Τα Συναρπαστικά Χρονικά του Ιώσηπου
ΟΣΟΙ μελετούν ιστορία ασχολούνται εδώ και πολύ καιρό με τα συναρπαστικά συγγράμματα του Ιώσηπου. Γεννημένος μόλις τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού, ήταν αυτόπτης μάρτυρας της τρομακτικής εκπλήρωσης της προφητείας του Ιησού σχετικά με το Ιουδαϊκό έθνος του πρώτου αιώνα. Ο Ιώσηπος ήταν στρατιωτικός διοικητής, διπλωμάτης, Φαρισαίος και λόγιος.
Τα συγγράμματα του Ιώσηπου βρίθουν από σαγηνευτικές λεπτομέρειες. Διαφωτίζουν το Βιβλικό κανόνα ενώ παράλληλα παρέχουν ένα λογοτεχνικό οδηγό για την τοπογραφία και τη γεωγραφία της Παλαιστίνης. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί θεωρούν τα έργα του ως πολύτιμο συμπλήρωμα στη βιβλιοθήκη τους!
Τα Πρώτα Χρόνια της Ζωής Του
Ο Ιωσήφ μπεν Ματθίας, ή Ιώσηπος, γεννήθηκε το 37 Κ.Χ., τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καλιγούλα. Ο πατέρας του Ιώσηπου ανήκε σε ιερατική οικογένεια. Η μητέρα του, σύμφωνα με ισχυρισμούς του, ήταν απόγονος του Ασμοναίου αρχιερέα Ιωνάθαν.
Στη διάρκεια της εφηβείας του, ο Ιώσηπος ήταν ένθερμος μελετητής του Μωσαϊκού Νόμου. Ανέλυσε προσεκτικά τρεις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού—τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους. Προτιμώντας τους τελευταίους, αποφάσισε να ζήσει τρία χρόνια κοντά σε έναν ερημίτη που ονομαζόταν Βάννος, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν Εσσαίος. Εγκαταλείποντας αυτή τη ζωή σε ηλικία 19 χρονών, ο Ιώσηπος επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και προσχώρησε στους Φαρισαίους.
Στη Ρώμη και Πίσω
Ο Ιώσηπος πήγε στη Ρώμη το 64 Κ.Χ. προκειμένου να μεσολαβήσει για μερικούς Ιουδαίους ιερείς τους οποίους ο ανθύπατος Φήλιξ της Ιουδαίας είχε στείλει στον Αυτοκράτορα Νέρωνα για να τους δικάσει. Ο Ιώσηπος ναυάγησε στη διάρκεια του ταξιδιού και μόλις και μετά βίας γλίτωσε το θάνατο. Διασώθηκαν μόνο 80 από τους 600 επιβάτες που ήταν στο πλοίο.
Στη διάρκεια της επίσκεψης του Ιώσηπου στη Ρώμη, ένας Ιουδαίος ηθοποιός τον σύστησε στη σύζυγο του Νέρωνα, την αυτοκράτειρα Ποππαία. Εκείνη έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία της αποστολής του. Το μεγαλείο της πόλης εντυπωσίασε βαθιά τον Ιώσηπο.
Όταν ο Ιώσηπος επέστρεψε στην Ιουδαία, η ιδέα της εξέγερσης εναντίον της Ρώμης είχε ριζώσει στο μυαλό των Ιουδαίων. Αυτός προσπάθησε να καταδείξει στους συμπατριώτες του τη ματαιότητα του πολέμου εναντίον της Ρώμης. Καθώς δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει και πιθανώς επειδή φοβόταν ότι θα τον θεωρούσαν προδότη, δέχτηκε τη θέση του διοικητή των ιουδαϊκών στρατευμάτων στη Γαλιλαία. Ο Ιώσηπος συγκέντρωσε και εκπαίδευσε τους άντρες του και εξασφάλισε προμήθειες προετοιμαζόμενος για τη μάχη εναντίον των ρωμαϊκών δυνάμεων—αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Γαλιλαία έπεσε στο στρατό του Βεσπασιανού. Μετά την πολιορκία που διήρκεσε 47 μέρες, το φρούριο του Ιώσηπου στα Ιωτάπατα καταλήφτηκε.
Όταν ο Ιώσηπος παραδόθηκε, με διορατικότητα πρόβλεψε ότι ο Βεσπασιανός σύντομα θα γινόταν αυτοκράτορας. Φυλακίστηκε αλλά γλίτωσε την τιμωρία λόγω της πρόβλεψής του, και αφέθηκε ελεύθερος όταν αυτή επαληθεύτηκε. Αυτό αποτέλεσε σημείο στροφής στη ζωή του. Για το υπόλοιπο του πολέμου, υπηρέτησε τους Ρωμαίους ως διερμηνέας και μεσολαβητής. Σε ένδειξη της προστασίας που του παρείχαν ο Βεσπασιανός και οι γιοι του, Τίτος και Δομιτιανός, ο Ιώσηπος πρόσθεσε το οικογενειακό όνομα Φλάβιος στο δικό του.
Τα Έργα του Φλάβιου Ιώσηπου
Το αρχαιότερο από τα συγγράμματα του Ιώσηπου φέρει τον τίτλο Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος. Πιστεύεται ότι συνέγραψε αυτή την εφτάτομη αφήγηση για να δώσει στους Ιουδαίους μια παραστατική περιγραφή της ανώτερης δύναμης της Ρώμης και για να παράσχει κάτι που θα απέτρεπε μελλοντικές επαναστάσεις. Αυτά τα συγγράμματα διερευνούν την ιουδαϊκή ιστορία από την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Επιφανή (το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ.) μέχρι τη θυελλώδη σύγκρουση του 67 Κ.Χ. Ως αυτόπτης μάρτυρας, ο Ιώσηπος κατόπιν εξετάζει τον πόλεμο που κορυφώνεται το 73 Κ.Χ.
Ένα άλλο έργο του Ιώσηπου ήταν η Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, η ιστορία των Ιουδαίων σε 20 τόμους. Αρχίζοντας από τη Γένεση και τη δημιουργία, προχωρεί και φτάνει ως το ξέσπασμα του πολέμου με τη Ρώμη. Ο Ιώσηπος ακολουθεί πιστά τη σειρά της Βιβλικής αφήγησης, προσθέτοντας παραδοσιακές εξηγήσεις και εξωτερικές παρατηρήσεις.
Ο Ιώσηπος έγραψε μια προσωπική αφήγηση με τον απέριττο τίτλο Βίος. Σε αυτό το έργο επιζητεί να δικαιολογήσει τη στάση του κατά τη διάρκεια του πολέμου και προσπαθεί να μετριάσει τις κατηγορίες που του επέρριψε ο Ιούστος από την Τιβεριάδα. Ένα τέταρτο έργο—μια δίτομη απολογία με τίτλο Κατ’ Απίωνος—υπερασπίζεται τους Ιουδαίους από παραποιημένες πληροφορίες.
Ενόραση στο Λόγο του Θεού
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι μεγάλο μέρος της ιστορίας του Ιώσηπου είναι ακριβές. Στο έργο του που φέρει τον τίτλο Κατ’ Απίωνος, δείχνει ότι οι Ιουδαίοι ποτέ δεν περιέλαβαν τα Απόκρυφα βιβλία ως μέρος των θεόπνευστων Γραφών. Δίνει μαρτυρία για την ακρίβεια και την εσωτερική αρμονία των θεϊκών συγγραμμάτων. Ο Ιώσηπος λέει: «Εμείς δεν έχουμε αναρίθμητο πλήθος βιβλίων ανάμεσά μας, ασύμφωνων και αντιφατικών μεταξύ τους, . . . αλλά μονάχα είκοσι δύο βιβλία [τα οποία ισοδυναμούν με τη σύγχρονη διαίρεση των Γραφών σε 39 βιβλία], που περιέχουν τα υπομνήματα όλων των περασμένων εποχών· τα οποία δίκαια πιστεύεται ότι είναι θεϊκά».
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ο Ιώσηπος προσθέτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στη Βιβλική αφήγηση. Λέει ότι «ο Ισαάκ ήταν είκοσι πέντε χρονών» όταν ο Αβραάμ τον έδεσε χειροπόδαρα για να τον θυσιάσει. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αφού βοήθησε στην οικοδόμηση του θυσιαστηρίου, ο Ισαάκ είπε ότι «‘δεν θα ήταν άξιος να είχε γεννηθεί από την αρχή, αν αρνιόταν την απόφαση του Θεού και του πατέρα του’ . . . Γι’ αυτό, πήγε αμέσως στο θυσιαστήριο για να θυσιαστεί».
Στη Γραφική αφήγηση για την αναχώρηση του Ισραήλ από την αρχαία Αίγυπτο, ο Ιώσηπος προσθέτει τις εξής λεπτομέρειες: «Ο αριθμός εκείνων που τους καταδίωκαν ήταν εξακόσια άρματα, με πενήντα χιλιάδες ιππείς και διακόσιες χιλιάδες στρατιώτες, όλοι οπλισμένοι». Ο Ιώσηπος επίσης λέει ότι, «όταν ο Σαμουήλ ήταν δώδεκα χρονών, άρχισε να προφητεύει· και κάποτε ενώ κοιμόταν, ο Θεός τον κάλεσε με το όνομά του».—Παράβαλε 1 Σαμουήλ 3:2-21.
Άλλα συγγράμματα του Ιώσηπου παρέχουν ενόραση σε θέματα που αφορούν τους φόρους, τους νόμους και διάφορα γεγονότα. Αυτός κατονομάζει τη Σαλώμη ως τη γυναίκα που χόρεψε στη γιορτή του Ηρώδη και η οποία ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή. (Μάρκος 6:17-26) Το μεγαλύτερο μέρος των όσων γνωρίζουμε για τη δυναστεία του Ηρώδη έχει καταγραφτεί από τον Ιώσηπο. Ο ίδιος λέει ακόμα ότι, «προκειμένου να κρύβει τη μεγάλη ηλικία του, [ο Ηρώδης] έβαφε τα μαλλιά του μαύρα».
Η Μεγάλη Επανάσταση Εναντίον της Ρώμης
Μόλις 33 χρόνια αφότου ο Ιησούς είπε την προφητεία του σχετικά με την Ιερουσαλήμ και το ναό της, η εκπλήρωσή της άρχισε να εκτυλίσσεται. Ριζοσπαστικές ιουδαϊκές φατρίες στην Ιερουσαλήμ ήταν αποφασισμένες να αποτινάξουν το ρωμαϊκό ζυγό. Το 66 Κ.Χ., τα νέα γύρω από αυτό οδήγησαν στην κινητοποίηση και στην αποστολή ρωμαϊκών λεγεώνων υπό τον Σύριο κυβερνήτη Κέστιο Γάλλο. Η αποστολή τους ήταν να καταστείλουν την εξέγερση και να τιμωρήσουν τους ενόχους. Αφού έσπειραν τον όλεθρο στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, οι άντρες του Κέστιου στρατοπέδευσαν γύρω από την περιτειχισμένη πόλη. Χρησιμοποιώντας μια τακτική που ονομαζόταν τεστούντο, οι Ρωμαίοι με επιτυχία ένωναν τις ασπίδες τους κάνοντάς τες να μοιάζουν με καβούκι χελώνας για να προστατευτούν από τον εχθρό. Επιβεβαιώνοντας την επιτυχία αυτής της τακτικής, ο Ιώσηπος δηλώνει: «Τα βέλη που τους έριχναν έπεφταν και γλιστρούσαν χωρίς να τους κάνουν κανένα κακό· έτσι οι στρατιώτες υπέσκαψαν το τείχος χωρίς να τραυματιστούν οι ίδιοι, και ετοίμασαν τα πάντα για να βάλουν φωτιά στην πύλη του ναού».
«Τότε ήταν», λέει ο Ιώσηπος, «που ο Κέστιος . . . ανακάλεσε τους στρατιώτες του από εκεί . . . Αποσύρθηκε από την πόλη, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος». Προφανώς χωρίς να έχει σκοπό να εξυψώσει τον Γιο του Θεού, ο Ιώσηπος κατέγραψε εκείνη τη συγκεκριμένη ενέργεια την οποία περίμεναν οι Χριστιανοί στην Ιερουσαλήμ. Αυτή ήταν η εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού Χριστού! Χρόνια νωρίτερα, ο Γιος του Θεού είχε προειδοποιήσει: «Όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατόπεδα, τότε να ξέρετε ότι έχει πλησιάσει η ερήμωσή της. Τότε εκείνοι που είναι στην Ιουδαία ας αρχίσουν να φεύγουν στα βουνά, και εκείνοι που είναι στο μέσο της ας αποσυρθούν, και εκείνοι που είναι στην ύπαιθρο ας μην μπουν σε αυτήν· επειδή αυτές είναι ημέρες απονομής δικαιοσύνης, ώστε να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα». (Λουκάς 21:20-22) Σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε ο Ιησούς, οι πιστοί ακόλουθοί του έφυγαν γρήγορα από την πόλη, έμειναν μακριά και γλίτωσαν την οδύνη που αργότερα επήλθε σε αυτήν.
Όταν τα ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν το 70 Κ.Χ., οι συνέπειες καταγράφτηκαν με παραστατικές λεπτομέρειες από τον Ιώσηπο. Ο μεγαλύτερος γιος του Βεσπασιανού, στρατηγός Τίτος, ήρθε για να κατακτήσει την Ιερουσαλήμ και το μεγαλοπρεπή ναό της. Μέσα στην πόλη, αντιμαχόμενες φατρίες προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο. Κατέφυγαν σε ακραία μέτρα, και χύθηκε πολύ αίμα. Μερικοί «ήταν τόσο δυστυχισμένοι από τις εσωτερικές τους συμφορές, ώστε εύχονταν να εισβάλουν οι Ρωμαίοι», ελπίζοντας να «γλιτώσουν από τα εσωτερικά δεινά τους», λέει ο Ιώσηπος. Αυτός αποκαλεί τους επαναστάτες «ληστές» που ασχολούνταν με την καταστροφή της περιουσίας των ευπόρων και με το φόνο σπουδαίων αντρών—εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους Ρωμαίους.
Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ιερουσαλήμ είχαν χειροτερέψει αφάνταστα, και οι νεκροί παρέμεναν άταφοι. Οι ίδιοι οι στασιαστές «πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ ποδοπατούσαν τα σώματα των νεκρών καθώς αυτά κείτονταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο». Λεηλατούσαν το λαό, σκοτώνοντας για τροφή και πλούτο. Οι κραυγές των ταλαιπωρημένων ήταν συνεχείς.
Ο Τίτος πρότρεψε τους Ιουδαίους να παραδώσουν την πόλη και έτσι να σώσουν τον εαυτό τους. Εκείνος «έστειλε τον Ιώσηπο να τους μιλήσει στη δική τους γλώσσα· επειδή φανταζόταν ότι μπορεί να υποχωρούσαν στην πειθώ ενός συμπατριώτη τους». Αλλά εκείνοι χλεύασαν τον Ιώσηπο. Ο Τίτος στη συνέχεια οικοδόμησε ένα τείχος με αιχμηρούς πασσάλους γύρω από όλη την πόλη. (Λουκάς 19:43) Καθώς κάθε ελπίδα διαφυγής είχε χαθεί και οι μετακινήσεις ήταν περιορισμένες, η πείνα «κατέστρεψε ολόκληρα σπιτικά και οικογένειες». Ο παρατεινόμενος πόλεμος αύξησε τον αριθμό των νεκρών. Εκπληρώνοντας εν αγνοία του Βιβλική προφητεία, ο Τίτος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια, παρατηρώντας τα ογκώδη τείχη της και τους οχυρούς πύργους της, αναφώνησε: «Δεν ήταν άλλος από τον Θεό εκείνος που εκδίωξε τους Ιουδαίους από αυτά τα οχυρώματα». Ένα εκατομμύριο και πλέον Ιουδαίοι αφανίστηκαν.—Λουκάς 21:5, 6, 23, 24.
Μετά τον Πόλεμο
Μετά τον πόλεμο, ο Ιώσηπος πήγε στη Ρώμη. Απολαμβάνοντας την εύνοια των Φλαβίων, έζησε ως Ρωμαίος πολίτης στο πρώην αρχοντικό του Βεσπασιανού και έλαβε μια αυτοκρατορική σύνταξη μαζί με δώρα από τον Τίτο. Ο Ιώσηπος στη συνέχεια ακολούθησε συγγραφική σταδιοδρομία.
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο Ιώσηπος ήταν εκείνος που προφανώς επινόησε τον όρο «Θεοκρατία». Σε σχέση με το ιουδαϊκό έθνος, έγραψε: «Η κυβέρνησή μας . . . μπορεί να ονομαστεί Θεοκρατία, καθώς αποδίδει την εξουσία και τη δύναμη στον Θεό».
Ο Ιώσηπος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν Χριστιανός. Δεν έγραψε κάτω από θεϊκή έμπνευση. Εντούτοις, υπάρχει διαφωτιστική ιστορική αξία στα συναρπαστικά χρονικά του Ιώσηπου.
[Εικόνα στη σελίδα 31]
Ο Ιώσηπος στα τείχη της Ιερουσαλήμ