Έλληνες Ιστορικοί της Κλασικής Περιόδου
Ο όρος «κλασική» στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στην εποχή και τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Εκτός του ότι τα συγγράμματα ορισμένων κλασικών ιστορικών αποτελούν πηγή ελληνικής και ρωμαϊκής ιστορίας, πάνω σ’ αυτά βασίζονται σύγχρονοι ιστορικοί για να καλύψουν κενά ή να επαληθεύσουν ορισμένα στοιχεία των υπομνημάτων της αρχαίας Αιγύπτου, Ασσυρίας, Βαβυλώνας, Περσίας, Συρίας και Παλαιστίνης. Ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς περιλαμβάνονται οι εξής: ο Ηρόδοτος (484-425 π.Χ.)· ο Θουκυδίδης (περίπου 471-;)· ο Ξενοφών (434-355 π.Χ.)· ο Κτησίας (5ος αιώνας π.Χ.)· και αργότερα, ο Στράβων, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ του πρώτου αιώνα π.Χ. και ο Πλούταρχος του πρώτου και δεύτερου αιώνα μ.Χ.
Αναφέρεται για τον Ηρόδοτο ότι ήταν «εύπιστος, του άρεσε να εντυπωσιάζει, και οι σκέψεις του ήταν ασαφείς και ανακριβείς»· λέγεται ότι «δεν μπορεί να γίνει ο ισχυρισμός ότι πρέπει να καταταχτεί σαν κριτικός ιστορικός», επειδή ανήκε καθαρά «στη σχολή των ρομαντικών» και ήταν τόσο παραμυθάς όσο και ιστορικός. (Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα, 11η έκδοση, Τόμ. 13, σ. 383) Επιπλέον, «βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από ανακρίβειες στις εκθέσεις του, ιδιαίτερα σ’αυτές που αφορούν τις Θήβες και την Άνω Αίγυπτο. (Περίληψη της Περσικής Ιστορίας Καθηγητής Α. Γ. Αλ, σ. 15) Όσο για το έργο του Ξενοφώντα, Κύρου Παιδεία, αυτό ονομάζεται «πολιτικό και φιλοσοφικό ρομάντσο». «Από το έργο απορρέει ένας ξεχωριστός ηθικός σκοπός, για τον οποίο θυσιάζεται η κατά γράμμα αλήθεια. Για παράδειγμα, ο Κύρος παρουσιάζεται να πεθαίνει ήσυχα στο κρεβάτι του, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, φονεύτηκε σε μια εκστρατεία εναντίον των Μασσαγετών.» (Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα, 11η έκδοση, Τόμ. 28, σ. 886) Ο Ρώλινσον (Οι Εφτά Μεγάλες Μοναρχίες, Τόμ. 11, σ. 85) κατηγορεί τον Κτησία ότι σκόπιμα μακραίνει την περίοδο της μοναρχίας των Μήδων «με συνειδητή χρήση του συστήματος της επανάληψης». «Κάθε βασιλιάς, ή περίοδος, που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο εμφανίζεται στον κατάλογο του Κτησία δύο φορές—ένα ολοφάνερο τέχνασμα αδέξια καλυμμένο με το φτηνό μέσο της ελεύθερης επινόησης ονομάτων».
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Θουκυδίδης θεωρείται ευρύτατα σαν μια εξαίρεση στον γενικό κανόνα της ανακρίβειας και της απροσεξίας, πράγματα τα οποία καταλογίζονται πολύ συχνά στους κλασικούς ιστορικούς. Ο Θουκυδίδης είναι φημισμένος για τη λεπτομερή του έρευνα. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση, Τόμ. 26, σ. 894) λέει γι’ αυτόν τα εξής: «ο Θουκυδίδης ξεχωρίζει από τους άνδρες των ημερών του (πέμπτου αιώνα π.Χ.) . . . ως προς το πλάτος της πνευματικής γνώσης η οποία θα μπορούσε να συλλάβει τη γενική σημασία ιδιαίτερων γεγονότων. Κατά την άποψή του, το σφάλμα των ‘χρονικογράφων’, ήταν ότι αυτοί ενδιαφέρονταν μόνο να είναι δημοφιλείς και δεν κατέβαλαν προσπάθειες να κάνουν την αφήγησή τους αξιόπιστη. Ο Θουκυδίδης σε αντίθεση μ’ αυτούς τους προηγούμενους ιστορικούς είχε υποβάλει το υλικό των έργων του στην πιο λεπτομερή εξέταση. Η αρχή που κυριαρχούσε στη δουλειά του ήταν η αυστηρή προσκόλληση σε προσεκτικά επαληθευμένα γεγονότα. ‘Όσο για τα έργα που έγιναν στον πόλεμο, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ελεύθερο να τα καταγράψω βασισμένος πάνω στη μαρτυρία του πρώτου πληροφοριοδότη ή σε αυθαίρετες εικασίες. Η αφήγησή μου στηρίζεται ή στην προσωπική γνώση ή στη βαθύτερη πιθανή εξέταση της κάθε δήλωσης που έγινε από άλλους. Η πορεία της έρευνας ήταν κοπιαστική, επειδή οι αφηγήσεις αυτών που ήταν μάρτυρες διάφορων γεγονότων αλληλοσυγκρούονταν καθώς τους επηρέαζε η μεροληψία ή σύμφωνα με τη μνήμη τους’».