-
Ένα Δίλημμα για την Καθολική ΕκκλησίαΞύπνα!—1991 | Φεβρουάριος 22
-
-
Το Διάταγμα περί Οικουμενισμού της Β΄ Συνόδου του Βατικανού
Ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ έζησε αρκετά ώστε να κηρύξει την έναρξη των εργασιών της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού, αλλά πέθανε λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1963, αρκετό καιρό πριν λήξουν οι εργασίες της συνόδου το Δεκέμβριο του 1965. Εντούτοις, το Διάταγμα περί Οικουμενισμού εκδόθηκε από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ στις 21 Νοεμβρίου 1964. Αυτό δήλωνε στην εισαγωγή του: «Η αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ όλων των Χριστιανών είναι ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού».
Είναι σημαντικό ότι ο Ιησουίτης ιερέας Γουόλτερ Μ. Άμποτ έγραψε στο έργο του Τα Πρακτικά της Β΄ Συνόδου του Βατικανού (The Documents of Vatican II): «Το Διάταγμα περί Οικουμενισμού σημειώνει την πλήρη είσοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο οικουμενικό κίνημα». Και με παρόμοιο πνεύμα, κάτω από τον τίτλο «Ο Ρωμαιοκαθολικισμός μετά τη δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού», Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα έλεγε με αισιοδοξία: «Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει εγκαταλείψει επίσημα τη θέση ότι είναι η ‘μία αληθινή εκκλησία’».
Αλλά έχει πραγματικά εγκαταλείψει αυτή τη θέση η Καθολική Εκκλησία; Με ποιες προϋποθέσεις έπρεπε να πραγματοποιηθεί η ενότητα; Το Διάταγμα περί Οικουμενισμού, αφού καθόριζε το βαθμό στον οποίο θα μπορούσαν οι Καθολικοί να συμμετέχουν σε οικουμενικές δραστηριότητες, κατόπιν δήλωνε: «Αυτή η ιερή Σύνοδος παροτρύνει τους πιστούς να απέχουν από κάθε επιπόλαιο ή ασύνετο ζήλο. . . . Οι οικουμενικές τους δραστηριότητες δεν μπορεί παρά να είναι πλήρως και ειλικρινώς Καθολικές, δηλαδή πιστές στην αλήθεια που παραλάβαμε από τους Αποστόλους και τους Πατέρες, και σε αρμονία με την πίστη την οποία ομολογούσε ανέκαθεν η Καθολική Εκκλησία».
Εμπόδια για την Επίτευξη Ενότητας
Το γεγονός είναι ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν εγκατέλειψε τη θέση ότι είναι η μία αληθινή εκκλησία. Το Διάταγμα περί Οικουμενισμού της Β΄ Συνόδου του Βατικανού δηλώνει: «Μόνο μέσω της Καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, η οποία αποτελεί την παγκόσμια βοήθεια για σωτηρία, μπορεί να αποκτηθεί πλήρως το μέσο για σωτηρία. Μόνο στο σώμα των αποστόλων, του οποίου ο Πέτρος είναι η κεφαλή, πιστεύουμε ότι εμπιστεύτηκε ο Κύριός Μας όλες τις ευλογίες της Νέας Διαθήκης».
Το πρόσφατο γαλλικό σύγγραμμα Τέο—Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια (Théo—Nouvelle Encyclopédie Catholique) (1989) δηλώνει: «Για τους Καθολικούς, ο πάπας, ως διάδοχος του Πέτρου, αποτελεί θεολογικά το αμετάβλητο στοιχείο για την ενότητα της Εκκλησίας και των επισκόπων. Η καθαρή αλήθεια, όμως, είναι ότι ο πάπας αποτελεί την κυριότερη αιτία για τη διαίρεση μεταξύ των Χριστιανών».
Η διαιρετική αυτή δοξασία περί πρωτείου του πάπα έχει στενή σχέση με το δόγμα περί αλάθητου του πάπα και με το δόγμα περί αποστολικής διαδοχής των Καθολικών επισκόπων, που και τα δυο είναι απαράδεκτα για τις περισσότερες μη Καθολικές εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου. Έκανε τίποτα η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού για να τροποποιήσει την Καθολική θέση σχετικά μ’ αυτές τις δοξασίες;
Την απάντηση τη δίνει ο Καταστατικός Χάρτης περί Δογμάτων της Εκκλησίας της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, στην παράγραφο 18: «Η ιερή αυτή σύνοδος, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε η Πρώτη Σύνοδος του Βατικανού [η οποία εξέδωσε το διάταγμα περί αλάθητου του πάπα], διδάσκει και διακηρύττει μ’ αυτόν το χάρτη ότι ο Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος πνευματικός ποιμένας, ίδρυσε την αγία Εκκλησία με το να εμπιστευτεί στους αποστόλους την αποστολή τους, όπως ο ίδιος είχε σταλεί από τον Πατέρα (παράβαλε Ιωάν. 20:21). Το θέλημά του υπαγόρευε να είναι ποιμένες στην Εκκλησία του μέχρι το τέλος του κόσμου οι διάδοχοι εκείνων, δηλαδή οι επίσκοποι. Ωστόσο, για να είναι το ίδιο το σώμα των επισκόπων ένα και αδιαίρετο, εκείνος έθεσε τον Πέτρο κεφαλή των άλλων αποστόλων, και στο πρόσωπο εκείνου θέσπισε μια διαρκή και ορατή πηγή και βάση για την ενότητα τόσο στην πίστη όσο και στην επικοινωνία. Η ιερή σύνοδος απαιτεί και πάλι να πιστεύουν σταθερά όλοι οι πιστοί τη διδασκαλία αυτή που αφορά το θεσμό, τη μονιμότητα, τη φύση και τη σπουδαιότητα του ιερού πρωτείου του Ποντίφικα της Ρώμης και του αλάθητου διδασκαλικού αξιώματός του, και, ακολουθώντας χωρίς παρέκκλιση την ίδια αυτή αντίληψη, απαιτεί να διακηρύσσεται δημόσια και να διατυπώνεται με σαφήνεια η δοξασία σχετικά με τους επισκόπους, τους διαδόχους των αποστόλων, οι οποίοι μαζί με το διάδοχο του Πέτρου, τον Βικάριο του Χριστού και ορατή κεφαλή ολόκληρης της Εκκλησίας, καθοδηγούν τον οίκο του ζώντος Θεού».
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ο Καταστατικός Χάρτης περί Δογμάτων της Εκκλησίας εκδόθηκε από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ την ίδια μέρα κατά την οποία εκείνος υπέγραψε το Διάταγμα περί Οικουμενισμού. Και την ίδια εκείνη μέρα της 21ης Νοεμβρίου 1964, αυτός έκανε μια δήλωση με την οποία ανακήρυσσε «τη Μαρία ‘Μητέρα της Εκκλησίας’, δηλαδή όλων των πιστών και όλων των πνευματικών ποιμένων». Πώς γίνεται να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Διάταγμα περί Οικουμενισμού ‘σημείωσε την πλήρη είσοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο οικουμενικό κίνημα’, όταν ο πάπας διάλεξε την ημέρα που εκδόθηκε αυτό για να επιβεβαιώσει δόγματα που είναι εντελώς απαράδεκτα για την πλειονότητα των μελών του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών;
Το Δίλημμα της Εκκλησίας
Ο Δρ Σάμιουελ Μακ Κρι Κάβερτ, πρώην γενικός γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου των Εκκλησιών, ο οποίος έπαιξε ηγετικό ρόλο στο σχηματισμό του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, δήλωσε: «Στην πραγματικότητα, το Διάταγμα [περί Οικουμενισμού] δεν συμβιβάζει την οικουμενική του αντίληψη με τον ισχυρισμό του ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία. . . . Μ’ αυτό σχετίζεται και ο περαιτέρω ισχυρισμός περί πρωτείου του Πέτρου και περί δικαιοδοσίας του επί ολόκληρης της Εκκλησίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί φαίνεται να καταδεικνύουν ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός αντιλαμβάνεται πάγια τον οικουμενισμό ως οικουμενισμό με άξονα τη Ρώμη».
Ο Δρ Κόνραντ Ρέιζερ, βοηθός του γενικού γραμματέα του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, δήλωσε: «Ο πάπας [Ιωάννης Παύλος Β΄] κάνει πολλές δηλώσεις περί οικουμενισμού, αλλά εμπνέεται από μια αποστολή που τον οδηγεί σε διαφορετική κατεύθυνση».
Αυτή η εμφανής αντίθεση μεταξύ του οικουμενικού προσώπου του Βατικανού και της αδιάλλακτης προσκόλλησής του στις παραδοσιακές του αντιλήψεις δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αποκαλύπτει ότι η Εκκλησία της Ρώμης βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλημμα. Αν είναι ειλικρινής όσον αφορά τη συμμετοχή της στο οικουμενικό κίνημα για Χριστιανική ενότητα, τότε θα πρέπει να παραιτηθεί του ισχυρισμού της ότι είναι η μόνη αληθινή εκκλησία. Αν αρνηθεί να παραιτηθεί αυτού του ισχυρισμού, τότε θα πρέπει να παραδεχτεί ότι ο λεγόμενος οικουμενισμός της δεν είναι παρά μια τακτική που ακολουθεί προκειμένου να ελκύσει την Ορθόδοξη εκκλησία και την Προτεσταντική εκκλησία έτσι ώστε να γυρίσουν στο Καθολικό ποίμνιο.
Για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, η Καθολική Εκκλησία θα πρέπει να παραδεχτεί είτε ότι οι ισχυρισμοί που έκανε επί τόσους αιώνες είναι ψεύτικοι είτε ότι η τωρινή συμμετοχή της στο οικουμενικό κίνημα είναι σκέτη υποκρισία. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, πολλά ειλικρινή μέλη των εκκλησιών του Χριστιανικού κόσμου είναι μπερδεμένα. Αναρωτιούνται αν θα μπορέσει ποτέ να επιτευχθεί Χριστιανική ενότητα.
-
-
Είναι Εφικτή η Χριστιανική Ενότητα;Ξύπνα!—1991 | Φεβρουάριος 22
-
-
Το Καθολικό βιβλίο Τα Πρακτικά της Β΄ Συνόδου του Βατικανού (The Documents of Vatican II) δηλώνει: «Κάθε χρόνο τον Ιανουάριο, εδώ και πολλές δεκαετίες, οι Ρωμαιοκαθολικοί αναπέμπουν επί οχτώ μέρες προσευχές για Χριστιανική ενότητα. Μέχρι το 1959, η γενική ιδέα πίσω απ’ αυτές τις ημέρες προσευχών, 18-25 Ιανουαρίου, ήταν η ελπίδα ότι οι Προτεστάντες θα ‘επέστρεφαν’ στη μία αληθινή Εκκλησία και ότι το Ορθόδοξο σχίσμα θα τελείωνε».
Άλλαξε σημαντικά η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού την άποψη της Καθολικής Εκκλησίας για Χριστιανική ενότητα; Ο διάδοχος του Πάπα Ιωάννη, ο Παύλος ΣΤ΄, εξέδωσε τον Καταστατικό Χάρτη περί Δογμάτων της Εκκλησίας της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, ο οποίος λέει: «Αυτή είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού, για την οποία στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική. . . . Αυτή η Εκκλησία, που συγκροτήθηκε και οργανώθηκε ως κοινωνία στον παρόντα κόσμο, συνιστά την Καθολική Εκκλησία, η οποία κυβερνάται από το διάδοχο του Πέτρου και από τους επισκόπους σε συνεργασία μ’ αυτόν».
Άρα, η άποψη της Καθολικής Εκκλησίας για τη Χριστιανική ενότητα δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Η ουσία της άποψης που εκφράστηκε στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού είναι ότι όποια καλά πράγματα υπάρχουν εκτός Καθολικής Εκκλησίας ανήκουν στην πραγματικότητα σ’ αυτήν και είναι, συνεπώς, όπως λέει ο Καταστατικός Χάρτης περί Δογμάτων της Εκκλησίας, «δυνάμεις που ωθούν προς την Καθολική ενότητα».
Είναι σε Θέση να Προωθήσει την Ενότητα;
Τι μπορεί να λεχτεί για το χιλιοειπωμένο ισχυρισμό της Καθολικής Εκκλησίας ότι είναι «μία, αγία, καθολική και αποστολική»; Πρώτον, το πρόσφατο σχίσμα των Καθολικών οπαδών της παράδοσης υπό την ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Λεφέβρ, για να μη μιλήσουμε και για τον ανοιχτό στασιασμό εκατοντάδων Καθολικών θεολόγων, διαψεύδει τον ισχυρισμό της εκκλησίας ότι είναι «μία».a
-