Ιακώβ—Ο Πράος και Ειρηνοποιός Άνθρωπος του Θεού
ΕΦΘΑΣΑΤΕ ποτέ στο σημείο τού να θέλετε ν’ αναλάβετε τον νόμο στα χέρια σας λόγω μιας αδικίας; Αισθανθήκατε ποτέ την παρόρμησι να χρησιμοποιήσετε βία για ν’ αποκτήσετε ό,τι σας ανήκει; Μολονότι αυτός είναι ο τρόπος ενεργείας των εθνών του κόσμου, ωστόσο δεν μπορεί να είναι και τρόπος των αληθινών υπηρετών του Ιεχωβά Θεού. Απεναντίας, αυτοί πρέπει να προσέχουν τη συμβουλή: «Μη εκδικήτε εαυτούς, αγαπητοί αλλά δότε τόπον τη οργή· διότι είναι γεγραμμένον, Εις εμέ ανήκει η εκδίκησις· εγώ θέλω κάμει ανταπόδοσιν, λέγει ο Ιεχωβά.» Ναι, κάτω από τέτοιες συνθήκες η σοφή πορεία για μας είναι να ενθυμούμεθα τους λόγους του Ιησού: «Μακάριοι οι πραείς.» «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί.»—Ρωμ. 12:19, ΜΝΚ· Ματθ. 5:5, 9.
Ένας πιστός δούλος του Θεού, του οποίου η πορεία απέδειξε τη σοφία της πραότητος και ειρηνικότητος, ήταν ο Ιακώβ. Αυτός εξεδήλωσε τις ιδιότητες αυτές στις σχέσεις του με τον πατέρα του, με τον δίδυμο αδελφό του, με τον πενθερό του, με τους γυιούς του και με τους έξω. Κατ’ επανάληψιν εξέλεξε το να μην αγωνισθή για τα δικαιώματά του, προτιμώντας την ειρήνη παρά τους καρπούς της φιλονεικίας. Είχε πλουσίως ευλογηθή, από πνευματική και υλική άποψι, θέτοντας ένα παράδειγμα για μας.
Ο Θεός, απαντώντας στις προσευχές του πατρός του Ιακώβ, έκαμε τη Ρεβέκκα, τη σύζυγο του Ισαάκ, να συλλάβη δίδυμα μετά από μια στειρότητα σχεδόν είκοσι ετών. Προτού γεννηθούν οι δύο, ο Ιεχωβά είχε προείπει ότι ο μεγαλύτερος θα εδούλευε στον μικρότερο. Όταν γεννηθήκαν οι δίδυμοι, ο μεγαλύτερος, λόγω του δασυτρίχου δέρματός του, εκλήθη Ησαύ, που σημαίνει «Τριχωτός». Ο νεώτερος εκλήθη Ιακώβ, που σημαίνει «Υποσκελιστής· ο Συλλαμβάνων την Πτέρναν,» διότι κατά τη γέννησί του εκρατούσε την πτέρναν του αδελφού του.—Γέν. 25:21-26.
Ο Ιακώβ, αντίθετα προς τον Ησαύ, ο οποίος αγαπούσε την υπαίθρια ζωή και ήταν ένας επιτήδειος κυνηγός, ήταν ένας τίμιος, αβλαβής και αθώος άνθρωπος, ο οποίος προτιμούσε να ζη σε σκηνές. Ο Ιακώβ εκτιμούσε τα πνευματικά πράγματα· ο Θεός του, ο Ιεχωβά, ήταν πλησίον του πραγματικά, όπως μπορεί να παρατηρηθή από την ευχή και τις προσευχές του. Εναπέθεσε μεγάλη εμπιστοσύνη στην επαγγελία του Θεού, που είχε κληρονομήσει ο πατέρας του από τον Αβραάμ. Αναμφιβόλως ο Ιακώβ αντελήφθη ότι ο Ησαύ δεν εκτιμούσε βαθιά τον θησαυρόν αυτόν, διότι αλλιώς δεν θα τολμούσε ποσώς να προτείνη στον Ησαύ να την εγκαταλείψη για ένα απλό πιάτο φαγητού. Αν ο Ησαύ αληθινά εκτιμούσε τα πρωτοτόκιά του, τότε, μολονότι ήταν πολύ πεινασμένος, θ’ απέρριπτε την προσφορά του Ιακώβ. Αλλ’ όχι, ο Ησαύ ήταν ένας υλιστικός, με σαρκικό φρόνημα άνθρωπος. Ο Ιακώβ δεν τον αδίκησε με το να διαπραγματευθή μαζί του για τα πρωτοτόκιά του.—Γέν. 25:27-34.
Μολονότι ο Ησαύ επεσφράγισε τη συμφωνία με όρκο, ετοιμάσθηκε να λάβη την ευλογία που συνεδέετο με τα πρωτοτόκια από τα χέρια του πατέρα του. Ο Ιακώβ προφανώς ήταν επιφυλακτικός στο να εκβιάση το ζήτημα συζητώντας με τον Ησαύ ή με τον πατέρα του Ισαάκ. Παρέστη ανάγκη να πείση η Ρεβέκκα τον Ιακώβ να κάμη τις απαιτούμενες ενέργειες—πράγμα που έκαμε αυτός υποδυόμενος τον Ησαύ—για να εξασφαλίση για τον εαυτό του την ευλογία που συνεδέετο με τα πρωτοτόκια, τα οποία τώρα δικαιούτο. Εξ άλλου, δεν υπεδήλωσε ο Θεός ότι ο Ιακώβ θα ελάμβανε τα πρωτοτόκια προλέγοντας ότι ο μεγαλύτερος θα εδούλευε στον μικρότερον;—Γέν. 27:1-40.
Ωστόσο, πολλοί σχολιασταί της Γραφής ανευρίσκουν σφάλμα στην ενέργεια του Ιακώβ. Ομιλούν περί «τεχνάσματος και απάτης» του, και περί «δολίας αρπαγής των πρωτοτοκίων του Ησαύ», και λοιπά. Αλλ’ όλες αυτές οι επικρίσεις εναντίον του Ιακώβ είναι άστοχες. Αντιθέτως, ο Ησαύ είναι εκείνος που πρέπει να κατακριθή, επειδή θέλησε να πάρη την ευλογία των πρωτοτοκίων αφού τα είχε πωλήσει. Ο Ισαάκ, βέβαια, δεν κατεφέρθη εναντίον του Ιακώβ, διότι μετά από λίγον καιρό, όταν έστειλε τον Ιακώβ στους συγγενείς της μητρός του για να λάβη σύζυγο για τον εαυτό του, ευλόγησε και πάλι τον Ιακώβ. Ο δε λόγος του Θεού, αντί να κατακρίνη τον Ιακώβ, κατακρίνει τον Ησαύ: «Ο Ησαύ κατεφρόνησε τα πρωτοτόκια.» «Τον Ιακώβ ηγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα.» «Μήπως ήναί τις πόρνος ή βέβηλος καθώς ο Ησαύ, όστις δια μίαν βρώσιν επώλησε τα πρωτοτόκια αυτού.»—Γέν. 28:1-4· 25:34· Ρωμ. 9:13· Εβρ. 12:16.
Ο ΙΑΚΩΒ ΑΠΟΚΤΑ ΜΕΓΑΝ ΟΙΚΟΝ
Εκείνο τον καιρό ο Ιακώβ ήταν άνδρας εβδομήντα και πλέον ετών και ο τόπος του προορισμού του, η Παδάν-αράμ, απείχε περί τα πεντακόσια μίλια. Καθ’ οδόν ο Ιεχωβά ενεφανίσθη σ’ αυτόν σ’ ένα όνειρο, που επανέλαβε την Αβρααμιαία επαγγελία και διεβεβαίωσε τον Ιακώβ ότι θα επήγαινε με αυτόν και ότι θα είχε μια ασφαλή επάνοδο. Όταν αφυπνίσθη, ο Ιακώβ προσεκύνησε τον Ιεχωβά κι έκαμε ευχή να δώση στον Ιεχωβά δέκατον απ’ όλα τ’ αποκτήματά του, όταν θα επανήρχετο ασφαλής.—Γέν. 28:13-22.
Ο Ιακώβ, όταν έφθασε στον τόπο του θείου του Λάβαν, συνήντησε κι ερωτεύθη την ωραία του εξαδέλφη Ραχήλ. Εδέχθη να εργασθή επτά χρόνια για τη Ραχήλ, τα οποία επτά χρόνια εφαίνοντο απλώς σαν λίγες μέρες λόγω της αγάπης κι εκτιμήσεώς του προς την Ραχήλ. Αλλά στο τέλος των επτά ετών, ο Λάβαν επωφελούμενος από το σκοτάδι της νύχτας εισήγαγε στον Ιακώβ τη μεγαλύτερη και πιο απλή θυγατέρα του Λείαν. Ο Ιακώβ μπορούσε να εγερθή και ενόπλως ενώπιον μιας τέτοιας απτής απάτης, αλλά δεν το έπραξε. Αντιθέτως, εδέχθη να υπηρετήση άλλα επτά χρόνια, η δε Ραχήλ του εδόθη την επόμενη εβδομάδα. Ο Ιακώβ, προτιμώντας έτσι την ειρήνη παρά τη διαμάχη, δεν εζημιώθη. Αν ενέμενε στη δικαία άποψί του κι επέμενε να έχη μόνο τη Ραχήλ, θα είχε μόνο δύο γυιούς αντί δώδεκα και μια θυγατέρα. Ας σημειωθή δε και το ότι η Λεία εγέννησε τον Λευί και τον Ιούδα, που και οι δύο έγιναν αρχηγοί οικογενειών των δύο πιο τετιμημένων φυλών του Ισραήλ.—Γέν. 29:1-35.
Αφού ο Ιακώβ υπηρέτησε τον Λάβαν δεκατέσσερα χρόνια και μετά τη γέννησι του ενδεκάτου γυιού του, του Ιωσήφ, εζήτησε από τον Λάβαν να τον στείλη πίσω στη χώρα του. Αλλ’ ο Λάβαν έφερνε αντιρρήσεις, διότι, αφότου ήλθε σ’ αυτόν ο Ιακώβ, αυτός ευημερούσε. Ο Ιακώβ εδέχθη να παραμείνη, υπό τον όρον ότι θα ελάμβανε όλα τα πρόβατα που είχαν ποικίλματα και κηλίδες. Ο Ιακώβ τώρα άρχισε να φροντίζη για τα δικά του συμφέροντα, μολονότι δεν παραμελούσε τα ποίμνια του Λάβαν· ο Ιεχωβά, επίσης, πολύ τον ευλόγησε. Τώρα ο Λάβαν και οι γυιοί του εφθόνησαν τον Ιακώβ. Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, ο Ιακώβ εξέλεξε μια ευκαιρία για να φύγη για τη δική του χώρα.—Γέν. 30:25-31:18.
Ο Λάβαν, μόλις ανεκάλυψε ότι του έφυγε ο Ιακώβ, έτρεξε πίσω του, και ύστερ’ από επτά μέρες τον έφθασε. Αλλά τότε ο Ιεχωβά ενεφανίσθη στον Λάβαν και τον προειδοποίησε να μη λαλήση σκληρά προς τον Ιακώβ. Όταν ο Λάβαν συνήντησε τον Ιακώβ, άρχισε να φιλονεική μαζί του, αλλ’ ο Ιακώβ ενέμεινε στις απόψεις του. Ετόνισε το πιστόν παρελθόν του εικοσαετούς σκληρής εργασίας και το πόσο άδικα τον μετεχειρίσθη ο Λάβαν, αλλάσσοντας τον μισθόν του δέκα φορές. Ο Λάβαν, με ιδιοτέλεια, ανεντιμότητα και υποκρισία, ισχυρίσθη ότι όλα όσα είχε ο Ιακώβ ανήκαν πραγματικά στον Λάβαν, μη υπολογίζοντας έτσι τα είκοσι έτη σκληρής εργασίας του Ιακώβ. Στο τέλος, όμως, συνήψε με τον Ιακώβ μια συνθήκη ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των δύο οίκων. Σε ανάμνησι τούτου ανήγειραν ένα μνημείον από λίθους, το οποίον ωνόμασαν «Σωρόν μαρτυρίας» και «Σκοπιάν.» Κατόπιν ο Λάβαν επέστρεψε, ο δε Ιακώβ συνέχισε την πορεία του.—Γέν. 31:19-55.
Ο Ιακώβ τώρα, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενον να συναντήση τον Ησαύ, έστειλε μηνυτάς πριν απ’ αυτόν για να ζητήση συνδιαλλαγή. Όταν αυτοί επέστρεψαν κομίζοντας ειδήσεις ότι ο εκδικητικός αδελφός του εβάδιζε προς αυτόν με τετρακοσίους άνδρες, ο Ιακώβ ενθέρμως επεκαλέσθη τον Ιεχωβά για βοήθεια. Ταυτοχρόνως έστειλε στον Ησαύ ένα πολύ γενναίο δώρο, αποτελούμενο από πρόβατα, αίγες, καμήλες, βόδια, όνους, παραπάνω από πεντακόσια το όλον.
Μετά την αποστολήν αυτού του δώρου, ο Ιακώβ συνήντησε ένα ξένον, ο οποίος άρχισε να παλαίη μαζί του και ο οποίος απεδείχθη ότι ήταν ένας άγγελος του Θεού. Ο Ιακώβ επάλαιε με αυτόν όλη τη νύχτα, το δε πρωί τον άφησε να φύγη μόνον υπό τον όρον να τον ευλογήση. Ο άγγελος τότε ευλόγησε τον Ιακώβ και του είπε ότι τ’ όνομά του δεν θα ήταν πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ, διότι είχε αγωνισθή επιτυχώς με τον Θεό.—Γέν. 32:22-31.
Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Ιακώβ διήρεσε το στρατόπεδόν του σε δύο μέρη, ώστε αν υφίστατο επίθεσι το ένα, θα μπορούσε το άλλο να διαφύγη. Εν τούτοις, όταν ο Ησαύ συνήντησε τον Ιακώβ, τον ενηγκαλίσθη και τον εφίλησε κι εξέσπασαν και οι δύο σε δάκρυα. Μολονότι ο Ησαύ διεβεβαίωσε τον Ιακώβ ότι ο ίδιος είχε πολλά αποκτήματα, ο Ιακώβ επέμεινε να δεχθή αυτός το δώρον του, πράγμα που έκαμε εκείνος. Οι προσευχές του Ιακώβ και οι πράξεις που έκαμε σύμφωνα με τις προσευχές του απεδείχθησαν καρποφόρες.—Γέν. 33:1-16.
ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΓΗ ΧΑΝΑΑΝ
Εν καιρώ ο Ιακώβ εγκατεστάθη στη γη Χαναάν κοντά στη Συχέμ. Μια μέρα η θυγατέρα του Δείνα, αμελώντας να προσέξη τις συναναστροφές της, επεσκέφθη τις ειδωλολάτριδες θυγατέρες του τόπου. Έγινε αντιληπτή από ένα φύλαρχον της χώρας, ο οποίος την εβίασε. Ο Ιακώβ προφανώς εσκόπευε ν’ ακολουθήση μια πορεία όμοια μ’ εκείνη που είχε λάβει ο πατέρας κι ο πάππος του κάτω από όμοιες περίπου περιστάσεις, την πορεία της ειρήνης. Αλλά δεν έκαμαν το ίδιο και οι γυιοί του. Αυτοί με σκληρότητα επέβαλαν μια αιματηρή εκδίκησι σε ολόκληρη την πόλι για να εκδικηθούν την ταπείνωσι της αδελφής των. Αυτό έκαμε τον Ιακώβ να παραπονεθή: «Εις ταραχήν με εβάλετε, κάμνοντάς με μισητόν μεταξύ των κατοίκων της γης, . . . εγώ δε ολίγους ανθρώπους έχω, και εκείνοι θέλουσι συναχθή εναντίον μου, και θέλουσι με πατάξει, και θέλω απολεσθή εγώ και ο οίκος μου.» Ασφαλώς, για ν’ αποφευχθή αυτό το ενδεχόμενον, ο Ιεχωβά ωδήγησε τον Ιακώβ ν’ αναχωρήση απ’ εκείνη την περιφέρεια και να πάη στη Βαιθήλ. Επιπρόσθετα ο Θεός έκαμε να επιπέση φόβος στον λαό της χώρας κι έτσι αυτοί δεν κατεδίωξαν τον Ιακώβ και τον οίκον του.—Γέν. 33:18 έως 35:7.
Στη διάρκεια του ταξιδίου που επακηλούθησε, ο Ιεχωβά ενεφανίσθη και πάλι στον Ιακώβ και του επανέλαβε την πολύτιμη επαγγελία· η σύζυγος του Ιακώβ, η Ραχήλ, πέθανε, αφού εγέννησε τον δεύτερο γυιό της, τον Βενιαμίν· ο πρωτότοκος γυιός του Ιακώβ, ο Ρουβήν, ηπάτησε τον πατέρα του με το ν’ αποκτήση σχέσεις με τη Βαλά, μια από τις παλλακές του πατέρα του· και, λίγον καιρό μετά την άφιξι του Ιακώβ στη Χεβρών, όπου κατοικούσε ο γέρων πατέρας του Ισαάκ, ο πατέρας του πέθανε σε ηλικία 180 ετών.—Γέν. 35:9-29.
Και πάλι ο Ιακώβ κι ο οίκος του εγκατεστάθησαν στη γη Χαναάν. Επειδή ο Ιακώβ έχασε τη Ραχήλ, την προσφιλή του σύζυγο, ήταν απλώς φυσικό να τρέφη ο Ιακώβ ιδιαίτερη στοργή στον πρωτότοκο γυιό της, τον Ιωσήφ. Το γεγονός αυτό, μαζί με το ότι ο Ιωσήφ αφηγείτο διάφορα όνειρα που προέλεγαν την εξύψωσί του, ήταν τόσο δυσάρεστο στους αδελφούς του, ώστε αυτοί απεφάσισαν να τον φονεύσουν, αλλ’ επείσθησαν από τον Ιούδα να τον πωλήσουν ως δούλον. Κατόπιν έδωσαν στον πατέρα του να εννοήση ότι ο Ιωσήφ κατεσπαράχθη από άγρια θηρία. Λιμός έκαμε τον Ιακώβ να στείλη τους γυιούς του, εκτός απ’ τον Βενιαμίν, τον νεώτερον, στην Αίγυπτο για τρόφιμα, όπου, χωρίς να του είναι γνωστό, ο Ιωσήφ ήταν τώρα πρωθυπουργός. Όταν ο Ιακώβ το έμαθε αυτό, τόσο υπερβολικά εχάρη ώστε δεν διενοήθη καν να ζητήση καμμιά εξήγησι απ’ τους γυιούς του. Εδέχθη την πρόσκλησι του Ιωσήφ να έλθη στην Αίγυπτο και καθ’ οδόν ο Ιεχωβά τον διεβεβαίωσε ότι αυτό ήταν το θέλημά του και ότι ο Ιακώβ θα εγίνετο έθνος μέγα.—Γέν. 46:1-4.
Ο ΙΑΚΩΒ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Ο Ιακώβ ήταν τώρα 130 ετών ηλικίας και, όπως είπε στον Φαραώ, ήσαν οι ημέρες των ετών της ζωής του λίγες και γεμάτες στενοχωρία, λίγες εν συγκρίσει μ’ εκείνες του πατέρα του και του πάππου του, που υπερέβησαν και οι δύο την ηλικία του Ιακώβ κατά τριάντα χρόνια. Η χαρά, όμως, επρόκειτο να στέψη το γήρας του. Αυτός και ο οίκος του εγκατεστάθησαν στην περιοχή της Αιγύπτου που ήταν η πιο κατάλληλη για τα ποίμνιά των. Και όχι μόνο ξαναείδε τον Ιωσήφ, αλλ’ είδε και τους γυιούς του Ιωσήφ, τον Εφραΐμ και τον Μανασσή, και τους ευλόγησε, κι εξέφρασε προφητεία γι’ αυτούς, η οποία αργότερα εξεπληρώθη.—Γέν. 47:3-12· 48:8-16.
Φαντασθήτε τώρα τον πρεσβύτη Ιακώβ, ηλικίας 147 ετών, περιστοιχισμένον από τους δώδεκα γυιούς του, τη στιγμή που ομιλεί για τη διαθήκη κι εκφέρει θεία προφητεία. Πρόκειται συγχρόνως για μια ημέρα κρίσεως, κατά ένα τρόπον. Άρχισε καταδικάζοντας έντονα τον πρωτότοκο γυιό του που εμίανε την κοίτη του πατέρα του. Κατόπιν, επετίμησε αυστηρά τους γυιούς του Συμεών και Λευί επειδή εξεδικήθησαν αιματηρά τον βιασμό της αδελφής των Δείνας. Επειδή οι τρεις πρώτοι γυιοί εξηλείφθησαν λόγω της πορείας ενεργείας των, ο Ιακώβ έδωσε την κυριώτερη ευλογία στον Ιούδα: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.» (Μήπως δεν εφάνη ο Ιούδας ο πιο αξιόπιστος και ώριμος απ’ όλους τους γυιούς του Ιακώβ, με την υπεράσπισι που έκαμε του Ιωσήφ και του Βενιαμίν; Βέβαια!) Επακολούθησαν προφητείες σχετικά με τους υπολοίπους οκτώ γυιούς του Ιακώβ και οδηγίες σχετικές με την ταφή του λειψάνου του. «Και αφού ετελείωσεν ο Ιακώβ παραγγέλλων εις τους υιούς αυτού. . . . και εξέπνευσε.»—Γέν. 49:1-33.
Αληθινά ο Ιακώβ ήταν ένας άνθρωπος του Θεού, πράος στον χαρακτήρα και ειρηνοποιός. Έζησε πλησίον του Θεού κι έκανε συχνή χρήσι προσευχής, ο δε Θεός τον ετίμησε εμφανιζόμενος κατ’ επανάληψιν σ’ αυτόν. Επειδή ο Ιακώβ δεν ήταν ταχύς στο να φιλονεική για τα δικαιώματά του, ο Θεός εχειρίζετο τα πράγματα έτσι ώστε ο Ιακώβ να λαμβάνη ό,τι του ωφείλετο. Ευλογήθη μοναδικά λαβών την Αβρααμιαία επαγγελία και γενόμενος πατήρ του έθνους Ισραήλ. Πρωτίστως δε είχε την επιδοκιμασία του Ιεχωβά κι έλαβε μια από τις υψηλότερες τιμές που θα μπορούσε να λάβη ένας θνητός: είχε συνδέσει τ’ όνομά του με τον ένα αληθινό Θεό Ιεχωβά, διότι κατ’ επανάληψιν αναγινώσκομε για τον Ιεχωβά ότι ορίζεται ως «ο Θεός του Ιακώβ.»—2 Σαμ. 23:1· Ψαλμ. 81:1, 4.
Ο Ιακώβ περαιτέρω ετιμήθη διότι εχρησιμοποιήθη για να εξεικονίση τη Χριστιανική εκκλησία των 144.000. Ακριβώς όπως ο Αβραάμ εξεικόνιζε τον Ιεχωβά Θεό κι ο Ισαάκ εξεικόνιζε τον Ιησού Χριστό, έτσι κι ο Ιακώβ εξεικόνιζε τη νύμφη του Χριστού. (Ματθ. 8:11) Σ’ αυτούς ειδικά εφαρμόζονται οι λόγοι του Ιησού: «Μακάριοι οι πραείς· διότι αυτοί θέλουσι κληρονομήσει την γην. Μακάριοι οι ειρηνοποιοί· διότι αυτοί θέλουσιν ονομασθή υιοί Θεού.» (Ματθ. 5:5, 9) Το υπόλοιπον αυτών στη γη στους συγχρόνους καιρούς ορίζεται, επίσης, ως Ιακώβ στον Ιερεμία 30:7-11, όπου προλέγονται οι δυσμενείς πείρες των στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα.
Ο Ιακώβ αποτελεί ένα ωραίο παράδειγμα για όλους τους δούλους του Θεού σήμερα. Κι αυτοί, επίσης, πρέπει να έχουν μια ζωηρή εκτίμησι των πνευματικών πραγμάτων και να είναι πράοι και ειρηνοποιοί. Επίσης, πρέπει να μιμούνται την προθυμία του Ιακώβ να υπομένη ταλαιπωρίες χάριν των προβάτων που ήσαν εμπιστευμένα στη φροντίδα του. (Γέν. 31:36-42) Αληθινά, «όσα προεγράφησαν, δια την διδασκαλίαν ημών προεγράφησαν.»—Ρωμ. 15:4