι αδελφοί ζήτησαν από τις αρχές την άδεια να νοικιάσουν τέσσερα μεγάλα στάδια για να διεξαγάγουν τέτοιες συνελεύσεις το 1985. Οι μήνες περνούσαν χωρίς απάντηση. Μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου του 1985, δεν ήταν ακόμη βέβαιο αν θα τους έδιναν την άδεια. Τελικά, πήραν την έγκριση! Ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Άρχισαν εντατική δουλειά για να φέρουν σε πέρας τις πολλές λεπτομέρειες που ήταν απαραίτητες για τη διεξαγωγή των τεσσάρων τριήμερων συνελεύσεων στο Τσορζούφ, στη Βαρσοβία, στο Βρότσλαφ και στο Πόζναν. Περισσότερα από 94.000 άτομα παρευρέθηκαν, περιλαμβανομένων και εκατοντάδων φιλοξενουμένων από το εξωτερικό. Πόσο ευφράνθηκαν αυτοί όταν είδαν 3.140 νέους υπηρέτες του Ιεχωβά να βαφτίζονται! Αυτοί άκουγαν με αμέριστη προσοχή και με βαθιά εκτίμηση το πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε και ομιλίες που εκφώνησαν τέσσερα μέλη του Κυβερνώντος Σώματος.
Η πολωνική τηλεόραση αργότερα ετοίμασε δύο ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή και τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία. Αυτά τα προγράμματα περιείχαν σκηνές από τις συνελεύσεις. Με τίτλους «Τα Καλά Νέα για τη Βασιλεία» και «Τηρητές Ακεραιότητας» και τα δυο προγράμματα προβλήθηκαν στην τηλεόραση σε πανεθνική κλίμακα.
Σταθερή Προσκόλληση στη Θεοκρατική Τάξη
Δεν πρέπει να συμπεράνουμε ωστόσο ότι είχε σταματήσει κάθε πίεση από τους επισήμους. Αν και σε επίπεδο εκκλησίας οι Μάρτυρες δεν παρεμποδίζονταν καθώς κήρυτταν από σπίτι σε σπίτι, οι αδελφοί που είχαν υπεύθυνες θέσεις σήκωναν βαρύ φορτίο. Θυμηθείτε ότι η οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά εξακολουθούσε να μην έχει νομική αναγνώριση· η απαγόρευση ποτέ δεν είχε αρθεί επίσημα. Τις συνελεύσεις έπρεπε να τις διευθετούν επιλεγμένοι αδελφοί οι οποίοι έπαιρναν έγκριση ως άτομα ο καθένας ξεχωριστά. Γίνονταν απόπειρες λογοκρισίας μερών του προγράμματος της συνέλευσης. Αλλά αυτοί οι αδελφοί ήταν αποφασισμένοι να μην κάνουν τίποτα χωρίς την έγκριση του Κυβερνώντος Σώματος.
Μια κατάσταση που αφορούσε τους περιοδεύοντες επισκόπους ανέκυψε το 1984. Ένα διάταγμα του στρατιωτικού νόμου το οποίο εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ απαιτούσε από όλους τους άντρες ηλικίας 20 ως 45 χρονών να κάνουν κοσμική εργασία. Με βάση αυτόν το νόμο, οι περιοδεύοντες επίσκοποι κλήθηκαν στα κρατικά επαρχιακά τμήματα θρησκευτικών υποθέσεων. Εκεί παρουσίασαν στους αδελφούς έτοιμες βεβαιώσεις που περιείχαν τον τομέα στον οποίο είχαν διοριστεί. Επιφανειακά, αυτό έμοιαζε με νομιμοποίηση του έργου τους, αλλά οι βεβαιώσεις αυτές έπρεπε να ανανεώνονται κατά περιόδους, και έπρεπε να αναφέρεται κάθε αλλαγή τομέα ή διορισμού. Οι αδελφοί απέρριψαν σταθερά τη διευθέτηση αυτή. Οι διορισμοί που είχαν ως ποιμένες του ποιμνίου ήταν θεοκρατικοί και δεν υπόκειντο σε έγκριση ή ρύθμιση από τις κοσμικές αρχές.
Αφθονία Πνευματικής Τροφής
Σήμερα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Πολωνία έχουν ελκυστικά έντυπα για προσωπική μελέτη και για να τα χρησιμοποιούν στη δημόσια διακονία τους. Αλλά ο δρόμος που οδήγησε σε αυτή την κατάσταση δεν ήταν ανθόσπαρτος. Επί χρόνια, οι αρχές έκαναν κατάσχεση στον εκτυπωτικό εξοπλισμό τους όποτε μπορούσαν να τον βρουν. Κατόπιν οι αρχές προσπάθησαν να αποκτήσουν τουλάχιστον ημιεπίσημο έλεγχο των όσων παρήγαν οι αδελφοί μέσα στους «φούρνους» τους, δηλαδή στα τυπογραφεία τους.
Ωστόσο, οι αδελφοί εισηγήθηκαν να τους επιτραπεί η εισαγωγή βιβλίων, ειδικών βιβλιαρίων και περιοδικών από το εξωτερικό. Όπως και άλλες θρησκευτικές εκδόσεις, αυτές, σύμφωνα με το νόμο, θα εξαιρούνταν από τη λογοκρισία. Αρχικά, αυτός ο στόχος φαινόταν ανέφικτος, αν και οι αδελφοί έδωσαν έμφαση στην εκπαιδευτική αξία που είχαν από κοινωνική άποψη τα βασισμένα στην Αγία Γραφή έντυπά τους. Αλλά η επιμονή τους τελικά απέδωσε καρπούς.
Το 1984 τους δόθηκε έγκριση να εισαγάγουν μέχρι και 60.000 αντίτυπα του Βιβλίου μου με τις Βιβλικές Ιστορίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, πήραν έγκριση για ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες των ειδικών βιβλιαρίων ‘Ιδού! Κάμνω Νέα τα Πάντα’ και Το Θείο Όνομα Που Θα Παραμείνει Για Πάντα. Χρειάστηκε λίγο περισσότερος καιρός προτού μπορέσουν να εισαγάγουν το βιβλίο Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη, αλλά φανταστείτε τι χαρά είχαν όταν εισήγαγαν 250.000 αντίτυπα! Από εκεί και έπειτα, συνήθως με λιγότερη δυσκολία, το τμήμα της Εταιρίας στο Ζέλτερς/Τάουνους της Γερμανίας στις περισσότερες περιπτώσεις τους προμήθευε βιβλία και ειδικά βιβλιάρια. Το 1989, αυτό περιλάμβανε το βιβλίο Ζωή—Πώς Βρέθηκε Εδώ; Από Εξέλιξη ή από Δημιουργία;, ένα κατάλληλο αν και αμφιλεγόμενο θέμα για τις αθεϊστικές χώρες.
Στα μέσα του 1988—σχεδόν ένα χρόνο προτού η Εταιρία Σκοπιά γίνει ο νομικός εκπρόσωπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία—άρχισαν να έρχονται τακτικά οι τετράχρωμες εκδόσεις της δεκαπενθήμερης Σκοπιάς και του μηνιαίου Ξύπνα! Τώρα, οι αδελφοί λαβαίνουν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και ο αριθμός αυξάνεται σταθερά. Σε όλη τη χώρα, οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να βλέπουν τη Σκοπιά και το Ξύπνα! στην πολωνική καθώς τους τα προσφέρουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στους δρόμους και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, αλλά και όταν οι ευαγγελιζόμενοι τους επισκέπτονται στα σπίτια τους. Από την 1η Απριλίου 1989 η πολωνική Σκοπιά εκδίδεται ταυτόχρονα με την αγγλική έκδοση, πράγμα που ισχύει για πολλές άλλες γλώσσες.
Αυτός ο τεράστιος όγκος εντύπων υψηλής ποιότητας τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου έχει βοηθήσει στην εξάπλωση των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα. Ο αριθμός των Γραφικών μελετών που διεξάγονται με άτομα τα οποία έχουν ειλικρινή καρδιά έχει πολλαπλασιαστεί και έχει ξεπεράσει τις 80.000, πράγμα που βοηθάει όλο και περισσότερα άτομα να μπουν στο δρόμο που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Ο Ιησούς Χριστός σαφώς έχει ανοίξει διάπλατα μια πόρτα ευκαιρίας σε αυτή τη χώρα.—Παράβαλε Αποκάλυψη 3:7, 8.
Οι Αίθουσες Βασιλείας Επανεμφανίζονται
Στη διάρκεια των σκληρών χρόνων της απαγόρευσης, δεν υπήρχαν φυσικά Αίθουσες Βασιλείας. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, άρχισαν να επανεμφανίζονται. Ήταν ανεπίσημες και στεγάζονταν σε κτίρια που ανήκαν σε Μάρτυρες. Το 1986 έγινε ένα σεμινάριο για εκπροσώπους εκκλησιών που είχαν ήδη χτίσει κάποια αίθουσα ή είχαν αρχίσει τις διαδικασίες για να το κάνουν αυτό. Συζητήθηκαν λεπτομερώς τεχνικά και νομικά ζητήματα.
Το Μάιο του 1993, 644 Αίθουσες Βασιλείας ανήκαν στους αδελφούς. Άλλες 257 τις είχαν νοικιάσει, και υπήρχαν 130 ακόμη που βρίσκονταν υπό κατασκευή.
Νομική Αναγνώριση—Επιτέλους!
Παλιά, το 1949, η αίτηση για νομική αναγνώριση που είχαν υποβάλει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχε απορριφτεί από τις κυβερνητικές αρχές. Στα μετέπειτα χρόνια, οι αδελφοί προσπάθησαν επανειλημμένα να κερδίσουν νομική αναγνώριση ώστε να είναι σε θέση να εκπροσωπούν καλύτερα τα συμφέροντα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία. Συνήθως, απλώς δεν τους έδιναν απάντηση.
Κατόπιν, το 1985, για τη διευκόλυνση της εισαγωγής των εντύπων, καταχωρήθηκε, κατόπιν δικαστικής έγκρισης, μια εταιρία με το όνομα Στραζνίτσα—Βενταβνίτστφο Βεζνάνια Σφιάτκουφ Ιέχοβε β Πόλστσε (Σκοπιά—Ο Εκδοτικός Οίκος της Θρησκείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία). Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της νομιμοποίησης των εκδοτικών δραστηριοτήτων μας.
Το 1987 υποβλήθηκε ένα άλλο προτεινόμενο καταστατικό στο Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων. Αυτό το είχαν ετοιμάσει προσεκτικά υπό την κατεύθυνση του Κυβερνώντος Σώματος. Ακολούθησαν δυο χρόνια αλληλογραφίας και συζητήσεων. Ανάμεσα στα μέλη της αντιπροσωπείας που μίλησαν με τους αξιωματούχους ήταν δυο αδελφοί οι οποίοι είχαν υπογράψει την πρώτη αίτηση καταχώρησης το 1949. Φανταστείτε τη χαρά τους όταν, 40 χρόνια αργότερα, στις 12 Μαΐου 1989, ο διευθυντής του Γραφείου Θρησκευτικών Υποθέσεων ενέκρινε το καταστατικό της Στραζνίτσα—Τοβαζίστβο Μπιμπλίνε ι Τρακτατόβι Ζαρεϊεστροβάνι Ζβιόνζεκ Βεζνάνια Σφιάτκουφ Ιέχοβε β Πόλστσε (Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά, Καταχωρημένο Θρησκευτικό Σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία)! Όλα τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν αυτά τα νέα, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παγκόσμια ευφράνθηκαν.
Εκείνοι που αποτελούσαν το αρχικό διοικητικό συμβούλιο του Σωματείου ήταν ο Χάραλντ Αμπτ, ο Ζίκφριτ Άνταχ, ο Στανίσουαφ Καρντέγκα, ο Έντβαρντ Κφιάτος, ο Φραντσίσεκ Μιελτσάρεκ, ο Αντόνι Τομασέφσκι και ο Άνταμ Βοϊτένιακ. Ωστόσο, στα χρόνια που κύλησαν από την έγκριση του καταστατικού, ο θάνατος πήρε δυο από αυτούς τους αδελφούς—τον Χάραλντ Αμπτb και τον Έντβαρντ Κφιάτος, οι οποίοι υπηρέτησαν πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό τους. Αυτοί αντικαταστάθηκαν από τον Βιέσουαφ Ιάσκο και τον Ίαν Κλάουντιους Σκόβρον.
Η εξασφάλιση νομικής αναγνώρισης από τις κοσμικές αρχές ήταν σημαντική εδώ στην Πολωνία, αλλά είναι, φυσικά, δευτερεύουσα μπροστά στην αναγνώριση και στην επιδοκιμασία του Ιεχωβά Θεού, του οποίου η παντοδυναμία σύντομα θα δικαιωθεί ενώπιον όλης της δημιουργίας.—Αποκ. 4:11.
Σε Κλίμακα Μεγαλύτερη από Όσο Ποτέ Άλλοτε
Λίγο καιρό αφότου επιτεύχθηκε η νομική αναγνώριση, στη Βαρσοβία, στο Τσορζούφ και στο Πόζναν έγιναν οι συνελεύσεις «Θεοσεβής Αφοσίωση» στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1989. Εκπρόσωποι από όλες σχεδόν τις ηπείρους ευφράνθηκαν που ήταν παρόντες, και σε αυτούς περιλαμβάνονταν χιλιάδες άτομα από άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και πέντε μέλη του Κυβερνώντος Σώματος. Το πρόγραμμα για τους ξένους εκπροσώπους στη Βαρσοβία, στο Πόζναν και στο Τσορζούφ μεταφραζόταν ταυτόχρονα σε πολλές γλώσσες. Ο αριθμός των παρόντων που συνολικά έφτασε τους 166.000 και ο αριθμός αυτών που βαφτίστηκαν, 6.093 άτομα, ήταν αιτίες για μεγάλη χαρά.
Κατόπιν, στις 9-12 Αυγούστου 1990, στο Στάδιο Ντζισεντσολέτσια της Βαρσοβίας έλαβε χώρα άλλο ένα ιστορικό γεγονός. Το μεγαλύτερο στάδιο της πολωνικής πρωτεύουσας γέμισε. Οι εκπρόσωποι από τη Σοβιετική Ένωση κάθονταν στη μια πλευρά και οι Πολωνοί αδελφοί και οικοδεσπότες τους από την άλλη. Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, καθώς κάθε ομάδα άκουγε το πρόγραμμα στη δική της γλώσσα.
Λίγες μόνο ημέρες νωρίτερα, η επιτυχία της συνέλευσης είχε τεθεί σε κίνδυνο. Οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι είχαν ανακοινώσει ταξιδιωτικούς περιορισμούς για τους πολίτες της χώρας που επρόκειτο να ταξιδέψουν στην Πολωνία. Οι Σοβιετικοί ταξιδιωτικοί πράκτορες προειδοποίησαν τους Μάρτυρες ότι στα σύνορα θα διατάζονταν να γυρίσουν πίσω. Αλλά, εμπιστευόμενοι στον Ιεχωβά, οι αδελφοί συνέχισαν να κάνουν σχέδια για τη συνέλευση. Ακριβώς την κατάλληλη ώρα, η ημερομηνία για την εφαρμογή των ταξιδιωτικών περιορισμών αναβλήθηκε και η ισχύς τους θα άρχιζε μετά το τέλος της συνέλευσης. Αμέσως, 17.000 και πλέον Σοβιετικοί Μάρτυρες πέρασαν σαν χείμαρρος τα σύνορα. Το πλούσιο πρόγραμμα πνευματικών εδεσμάτων που απόλαυσαν ήταν μια μεγάλη ανταμοιβή για τις θυσίες που είχαν κάνει για να είναι εκεί.
Αυτό δεν ήταν το τέλος. Τον επόμενο χρόνο, το 1991, διεξάχτηκαν περισσότερες συνελεύσεις, αυτή τη φορά σε περισσότερες πόλεις. Και πάλι, η ευλογία του Ιεχωβά ήταν φανερή. Έξι ημέρες προτού αρχίσει η συνέλευση στο Τσορζούφ, οι τεχνικοί ενός διάσημου ροκ συγκροτήματος το οποίο είχε προγραμματίσει να δώσει σε λίγο καιρό μια συναυλία στο στάδιο κρέμασαν μια μεγάλη διαφημιστική αφίσα στον πύργο του σταδίου. Αυτή παρουσίαζε σατανικές εικόνες και σύμβολα. Η Επιτροπή Συνέλευσης διαμαρτυρήθηκε αρκετές φορές, ζητώντας να τη βγάλουν, αλλά μάταια. Οι αδελφοί στράφηκαν στον Ιεχωβά με εγκάρδια προσευχή. Στη διάρκεια της νύχτας, ένα ξαφνικός άνεμος έκανε την αφίσα κομμάτια, λύνοντας έτσι το πρόβλημα!
Τον ίδιο χρόνο, 22.000 και πλέον Πολωνοί εκπρόσωποι βρίσκονταν ανάμεσα σε εκείνους που παρακολούθησαν συνελεύσεις στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, στη Λβιφ της Ουκρανίας και στην Πράγα, στη σημερινή Δημοκρατία της Τσεχίας. Πόσο ευφράνθηκαν με αυτές τις ευκαιρίες που είχαν να συμμετάσχουν σε πνευματική συναναστροφή με άλλα άτομα από την παγκόσμια αδελφότητα!
Τι θα μπορούσε να γίνει για να παρασχεθεί ένα κατάλληλο κέντρο στην Πολωνία από όπου θα παρεχόταν επίβλεψη στις εκκλησίες και στο κήρυγμα των καλών νέων που θα επιτελούσαν αυτές;
Γραφείο Τμήματος για την Πολωνία
Μετά την απώλεια του γραφείου της Λουτζ το 1950, τα διάφορα τμήματα που γενικά υπάρχουν σε ένα γραφείο τμήματος στεγάζονταν όχι σε ένα μέρος αλλά σε διαφορετικά μέρη επί 40 σχεδόν χρόνια. Από τη στιγμή που το Θρησκευτικό Σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά νομιμοποιήθηκε, αυτή η διευθέτηση μπορούσε να αλλάξει. Ένα σπίτι στην οδό Πρόστα 17, στο Μάρκι, κοντά στη Βαρσοβία, επιλέχτηκε ως προσωρινό γραφείο από όπου θα κατευθυνόταν το έργο. Κατόπιν άρχισε η αναζήτηση μόνιμου χώρου για την οικοδόμηση γραφείου τμήματος.
Τον Οκτώβριο του 1989 αγοράστηκε ένα κατάλληλο κτήμα, το οποίο περιλάμβανε ένα εγκαταλειμμένο πανδοχείο, στη μικρή πόλη Νανταρζίν, περίπου 20 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Βαρσοβίας. Το Περιφερειακό Τεχνικό Γραφείο της Εταιρίας στην Ευρώπη ετοίμασε τα αρχιτεκτονικά σχέδια και σύντομα άρχισε η οικοδόμηση. Σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και 600 εθελοντές εργάζονταν στο εργοτάξιο. Έτσι, μέσα στο εκπληκτικά σύντομο διάστημα του ενός έτους και οχτώ μηνών ολοκληρώθηκε ένα κτιριακό συγκρότημα όπου θα μπορούσε να ζει και να εργάζεται η οικογένεια Μπέθελ. Στις 28 Νοεμβρίου 1992 έγινε η επίσημη αφιέρωση των καινούριων εγκαταστάσεων.
Βλέποντας την αποδοτικότητα των αδελφών και τον τρόπο με τον οποίο εργάζονταν, οι παρατηρητές έμεναν κατάπληκτοι. Στην εφημερίδα Γκαζέτα Στοουέτσνα (Gazeta Stołeczna) ένα άρθρο με τίτλο «Με τον Τρόπο του Θεού» σχολίαζε: «Το έργο είναι σε πλήρη εξέλιξη· κανείς δεν τριγυρίζει εδώ και εκεί χωρίς να κάνει τίποτα. Όλοι φορούν προστατευτικό κράνος στη διάρκεια της εργασίας. Όταν πρόκειται την επόμενη ημέρα να ρίξουν το μπετόν για τα δάπεδα, οι ξυλουργοί εργάζονται όσο χρειάζεται παραπάνω για να τελειώσουν τα εξωτερικά καλούπια. Είναι αδιανόητο να έρθουν οι εθελοντές να δουλέψουν την επόμενη ημέρα και να συναντήσουν καθυστερήσεις. . . . Ο κύριος στόχος των Μαρτύρων είναι να φέρουν τα καλά νέα σε όποιον τα θέλει. Οι οικοδόμοι του Οίκου Μπέθελ δεν ξεχνούν την αποστολή τους. Μετά την εργασία μερικοί από αυτούς παίρνουν την Αγία Γραφή και μερικά τεύχη της Σκοπιάς και ξεκινούν για να κηρύξουν το Λόγο του Θεού από σπίτι σε σπίτι. Διεξάγουν τακτικά Γραφικές συζητήσεις με πολλούς ανθρώπους μέσα στο Νανταρζίν και στα περίχωρα».
Οι αδελφοί στην Πολωνία είναι ευγνώμονες στον Ιεχωβά για το γεγονός ότι στάθηκε δυνατόν για αυτούς να ολοκληρώσουν αυτό το έργο. Είναι σίγουροι ότι το νέο γραφείο τμήματος θα διευκολύνει τη θεοκρατική δραστηριότητα στην Πολωνία. Θέλουν επίσης να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στην παγκόσμια αδελφότητα που μέσω προσευχών και πρακτικής υποστήριξης τους βοήθησε, με τόσο πολλούς και διάφορους τρόπους, να υπομείνουν μέχρι σήμερα.
Αποφασισμένοι να Συνεχίσουν να Υπομένουν
Οι προσπάθειες των εναντιουμένων, θρησκευτικών και κοσμικών, να εξαλείψουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν αποτύχει. Οι Μάρτυρες είναι σήμερα η τρίτη σε μέγεθος θρησκευτική ομάδα στην Πολωνία! Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που δεν είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν συγγενείς ή γνωστούς που είναι Μάρτυρες. Τα πρόσφατα χρόνια, τα μέσα ενημέρωσης έχουν πει και έχουν γράψει πολλά γύρω από τους Μάρτυρες, συνήθως με αντικειμενικό τρόπο και μερικές φορές μάλιστα με θετικό. Οι μεγάλες συνελεύσεις συνέβαλαν σε αυτό πάρα πολύ. Αλλά και οι αδελφοί έχουν γίνει πολύ επιδέξιοι στο να δίνουν αξιόλογες πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης.
Επίσης, στις αρχές του 1991, σχηματίστηκαν Επιτροπές Νοσοκομείων. Μέλη αυτών των επιτροπών διεξάγουν ωφέλιμες συζητήσεις με το ιατρικό προσωπικό σε πολλές μεγάλες πολωνικές πόλεις. Αυτό έχει οδηγήσει σε θετική αλλαγή της νοοτροπίας των ιατρικών κύκλων απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στη στάση τους σχετικά με τις μεταγγίσεις αίματος. Αναφορικά με το νοσοκομείο στο Σκβιέρζινα, η εφημερίδα Ζέμια Γκοζόφσκα (Ziemia Gorzowska) ανέφερε: «Το ιατρικό προσωπικό συνήθισε τις αρχές τους· τώρα δεν βάζουν σε κανέναν αίμα δια της βίας».
Πριν από μερικά χρόνια, εκατοντάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά βρίσκονταν στη φυλακή, λόγω της στάσης Χριστιανικής ουδετερότητας που διακρατούσαν. Τώρα, όμως, ως βαφτισμένοι κήρυκες, χειροτονημένοι διάκονοι του Θεού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Πολωνία εξαιρούνται από τη στρατιωτική υπηρεσία. Η κυβέρνηση τους εξαιρεί βάσει ενός πιστοποιητικού που εκδίδει η Εταιρία για εκείνους που έχουν τα προσόντα. Παρ’ όλο που τώρα κανένας Μάρτυρας δεν βρίσκεται στη φυλακή για λόγους ουδετερότητας, οι Μάρτυρες δεν έχουν ξεχάσει τους φυλακισμένους που γνώρισαν στα περασμένα χρόνια και οι οποίοι έδειξαν ειλικρινές ενδιαφέρον για το Λόγο του Θεού. Συνεχίζουν να τους επισκέπτονται, βοηθώντας τους να συμμορφώσουν τη ζωή τους με το θέλημά του.
Πόση χαρά δίνει το να βλέπει κανείς ότι το 1993 στην Πολωνία επιτεύχθηκε ο ανώτατος αριθμός των 113.551 ευαγγελιζομένων. Αυτοί οι δεκάδες χιλιάδες Μάρτυρες έχουν αμέτρητους λόγους για να είναι ευγνώμονες στον Ιεχωβά! Έχουν δει την αλήθεια να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε σημείο που μερικές πολωνικές οικογένειες σήμερα μπορούν να υπερηφανευτούν για το ότι η πέμπτη γενιά παίρνει τώρα τη σκυτάλη της αλήθειας! Αυτοί έχουν προσωπική πείρα της στοργικής καλοσύνης που δείχνει η στενά δεμένη διεθνής Χριστιανική αδελφότητα! Υπήρξαν μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο ο Ιεχωβά τούς παραστάθηκε στη διάρκεια πολύ δύσκολων εποχών, κάτι που τους έδωσε την απαραίτητη δύναμη για να μείνουν στο πλευρό της ουράνιας Βασιλείας του Θεού υπό τον Ιησού Χριστό! Έχουν δει την πίστη τους να δυναμώνει και την εμπιστοσύνη τους στον Δημιουργό τους να βαθαίνει, καθώς εξαγνίστηκαν από τις αναρίθμητες δοκιμασίες και από το διωγμό.—Ιακ. 1:2-4.
Γι’ αυτό, όχι με κομπαστικό πνεύμα αλλά με ταπεινή ευγνωμοσύνη για τη στοργική φροντίδα του Ιεχωβά, πιστοποιούν την αλήθεια της θεϊκής υπόσχεσης: «Ουδέν όπλον κατασκευασθέν εναντίον σου θέλει ευοδωθή».—Ησ. 54:17.
[Υποσημειώσεις]
a Η Καθολική Δράση αναφέρεται σε οργανωμένες ομάδες Καθολικών λαϊκών, υπό την κατεύθυνση ή τις διαταγές ενός επισκόπου, με σκοπό την προώθηση των θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών στόχων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
b Για τη βιογραφία του αδελφού και της αδελφής Αμπτ, βλέπε Η Σκοπιά 15 Ιουλίου 1980
[Πίνακας στη σελίδα 252]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Ευαγγελιζόμενοι
125.000
100.000
75.000
50.000
25.000
0
1981 1983 1985 1987 1989 1993
Ώρες (εκατομμύρια)
20
16
12
8
4
0
1981 1983 1985 1987 1989 1993
[Χάρτης στη σελίδα 170]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Γκντανσκ
Χοϊνίτσε
Γκόρζουφ Βιελκοπόλσκι
Μπίντγκοστς
Μπιαλίστοκ
Νανταρζίν
Πόζναν
Βαρσοβία
Λουτζ
Βρότσλαφ
Λούμπλιν
Κιέλτσε
Κατοβίτσε
Κρακοβία
[Εικόνες στη σελίδα 183]
Εδώ, στην Κρακοβία, ο Φραντσίσεκ Πουχάουα πρόσφερε ένα σεβαστό ποσό σε οποιονδήποτε μπορούσε να αποδείξει μέσα από την Αγία Γραφή ορισμένες θεμελιώδεις εκκλησιαστικές διδασκαλίες
[Εικόνες στη σελίδα 191]
Ο Βίλχελμ και η Αμέλια Σάιντερ λίγο καιρό αφότου άρχισαν την υπηρεσία τους στο Μπέθελ της Πολωνίας
[Εικόνες στη σελίδα 193]
Ο Ίαν Σμιέσκο ο οποίος δικάστηκε για βλασφημία σε αυτή τη δικαστική αίθουσα στο Χοϊνίτσε· ο ιερέας που κατέθεσε εναντίον του παραδέχτηκε την ήττα του
[Εικόνα στη σελίδα 197]
Ομάδα Μαρτύρων στη νότια Πολωνία έτοιμη για δράση, το 1933
[Εικόνα στη σελίδα 199]
Όταν «Ο Χρυσούς Αιών» (Złoty Wiek) απαγορεύτηκε, οι αδελφοί το μετονόμασαν σε «Καινούρια Ημέρα» (Nowy Dzień)
[Εικόνες στη σελίδα 202]
Λίγοι από εκείνους που απέδειξαν την πίστη τους σε φυλακές και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης: (1) Παουλίνα Βοέλφλε, 5 χρόνια. (2) Ίαν Οτρέμπσκι, 4 χρόνια. (3) Χάραλντ και Έλσα Αμπτ· εκείνος 14 χρόνια· εκείνη 7. (4) Φραντς Σιπ, 3 χρόνια
[Εικόνες στη σελίδα 207]
Το 1940, ο Ίαν Σαντόφσκι (όπως εικονίζεται τότε και τώρα) εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να δώσει εκτενή μαρτυρία σε ένα μεγάλο πλήθος σε αυτό το νεκροταφείο
[Εικόνα στη σελίδα 215]
Ενθουσιώδεις Πολωνοί Μάρτυρες, συνολικά 5.300 άτομα, συγκεντρώθηκαν στο Κατοβίτσε για μια μεταπολεμική συνέλευση το 1946
[Εικόνες στη σελίδα 216]
Το γραφείο τμήματος στη Λουτζ το 1948 και η οικογένεια Μπέθελ που υπηρετούσε εκεί
[Εικόνα στη σελίδα 217]
Η Χενρίκα Ζουρ, η οποία υπέστη μαρτυρικό θάνατο τρία χρόνια μετά τη λήψη αυτής της φωτογραφίας επειδή δεν έκανε το Καθολικό σημείο του σταυρού
[Εικόνα στη σελίδα 223]
Ο Πάβεου Μουχάλουκ (αριστερά) και ο Στέφαν Μπεχουνίτσκ, ιεραπόστολοι που απελάθηκαν από την Πολωνία.
[Εικόνες στη σελίδα 227]
Σε αυτό το δικαστήριο της Βαρσοβίας, επιβλήθηκαν βαριές ποινές στους Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1951. Από δεξιά προς τα αριστερά στην πρώτη σειρά: Βίλχελμ Σάιντερ, Έντβαρντ Κφιάτος, Χάραλντ Αμπτ, Βουαντίσουαφ Σουκιένικ και ένας φρουρός
[Εικόνες στη σελίδα 235]
Πιεστήρια που κατασκεύασαν και χρησιμοποιούσαν οι Μάρτυρες για να τυπώνουν Γραφικά έντυπα υπό απαγόρευση, και ομάδα από αδελφές, που επί πολλά χρόνια διακινδύνευαν τη ζωή και την ελευθερία τους για να τυπώνουν και να διανέμουν τα έντυπα
[Εικόνες στη σελίδα 238]
Εδώ, στο Πανεπιστήμιο της Τορούν, ο Ίαν Β. Ρενκιέβιτς και άλλοι δυο ανασκεύασαν δημόσια τις συκοφαντικές κατηγορίες κατά των Μαρτύρων
[Εικόνα στη σελίδα 240]
«Συνέλευση σε δάσος» το 1981
[Εικόνα στη σελίδα 251]
Η Επιτροπή του Τμήματος της Πολωνίας το 1992