-
Πρέπει οι Χριστιανοί να Λατρεύουν Λείψανα;Η Σκοπιά—1952 | 15 Φεβρουαρίου
-
-
στηριχθή στη λατρεία λειψάνων που έκαναν θαύματα σαν εκείνα τουλάχιστον που έκαναν τα λείψανα του αγ. Στεφάνου ή των «Είκοσι Μαρτύρων» [που αναφέρει ο Αυγουστίνος].» (Οι Δύο Βαβυλώνες του Αλεξ. Χίσλοπ, σελ. 177, 178), Στην Κάνδυ της Κεϋλάνης, μέσα σ’ ένα ναό 400 ετών υπάρχει ένα υποτιθέμενο δόντι του Βούδδα «τιμώμενο από πολλά εκατομμύρια λαού». (Εφημ. Ημερήσια Νέα της Κεϋλάνης, 1ης Απριλίου 1950) Μπροστά στο λείψανο αυτό στάθηκε την 1η Ιανουαρίου 1950 και ο Άγγλος Υπουργός των Εξωτερικών, Έρνεστ Μπέβιν, με την ελπίδα ότι θα θεραπευθή θαυματουργικά από την ασθένειά του.—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 16 Ιανουαρίου 1950.
Η ειδωλολατρική σκέψις του ν’ αποδίδωνται μαγικές δυνάμεις σε οστά, κρανία, δόντια και δέρματα είναι τόσο πολύ αρχαιότερη από τον Χριστιανισμό, ώστε η ανωτέρω Καθολική αυθεντία την ονομάζει «πρωτόγονο ένστικτο». Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά φετιχισμός, για τον οποίον η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία (έκδ. 1942, τόμ, 11, σελ. 158) λέγει: «Είναι ο χαμηλότερος από όλους τους ασυστηματοποίητους τύπους λατρείας που συναντώνται στις απολίτιστες φυλές, και ιδιαίτερα μεταξύ των Νέγρων της Αφρικής, ως επίσης και μεταξύ των ιθαγενών της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, των Πολυνησίων, Αυστραλών και Σιβηριανών.» Όταν οι Καθολικοί Πορτογάλοι ναυτιλλόμενοι ταξίδευαν κατά μήκος της δυτικής ακτής της Αφρικής μπορούσαν να ιδούν ότι πολύ μικρή διαφορά υπάρχει μεταξύ της λατρείας που ασκούσαν οι ιθαγενείς προς «ιερά» οστά, κρανία και αντικείμενα με μαγική δύναμι, και της ιδικής των λατρείας προς θρησκευτικά λείψανα και «φυλαχτά», που τα ωνόμαζαν φετίχ, απ’ την οποία λέξι παράγεται ο φετιχισμός.
Η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ (τόμ. 8, σελ. 1028) ανακεφαλαιώνει καλά το όλο ζήτημα με τις ακόλουθες λέξεις: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λατρεία λειψάνων είναι παραλογισμός και χωρίς Γραφική υποστήριξι, είναι δε εκ διαμέτρου αντίθετη στις πράξεις της αρχεγόνου Εκκλησίας και ασυμβίβαστη με την κοινή λογική».
-
-
Απατηλά Θρησκευτικά ΛείψαναΗ Σκοπιά—1952 | 15 Φεβρουαρίου
-
-
Απατηλά Θρησκευτικά Λείψανα
ΣΑΝ ΤΙΜΙΟΣ, ευθύς και ειλικρινής άνθρωπος, αγαπάτε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Αγαπάτε εκείνους που λέγουν την αλήθεια, που είναι τίμιοι και άξιοι εμπιστοσύνης. Φυσικά θα μισήτε όλους τους ψεύστας, τους κλέπτας και τους απατεώνας. Αποστρέφεσθε τους παντός είδους αγύρτας, και ιδιαίτερα όταν αντιληφθήτε ότι αυτοί ήσαν μεταξύ των στενωτέρων φίλων σας στους οποίους είχατε στο παρελθόν θέσει όλη σας την εμπιστοσύνη. Και αν τέτοιοι μετημφιεσμένοι απατεώνες βρίσκονται μέσα στον κύκλο των φίλων σας, θα είσθε ευτυχής και θα χαρήτε όταν οι πραγματικοί σας φίλοι σάς υποδείξουν τους απατεώνας αυτούς, ώστε να μπορέσετε και σεις με τη σειρά σας να ειδοποιήσετε άλλους ειλικρινείς όπως σεις. Σαν πραγματικοί λοιπόν φίλοι όλων των ειλικρινών ανθρώπων, εφιστούμε την προσοχή στους απατεώνας των λειψάνων που ενεργούν κάτω από το όνομα της θρησκείας και επί πολλούς αιώνας έχουν υφαρπάσει περιουσίες και έχουν ληστεύσει ευπίστους ανθρώπους με το εμπόρευμα της απάτης των. Ιδού τα γεγονότα:
Η λειψανολατρία είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως και εισήχθη στη Ρωμαιοκαθολική θρησκεία προ πολλών αιώνων. Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (Τόμ. 12, σελ, 734-738) όχι μόνο παραδέχεται αυτό, αλλ’ αποκαλύπτει επίσης και άλλα πολύ εκπληκτικά πράγματα για το πώς και πόθεν προήλθαν τα λείψανα αυτά. Η λατρεία των λειψάνων μεταξύ των Καθολικών, λέγει, «εύκολα μετετράπη σε πλάνη, δόλο και απληστία κέρδους», ως αποτέλεσμα δε τούτου «πολλές σοβαρές καταχρήσεις» έλαβαν χώραν. Από τον τέταρτο περίπου αιώνα, στην εποχή του Αυγουστίνου, Καθολικοί καλόγεροι περιήρχοντο «αποκομίζοντας κέρδη από την πώλησι μη γνησίων λειψάνων».
«Στον Θεοδοσιανόν Κώδικα», συνεχίζει η Εγκυκλοπαιδεία, «η πώλησις λειψάνων απαγορεύεται, από πολυάριθμες αφηγήσεις—που μπορούν να αποτελέσουν μια μεγάλη συλλογή—αρχίζοντας από τα γραφόμενα του αγ. Γρηγορίου του Μεγάλου και του αγ. Γρηγορίου της Τουρ, μας αποδεικνύουν ότι πολλά κακοήθη άτομα βρήκαν ένα μέσον πλουτισμού διεξάγοντας ένα είδος εμπορίου πάνω στα αντικείμενα αυτά του σεβασμού, τα περισσότερα των οποίων αναμφιβόλως δεν ήσαν γνήσια.»
Από τις ημέρες του Καρλομάγνου και έπειτα, οπότε Εκκλησία και Κράτος κυβερνούσαν ως ανώτατες Αρχές, το εμπόριο των οστών των «αγίων» και άλλων λεγομένων «ιερών» αρχαιοτήτων, είχε προσλάβει τέτοια έκτασι ώστε και μέλη της Ιεραρχίας ακόμη παρεπονούντο ότι οι βωμοί των εκκλησιών ήσαν κατάφορτοι από ψευδή λείψανα. Διεξήγετο μάλιστα οξύς συναγωνισμός μεταξύ διαφόρων εκκλησιών για το πώς να υπερβή η μία την άλλη σε σπάνια λείψανα. Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία προσθέτει: «Στην αρχή του ενάτου αιώνος, καθώς απέδειξε ο Ιωάννης Γκυρώ, η εξαγωγή σωμάτων μαρτύρων από τη Ρώμη είχε προσλάβει τις διαστάσεις κανονικού εμπορίου, και κάποιος διάκονος, ονόματι Ντεστόνα, είχε αποκτήσει μια όχι και τόσο ζηλευτή φήμη στις επιχειρήσεις αυτές. Εκείνο που με την πάροδο του χρόνου απεδείχθη ότι ήταν περίπου τόσο καταστρεπτικό όσο και η απάτη και η φυλαργυρία, ήταν ο ζωηρός ανταγωνισμός μεταξύ των θρησκευτικών κέντρων, και η βαθιά ευπιστία που εκαλλιεργείτο από την επιθυμία να γίνη γνωστό κάθε θρησκευτικό κέντρον ότι κατείχε ασυνήθως εκπληκτικά λείψανα». «Τόση ήταν η μανία γι’ αυτά τα λείψανα ώστε κάποτε κι αυτός ο Βενεδικτίνος Μαμπιγιόν δίκαια παρεπονείτο ότι οι βωμοί ήσαν κατάφορτοι από ύποπτα λείψανα, πολλά δε νόθα προσεφέροντο παντού για σεβασμό και τιμή εκ μέρους των πιστών. Προσθέτει ακόμη ότι συχνά καθιερώνονται για λατρεία οστά που, μακράν από του ν’ ανήκουν σε αγίους, πιθανώς δεν ανήκουν ούτε καν σε Χριστιανούς.»—Εγκυκλ. Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, τόμ. 8, σελ. 1928.
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΛΘΑΝ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ;
Στους νεωτέρους χρόνους οι τεράστιες συλλογές διπλών λειψάνων έφεραν σε αμηχανία κι αυτήν ακόμη την Ιεραρχία σε σημείο που υπεχρεώθη να δώση μια εξήγησι. Πάνω σ’ αυτό η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία λέγει πάλι: «Η πράξις τού να αποδίδεται αγιότης σε αντικείμενα που είχαν απλώς εγγίσει τη λάρνακα, σαν να είχαν εγγίσει το περιεχόμενο της λάρνακος, η συνήθεια τού να γίνωνται αντίτυπα ή απομιμήσεις, πράγμα που εξακολουθεί ίσαμε σήμερα στα αντίγραφα του Βατικανικού αγάλματος του αγ. Πέτρου ή του Σπηλαίου της Λούρδης—όλα αυτά αποτελούν αιτία των πολυαρίθμων και ασφαλώς νόθων λειψάνων απ’ τα οποία ήσαν γεμάτα τα θησαυροφυλάκια των μεγάλων μεσαιωνικών εκκλησιών». Όταν εκτιμήση κανείς πώς οι κληρικοί απατεώνες ενεργούσαν με απέραντη ασυδοσία «είναι εύκολο να εννοήση την πληθώρα των αναγραφών στους καταλόγους λειψάνων της Ρώμης και άλλων χωρών», λέγει αυτή η αυθεντία.
Οι Ιταλικές εκκλησίες που είναι κοντά στη μητέρα των της Ρώμης είναι ιδιαίτερα γεμάτες από νόθα λείψανα. «Τα κατωτέρω είναι απλώς ένα δείγμα εκείνων που βρίσκονται στην Εκκλησία του αγίου Σταυρού της Ιερουσαλήμ: τρία κομμάτια του αληθινού σταυρού· η επί του σταυρού επιγραφή· δύο άκανθαι από τον στέφανον του Κυρίου ημών· ο σπόγγος που χρησιμοποιήθηκε για να ποτίση τον Κύριον με ξύδι και χολή· ένα κομμάτι του πέπλου και της κόμης της Παρθένου· ένα φιαλίδιο γεμάτο από το αίμα του Ιησού· λίγο μάννα από την έρημο κλπ.» (Εγκυκλοπ. Μακ Κλίντοκ και Στρογκ) Ένας παρατηρητής εσχολίασε ότι «υπάρχουν σήμερα σε όλη την Καθολική επικράτεια τόσο πολλά τεμάχια ξύλου από τον «Αληθινό
-