Από Ταραχοποιός του Δρόμου Χριστιανός Διάκονος
Αφήγησις υπό Χάρυ Σ. Γιοσικάβα
Οι γείτονές μας στη μικρή κοινότητα όπου μεγάλωσα στη Χαβάη πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια ήσαν χαρτοπαίκτες, ταραχοποιοί και κλέφτες. Ο πατέρας μου ήταν ένας τραχύς και απότομος ψαράς—ειδικός στις στρατιωτικές τέχνες.
Ο πατέρας εδίδαξε τον αδελφό μου κι εμένα από μικρή ηλικία πώς να υπερασπιζώμαστε τον εαυτό μας. Αρχίσαμε να συμμετέχωμε σε αγώνες πάλης και συνήθως ή κερδίζαμε ή ερχόμαστε δεύτεροι. Όταν ήμουν δεκατριών ετών πήγαμε στην Ιαπωνία για έξη μήνες, όπου λάβαμε ακόμη περισσότερη εκπαίδευσι στις στρατιωτικές τέχνες. Έμαθα επίσης να παίζω επιδέξια μποξ από ένα πρώην πρωταθλητή πυγμάχο μεσαίων βαρών στη Χαβάη.
Οι διαπληκτισμοί αποτελούσαν την καθημερινή μου δράσι. «Μικρούλης Μαχαιροβγάλτης» ήταν το όνομα με το οποίο με φώναζαν και, στην πραγματικότητα, δεν ήμουν καθόλου μικρόσωμος. Οι φίλοι με έπαιρναν τα μεσάνυχτα από το σπίτι μου για να παλαίψω με κάποιον στη Χονολουλού ή στη Βαϊκίκη.
Το 1944 κατατάγηκα στο στρατό και μ’ έστειλαν στην Ευρώπη. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη και ήταν κάτι το τρομερό. Όταν τελείωσε, δημιούργησα μια μουσική ομάδα που την ωνόμασα το «Μεγάλο Κύμα» και επίσης συγκρότησα μια Χαβανέζικη ομάδα μποξ. Ταξιδεύαμε σ’ όλη την Ευρώπη διασκεδάζοντας τόσο τα στρατεύματα όσο και τους πολίτας. Γράψαμε μερικούς δίσκους και κάναμε μερικές εγγραφές για το ραδιόφωνο.
ΔΥΟ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΥΣ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ
Ήταν στη διάρκεια του πολέμου στο Βέλγιο, στις αρχές του 1945, που άκουσα για πρώτη φορά κάτι που εκείνον τον καιρό δεν μου έκανε και μεγάλη εντύπωσι. Ήμουν επιλοχίας και κάθε εβδομάδα ένας νεαρός ηλικίας δεκαοκτώ περίπου ετών ερχόταν στο γραφείο μου. Μου έλεγε πως ο Θεός θα εγκαθιδρύση μια κυβέρνησι που θα φέρη ειρήνη στη γη. Όταν τον ρώτησα γιατί αυτός δεν ερχόταν να καταταγή στο στρατό, μου είπε ότι ανήκε ήδη σ’ ένα στράτευμα, στο στράτευμα του Χριστού. Ήταν μια αινιγματική απάντησις για μένα.
Όταν επέστρεψα από τη θύελλα του πολέμου στην Ευρώπη το 1946, ένας άλλος έφηβος μου μίλησε για την Αγία Γραφή. Στην αρχή σκέφθηκα ότι το έκανε αυτό λόγω του είδους της ζωής που ζούσα—πάντοτε φιλονεικούσα, μεθούσα κι έκανα άλλα άσχημα πράγματα. Θυμήθηκα όσα μου είχε πει ο Βέλγος νεαρός και έμεινα έκπληκτος επειδή το άγγελμα ήταν το ίδιο.
Αυτός ο νεαρός μοίραζε θρησκευτικά περιοδικά στο δρόμο που ήταν δίπλα σ’ ένα θέατρο. Επειδή τον λυπήθηκα, προσφέρθηκα ν’ αγοράσω όλα τα περιοδικά του ώστε να του δώσω την ευκαιρία να πάη στο σπίτι του ή να πάη στον κινηματογράφο μαζί μου. Αλλά αυτός αρνήθηκε. Σκέφθηκα ότι αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο για ένα αγόρι της ηλικίας του.
Ο ΓΑΜΟΣ ΔΕΝ ΜΕ ΑΛΛΑΞΕ
Κατά καιρούς εύρισκα χρόνο από τις φιλονεικίες για να ερωτοτροπώ με τις κοπέλλες, και τελικά παντρεύθηκα. Αλλ’ ο γάμος δεν έφερε ένα τέλος στις συχνές μου φιλονεικίες.
Μερικές φορές, όταν επέστρεφα σπίτι γινόταν ένα διαφορετικό είδος πάλης. Η σύζυγός μου θύμωνε επειδή εγκατέλειπα εκείνη και τα παιδιά στο σπίτι. Κάποτε, αισθανόμενος πολύ σπουδαίος μετά τη νίκη που είχα επιτύχει σε κάποια πάλη στη μέση του δρόμου, έφθασα στο σπίτι στις 6 το πρωί και η σύζυγός μου με περίμενε. Προσπάθησα να ξεγλιστρήσω από το υπόγειο υποκρινόμενος ότι ήμουν μεθυσμένος, αλλά δεν την εξαπάτησα. Με περίμενε και με κτύπησε μ’ ένα γκέτα, ένα ξύλινο κλομπ.
ΠΩΣ ΑΡΧΙΣΑ Ν’ ΑΛΛΑΖΩ
Το έτος 1954 ήταν ένα έτος στροφής στη ζωή μου. Ένας συνάδελφος στην εταιρία των λεωφορείων που εργαζόμουν μου έδωσε δύο βιβλιάρια, το Βάσις για Πίστι σ’ ένα Νέο Κόσμο και Μετά τον Αρμαγεδδώνα—ο Νέος Κόσμος του Θεού. Τα πήρα και πέρασα όλη τη νύχτα διαβάζοντάς τα και ξαναδιαβάζοντάς τα. Διέκρινα ότι αυτή η θρησκεία ήταν οπωσδήποτε διαφορετική, δεν ήταν όμοια μ’ αυτές που εγνώριζα.
Μου είπαν ότι υπήρχε μια οικογένεια απ’ αυτούς τους ανθρώπους κάπου στο ίδιο τετράγωνο που κατοικούσα. Έτσι, πήγα από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας γι’ αυτούς. Ήταν Τρίτη βράδυ και μια Γραφική μελέτη βρισκόταν εν προόδω στο σπίτι όπου εχτύπησα. Όταν τους ρώτησα αν ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά αυτοί εδίστασαν ν’ απαντήσουν, ίσως επειδή μίλησα μ’ έναν απότομο, τραχύ τρόπο και επειδή ήμουν ντυμένος με παλιά εργατικά ρούχα. Ίσως να σκέφθηκαν ότι τους είχα επισκεφθή για να δημιουργήσω φασαρία.
Παρ’ όλα αυτά, με προσεκάλεσαν μέσα και με μεταχειρίσθηκαν μ’ ένα εξαιρετικά καλωσυνάτο και φιλόξενο τρόπο, πράγμα που μ’ έκανε να αισθανθώ πολύ άνετα. Ως αποτέλεσμα, όλα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μου άρχισαν ν’ αλλάζουν. Αισθάνθηκα ντροπή για τη διαγωγή μου και τον τρόπο της ομιλίας μου. Οι άνθρωποι διέθεσαν χρόνο για να μου εξηγήσουν πολλά σημεία από την Αγία Γραφή και με ενεθάρρυναν να κάνω μια προσωπική Γραφική μελέτη και να παρακολουθήσω όλες τις Βιβλικές τους συναθροίσεις. Έφυγα από εκεί αισθανόμενος ότι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να έχουν την αλήθεια.
Μου πρότειναν να μελετήσω μ’ ένα συνάδελφο στην εταιρία των λεωφορείων όπου εργαζόμουν· αυτός ήταν ένας Μάρτυς του Ιεχωβά. Μπορείτε να το φαντασθήτε—ήταν ένας άνδρας τον οποίο ήθελα να κτυπήσω κάποια φορά απλώς επειδή δεν μου άρεσε η εμφάνισίς του! Αλλά ήθελα να μάθω, κι έτσι ταπεινώθηκα κι απεφάσισα να του ζητήσω να μελετήση τη Γραφή μαζί μου.
Με είδε, καθώς επλησίαζα στο σπίτι του. Οπωσδήποτε θα σκέφθηκε ότι τον επισκεπτόμουν για να κάνω καυγά. Η σύζυγός του με χαιρέτησε και μου έδειξε εξαιρετική καλωσύνη. Οι φόβοι του συζύγου της σύντομα εξαφανίσθηκαν και μια Γραφική μελέτη άρχισε. Μετά από δύο μήνες άρχισα να λέγω στους φίλους και στους συγγενείς τα πράγματα που μάθαινα, αλλά μ’ έναν απότομο τρόπο.
Απότομα, επίσης, είπα στη σύζυγό μου ότι δεν είμαστε πια Βουδισταί και ότι δεν θα ήθελα να γιορτάζωμε Χριστούγεννα ή άλλες ειδωλολατρικές εορτές. Της είπα ότι θα έπρεπε να δεχθή την απόφασί μου, αλλιώς θα είχε συνέπειες. Η σύζυγός μου, πιστεύοντας ότι είχα εντελώς τρελλαθή, παρακάλεσε τους γονείς μου να την συμβουλεύσουν τι να κάνη, διότι ο ‘γιος τους,’ όπως τους είπε, ενεργούσε πολύ παράξενα. Η μητέρα μου την καθησύχασε λέγοντας της: «Μην ανησυχείς, ο γιος μου ποτέ δεν δείχνει ενδιαφέρον για ένα πράγμα πολύν καιρό. Δος του τρεις μήνες προθεσμία και θα ξεχάση το κάθε τι σχετικά μ’ αυτή την ανόητη θρησκεία και τον Ιεχωβά.»
ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Εν τούτοις, αυτή τη φορά η μητέρα μου είχε άδικο. Σύντομα ενώθηκα με τους άλλους στην επίδοσι δημοσίας μαρτυρίας. Η πρώτη φορά ήταν κάτι που δεν μπορώ να το λησμονήσω, κάτι που έφερε σχεδόν την καταστροφή. Ο προεδρεύων επίσκοπος με πήρε μαζί του για να διανείμωμε μερικά Γραφικά έντυπα στο δρόμο.
Φώναζα στους περαστικούς, «Διαβάστε το Ξύπνα!» Ένας διαβάτης τότε με ειρωνικό τρόπο απήντησε: «Είμαι τόσο ξύπνιος ώστε δεν χρειάζομαι αυτό το παλιοπεριοδικό.» Μέσα σε μια στιγμή η παλιά μου προσωπικότης ξαναγύρισε.
«Είσαι πολύ ξύπνιος, ε; Αλλά δεν θα είσαι για πολλή ώρα. Σε λίγο θα κοιμηθής.» Όρμησα επάνω του και τον κυνήγησα δύο τετράγωνα πιο κάτω. Στο μεταξύ ο τρομαγμένος επίσκοπος με έπιασε και μου είπε πόσο ευτυχής ήταν που δεν πρόλαβα να πιάσω αυτόν τον άνθρωπο. Μου εξήγησε ότι αν τον κτυπούσα αυτό θα έφερνε μομφή στο όνομα του Θεού. Του είπα ότι αν με αντιλαμβανόταν η αστυνομία και με συνελάμβανε, δεν θα τους έλεγα ότι είμαι Μάρτυς του Ιεχωβά, αλλ’ ότι ήμουν Πεντηκοστιανός.
Με υπομονή ο επίσκοπος με διώρθωσε εξηγώντας μου ότι αυτό θα ήταν ένα ψέμα. Κατόπιν στάθηκε ακριβώς δίπλα μου. Αισθάνθηκα πολύ ντροπιασμένος και όταν επέστρεψα σπίτι προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να με συγχωρήση διότι δεν ήθελα με κανένα τρόπο να φέρω μομφή στο όνομά του.
Η πρώτη πείρα που είχα επισκεπτόμενος τους ανθρώπους στα σπίτια τους ήταν μια άλλη ιστορία. Στην πρώτη πόρτα συνήντησα μια γυναίκα που ήταν πολύ καλή. Άκουσε το άγγελμά μου, έκανε ερωτήσεις, αλλ’ οι ερωτήσεις της δεν ήσαν σχετικές με την Αγία Γραφή. Με ρώτησε, «Είσθε παντρεμένος; Πόσα παιδιά έχετε; Ποιος σας μαγειρεύει;»
Ο σύζυγός της, διερωτώμενος ποιος συζητούσε μαζί της, ήλθε έξω. Μου είπε ότι έχανα τον χρόνο μου, διότι αυτή ήταν διανοητικώς ανάπηρη, ψυχασθενής. Αλλ’ αυτή συνέχισε να κάνη ερωτήσεις και της είπα ολόκληρη τη Γραφική ομιλία που είχα ετοιμάσει. Αυτό μου έδωσε εμπιστοσύνη να συνεχίσω και στην επόμενη πόρτα. Και να που στην επόμενη πόρτα ένας ενδιαφερόμενος οικοδεσπότης δέχθηκε τρία Γραφικά βοηθήματα από μένα! Μέχρι το τέλος της ημέρας είχα διαθέσει κι άλλα επτά.
ΕΚΑΝΑ ΡΙΖΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Βρισκόμουν τόσο πολύ κάτω από την επίδρασι της νικοτίνης που κάποτε, όταν μου έλειψαν τα τσιγάρα, ξύπνησα τη γυναίκα μου και την έστειλα να πάη να ζητήση από τους γείτονες δύο τσιγάρα. Αλλ’ από τη μελέτη του Λόγου του Θεού που έκανα, έμαθα ότι ο καπνός δεν πρέπει να έχη θέσι στη ζωή ενός Χριστιανού. Έτσι τρεις μήνες από τότε που άρχισα να μελετώ, εγκατέλειψα το κάπνισμα.
Απεφάσισα να συμβολίσω την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά με το εν ύδατι βάπτισμα και βαπτίσθηκα στις 17 Ιουλίου 1954. Η μεγάλη επιθυμία μου τώρα ήταν να ενωθή και η οικογένειά μου μαζί μου στην αληθινή λατρεία.
Σύμφωνα με την Ανατολίτικη συνήθεια, η σύζυγος πρέπει να κάνη όλες τις εργασίες του σπιτιού χωρίς τη βοήθεια του συζύγου. Ήμουν θερμός υποστηρικτής αυτής της συνήθειας. Αλλ’ εφόσον η επιθυμία μου να βοηθήσω τη σύζυγό μου να μελετήση την Αγία Γραφή ήταν μεγαλύτερη, σύντομα άρχισα να πλένω πιάτα, να τινάζω χαλιά να τη βοηθώ στη μαγειρική και στις δουλειές των παιδιών.
Κάποτε, όταν είχαμε πάει μια εκδρομή με τους φίλους μας στην παραλία, αντί ν’ απολαύσωμε το κολύμπι στα κύματα ή μια συνηθισμένη συζήτησι, εγώ άρχισα να διαβάζω στους φίλους μου την Αγία Γραφή. Αυτοί απεφάσισαν να περπατήσουν λίγο για ν’ απαλλαγούν από το επίμονο κήρυγμά μου. Αλλά προς μεγάλη τους απογοήτευσι βρέθηκα ακριβώς πίσω τους με την Αγία Γραφή στο χέρι. Τελικά η σύζυγός μου, ο φίλος μου και η σύζυγός του συγκατατέθηκαν να κάνουν μια τακτική Γραφική μελέτη.
Η μητέρα μου διέκρινε ότι δεν είχα χάσει το ενδιαφέρον μου στο να υπηρετώ τον Ιεχωβά, όπως νόμιζε ότι θα συνέβαινε. Κατενόησε ότι η νέα προσωπικότης που καλλιεργούσα δεν ήταν μια πρόσκαιρη ‘τρέλλα.’ Έτσι και αυτή συμφώνησε να μελετήση την Αγία Γραφή για να διαπιστώση τι ήταν εκείνο που μ’ έκανε τόσο διαφορετικό άτομο.
Η 25η Ιουνίου 1955 ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Ήταν η ημέρα του βαπτίσματος σε μια συνέλευσι των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και ποιοι νομίζετε ότι ήσαν στις πρώτες σειρές σαν υποψήφιοι για βάπτισμα; Η σύζυγός μου, η μητέρα μου, ο φίλος μου και η σύζυγός του—και οι τέσσερίς τους έτοιμοι να συμβολίσουν την αφιέρωσί τους στον Ιεχωβά.
Από τότε είχα τη χαρά να δω πολλούς συναδέλφους μου οδηγούς λεωφορείων να δέχωνται τις αλήθειες της Αγίας Γραφής και να γίνονται Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μεταξύ των ήταν και ένας οδηγός λεωφορείων τον οποίο κάποτε ‘είχα στριμώξει στον τοίχο’ απειλώντας τον να τον χτυπήσω. Τώρα είναι ένας περιοδεύων επίσκοπος.
ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΗΣΩ
Ένα έτος μετά το βάπτισμά μου άρχισα να χρησιμοποιούμαι με διάφορες ιδιότητες στην εκκλησία. Κατόπιν το 1958 διορίσθηκα ως προεδρεύων επίσκοπος και επίσκοπος πόλεως για τη Χονολουλού.
Λόγω των οικογενειακών μου υποχρεώσεων, η υπηρεσία του ολοχρονίου κηρύγματος ως «σκαπανέως» φαινόταν σαν κάτι αδύνατο για μένα. Τα τέσσερα παιδιά μου επήγαιναν ακόμη στο σχολείο. Αλλά, σαν οικογένεια, συμμετείχαμε στο έργο προσωρινού σκαπανέως όποτε μπορούσαμε. Κατόπιν, το 1963, η σύζυγός μου έγινε τακτική σκαπανεύς.
Η εκκλησία μας είχε σκαπανικό φρόνημα. Στη διάρκεια μερικών μηνών περισσότεροι από τη μισή εκκλησία έκαναν έργο προσωρινού σκαπανέως· κάποτε κάναμε έργο προσωρινού σκαπανέως και οι εβδομήντα δύο από εμάς. Με τόσους πολλούς σκαπανείς στην εκκλησία μας έπρεπε να υπάρχη καλός προγραμματισμός και πολλή αμοιβαία βοήθεια. Διευθετήσεις για τη φύλαξι των παιδιών, τη μεταφορά και τους τομείς έπρεπε να γίνωνται προσεκτικά. Τι απολαυστικός μήνας ήταν εκείνος για όλους!
Το 1967 με προσκάλεσαν να λάβω μέρος στο έργο περιοχής επισκεπτόμενος διάφορες εκκλησίες στη Χαβάη και παρέχοντας πνευματική ενθάρρυνσι σ’ αυτές. Αυτή ήταν μια ευλογητή ευκαιρία, αλλά δεν μπορούσα να την δεχθώ χωρίς να μιλήσω πρώτα με την οικογένειά μου, εφόσον τα τρία παιδιά μας πήγαιναν ακόμη σχολείο.
Τα παιδιά μου ήσαν πρόθυμα να εργάζονται για λίγες ώρες και να βοηθούν με κάποιο τρόπο ώστε να μπορέσω ν’ αναλάβω τον νέο διορισμό. Η κόρη μου είπε: «Πατέρα, πάντοτε μας ενεθάρρυνες να κάνομε έργο σκαπανέως, αλλά τι θα πούμε για σένα; Να η ευκαιρία ν’ αφιερώσης τον εαυτό σου πλήρως στον Ιεχωβά.»
Ενόσω είμεθα στο έργο περιοχής συναντήσαμε πολλές διαφορετικές, και μερικές φορές, διασκεδαστικές καταστάσεις. Μία είναι ακόμη στη διάνοιά μου. Δύο γείτονες ήσαν μαλωμένοι, επειδή ο ένας είχε κόψει ένα δένδρο μάγγο του γείτονά του που κρεμόταν πάνω από την αυλή του. Είχαν ανταλλάξει πικρά λόγια και απειλές. Όταν επισκέφθηκα στην πόρτα του τον άνδρα που είχε κόψει το δένδρο, αυτός νόμιζε ότι ήμουν αστυνομικός που ερευνούσε την υπόθεσι, κι έτσι με προσεκάλεσε μέσα.
Εν τούτοις, καθώς άρχισα να μιλώ, ο άνδρας σκέφθηκε ‘Τι παράξενο τρόπο προσεγγίσεως χρησιμοποιεί αυτός ο αστυνομικός προσπαθώντας να με διδάξη από την Αγία Γραφή!’ Μετά από λίγα λεπτά, κατάλαβε ότι ήμουν ένας Μάρτυς του Ιεχωβά και με πληροφόρησε ότι ποτέ δεν είχε επιτρέψει στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να μπουν στο σπίτι. Δέχθηκε να κάνη μια Γραφική μελέτη, ολόκληρη η οικογένεια του άρχισε επίσης να συμμετέχη και έκανε καλή πρόοδο. Με τον καιρό, δέκα από τους συγγενείς του και τους φίλους του έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Τα παιδιά μας είναι τώρα ενήλικα. Ο ένας μας γιος υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στο Μπέθελ του Μπρούκλυν, στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τώρα, μαζί με τη σύζυγό του, υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής και περιφερείας στην Αμερικανική Σαμόα. Οι δύο κόρες μας είναι ειδικοί σκαπανείς και ο άλλος μας γιος και η σύζυγός του, που έχουν και ένα μωρό τώρα είναι δραστήριοι κήρυκες των αγαθών νέων. Η σύζυγός μου κι εγώ κάνομε έργο περιοχής.
Η φήμη μου ως ενός ταραχοποιού του δρόμου είναι κάτι που λίγοι άνθρωποι το θυμούνται σήμερα. Στην πραγματικότητα, μερικοί δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι είχα ένα τέτοιο παρελθόν. Γιατί τώρα είμαι παντού γνωστός σ’ όλα τα νησιά της Χαβάης σαν ένας ειρηνικός Χριστιανός διάκονος, και τι χαρά είναι ν’ αντιπροσωπεύωμε έτσι τον μεγάλο μας Θεό, τον Ιεχωβά!
[Εικόνα στη σελίδα 510]
Παρά την Ανατολίτικη συνήθεια, άρχισα να βοηθώ τη σύζυγό μου στις δουλειές του σπιτιού