Τήρησις του Γάμου σε Τιμή Ενώπιον Θεού και Ανθρώπων
«Συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού.»—2 Κορ. 4:2.
1. (α) Ως προς τον γάμο, ποιο πρέπει, να είναι το ενδιαφέρον του Χριστιανού; (β) Τι ερωτήματα θα μπορούσαν να εγερθούν ως προς τις διατάξεις των πολιτικών εξουσιών σχετικά με τον γάμο; (Μάρκ. 12:17)
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟΣ λαός του Θεού, για να παραμείνη στην εύνοια του, είναι ζωτικό να τηρή τον γάμο σε τιμή. (Εβρ. 13:4) Κάθε έγγαμος Χριστιανός πρέπει να δείχνη σοβαρό ενδιαφέρον ώστε ο γάμος του να είναι τίμιος ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Σχετικά μ’ αυτό εγείρεται το ερώτημα, Μέχρι ποίου βαθμοί οι ανθρώπινες εξουσίες, περιλαμβανομένων και των πολιτικών κυβερνήσεων και των αστικών εξουσιών, εισέρχονται στο ζήτημα; Μήπως το κύρος ενός γάμου εξαρτάται ολοκληρωτικά από την αναγνώρισί του από τις αστικές αρχές και μήπως η επικύρωσίς των καθορίζει το πώς ο Ιεχωβά Θεός, ο Πρωτουργός του γάμου, θεωρεί αυτή την ένωσι;
2. Τι νομικές διατυπώσεις περί γάμου δεν απαιτούσε ο νόμος του Θεού στον Ισραήλ;
2 Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι ο γάμος μεταξύ ανθρώπων των Εβραϊκών χρόνων ήταν εν πρώτοις μια οικογενειακή ή φυλετική υπόθεσις. Όταν σχηματίσθηκε το έθνος Ισραήλ, ο Θεός τούς έδωσε τον νόμο του, που περιείχε πολυάριθμες διατάξεις σχετικές με τον γάμο στις οποίες συμπεριλαμβάνοντο και απαγορεύσεις για αιμομικτικές σχέσεις και κανονισμοί που ρύθμιζαν τα συζυγικά καθήκοντα και άλλες παρόμοιες διατάξεις. (Λευιτικόν, κεφάλαια 18 και 20) Δεν υπήρχε όμως απαίτησις να ληφθή έγγραφο ή άδεια από το ιερατείο για να νυμφευθή ένα ζεύγος, ούτε να παρίσταται κανένας εκπρόσωπος του ιερατείου στον γάμο για να τον επικυρώση. Ούτε υπήρχε απαίτησις να παρευρίσκωνται εκπρόσωποι της Ισραηλιτικής κυβερνήσεως. Αντιθέτως, ενόσω ετηρείτο ο νόμος του Θεού, ο γάμος εγίνετο δεκτός ως έγκυρος και τίμιος μέσα στην κοινότητα εκείνη όπου κατοικούσαν οι νυμφευόμενοι.
3. Το γεγονός ότι ο Ισραήλ περιήλθε στην κυριαρχία ξένων δυνάμεων, επηρέασε τον τρόπο χειρισμού του γάμου και του διαζυγίου;
3 Στο πέρασμα του χρόνου, το έθνος Ισραήλ περιήλθε στην κυριαρχία ξένων δυνάμεων—της Βαβυλώνος, της Μηδο-Περσίας, της Ελλάδος και της Ρώμης. Σε τι βαθμό επηρέαζε αυτό τις διατάξεις του γάμου μεταξύ των Ισραηλιτών; Από τις πληροφορίες που παρέχει η ιστορία φαίνεται ότι οι γάμοι συνεχίζοντο μάλλον όπως πριν, και αυτό επετρέπετο από τα έθνη που τους εξουσίαζαν. Μολονότι αυτοί ήσαν ένας υποτελής λαός, φαίνεται ότι διάφορα ζητήματα ή ακόμη και διαμφισβητήσεις, όπως ήσαν και οι πράξεις διαζυγίων, ετύγχαναν χειρισμού από τους πρεσβυτέρους ή από τα δικαστήρια τους. Προφανώς, όμως, αν ένας Ισραηλίτης έφερνε μια υπόθεσι γάμου στα δικαστήρια του κυριάρχου έθνους, ανέμενε τότε απ’ αυτά να εκδικάσουν την υπόθεσι με βάσι τους δικούς των νόμους ως προς τον γάμο.
4. Όταν καθιερώθηκε για πρώτη φορά η καταχώρησις των γάμων, τι σκοπό εξυπηρετούσε;
4 Φαίνεται πιθανόν ότι στους μετέπειτα Βιβλικούς χρόνους οι γάμοι κατεχωρούντο, μολονότι δεν υπάρχει σαφής ένδειξις γι’ αυτό. Οπωσδήποτε, φαίνεται ότι κάθε καταχώρησις γάμου γινόταν μόνο μετά την τέλεσι του γάμου. Η πολιτική κυβέρνησις ενεργούσε έτσι σαν ένας αρχειοφύλαξ του γεγονότος του γάμου μάλλον, παρά σαν ένας κριτής της ηθικότητος του γάμου.
5. (α) Ποια ήταν η κατάστασις σχετικά με την εγκυρότητα των γάμων στους πρώτους αιώνες της Χριστιανικής εκκλησίας; (β) Πότε οι πολιτικές αρχές άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον γάμο και τις γαμήλιες σχέσεις;
5 Ποια ήταν η κατάστασις στους πρώτους αιώνες της Χριστιανικής εκκλησίας; Όπως και στον Ισραήλ, φαίνεται ότι οι γάμοι συνεχίζοντο κατά μέγα μέρος σαν μια οικογενειακή υπόθεσις. Και, όπως στην Εδέμ καθώς και μεταξύ των Ισραηλιτών (και, στην πραγματικότητα, μεταξύ των περισσοτέρων λαών της εποχής εκείνης), δεν υπήρχε ανάγκη να είναι παρούσα κάποια θρησκευτική ή πολιτική εξουσία για να εκδώση άδεια για να είναι ο γάμος έγκυρος και τιμημένος.a Οι πολιτικές εξουσίες δεν φαίνεται ότι ενδιεφέροντο για τους γάμους ή τις γαμήλιες σχέσεις, ως τότε που το ένα ή τα δύο πρόσωπα του γάμου προσήρχοντο σ’ αυτές για νομική λύσι προβλημάτων ή διαμφισβητήσεων. Τότε ή ανεγνωρίζετο ή απερρίπτετο η εγκυρότης του γάμου, ανάλογα με το αν αυτός συμφωνούσε προς τους νόμους των. (Ο Ρωμαϊκός νόμος, λόγου χάριν, δεν ανεγνώριζε τους γάμους μεταξύ σαρκικών αδελφών.)
6. (α) Τι ερρύθμιζε πρωτίστως τις γαμήλιες σχέσεις στη Χριστιανική εκκλησία; (β) Οι απόψεις της κοινότητος στην οποία ζουν οι Χριστιανοί, πρέπει να επηρεάζουν ό,τι κάνουν αυτοί σχετικά με τους γάμους των;
6 Η συμμόρφωσις, όμως, με τον νόμο του Θεού ήταν αναγκαία αν ο γάμος επρόκειτο να θεωρήται έντιμος μέσα στη Χριστιανική εκκλησία. Έτσι, όταν ο απόστολος Παύλος έμαθε από την εκκλησία της Κορίνθου ότι κάποιος ‘είχε την γυναίκα του πατρός αυτού,’ δεν εδίστασε να το κατακρίνη αυτό ως «πορνεία.» Είπε επίσης ότι η εκκλησία έπρεπε να ενδιαφέρεται για τους κανόνες της κοινότητος στην οποία ευρίσκετο, διότι ετόνισε ότι «ουδέ μεταξύ των εθνών» δεν γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.—1 Κορ. 5:1, 2.
7, 8. (α) Γιατί η Χριστιανική εκκλησία ορθώς ενδιαφέρεται για τους γάμους που συνήφθησαν από τα μέλη της; (β) Τι σχετικό αποκαλύπτει η ιστορία για τους πρώτους Χριστιανούς;
7 Η Χριστιανική εκκλησία εθεωρείτο σαν μια ‘αδελφότης’ αποτελούμενη από μέλη του ‘οίκου του Θεού’· η λέξις ‘οίκος’ εδώ είχε την έννοια του οικογενειακού οίκου, όπως αποδεικνύει μια συμπαραβολή σχετικών εδαφίων, όπως είναι τα εδάφια Ματθαίος 10:12, 35, 36· Πράξεις 16:30-34· 1 Τιμόθεον 3:4, 5· 5:4, 8. Όπως μια οικογένεια, λοιπόν, έτσι και η εκκλησία ορθώς ενδιεφέρετο για τους γάμους που συνάπτοντο από μέλη της.
8 Η Εγκυκλοπαιδεία Θρησκείας και Ηθικής του Χάστινγκς σχολιάζοντας την άποψι των πρώτων Χριστιανών, λέγει, (Τόμ. VIII, σελ. 435) τα εξής: «Ο γάμος είναι, εν πρώτοις, μια υπόθεσις οικογενειακή. Στους αρχαιότερους χρόνους η Χριστιανική εκκλησία εθεωρείτο σαν μια πνευματική οικογένεια και η ζωή και τα ενδιαφέροντα κάθε μέλους της εκκλησίας ενδιέφεραν ιδιαιτέρως ολόκληρη την εκκλησία. . . . Η μαρτυρία των [εκκλησιαστικών] Πατέρων, από τα μέσα του 3ου αιώνος και μετά, δείχνει ότι εκείνο που εμείς θα περιγράφαμε τώρα ως πολιτικούς γάμους δεν ήταν κάτι άγνωστο, ίσως δεν ήταν και ασύνηθες, αλλά συγχρόνως απεδοκιμάζετο έντονα από την Εκκλησία.»
9. (α) Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλωμε τόσο από τις Γραφές όσο και από την ιστορία σχετικά με την πολιτική επικύρωσι του γάμου; (β) Από τι εξαρτάται η εγκυρότης του γάμου;
9 Από τις ενδείξεις λοιπόν που υπάρχουν στις Γραφές και στην ιστορία γίνεται φανερό ότι στους αρχαίους χρόνους ο πολιτικός γάμος ή πολιτική επικύρωσις του γάμου δεν έπαιζε πολύ εξέχοντα ρόλο. Δεν φαίνεται ότι αποτελούσε ένα πολύ μεγάλο παράγοντα για την εγκυρότητα του γάμου από τη Χριστιανική άποψι. Προφανώς η εγκυρότης ενός γάμου εξηρτάτο πολύ άμεσα από την αποδοχή του από τη Χριστιανική εκκλησία, επειδή συμφωνούσε με τους θείους κανόνες, λαμβανομένων επίσης υπ’ όψιν και της στάσεως και των συνηθειών των ανθρώπων της κοινότητος όπου ζούσαν οι Χριστιανοί. Όπως είπε ο απόστολος Παύλος, οι Χριστιανοί, πρέπει να ‘συνιστούν εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού,’ και να προσπαθούν να μη γίνωνται «πρόσκομμα μήτε εις Ιουδαίους μήτε εις Έλληνας μήτε εις την Εκκλησίαν του Θεού,» αλλά να ‘πράττουν τα πάντα προς δόξαν Θεού.’—2 Κορ. 4:2· 1 Κορ. 10:31, 32.
10, 11. (α) Πώς συνέβη ν’ αναμιχθούν οι πολιτικές εξουσίες στον γάμο και στην επικύρωσί του; (β) Ποια άποψις για την επικύρωσι του γάμου επικρατεί στις κατ’ εξοχήν Προτεσταντικές χώρες;
10 Εν τούτοις, είναι γεγονός ότι στους πιο προσφάτους καιρούς και σε πολλά μέρη της γης η σχέσις των πολιτικών εξουσιών με τον γάμο και την επικύρωσί του έχει προσλάβει μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Ορθώς, λοιπόν, οι Χριστιανοί πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν αυτό το γεγονός καθώς επιζητούν να τηρούν ‘τους γάμους των τιμίους μεταξύ πάντων.’ (Εβρ. 13:4) Για να σταθμίσωμε το ζήτημα, αξίζει να εξετάσωμε το πώς επήλθε αυτή η αλλαγή στάσεως. Η Εγκυκλοπαιδεία Θρησκείας και Ηθικής (στην Αγγλική) λέγει, (σελ. 437· τα πλάγια γράμματα δικά μας): «Από την πολιτική πλευρά ο γάμος θεωρείται σαν ένα νομικό συμβόλαιο που πρέπει να ρυθμίζεται για πρακτικούς σκοπούς από το Κράτος. Από τη Χριστιανική άποψι, ο γάμος είναι μια αγία υπόθεσις την οποία η εκκλησία μπορεί να ζητή να ρυθμίση κατά τα ύψιστα συμφέροντα της θρησκείας και της ηθικής. Η πείρα έδειξε ότι πρέπει πάντοτε να υπάρχη μια πιθανότης συγκρούσεως μεταξύ των δύο δικαιοδοσιών και ότι, επομένως, μπορεί να προκύψουν δυσχέρειες στην πράξι. . . . Στη σύγχρονη περίοδο, από τον καιρό της [Προτεσταντικής] Μεταρρυθμίσεως το ζήτημα των δύο δικαιοδοσιών και των καταλλήλων σχέσεων του ενός προς τον άλλο, πρέπει να προέχη. . . . »b
11 Φαίνεται λοιπόν ότι η επικύρωσις του γάμου από πολιτικές εξουσίες έχει γίνει μεγαλύτερο ζήτημα στους συγχρόνους καιρούς απ’ όσο ήταν σε οποιονδήποτε περασμένο καιρό της ιστορίας. Τουλάχιστον στις αυστηρά Προτεσταντικές χώρες υπήρχε ολοένα περισσότερο η τάσις να εξαρτάται το κύρος του γάμου (και συνεπώς και του διαζυγίου) σχεδόν εξ ολοκλήρου από την απόφασι των πολιτικών εξουσιών. Ο ρόλος της εκκλησίας ως προς το κύρος του γάμου (και του διαζυγίου) έχει συνεπώς εξασθενήσει στα όμματα πολλών.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
12. Αφού η πολιτική εξουσία αναμίχθηκε στον γάμο και στην επικύρωσί του, τι ερωτήματα εγείρει αυτό για τον δούλο του Θεού;
12 Τι πρέπει να κάνη ο Χριστιανός ενώπιον τέτοιων περιστάσεων; Δεν μπορεί βέβαια ν’ αγνοήση την υπάρχουσα κατάστασι πραγμάτων αν επιθυμή να είναι ο γάμος του τίμιος «εις πάντας.» Δεν μπορεί ‘να στρέψη το χρονόμετρο’ στις ημέρες που οι πολιτικές εξουσίες δεν εθεωρούντο ένας σπουδαίος παράγων για την επικύρωσι του γάμου. Εν τούτοις, εγείρονται τα εξής ερωτήματα: Η απόφασις των πολιτικών εξουσιών πρέπει να θεωρήται απόλυτη προκειμένου να καθορισθή αν ένας γάμος είναι έγκυρος—είτε στην αρχή του είτε ίσως όταν καταλήξη σε διαζύγιο; Σε τι βαθμό επηρεάζεται ο Θεός από την απόφασί των;
13. Γιατί η άποψις της πολιτικής εξουσίας για τον γάμο δεν μπορεί να θεωρήται απόλυτη; (Πράξ. 5:29)
13 Στην πραγματικότητα, έχουν οι πολιτικές εξουσίες την τελευταία λέξι ως προς το αν ο Θεός δέχεται ή απορρίπτη το κύρος ενός γάμου (ή ενός διαζυγίου); Μπορούμε να διακρίνωμε ότι, αν ήταν έτσι, θα υπήρχε σημαντική ασυνέπεια σχετικά με το τι απαιτείται για να ληφθή ευλογία του Θεού στον γάμο. Γιατί; Διότι οι απόψεις των πολιτικών εξουσιών διαφέρουν πολύ από τον ένα τόπο στον άλλο και συχνά είναι σε πλήρη ασυμφωνία μεταξύ τους και, το σπουδαιότερο, κατά καιρούς βρίσκονται και σε αντίθεσι με τους κανόνες που περιέχονται στην Αγία Γραφή.
14. Ποια είναι η Γραφική άποψις για την πολυγαμία παρά την οποιαδήποτε νομική αναγνώρισι που μπορεί να της δίδεται σε μερικές χώρες;
14 Σε μερικές χώρες, λόγου χάριν, η πολυγαμία νομικώς εγκρίνεται, και η κάθε σύζυγος ενός πολυγάμου θεωρείται το ίδιο νόμιμη με τις άλλες και έχει την ίδια υπόστασι με τις άλλες συζύγους του. Ο Χριστός Ιησούς και ο Θεόπνευστος απόστολος Παύλος όμως, ετόνισαν ότι ο κανών του Θεού είναι να έχη ο άνδρας μόνο μια σύζυγο.—Ματθ. 19:4, 5· 1 Κορ. 7:2· 1 Τιμ. 3:2.
15. Πώς οι ανθρώπινοι νόμοι σχετικά με το διαζύγιο διαφέρουν από τον νόμο του Θεού σε μερικές χώρες;
15 Επίσης, μερικές χώρες, επιτρέπουν σ’ ένα άτομο να χωρίση τον γαμήλιο σύντροφο του για οποιονδήποτε λόγο, μερικές φορές ακόμη και για ασήμαντους λόγους. Άλλες χώρες, αντιθέτως, δεν αναγνωρίζουν δικαιώματα σε κανένα άτομο να χωρίση τον γαμήλιο σύντροφο του, ακόμη και για λόγους σεξουαλικής απιστίας, κι έτσι να είναι ελεύθερος να ξανανυμφευθή. Η Αγία Γραφή αφ’ ετέρου λέγει ότι μόνο ένας έγκυρος λόγος διαζυγίου υπάρχει, δηλαδή η πορνεία, και τονίζει ότι εκείνοι που χωρίζουν γι’ αυτόν τον λόγο είναι ελεύθεροι να ξανανυμφευθούν. (Ματθ. 5:32· 19:3-9) Έτσι, σε μερικές περιπτώσεις εκείνο που επιδοκιμάζει το Κράτος, το αποδοκιμάζει ο Θεός, και σε άλλες περιπτώσεις εκείνο που απαγορεύεται από το Κράτος επιτρέπεται από τον Θεό.
16. Πώς πρέπει να θεωρήται η Κρατική εξουσία στον καθορισμό της εγκυρότητος του γάμου; (Ρωμ. 13:1· 1 Πέτρ. 2:13, 14)
16 Οι ενδείξεις λοιπόν τονίζουν το γεγονός ότι η θέσις της πολιτείας για τον καθορισμό της εγκυρότητος του γάμου (ή του διαζυγίου) είναι μόνο σχετική, ενώ η θέσις του Θεού είναι απόλυτη. Για να λάβωμε μια ισορροπημένη άποψι της σχετικής εξουσίας της Πολιτείας (που ορίζεται ως «Καίσαρ» στην Αγία Γραφή) σ’ αυτό το ζήτημα, είναι επωφελές να λάβωμε υπ’ όψι ακριβώς ποιο είναι το ενδιαφέρον των πολιτικών κυβερνήσεων στον τομέα του γάμου, για ποιο πράγμα ενδιαφέρονται ιδιαίτερα και με ποια έννοια μπορεί ο Χριστιανός να τεθή κάτω από υποχρέωσι σ’ αυτές, ως προς αυτό τον τομέα.
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΑΜΟ
17, 18. Προκειμένου για τον θεσμό του γάμου, ποιο υπήρξε το κύριο ενδιαφέρον των πολιτικών αρχών και γιατί;
17 Ενδιαφέρονται κυρίως οι πολιτικές κυβερνήσεις για τα ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα που σχετίζονται με τον γάμο ή μήπως το ενδιαφέρον των σχετίζεται κυρίως με μια άλλη άποψι; Μπορούμε να επαναφέρωμε στη μνήμη μας ότι η προλεχθείσα εγκυκλοπαιδεία ανέγραψε ότι, από πολιτικής πλευράς, «ο γάμος θεωρείται σαν ένα νομικό συμβόλαιο που πρέπει να ρυθμίζεται για πρακτικούς σκοπούς από το Κράτος.» Αυτό εξάγεται από την ιστορία της κυβερνητικής νομοθεσίας που σχετίζεται με τον γάμο και το διαζύγιο. Αυτή η ιστορία δείχνει ότι το ενδιαφέρον των πολιτικών κυβερνήσεων για τον θεσμό του γάμου υποκινήθηκε από την ανάμιξί των σε ζητήματα όπως είναι η κληρονομία και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα όταν η διάλυσις του γαμήλιου «συμβολαίου» (λόγω διαζυγίου ή θανάτου) φέρνη αυτά τα δικαιώματα σε αμφισβήτησι. Η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία (Μακροπαιδεία 1976, Τόμ. 7, σελ. 166, 167) λέγει:
«Ο νόμος . . . ενδιαφέρεται κυρίως για τα δικαιώματα και καθήκοντα του συζύγου και της συζύγου καθώς και του γονέως και του τέκνου, ιδιαίτερα σε ζητήματα οικονομικής υποστηρίξεως.» «Στις περισσότερες χώρες σήμερα . . . η νομική τεκμηρίωσις ενός γάμου είναι απλώς η καταχώρησις του γεγονότος αυτού. Βασικά, λοιπόν, με τη νομική έννοια, ο γάμος είναι η συντήρησις, η συζυγική ιδιοκτησία και η διαδοχή δικαιωμάτων, καθώς και η προστασία των νομίμων ανηλίκων τέκνων.»
18 Ο «Καίσαρ» (το πολιτικό κράτος) ενδιαφέρθηκε επομένως για τον γάμο πρωτίστως επειδή αυτά τα νομικά ζητήματα φέρθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων του για δικαστική τακτοποίησι, και όχι για τις θρησκευτικές ή ηθικές απόψεις του γάμου. Επίσης έδειξε ενδιαφέρον για την πρόληψι της διαδόσεως νοσημάτων, ιδιαίτερα αφροδισίων νοσημάτων, και για την εξασθένησι των γενετικών επιδράσεων (όπως μεταξύ τέκνων που γεννώνται από στενούς εξ αίματος συγγενείς), πράγμα που είναι και αυτό για «πρακτικούς σκοπούς.» Γι’ αυτό τον λόγο διαπιστώνομε ότι ακόμη και οι αντιθρησκευτικές, αθεϊστικές κυβερνήσεις έχουν νομικές απαιτήσεις προκειμένου ν’ αναγνωρίσουν ένα γάμο έγκυρο.
19. Έχοντας υπ’ όψι τη συμβουλή του Ιησού ‘απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα,’ ποιο ερώτημα θα μπορούσε να εγερθή για τον γάμο και για το διαζύγιο;
19 Τι θα λεχθή λοιπόν για τις οδηγίες του Ιησού ‘να αποδίδωμε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα;’ Μήπως η Χριστιανική εκκλησία, στην προσπάθεια της να υπακούση σ’ αυτή την εντολή, πρέπει να θεωρήση την άποψι του Καίσαρος περί κοινωνίας γάμου ή περί διαζυγίου ως τον τελεσίδικο, αποφασιστικό, δεσμευτικό παράγοντα εν σχέσι με την εγκυρότητα και την ηθικότητα του;—Ματθ. 22:21.
20. (α) Τι υπεκίνησε τη δήλωσι του Ιησού ‘απόδοτε τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα;’ (β) Σε τι βαθμό αυτή η αρχή επηρεάζει τον γάμο ενός Χριστιανού;
20 Εν πρώτοις, πρέπει να σημειωθή ότι το ζήτημα που υπεκίνησε τον Ιησού να πη αυτά τα λόγια εσχετίζετο με τη φορολογία. Ο Καίσαρ παρέχει πολλές υπηρεσίες και αξίζει να ‘πληρώνεται’ γι’ αυτές. (Ματθ. 22:17-21) Ο Καίσαρ, όμως, δεν αποτελεί την πηγή του δικαιώματος του γάμου. Η πηγή είναι πραγματικά ο Θεός, ο Πρωτουργός του γάμου. (Γέν. 1:27, 28· 2:18, 22-24· 9:1· παράβαλε με 1 Τιμόθεον 4:1-3.) Γι’ αυτό, η θέσις του Καίσαρος σ’ αυτόν τον τομέα δεν είναι να καθορίση αυτός σαν τελικός διαιτητής τι είναι ηθικώς ορθό και εσφαλμένο στον γάμο (ή στο διαζύγιο). Εκείνο που μπορεί να παράσχη ο Καίσαρ είναι η νομική αναγνώρισις και η συνακολουθούσα προστασία των γαμήλιων δικαιωμάτων στα δικαστικά του συστήματα. Ο Χριστιανός, που θέλει να είναι ο γάμος του ‘τίμιος εις πάντας,’ ορθώς επιθυμεί ν’ απολαμβάνη αυτές τις προμήθειες για να προστατεύση τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της οικογενείας του. Για να λάβη αναγνώρισι και δικαιώματα πρέπει κατάλληλα ν’ αποδώση γι’ αυτά στον Καίσαρα’ συμμορφούμενος με τους κανονισμούς του Καίσαρος για να τα λάβη. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνη και πράγματα όπως πληρωμή χρημάτων για την έκδοσι αδείας, συμμόρφωσι με ωρισμένες ιατρικές εξετάσεις ή παρόμοιες απαιτήσεις.
21. Πώς πρέπει να επηρεάζη ένα Χριστιανό η εξουσία του Καίσαρος για τον γάμο και γιατί;
21 Αυτή η οφειλή στον Καίσαρα για τα πλεονεκτήματα που παρέχει η νομική αναγνώρισίς του δεν σημαίνει, εν τούτοις, ότι ο Χριστιανός δεν λαμβάνει υπ’ όψι το γεγονός ότι η εξουσία του Καίσαρος στον γάμο είναι μόνο σχετική. Ο Θεός δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Καίσαρος και μπορεί ν’ αποδοκιμάση πράγματα που ο Καίσαρ επιδοκιμάζει, ή να δεχθή πράγματα που ο Καίσαρ απορρίπτει. Ο Χριστιανός πρέπει να λαμβάνη συνειδητά υπ’ όψιν τις διατάξεις του Καίσαρος για τον γάμο και το διαζύγιο, αλλά θα λαμβάνη πάντοτε πολύ πιο σοβαρά υπ’ όψι την Υπέρτατη Εξουσία, τον Ιεχωβά Θεό. (Πράξ. 4:19· Ρωμ. 13:1, 5) Αυτό θα εξασφαλίση τη θεία επιδοκιμασία και ευλογία.
22, 23. Γιατί ο Χριστιανός πρέπει να επιζητή νομική αναγνώρισι του γάμου του;
22 Έτσι, ο Χριστιανός κατανοεί ότι, μολονότι αυτές οι διατάξεις του Καίσαρος δεν αποτελούν τον παράγοντα που προσδιορίζει τελικά την εγκυρότητα του γάμου του στα όμματα του Θεού, αυτό δεν τον απαλλάσσει από τη ρητή Γραφική εντολή: «Έστω ο γάμος τίμιος εις πάντας.» (Εβρ. 13:4) Ο Χριστιανός υποχρεούται να κάνη ενσυνείδητα οτιδήποτε του είναι δυνατόν ώστε ο γάμος του να τυγχάνη αυτής της τιμής από όλους. Είναι αλήθεια ότι σε μερικές χώρες όπου επικρατεί μια ωρισμένη φυλή ή θρησκεία, ο γάμος οποιουδήποτε ατόμου που δεν ανήκει στην επικρατούσα φυλή ή θρησκεία μπορεί να μην έχη ποτέ τη γενική επιδοκιμασία. Εν τούτοις, ο Χριστιανός πρέπει να ζητή οποιαδήποτε νομική αναγνώρισι είναι δυνατή γι’ αυτόν ώστε να μην εκθέση τον γάμο του σε δυσμενή κριτική ούτε να χάση την εκτίμησι των άλλων. (2 Κορ. 6:3· 1 Πέτρ. 2:12, 15, 16· 3:16). Ο Χριστιανός θέλει ο γάμος του να φέρη τιμή στον Πρωτουργό του γάμου.
23 Εκείνοι που θέλουν να γίνουν βαπτισμένα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας και δεν έχουν νομική αναγνώρισι της γαμήλιου ενώσεως των, πρέπει κατάλληλα ν’ αναμένεται ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να τύχουν αυτής της αναγνωρίσεως και της καταχωρήσεως του γάμου των. Αυτό θα χρησιμεύση για ν’ αφαιρέση οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την τιμιότητα της ενώσεως των στα όμματα των ανθρώπων γενικά. Αλλά είναι αυτό δυνατόν σε όλες τις περιπτώσεις και, αν όχι, τι μπορεί να γίνη γι’ αυτό;
ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ
24. Ποιο πρόβλημα θα μπορούσε ν’ αντιμετωπισθή σε μια χώρα που δεν κάνει παραχώρησι για διαζύγιο;
24 Είναι υποβοηθητικό εδώ να κατανοήσουμε τη σχετική φύσι της εξουσίας του Καίσαρος σχετικά με τον γάμο. Ας πάρωμε για παράδειγμα τις περιοχές εκείνες όπου είτε λόγω της επικρατήσεως κάποιας θρησκείας ή για άλλους λόγους, ο νόμος δεν επιτρέπει κανένα διαζύγιο, ούτε και για τον Γραφικό λόγο της ‘πορνείας.’ Ένας άνδρας του οποίου η σύζυγος αποδείχθηκε άπιστη σ’ αυτόν μπορεί να την έχη εγκαταλείψει και κατόπιν να συνήψε δεσμό μ’ έναν άλλο γαμήλιο σύντροφο, από τον οποίο μπορεί μάλιστα να έχη αποκτήσει και οικογένεια. Μπορεί τότε να μάθη την αλήθεια του Λόγου του Θεού και συμμορφούμενος μ’ αυτόν, να επιθυμήση να βαπτισθή ως μαθητής του Υιού του Θεού. Επειδή ο νόμος της πολιτείας δεν συμφωνεί με τον νόμο του Θεού ως προς το διαζύγιο και τον δεύτερο γάμο, αυτός δεν μπορεί να λάβη διαζύγιο και να νομιμοποιήση την παρούσα ένωσί του. Τι μπορεί να κάνη;
25. Πώς θα μπορούσε ένας άνδρας που είναι χωρισμένος στα όμματα του Θεού αλλά δεν μπορεί να λάβη νομική αναγνώρισι γι’ αυτό τον χωρισμό στη χώρα του, να βεβαιώση ότι δεν ζη σε κατάστασι μοιχείας;
25 Αν το επιτρέπουν οι περιστάσεις του, θα μπορούσε να πάη σε μια γειτονική χώρα που παραχωρεί διαζύγιο, να το λάβη εκεί και κατόπιν να νυμφευθή πάλι κάτω από τους νόμους εκείνης της χώρας. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε ν’ αποδοθή τιμή στην ένωσί του, μολονότι όταν επιστρέψη στη δική του χώρα αυτός ο γάμος μπορεί να μην αναγνωρίζεται από τον ‘Καίσαρα’ της χώρας του. Αν δεν μπορή για διαφόρους λόγους να το κάνη αυτό, μπορεί νομικά να χωρισθή από τον εν διαστάσει νόμιμο σύντροφο του, ή να επιτύχη οτιδήποτε επιτρέπει ο τοπικός νόμος να γίνη. Κατόπιν, πρέπει να κάνη μια γραπτή δήλωσι στην τοπική εκκλησία υποσχόμενος πιστότητα στην παρούσα σύντροφο του και δηλώνοντας ότι θα δεχθή να λάβη ένα νόμιμο πιστοποιητικό γάμου αν η εν διαστάσει νόμιμος σύζυγος του πεθάνη ή αν άλλες περιστάσεις καταστήσουν δυνατή την επίτευξι αυτής της καταχωρήσεως. Αν η παρούσα σύντροφος του ζητή επίσης να βαπτισθή, πρέπει κι αυτή ομοίως να κάνη μια τέτοια ενυπόγραφη δήλωσι.
26. Τι μπορεί να κάνη ένα άτομο αν, λόγω ελλείψεως ενδιαφέροντος από τις πολιτικές αρχές, δεν μπορή να λάβη πολιτική αναγνώρισι για τον γάμο του;
26 Σε μια χώρα της Νοτίου Αμερικής, μολονότι ο νόμος προβλέπει ακύρωσι του γάμου σε περιπτώσεις διγαμίας, συχνά οι αιτήσεις γι’ αυτή την ακύρωσι απλώς αγνοούνται από τον ‘Καίσαρα.’ Ας πάρωμε για παράδειγμα λοιπόν έναν άνδρα ο οποίος, μολονότι έχει ήδη μια νόμιμο σύζυγο στη ζωή, χωρίζεται απ’ αυτήν και νυμφεύεται άλλη γυναίκα και με απάτη λαμβάνει ένα νόμιμο πιστοποιητικό, και γίνεται έτσι δίγαμος. Αν, αφού μάθη τη Γραφική αλήθεια, ζητήση να βαπτισθή, μπορεί να διαπιστώση ότι οι προσπάθειες του να τακτοποιήση τη νομική κατάστασι που σχετίζεται με τον τρέχοντα γάμο του ματαιώνονται λόγω ελλείψεως ενδιαφέροντος από μέρους των πολιτικών αρχών. Αν δεν μπορή να κάνη τίποτε για ν’ αποδώση τιμή στην παρούσα ένωσί του μέσω των δικαστηρίων ή των αρχών του Καίσαρος, πώς θα έπρεπε να ενεργήση; Θα μπορούσε να υπογράψη μια όμοια δήλωσι υποσχόμενος πιστότητα και να την υποβάλη στην εκκλησία. Τότε θα μπορούσε να γίνη δεκτός για βάπτισμα, καθώς και η σύντροφος του, αφού κάνει το ίδιο.
27. Πρέπει ν’ αναβληθή το βάπτισμα ενός ατόμου, στο οποίο δεν δίδεται νομική αναγνώρισις μέχρις ότου παρέλθη διάστημα έως δέκα ετών; Γιατί, ή γιατί όχι;
27 Σε κάποια χώρα της δυτικής Αφρικής, μπορεί να χρειασθούν έως δέκα χρόνια για να λάβη κανείς διαζύγιο. Ένα άτομο που επιθυμεί να βαπτισθή, αλλά χρειάζεται διαζύγιο για ν’ αποκαταστήση νομικώς την παρούσα γαμήλιο ένωσί του, θα ήταν μήπως υποχρεωμένο ν’ αναβάλη το βάπτισμα για μια τόσο μακρά περίοδο ετών; Δεν φαίνεται κατάλληλο ότι η έλλειψις αναγνωρίσεως από τον Καίσαρα πρέπει να τον εμποδίση από το να δείξη την πίστι του στην εξιλεωτική δύναμι της θυσίας του Χριστού κάνοντας το ζωτικό βήμα του βαπτίσματος και αποκτώντας έτσι το προνόμιο μιας επιδοκιμασμένης σχέσεως με τον Θεό. (Παράβαλε τη δήλωσι του αποστόλου στις Πράξεις 11:17 για την ανικανότητα των ανθρώπων να ‘εμποδίσουν’ τον Θεό να επιδοκιμάση άτομα.) Τα Γραφικά παραδείγματα δείχνουν ότι η άσκοπη καθυστέρησις στο να κάνη κανείς το βήμα του βαπτίσματος δεν συνιστάται. (Πράξ. 2:37-41· 8:34-38· 16:30-34· 22:16) Αφού αναλάβη τη νομική ενέργεια του διαζυγίου, το άτομο πρέπει κατόπιν να δώση μια δήλωσι στην εκκλησία υποσχόμενο πιστότητα και καθορίζοντας έτσι την απόφασί του να διατηρήση την παρούσα ένωσί του σε τιμή ενόσω συνεχίζει τις προσπάθειες του για να λάβη και τη νομική αναγνώρισι που χορηγεί ο Καίσαρ.
28. Όταν η νομική αναγνώρισης της υπαρχούσης γαμήλιου σχέσεως εξαρτάται από τη λήψι διαζυγίου που δεν δίδεται στη χώρα διαμονής του ατόμου, σημαίνει αυτό ότι το ανδρόγυνο πρέπει να χωρίση αν επιθυμή να βαπτισθή;
28 Άτομα μπορούν να μεταβούν σε άλλη χώρα και ενόσω είναι εκεί μπορεί να μάθουν την αλήθεια και να θελήσουν να βαπτισθούν. Για να λάβουν νομική αναγνώρισι της υπαρχούσης γαμήλιου σχέσεως των, ίσως είναι ανάγκη να λάβουν πρώτα διαζύγιο από τον προηγούμενο σύντροφο των. Ίσως η χώρα στην οποία μετέβησαν να έχη διατάξεις για διαζύγιο, αλλά αυτές οι διατάξεις μπορεί να μην ισχύουν γι’ αυτούς ως ξένους. Παραδείγματος χάριν πολλά άτομα από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες μετέβησαν στη Γερμανία ζητώντας επαγγελματική απασχόλησι. Ενώ η Γερμανία έχει διατάξεις για διαζύγιο, εν τούτοις αυτές οι διατάξεις δεν περιλαμβάνουν αυτούς που δεν είναι πολίτες της χώρας. Σε τέτοιες περιπτώσεις επίσης, τα άτομα που επιθυμούν να βαπτισθούν και ζητούν αποκατάστασι της τιμιότητος και της μονιμότητος της υπαρχούσης γαμήλιου σχέσεως των πρέπει να υπογράψουν μια δήλωσι υποσχόμενα πιστότητα.
29. Πώς θα μπορούσε ένας Χριστιανός να καθορίση τη Γραφική του ελευθερία και να ξανανυμφευθή σε χώρες που δεν έχουν διατάξεις που προβλέπουν για διαζύγιο;
29 Οι ίδιες αυτές αρχές μπορούν να εφαρμοσθούν και σ’ ένα βαπτισμένο Χριστιανό που διαπιστώνει ότι οι νόμοι του ‘Καίσαρος’ του παραχωρούν νομική αναγνώρισι στην άσκησι των παρά Θεού δεδομένων δικαιωμάτων του σχετικά με το διαζύγιο και τον δεύτερο γάμο. Παραδείγματος χάριν, σε χώρες που δεν αναγνωρίζουν το Θεόδοτο δικαίωμα για διαζύγιο από ένα μοιχό γαμήλιο σύντροφο και το δικαίωμα για ένα δεύτερο γάμο, ένα άτομο του οποίου η γαμήλιος σύντροφος αποδεικνύεται άπιστη (και από την οποία επομένως ο άλλος προτιμά να χωρισθή, μη συγχωρώντας την) πρέπει να υποβάλη σαφή ένδειξι αυτής της απιστίας της στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Κατόπιν, αν σε κάποιο μελλοντικό χρόνο αυτός (ή εκείνη) αποφασίσουν να λάβουν άλλο γαμήλιο σύντροφο, αυτό θα μπορούσε να γίνη μ’ ένα τίμιο τρόπο, τα δε πρόσωπα του γάμου θα υπογράψουν δηλώσεις υποσχόμενα πιστότητα καθώς επίσης και απόφασι ν’ αποκτήσουν νομική αναγνώρισι οποτεδήποτε γίνη δυνατό αυτό.
30. Πώς πρέπει να θεωρή η εκκλησία μια δήλωσι πιστότητας σε χώρες όπου η Γραφική ένωσις, κάτω από ωρισμένες περιστάσεις, δεν τυγχάνει νομικής αναγνωρίσεως;
30 Η υπογραφή μιας τέτοιας γραπτής δηλώσεως με υπόσχεσι πιστότητος θεωρείται από την εκκλησία ως καταχώρησις ενώπιον Θεού και ανθρώπων του γεγονότος ότι ο υπογράφων θα είναι ακριβώς τόσο πιστός στην υπάρχουσα γαμήλιο σχέσι του (ή σχέσι της) όσο ήταν αν η ένωσις επεκυρώνετο από τις πολιτικές εξουσίες. Αυτή η δήλωσις δεν θεωρείται λιγώτερο δεσμευτική από εκείνη που γίνεται ενώπιον ενός αρμοδίου λειτουργού για γάμο που εκπροσωπεί τον ‘Καίσαρα’ της κυβερνήσεως του κόσμου. Στην πραγματικότητα, δεν είναι αυτό το ίδιο το έγγραφο που συντάσσεται, αλλά το γεγονός ότι το άτομο κάνει αυτή τη δήλωσι ενώπιον του Θεού, και αυτό είναι εκείνο που προσδίδει τη μεγαλύτερη βαρύτητα και ιερότητα.
31, 32. Ποια είναι μερικά βασικά σημεία που πρέπει να περιλαμβάνη η δήλωσις πιστότητος, και τι πρέπει να γίνη μ’ αυτό το πιστοποιητικό;
31 Πώς μπορεί να διατυπωθή μια τέτοια δήλωσις; Θα μπορούσε να περιέχη την επόμενη διατύπωσι:
«Εγώ, ο (η) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . δηλώ με το παρόν έγγραφο ότι έχω δεχθή τον (ή την) . . . . . . . . . . . . . . ως σύντροφο μου σε γαμήλιο σχέσι· ότι έχω κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να λάβω νομική αναγνώρισι αυτής της γαμήλιου σχέσεως από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές και ότι, επειδή δεν μπόρεσα να το επιτύχω αυτό, κάνω την παρούσα δήλωσι υποσχόμενος πιστότητα σ’ αυτή τη γαμήλιο σχέσι. Αναγνωρίζω αυτή τη σχέσι ως δεσμευτική ενώπιον του Ιεχωβά Θεού και ενώπιον όλων των ανθρώπων, και ότι θα την τηρήσω και θα την τιμήσω σε πλήρη συμμόρφωσι με τις αρχές του Λόγου του Θεού. Θα εξακολουθήσω να επιζητώ τα μέσα για την επίτευξι νομικής αναγνωρίσεως αυτής της γαμήλιου σχέσεως από τις πολιτικές αρχές και αν, σε οποιονδήποτε μελλοντικό χρόνο, μια αλλαγή των περιστάσεων καταστήση τούτο δυνατόν, υπόσχομαι να νομιμοποιήσω αυτή τη γαμήλιο ένωσι.
«Υπογράφεται σήμερον . . . . . . . . ημέραν του μηνός . . . . . . . του έτους 19. . . . . . . . . Οι μάρτυρες της από μέρους μου υπογραφής του παρόντος: . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
32 Όπως τονίσθηκε παραπάνω, αυτή η δήλωσις πρέπει να υπογραφή από τον δηλώνοντα καθώς και από άλλους δύο μάρτυρες και να τεθή επίσης η ημερομηνία. Είναι σκόπιμο να κρατηθούν αντίγραφα της δηλώσεως για υπόσχεσι πιστότητος από το καθένα από τα ενεχόμενα στον γάμο πρόσωπα και από την εκκλησία με την οποία είναι συνταυτισμένα, και άλλο ένα αντίγραφο να σταλή στο τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά της περιφερείας εκείνης. Θα ήταν επίσης επωφελές να γίνη σχετική αναγγελία στην εκκλησία ότι υπεβλήθη μια τέτοια δήλωσις έτσι ώστε να γνωρίζουν όλοι τα ευσυνείδητα διαβήματα που γίνονται για να τηρηθή η τιμιότης της γαμήλιου σχέσεως.
33. Ποια ευθύνη πρέπει προσωπικά να φέρη τα άτομο σε ζητήματα που σχετίζονται με μια δήλωσι πιστότητος;
33 Αν το άτομο δεν μπορέση να λάβη αναγνώρισι από τον ‘Καίσαρα’ αλλά κάνη τις κατάλληλες ενέργειες για ν’ αποκαταστήση τον γάμο του ενώπιον της εκκλησίας, πρέπει να κατανοήση ότι οποιεσδήποτε συνέπειες προκύψουν γι’ αυτόν όσον αφορά τον έξω κόσμο θα είναι αποκλειστικά δική του ευθύνη και θα πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν απ’ αυτόν. Παραδείγματος χάριν, αν εγερθή κάποιο νομικό ζήτημα σχετικό με ιδιοκτησία ή δικαιώματα κληρονομιάς, λόγω μιας προγενεστέρας κοινωνίας γάμου, το άτομο δεν μπορεί ν’ απαιτήση δικαστική προστασία του ‘Καίσαρος’ ως προς την νέα του, μη αναγνωρισμένη από τον ‘Καίσαρα’ ένωσι.
ΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΘΑΡΕΣ
34. Σχετικά, με τον γάμο και το διαζύγιο, ποια είναι η τελική γραπτή αυθεντία για τον Χριστιανό;
34 Από χώρα σε χώρα, η νομοθεσία περί γάμων και περί διαζυγίων παρουσιάζει ένα πλήθος διαφόρων αποχρώσεων και απόψεων. Ο Χριστιανός, ή εκείνος που επιθυμεί να γίνη ένας μαθητής του Υιού του Θεού, αντί να εμπλακή σε μια σωρεία τεχνικών λεπτομερειών, μπορεί να καθοδηγηθή από τις βασικές Γραφικές αρχές που ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις.
35. Ποια είναι η Γραφική άποψις για την παλλακεία και την αιμομιξία;
35 Η άποψις του Θεού είναι πρωτίστου ενδιαφέροντος. Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, πρέπει το άτομο να εξετάση αν η παρούσα σχέσις του (ή σχέσις της) στην οποία αυτός ή εκείνη θέλουν να εισέλθουν, είναι μια σχέσις που θα ετύγχανε της θείας επιδοκιμασίας, ή αν η σχέσις αυτή καθ’ εαυτή παραβαίνη τους κανόνες του λόγου του Θεού. Ας πάρωμε για παράδειγμα μια κατάστασι στην οποία ένας άνθρωπος ζη με μια σύζυγο, αλλά συγχρόνως δαπανά χρόνο ζώντας και με μια άλλη γυναίκα την οποία συντηρεί ως ερωμένη. Ενόσω επικρατεί αυτή η κατάστασις της παλλακείας, η σχέσις με τη δεύτερη γυναίκα δεν μπορεί ποτέ να εναρμονισθή με τις Χριστιανικές αρχές, ούτε και θα μπορούσε να γίνη εναρμόνισις με οποιαδήποτε δήλωσι από μέρους της γυναικός ή του ανδρός. Η μόνη ορθή πορεία είναι να διακοπή εντελώς αυτή η σχέσις. Το ίδιο θα συνέβαινε και για μια αιμομικτική σχέσι μ’ ένα μέλος της αμέσου οικογενείας ή για μια ομοφυλοφιλική ή άλλη παρόμοια κατάστασι που κατακρίνεται από τον Λόγο του Θεού. (Ματθ. 19:5, 6· 1 Τιμ. 3:2· 1 Κορ. 5:1) Η έλλειψις νομικής επικυρώσεως δεν είναι εκείνη που κάνει απαράδεκτες αυτές τις σχέσεις· οι σχέσεις αυτές καθ’ εαυτές είναι αντιγραφικές και, επομένως, ανήθικες. Γι’ αυτό, εκείνος που εμπλέκεται σε μια τέτοια κατάστασι δεν θα μπορούσε να κάνη οποιαδήποτε ‘δήλωσι πιστότητος’ εφόσον αυτή δεν θα είχε αξία στα όμματα του Θεού.
36. Τι απαιτείται από εκείνον ο οποίος, προτού μάθη την αλήθεια, δεν είχε δείξει κατάλληλο σεβασμό για τη γαμήλιο διευθέτησι;
36 Αν η σχέσις είναι τέτοια που να μπορή να έχη την επιδοκιμασία του Θεού, τότε μια δεύτερη αρχή που πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν είναι ότι πρέπει να κάνη κανείς ό,τι μπορεί για ν’ αποκαταστήση την τιμιότητα της γαμήλιου ενώσεως του στα όμματα όλων. (Εβρ. 13:4) Ένας που ζητεί να βαπτισθή μπορεί να είναι εκείνος που στο παρελθόν χωρίσθηκε από ένα νόμιμο γαμήλιο σύντροφο και, χωρίς να έχη λάβη διαζύγιο, εισήλθε σε γαμήλιο σχέσι μ’ ένα άλλο άτομο. Μπορεί να έχη περάσει πολύς χρόνος και ίσως να προήλθαν και τέκνα από την ένωσί τους. Όταν μάθη την αλήθεια αυτό το άτομο δεν μπορεί λογικά ν’ αναμένεται να πάη πίσω στον πρώτο γαμήλιο σύντροφο του και έτσι να προσπαθήση ν’ ανασχηματίση τη ζωή του σύμφωνα με τις προηγούμενες περιστάσεις του. Αλλά τώρα, ‘παύοντας από της αμαρτίας,’ πρέπει να καθορίση στο εξής τη ζωή του, ζώντας σύμφωνα με το θείο θέλημα.—1 Πέτρ. 4:1-3· παράβαλε με 1 Κορινθίους 7:17-24.
37. Τι ενέργειες μπορεί να κάνη ένα άτομο για να λάβη νομική αναγνώρισι της υπαρχούσης γαμήλιου διατάξεως;
37 Τι θα γίνη λοιπόν; Αν είναι δυνατόν να λάβη διαζύγιο, τότε πρέπει αυτή η ενέργεια να γίνη ώστε, έχοντας λάβει διαζύγιο (για οποιουσδήποτε νομικούς λόγους υπάρχουν), η παρούσα γαμήλια ένωσις μπορεί να τύχη πολιτικής επικυρώσεως ως ένας αναγνωρισμένος γάμος. Τα ίδια αυτά πράγματα θα ίσχυαν και για εκείνον ο οποίος, προτού μάθη την αλήθεια, είχε γίνει ένοχος διγαμίας. Πρέπει να λάβη τα αναγκαία μέτρα για να λυθή το ζήτημα νομικώς (με ακύρωσι ή και με διαζύγιο) έτσι ώστε να μπορέση τώρα ν’ αναγνωρισθή ως νόμιμος γαμήλιος σύντροφος ενός και μόνο ατόμου.
38. Πώς μπορεί ένα άτομο να δείξη ότι επιθυμεί ένα τίμιο γάμο έστω κι αν δεν είναι σε θέσι να λάβη νομική αναγνώρισι για μια ένωσι που είναι ευπρόσδεκτη στα όμματα του Θεού;
38 Τελικά, αν η γαμήλιος σχέσις δεν είναι εκτός αρμονίας με τις αρχές του Λόγου του Θεού και αν το άτομο έχη κάνει όλα όσα μπορούν λογικά να γίνουν για ν’ αναγνωρισθή αυτή η γαμήλιος σχέσις από τις πολιτικές αρχές και εμποδίσθηκε αυτό, τότε μπορεί να υπογραφή μια δήλωσις που να εγγυάται πιστότητα. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως έχει παρατηρηθή, η υπερβολική βραδύτης των δημοσίων ενεργειών μπορεί να δημιουργήση ζήτημα πολλών, πάρα πολλών ετών προσπαθείας. Ή μπορεί τα έξοδα που απαιτούνται ν’ αντιπροσωπεύουν ένα συντριπτικό βάρος ώστε το άτομο να χρειάζεται χρόνια για να μπορέση να το αντιμετωπίση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η δήλωσις με εγγύησι πιστότητας θα παράσχη στην εκκλησία τη βάσι για να θεωρή τον υπάρχοντα γάμο ως τίμιο, ενόσω το άτομο θα εξακολουθήση ευσυνείδητα να φροντίζη για τις νομικές απόψεις όσο μπορεί καλύτερα. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι σε πολλές κοινότητες, ακόμη δε και σε ολόκληρες χώρες, οι άνθρωποι οι ίδιοι δεν αποδίδουν σημασία στους νομικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον γάμο και επηρεάζονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πραγματικά διακρίνουν ως ένδειξι μιας πιστής γαμήλιου ενώσεως. Εν τούτοις, και εδώ ακόμη ο Χριστιανός πρέπει να προσπαθή ειλικρινά να κάνη κάθε δυνατή νόμιμη ενέργεια για ν’ αποκαταστήση την εντιμότητα του γαμήλιου δεσμού του πέρα από κάθε αμφισβήτησι.
39. Τι πεποίθησι μπορούν να έχουν οι Χριστιανοί όταν επιζητούν να τηρήσουν τίμιο τον γάμο;
39 Έχοντας υπ’ όψιν τις βασικές αρχές που εξετέθησαν, ο Χριστιανός πρέπει να επιληφθή του ζητήματος μ’ ένα ισορροπημένο τρόπο, χωρίς να υποτιμήση ούτε και να υπερτιμήση την επικύρωσι που παρέχεται από το πολιτικό κράτος. Εκείνος (ή εκείνη) πρέπει πάντοτε να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την άποψι του Θεού σχετικά με τη γαμήλια ένωσι. Ταυτόχρονα, πρέπει να καταβληθή κάθε προσπάθεια να δοθή ένα καλό παράδειγμα πιστότητος και αφοσιώσεως στον γαμήλιο σύντροφο, κι έτσι να τηρήται ο γάμος «τίμιος εις πάντας.» Μια τέτοια πορεία ενεργείας θα φέρη την ευλογία του Θεού και θα καταλήξη σε τιμή και αίνο του Πρωτουργού του γάμου, του Ιεχωβά Θεού.—1 Κορ. 10:31-33.
[Υποσημειώσεις]
a Στον Ρωμαϊκό νόμο, ο «μόνος αναγκαίος όρος για τον γάμο» ήταν «η συγκατάθεσις και των δύο μερών» χωρίς να προηγήται άδεια, τελετή, ή άλλο μέσον επικυρώσεως. (Η Νέα Θρησκευτική Εγκυκλοπαιδεία, υπό Σαφ-Χέρτζοκ, Τόμ. VII, σελ. 198, 199) Έτσι, αν ένας άνδρας πρότεινε γάμο σε μια γυναίκα, κι αυτή έδινε τη συγκατάθεσί της, αυτό ήταν όλα εκείνο που απαιτείτο για να γίνη ο γάμος έγκυρος.
b Όπως δείχνουν τα σχετικά βιβλία, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τελικά διεξεδίκησε το αποκλειστικό δικαίωμα να νομοθετή τα του γάμου, προβάλλοντας δικές της διατάξεις και περιορισμούς και ισχυριζόμενη ότι οι πολιτικές εξουσίες πρέπει να δεσμεύωνται απ’ αυτές. Οι Διαμαρτυρόμενοι Μεταρρυθμισταί κινήθηκαν πάρα πολύ προς την άλλη κατεύθυνσι και ανέθεσαν τον γάμο σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια των πολιτικών εξουσιών. Στην Αγγλία, στη Σκωτία και στην Ιρλανδία η πολιτική τελετή εισήχθη στο έτος 1653 για να ελευθερώση την Εκκλησία από κοσμικές υποθέσεις. Ένας Γαλλικός νόμος του 1792 έκαμε την πολιτική τελετή υποχρεωτική για όλους τους πολίτας με την αρχή ότι «ο πολίτης ανήκει στο Κρατος, ασχέτως θρησκείας.» (Νέα Θρησκευτική Εγκυκλοπαιδεία, υπό Σαφ-Χέρτζοκ, Τόμ. VII, σελ. 199, 200)