Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης
ΗΤΑ
ΤΟΥΛΙ
ΓΚΟΝΤΧΑΟΥΝ
ΓΚΟΤΧΟΜΠ
ΓΙΟΥΛΙΑΝΕΧΟΠ
ΑΝΓΚΜΑΓΚΣΑΛΙΚ
ΤΟΥΛΙ—αυτό είναι το όνομα ενός οικισμού που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της Γροιλανδίας, του μεγαλύτερου νησιού στον κόσμο. Ο οικισμός ονομάστηκε έτσι το 1910, όταν ο Δανός εξερευνητής Κνουντ Ράσμουσεν τον χρησιμοποίησε ως σταθμό για τις πολικές αποστολές του. Ακόμη και σήμερα, η επίσκεψη στο Τούλι μοιάζει περισσότερο με αποστολή παρά με ταξίδι αναψυχής.
Εντούτοις, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για αποστολές στο Τούλι. Ανταποκρινόμενοι στην εντολή του Ιησού: ‘Να είστε μάρτυρές μου . . . ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης’, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ανυπομονούν να μεταφέρουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού σε αυτόν τον τόπο, έναν από τους βορειότερους μόνιμους οικισμούς του ανθρώπου στη γη.—Πράξεις 1:8· Ματθαίος 24:14.
‘Πότε θα Μπορέσουμε να Πάμε στο Τούλι;’
Το 1955 δυο Δανοί Μάρτυρες που ήθελαν να συμμετάσχουν στο κήρυγμα «ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης» έφτασαν στη Γροιλανδία. Αργότερα ήρθαν και άλλοι, και σιγά σιγά το έργο κηρύγματος που έκαναν κάλυψε τη νότια και τη δυτική ακτή μέχρι τον κόλπο Μέλβιλ καθώς και ένα μέρος της ανατολικής ακτής. Στα πιο απομακρυσμένα όμως μέρη, όπως το Τούλι, κήρυτταν σχεδόν αποκλειστικά μέσω αλληλογραφίας ή τηλεφώνου.
Κάποια μέρα το 1991, ο Μπο και η σύζυγός του Έλεν, δυο ολοχρόνιοι διάκονοι, στέκονταν σε ένα βράχο και παρατηρούσαν τον κόλπο Μέλβιλ. Κοιτώντας προς τα βόρεια, διερωτήθηκαν: ‘Πότε θα μπορέσουμε να ανεβούμε προς το Τούλι για να μεταδώσουμε τα καλά νέα της Βασιλείας στους ανθρώπους που ζουν εκεί;’
Το 1993, ο Βέρνερ, ένας άλλος ολοχρόνιος διάκονος, επιχείρησε να διασχίσει τον κόλπο Μέλβιλ με το Κάμανεκ (Φως), τη βενζινάκατό του μήκους 5,5 μέτρων. Είχε ταξιδέψει ήδη 1.200 χιλιόμετρα από το Γκότχομπ μέχρι την περιοχή του Ούπερναβικ. Εντούτοις, το να διασχίσει κάποιος τον κόλπο Μέλβιλ—400 χιλιόμετρα ανοιχτής Αρκτικής θάλασσας—είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Το μεγαλύτερο μέρος του έτους, ο κόλπος είναι αποκλεισμένος λόγω του πάγου. Ο Βέρνερ κατάφερε να διασχίσει τον κόλπο, αν και έχασε μια μηχανή εξαιτίας του πάγου. Μπόρεσε επίσης να ασχοληθεί λίγο με το έργο κηρύγματος προτού αναγκαστεί να επιστρέψει.
Προς το Τούλι
Έπειτα από εκείνο το ταξίδι, ο Βέρνερ άρχισε να καταστρώνει καινούρια σχέδια. Συζήτησε με τον Άρνε και την Κάριν—που είχαν και αυτοί ένα πλοιάριο 7 μέτρων το οποίο διέθετε τέσσερις κουκέτες και, το σπουδαιότερο, σύγχρονο εξοπλισμό πλοήγησης—σχετικά με το ενδεχόμενο να ταξιδέψουν μαζί στο Τούλι. Τα πλοιάρια θα τους πρόσφεραν κατάλυμα και, εφόσον θα ταξίδευαν και τα δύο μαζί, θα ήταν λιγότερο ριψοκίνδυνο να διασχίσουν τον κόλπο Μέλβιλ. Για να κηρύξουν στην κυρίως πόλη, με τους 600 κατοίκους της, καθώς και στους έξι οικισμούς που υπάρχουν στην περιοχή, χρειάζονταν περισσότερη βοήθεια. Έτσι, προσκάλεσαν τον Μπο και την Έλεν καθώς και τον Γιόργκεν και την Ίνγκε—όλους έμπειρους διακόνους, εξοικειωμένους με τα ταξίδια σε αυτή την περιοχή—να έρθουν μαζί τους. Πέντε άτομα από αυτή την ομάδα μιλούν επίσης τη γροιλανδική γλώσσα.
Έστειλαν εκ των προτέρων κάποιες ποσότητες Γραφικών εντύπων. Επίσης φόρτωσαν έντυπα και στα πλοιάρια, καθώς και αναγκαίες προμήθειες σε τρόφιμα και νερό, καύσιμα, μια βοηθητική μηχανή και μια φουσκωτή βάρκα. Κατόπιν, στις 5 Αυγούστου 1994, έπειτα από προετοιμασία μηνών, η ομάδα συγκεντρώθηκε, και τα δύο πλοιάρια περίμεναν έτοιμα και φορτωμένα στο λιμάνι του Ιλούλισατ. Το ταξίδι προς το βορρά άρχισε. Ο Βέρνερ, ο Μπο και η Έλεν ταξίδευαν με το μικρότερο από τα δύο πλοιάρια. «Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να κάθεσαι ή να ξαπλώνεις στην κουκέτα σου και να στηρίζεσαι κάπου», γράφει ο Μπο. Ας ακολουθήσουμε το ημερολόγιο του ταξιδιού.
«Σε μεγάλα τμήματα της διαδρομής, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Ένα μεγαλοπρεπές πανόραμα απλωνόταν μπροστά μας—η αστραφτερή θάλασσα, πυκνά στρώματα ομίχλης, ο λαμπερός ήλιος και ο γαλανός ουρανός, παγόβουνα με τα πιο γοητευτικά σχήματα και αποχρώσεις, ένας καφέ θαλάσσιος ίππος ο οποίος λιαζόταν πάνω σε κάποιο κομμάτι πάγου που επέπλεε, η ακτογραμμή με τις σκουρόχρωμες βουνοπλαγιές και τις μικρές πεδιάδες—μια ατέλειωτη εναλλαγή τοπίου.
»Ασφαλώς, το πιο ενδιαφέρον τμήμα ήταν η επίσκεψη στους οικισμούς που συναντούσαμε στην πορεία. Πάντοτε έρχονταν στην προκυμαία άνθρωποι, συνήθως παιδιά, για να δουν ποιοι ήταν οι επισκέπτες και να τους καλωσορίσουν. Διανέμαμε Γραφικά έντυπα και δανείζαμε στους ανθρώπους μια βιντεοταινία σχετικά με την οργάνωσή μας. Πολλοί μπόρεσαν να τη δουν προτού φύγουμε. Στο νότιο Ούπερναβικ, αρκετοί άνθρωποι ήρθαν προς τα πλοιάριά μας προτού καν φτάσουμε. Έτσι, ένα ολόκληρο απόγευμα, είχαμε επισκέπτες στα πλοιάρια και απαντήσαμε σε πολλές Γραφικές ερωτήσεις».
Τώρα, έπειτα από τα πρώτα 700 χιλιόμετρα της διαδρομής, τα δύο πλοιάρια ήταν έτοιμα να διασχίσουν τον κόλπο Μέλβιλ.
Το Ριψοκίνδυνο Εγχείρημα
«Αυτό θεωρούνταν από όλους ως το πιο ριψοκίνδυνο τμήμα της διαδρομής. Έπρεπε μάλιστα να διανύσουμε την απόσταση μεμιάς, επειδή ο οικισμός Σαβίσιβικ (το μέρος όπου αρχίζει η περιοχή και όπου θα καταφεύγαμε σε διαφορετική περίπτωση) εξακολουθούσε να είναι αποκλεισμένος εξαιτίας του πάγου.
»Έτσι, ξεκινήσαμε. Επειδή υπήρχε πολύς πάγος, απομακρυνθήκαμε περισσότερο από την ακτή, προς την ανοιχτή θάλασσα. Ευτυχώς, τα νερά ήταν ήρεμα. Οι πρώτες ώρες κύλησαν ήσυχα—σχίζαμε τον ωκεανό μίλι μίλι. Το απόγευμα είδαμε από μακριά το Κέιπ Γιορκ και στρίψαμε αργά προς τα βόρεια, πλησιέστερα στη στεριά. Τώρα συναντήσαμε πάλι πάγο—πολυκαιρισμένα, ογκώδη, θρυμματιζόμενα κομμάτια πάγου μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ακολουθήσαμε σε μεγάλη απόσταση την άκρη του πάγου, κάνοντας πού και πού ελιγμούς ανάμεσα σε στενά περάσματα. Κατόπιν απλώθηκε ομίχλη, μια πυκνή, γκρίζα ομίχλη που μπορούσες να την αγγίξεις, παράξενα όμορφη στο φως του ήλιου που έδυε. Και τα κύματα! Ομίχλη, κύματα και πάγος, όλα ταυτόχρονα—το καθένα από αυτά συνήθως είναι από μόνο του μια δυσκολία».
Μας Υποδέχονται
«Μπήκαμε σε πιο ήρεμα νερά καθώς πλησιάζαμε στο Πίτουφικ. Η δημιουργία μάς επιφύλαξε μεγαλειώδη υποδοχή: ο ήλιος ψηλά στον καταγάλανο ουρανό· μπροστά μας, το πλατύ, ηλιόλουστο φιόρδ, σπαρμένο με παγόβουνα που επέπλεαν· στο βάθος, το χαρακτηριστικό περίγραμμα του βράχου που υπάρχει στο Ντούντας—το παλιό Τούλι!» Πλέοντας άλλα 100 χιλιόμετρα περίπου προς τα βόρεια, οι ταξιδιώτες έφτασαν στον τελικό τους προορισμό.
Τώρα ανυπομονούσαν να αρχίσουν το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Δύο από αυτούς συνάντησαν αγενή αντίδραση στην πρώτη τους πόρτα. «Μας έδιωξαν λες και ήμασταν στη Δανία», είπαν. «Η πλειονότητα, όμως, μας υποδέχτηκε εγκάρδια. Οι άνθρωποι είχαν τους προβληματισμούς τους και ήταν καλά ενημερωμένοι. Μερικοί είπαν ότι είχαν ακούσει για εμάς και ότι χαίρονταν που τελικά πήγαμε. Γνωρίσαμε μερικούς υπέροχους ανθρώπους, όπως ορισμένους κυνηγούς φώκιας που έκαναν εξόρμηση στο Βόρειο Πόλο, καθώς και ντόπιους, οι οποίοι ήταν αυτάρκεις και μετρημένοι και αντιμετώπιζαν με κάποιο σκεπτικισμό το σύγχρονο πολιτισμό».
Τις επόμενες λίγες μέρες όλοι είχαν ωραίες εμπειρίες. Παντού τα Γραφικά έντυπα γίνονταν δεκτά με εκτίμηση. Σε πολλά σπίτια οι Μάρτυρες άρχισαν Γραφικές μελέτες αμέσως. Η Ίνγκε μιλάει για κάποιο σπίτι όπου βρήκε ενδιαφέρον: «Ήταν ένα καθαρό και ευχάριστο σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο. Επί τρεις συνεχείς μέρες, επισκεπτόμασταν τον πράο άντρα που ζούσε εκεί και μας έγινε πολύ αγαπητός. Ήταν ένας γνήσιος κυνηγός φώκιας, και είχε το καγιάκ του έξω από το σπίτι του. Είχε χτυπήσει πολλές πολικές αρκούδες, θαλάσσιους ίππους και, ασφαλώς, φώκιες. Στην τελευταία μας επίσκεψη, προσευχηθήκαμε μαζί του, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τώρα πρέπει να αφήσουμε τα πάντα στα χέρια του Ιεχωβά και να ευχηθούμε να μας δοθεί χρόνος και ευκαιρία να επιστρέψουμε».
Το Τούλι δέχεται συχνές επισκέψεις από Καναδούς Εσκιμώους. Η Ίνγκε αναφέρει: «Η Έλεν και εγώ συναντήσαμε αρκετούς Εσκιμώους από τον Καναδά. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτοί μπορούν να επικοινωνούν με τους Γροιλανδούς· φαίνεται πως οι άνθρωποι στην Αρκτική περιοχή μιλούν παρόμοιες γλώσσες. Αν και οι Καναδοί Εσκιμώοι έχουν τη δική τους γραπτή γλώσσα, μπορούσαν να διαβάζουν τα έντυπά μας στη γροιλανδική. Αυτό ίσως τους ανοίξει συναρπαστικές ευκαιρίες».
Έγιναν επισκέψεις με το πλοιάριο και σε οικισμούς που απείχαν 50 ως 60 χιλιόμετρα. «Πηγαίνοντας προς τον οικισμό Κέκερτατ, ακολουθήσαμε πιστά την ακτογραμμή, ελπίζοντας να βρούμε ανθρώπους που κυνηγούσαν νάρβαλ. Όπως περιμέναμε, στην προεξοχή ενός βράχου βρήκαμε τρεις τέσσερις οικογένειες που είχαν κατασκηνώσει εκεί, ντυμένους όλους με γούνες, με τις σκηνές τους και τα καγιάκ τους. Κρατώντας ένα καμάκι στο χέρι, οι άντρες κάθονταν εναλλάξ σε κάποιο βράχο για να εντοπίσουν τα πολυπόθητα νάρβαλ. Εφόσον ήδη περίμεναν μάταια αρκετές μέρες, δεν χάρηκαν πολύ που μας είδαν επειδή φοβήθηκαν μήπως τρομάζαμε τις φάλαινες και τις διώχναμε! Φαινόταν σαν να ζούσαν εντελώς στο δικό τους κόσμο. Οι γυναίκες δέχτηκαν μερικά έντυπα, αλλά δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για περισσότερη συζήτηση. Τελικά, φτάσαμε στο Κέκερτατ στις 11 το βράδυ και ολοκληρώσαμε την τελευταία μας επίσκεψη στον οικισμό στις 2 το πρωί!»
«Τελικά φτάσαμε στο Σιοράπαλουκ, το βορειότερο οικισμό στη Γροιλανδία. Βρίσκεται σε μια αμμώδη ακτή στους πρόποδες μερικών πράσινων, χορταριασμένων βράχων σε ένα κατά τα άλλα άγονο μέρος». Οι Μάρτυρες έχουν όντως φτάσει σε απομακρυσμένα μέρη της γης, τουλάχιστον προς τα βόρεια, καθώς ασχολούνται στο έργο κηρύγματος.
Ολοκληρώνεται το Ταξίδι
Οι Μάρτυρες είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Κήρυξαν από σπίτι σε σπίτι και από σκηνή σε σκηνή, έδωσαν έντυπα, έκαναν συνδρομές, έδειξαν βιντεοταινίες, μίλησαν σε πολλούς Γροιλανδούς και διεξήγαγαν Γραφικές μελέτες. Ήταν πια καιρός να επιστρέψουν. «Όταν μπήκαμε στη βάρκα μας εκείνο το βράδυ για να απομακρυνθούμε κωπηλατώντας από τον οικισμό Μόριουσακ, αρκετοί άνθρωποι ήρθαν στην παραλία για να μας αποχαιρετήσουν, κουνώντας τα βιβλία και τα ειδικά βιβλιάρια που είχαν πάρει».
Αργότερα, σε ένα ερημικό μέρος της ακτής, οι Μάρτυρες είδαν έκπληκτοι έναν άντρα να κάνει σινιάλο από κάποιο βράχο—εκεί στη μέση τού πουθενά! «Φυσικά, πλησιάσαμε στην ακτή για να τον συναντήσουμε. Ήταν ένας νεαρός από το Βερολίνο της Γερμανίας, ο οποίος ταξίδευε κατά μήκος της ακτής με το καγιάκ του εδώ και ένα μήνα. Στη Γερμανία τον επισκέπτονταν τακτικά Μάρτυρες του Ιεχωβά και είχε πολλά από τα βιβλία τους. Μείναμε λίγες ώρες μαζί του, και εντυπωσιάστηκε πραγματικά που συνάντησε Μάρτυρες σε ένα τέτοιο μέρος».
Στον οικισμό Σαβίσιβικ, τον οποίο προσπέρασαν όταν πήγαιναν, οι περιοδεύοντες διάκονοι έγιναν δεκτοί με εγκάρδιο τρόπο. Μερικοί άνθρωποι εκεί είχαν πάρει έντυπα την προηγούμενη χρονιά και τα είχαν διαβάσει, και πεινούσαν για περισσότερη πνευματική τροφή.
Στο γυρισμό, χρειάστηκαν 14 ώρες για να διασχίσουν τον κόλπο Μέλβιλ. «Είδαμε το ηλιοβασίλεμα, το οποίο εδώ κρατάει πολλές ώρες, με μαγευτικά χρώματα που αλλάζουν διαρκώς. Η ανατολή του ήλιου, αμέσως μετά, διήρκεσε και αυτή πολλή ώρα. Ενώ οι κόκκινες και βυσσινί ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος κάλυπταν ακόμη το βορειοανατολικό ουρανό, ο ήλιος ανέτειλε λίγο στα νότια. Είναι αδύνατον να περιγράψει κάποιος—ή και να φωτογραφίσει—αυτή τη σκηνή στο πλήρες». Το πλήρωμα δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα.
«Καθώς φτάναμε στο Κουλορσουάκ, νιώθαμε πολύ κουρασμένοι. Αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι. Είχαμε ολοκληρώσει με επιτυχία το ταξίδι μας! Στην υπόλοιπη διαδρομή μας, βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον σε πόλεις και οικισμούς που συναντούσαμε κατά μήκος της ακτής. Συχνά μας έκαναν την ερώτηση: ‘Γιατί δεν μένετε μαζί μας μερικοί από εσάς; Λυπόμαστε που σας βλέπουμε να φεύγετε τόσο γρήγορα!’»
Στο Κάρσουτ, μια φιλική οικογένεια προσκάλεσε πέντε από τους επισκέπτες να γευματίσουν μαζί τους. «Η οικογένεια ήθελε να μείνουμε εκεί το βράδυ. Αλλά επειδή σε απόσταση 40 χιλιομέτρων υπήρχαν καλύτερα αγκυροβόλια, αρνηθήκαμε ευγενικά την πρόσκληση και αποπλεύσαμε. Αργότερα ακούσαμε ότι, νωρίς το επόμενο πρωί, ένα μεγάλο παγόβουνο είχε σπάσει και κάποιο κύμα αναποδογύρισε 14 μικρά πλοιάρια εκεί όπου ήμασταν!»
Τελικά, η ομάδα επέστρεψε στο Ιλούλισατ, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή της στο Τούλι. Περίπου τον ίδιο καιρό, δυο άλλοι ευαγγελιζόμενοι ταξίδεψαν σε απομονωμένα μέρη της ανατολικής ακτής της Γροιλανδίας. Στα δύο εκείνα ταξίδια, οι ευαγγελιζόμενοι διένειμαν συνολικά 1.200 βιβλία, 2.199 ειδικά βιβλιάρια και 4.224 περιοδικά, και έκαναν 152 συνδρομές. Τώρα συνεχίζεται η επαφή με τα πολλά νεοενδιαφερόμενα άτομα μέσω τηλεφώνου και αλληλογραφίας.
Παρ’ όλο το χρόνο, την ενέργεια και τα έξοδα που περιλαμβάνονται, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βρίσκουν μεγάλη χαρά εκτελώντας την εντολή του Κυρίου τους να ‘είναι μάρτυρές μου . . . ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης’.—Πράξεις 1:8.
[Πλαίσιο στη σελίδα 28]
Στην Ανατολική Ακτή της Γροιλανδίας
ΠΕΡΙΠΟΥ τον ίδιο καιρό που η ομάδα των ευαγγελιζομένων έφτανε στο Τούλι, ένα αντρόγυνο Μαρτύρων, ο Βίγκο και η Σόνια, ταξίδευαν σε κάποιον άλλον ανεπεξέργαστο τομέα—το Ιτοκορτόρμιτ (Σκόρσμπισουντ) στην ανατολική ακτή της Γροιλανδίας. Για να φτάσουν εκεί, έπρεπε να ταξιδέψουν στην Ισλανδία, να πάρουν το αεροπλάνο για να φτάσουν στο Κόνσταμπλ Πόιντ στη γροιλανδική ακτή και κατόπιν να πάνε με ελικόπτερο.
«Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ήρθαν εδώ Μάρτυρες του Ιεχωβά», αναφέρουν εκείνοι οι δυο σκαπανείς, των οποίων η μητρική γλώσσα είναι η γροιλανδική. «Παρά την απομόνωσή τους, οι άνθρωποι μας εξέπληξαν με το πόσο ενημερωμένοι ήταν. Ωστόσο, με χαρά μάθαιναν επίσης καινούρια πράγματα. Έχοντας ταλέντο στο να αφηγούνται ιστορίες, μας μιλούσαν με ενθουσιασμό για το κυνήγι της φώκιας και για άλλες εμπειρίες από τη ζωή στη φύση». Πώς ανταποκρίθηκαν στο έργο κηρύγματος;
«Κηρύττοντας από σπίτι σε σπίτι, συναντήσαμε τον Τζ——, ο οποίος είναι κατηχητής. ‘Ευχαριστώ που με συμπεριλάβατε στις επισκέψεις σας’, είπε. Του δείξαμε τα έντυπά μας και πώς να τα χρησιμοποιεί. Την επομένη ήρθε να μας βρει και ήθελε να μάθει για το όνομα Ιεχωβά. Του δείξαμε κάποια επεξήγηση σε μια υποσημείωση στη δική του Αγία Γραφή στη γροιλανδική. Όταν φύγαμε, τηλεφώνησε στους αδελφούς μας στο Νουκ για να εκφράσει ευχαριστίες για την επίσκεψή μας. Πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια για την υποβοήθηση αυτού του άντρα.
»Συναντήσαμε επίσης τον Ο——, ένα δάσκαλο που γνωρίζει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μας παραχώρησε δύο ώρες για να μιλήσουμε στην τάξη του που περιλάμβανε παιδιά από 14 ως 16 χρονών. Έτσι, τους δείξαμε τη βιντεοταινία μας και απαντήσαμε στις ερωτήσεις τους. Το βιβλίο Οι Νεαροί Ρωτούν—Αποτελεσματικές Απαντήσειςa καθώς και άλλα βιβλία έγιναν ανάρπαστα. Συναντήσαμε τρία από τα κορίτσια αργότερα. Είχαν πολλές ερωτήσεις, και ένα από αυτά έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ρώτησε: ‘Πώς γίνεται κάποιος Μάρτυρας; Ασφαλώς είναι καλό να είναι κανείς σαν εσάς. Και ο πατέρας μου είναι με το μέρος σας’. Υποσχεθήκαμε να της γράψουμε.
»Σε κάποιον οικισμό, συναντήσαμε έναν άλλον κατηχητή, τον Μ——, και είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Προσφέρθηκε να φροντίσει ώστε οι άντρες που έλειπαν στο κυνήγι να πάρουν τα έντυπά μας μόλις επέστρεφαν. Έτσι, αυτός είναι τώρα ο ‘ευαγγελιζόμενος’ που μας εκπροσωπεί σε εκείνο το μακρινό μέρος».
Μολονότι ήταν κουραστικό ταξίδι και χρειάστηκε να κάνουν έναν ολόκληρο κύκλο, οι δυο σκαπανείς ένιωσαν ότι οι προσπάθειές τους ανταμείφτηκαν πλούσια.
[Υποσημείωση]
a Είναι έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά.