-
ΑμαρτίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Σφάλματα, Παραβάσεις, Παραπτώματα. Οι Γραφές συνδέουν συχνά το «σφάλμα» (εβρ. κείμενο, ‛αβόν), την «παράβαση» (εβρ. κείμενο, πέσα‛· ελλ. κείμενο, παράβασις), το «παράπτωμα» (παράπτωμα, Κείμενο) και άλλες συναφείς λέξεις με την «αμαρτία» (εβρ. κείμενο, χαττά’θ· ελλ. κείμενο, ἁμαρτία). Όλες αυτές οι συναφείς λέξεις παρουσιάζουν συγκεκριμένες εκφάνσεις της αμαρτίας ή μορφές που προσλαμβάνει αυτή.
-
-
ΑμαρτίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Παράβαση. Η αμαρτία μπορεί να προσλάβει τη μορφή της “παράβασης”. Η λέξη παράβασις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει βασικά το να υπερβαίνει κανείς συγκεκριμένα όρια, ειδικά στην περίπτωση παραβίασης κάποιου νόμου. Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί το ρήμα παραβαίνω αναφέροντας την ερώτηση των Φαρισαίων και των γραμματέων ως προς το γιατί οι μαθητές του Ιησού “παρέβαιναν την παράδοση των παλαιοτέρων” καθώς και την αντερώτηση του Ιησού ως προς το γιατί αυτοί οι εναντιούμενοι “παρέβαιναν την εντολή του Θεού εξαιτίας της παράδοσής τους”, μέσω της οποίας καθιστούσαν άκυρο το λόγο του Θεού. (Ματ 15:1-6) Το ρήμα αυτό μπορεί επίσης να σημαίνει «φεύγω από το δρόμο μου», όπως συνέβη με τον Ιούδα που «παρέκκλινε» από τη διακονία του και από την ιδιότητά του ως αποστόλου. (Πρ 1:25) Σε μερικά πρωτότυπα ελληνικά κείμενα χρησιμοποιείται το ίδιο ρήμα όταν γίνεται αναφορά σε κάποιον που «παραβαίνει και δεν μένει εις την διδαχήν του Χριστού».—2Ιω 9, ΚΔΤΚ.
Στις Εβραϊκές Γραφές υπάρχουν παρόμοιες αναφορές στη διάπραξη αμαρτιών από ανθρώπους που “παραβίασαν”, “παρέκαμψαν” ή “προχώρησαν πέρα από” (εβρ., ‛αβάρ) τη διαθήκη του Θεού ή συγκεκριμένες εντολές.—Αρ 14:41· Δευ 17:2, 3· Ιη 7:11, 15· 1Σα 15:24· Ησ 24:5· Ιερ 34:18.
Ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι η λέξη παράβασις συσχετίζεται ιδιαίτερα με τον καθιερωμένο νόμο όταν λέει ότι «όπου δεν υπάρχει νόμος δεν υπάρχει ούτε παράβαση». (Ρω 4:15) Συνεπώς, ελλείψει νόμου ο αμαρτωλός δεν θα μπορούσε να αποκληθεί «παραβάτης». Ο Παύλος και οι άλλοι Χριστιανοί συγγραφείς χρησιμοποιούν με συνέπεια τη λέξη παράβασις (και παραβάτης) μιλώντας για το νόμο. (Παράβαλε Ρω 2:23-27· Γα 2:16, 18· 3:19· Ιακ 2:9, 11.) Εφόσον, λοιπόν, ο Αδάμ έλαβε άμεση εντολή από τον Θεό, ήταν ένοχος «παράβασης» ενός σαφούς νόμου. Η σύζυγός του, αν και απατήθηκε, ήταν και αυτή επίσης ένοχη παράβασης του ίδιου νόμου. (1Τι 2:14) Η διαθήκη του Νόμου η οποία διαβιβάστηκε στον Μωυσή μέσω αγγέλων προστέθηκε στην Αβραμιαία διαθήκη «για να κάνει φανερές τις παραβάσεις», ώστε να “τεθούν όλα μαζί τα πράγματα υπό κράτηση στην αμαρτία”, καθώς καταδίκαζε νομικά για αμαρτία όλους τους απογόνους του Αδάμ, περιλαμβανομένου και του Ισραήλ, και καταδείκνυε ότι όλοι χρειάζονταν σαφώς συγχώρηση και σωτηρία μέσω πίστης στον Χριστό Ιησού. (Γα 3:19-22) Άρα, αν ο Παύλος έθετε πάλι τον εαυτό του υπό το Μωσαϊκό Νόμο, θα έκανε πάλι τον εαυτό του “παραβάτη” εκείνου του Νόμου και θα υπόκειτο στην καταδίκη του, ενώ παράλληλα θα είχε παραμερίσει την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού που παρείχε απελευθέρωση από εκείνη την καταδίκη.—Γα 2:18-21· παράβαλε 3:1-4, 10.
-