ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • Εγκαρτέρησις με Υπομονή Φέρει Χαρά
    Η Σκοπιά—1968 | 15 Ιουνίου
    • Εγκαρτέρησις με Υπομονή Φέρει Χαρά

      Αφήγησις υπό Τζόζεφ Σάρνερ

      ΗΜΟΥΝ ένας από τους 10.000 μάρτυρας του Ιεχωβά, που οι Εθνικοσοσιαλισταί είχαν ρίξει στα σατανικά των στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Επί εννέα και πλέον χρόνια υπέμεινα το μίσος των διότι αγαπούσα τον Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, και απέκρουα το ν’ αρνηθώ τον Ιεχωβά, τον Θεόν μου.

      Λίγο ύστερ’ από την φυλάκισί μου έγινε καταφανές πώς οτιδήποτε και αν έκαναν οι Εθνικοσοσιαλισταί, εγώ θα μπορούσα να εγκαρτερήσω με τη δύναμι που μου έδινε ο Ιεχωβά. Αλλά προτού αφηγηθώ μερικές πείρες μου εκείνων των ετών, επιτρέψτε μου να σας πω γιατί έγινα μάρτυς του Ιεχωβά. Η ιστορία αρχίζει το 1914, όταν ήμουν ηλικίας δέκα ετών.

      Επειδή η μητέρα μου είχε ζήλο ως μέλος της Ρωμαιο-Καθολικής Εκκλησίας, εφρόντιζε να πηγαίνωμε στην εκκλησία τακτικά. Αλλ’ όταν εξερράγη ο πόλεμος του 1914, ο ιερεύς το είχε κάμει συνήθειά του να τερματίζη κάθε Κυριακή το κήρυγμα του λέγοντας: «Ο Θεός να ευλογήση τον Γερμανικό στρατό. Ο Θεός να ευλογήση τους Γερμανούς στρατιώτας. Ο Θεός να ευλογήση τα Γερμανικά όπλα. Θέλομε να νικήσωμε, θα νικήσωμε και πρέπει να εξασφαλίσωμε τη νίκη.» Εμείς ως μικρά παιδιά δεν βλέπαμε εσφαλμένη αυτή την δήλωσι του ιερέως, αλλά η μητέρα μας την έβλεπε εσφαλμένη.

      Κάποια Κυριακή, μόλις, βγήκαμε από την εκκλησία, η μητέρα μου στράφηκε προς εμάς και είπε: «Παιδιά, κάτι το εσφαλμένο υπάρχει εδώ! Ποιον θα βοηθήση ο αγαπητός Θεός; Τι θα προσεύχεται ο ιερεύς στη Ρωσία; Τι θα προσεύχεται ο ιερεύς στη Γαλλία; Για όλους μας μόνο ένας Θεός υπάρχει.» Ποτέ δεν ελησμόνησα αυτά τα ερωτήματα. Ήταν καταφανές ότι ο Θεός δεν μπορούσε ν’ απαντήση στις προσευχές για νίκη που προήρχοντο από τις δύο πλευρές των εμπολέμων. Όσο περισσότερο σκεπτόμουν αυτές τις ερωτήσεις τόσο περισσότερο απορούσα γιατί οι Χριστιανοί δεν μπορούν να ζήσουν με ειρήνη. Την απάντησι την βρήκα το 1925.

      ΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ

      Μόλις έληξε το στάδιο της μαθητεύσεώς μου για το επάγγελμά μου, μ’ έβαλαν να εργασθώ μαζί μ’ ένα άλλο υπάλληλο, ο οποίος ήταν ένας από τους Μπιμπελφόρσερς ή Σπουδαστάς των Γραφών, οι οποίοι είναι σήμερα γνωστοί ως μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτός μου μιλούσε πάντοτε για τη βασιλεία του Θεού και για το πώς αυτή θα φέρη μόνιμη ειρήνη στη γη. Μου προσέφερε το βιβλίο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων, το οποίον έλαβα και εδιάβασα. Σ’ αυτό βρήκα τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου και μια ελπίδα για το μέλλον.

      Μια μέρα ρώτησα τον συνεργάτη μου πού πήγαινε τις Κυριακές, και μου εξήγησε τη Χριστιανική διακονία, στην οποία ενησχολείτο την Κυριακή, που ελέγετο «έργον βιβλιοπώλου.» Όταν τον ερώτησα αν μπορούσα να πάγω μαζί του, εδέχθη αμέσως και μ’ εβεβαίωσε ότι το έργο δεν ήταν δύσκολο. Διεπίστωσα ότι πράγματι δεν ήταν. Αφού τον συνώδευσα σε τρία σπίτια, ερώτησα αν μπορούσα να δοκιμάσω στο επόμενο σπίτι μόνος μου. Από τότε ως τώρα βρίσκω ότι η από σπίτι σε σπίτι διακονία είναι μια πηγή χαράς.

      Μελετούσα προσεκτικά τα βοηθήματα μελέτης της Γραφής που μου εδίδοντο, και η γνώσις μου στη Γραφή καθώς και η εκτίμησίς μου γι’ αυτήν αύξησαν. Γρήγορα έκαμα την αφιέρωσι του εαυτού μου στον Θεό και την εσυμβόλισα με το εν ύδατι βάπτισμα. Έξη μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1925, άρχισα ν’ αφιερώνω όλο τον χρόνο μου στο να μιλώ για τη βασιλεία του Θεού από σπίτι σε σπίτι.

      Μ’ ένα ποδήλατο, μια βαλίτσα και δέματα εντύπων βοηθημάτων για τη μελέτη της Γραφής, που έξεδίδοντο από την Εταιρία Σκοπιά, ξεκινούσα για την πόλι Χοχενστάιν, όπου είχα διορισθή να υπηρετώ όλο τον χρόνο μου ως σκαπανεύς διάκονος. Ο διορισμός μου περιελάμβανε, επίσης, το μικρό χωριό Τάννενμπεργκ. Εύρισκα μεγάλη χαρά ομιλώντας στους ανθρώπους για τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού και για την ειρήνη που αυτή τελικά θα φέρη σ’ όλο το ανθρώπινο γένος.

      Αργότερα, το 1931, ενώ εργαζόμουν σ’ ένα χωριό κοντά στη Γερμανική πόλι Γιοχάννενσμπουργκ, βρήκα μερικούς νέους, οι οποίοι ενδιεφέροντο για τη Γραφική αλήθεια. Όλοι των ήσαν στη χορωδία της τοπικής εκκλησίας. Όταν άκουσε ο ιερεύς ότι εγώ μιλούσα μ’ αυτούς τους νέους, ανεκοίνωσε από τον άμβωνα ότι κάθε Σπουδαστής της Γραφής που ερχόταν στο χωριό έπρεπε να εκδιώκεται. Την επομένη φορά που πήγα και άρχισα να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι, μιλώντας με τους ανθρώπους για τα καλά πράγματα που υπάρχουν στον Λόγο του Θεού, ένας άνθρωπος ήλθε προς εμένα κρατώντας ένα μαχαίρι. Πήρα τη Γραφή μου στο χέρι μου κι έκαμα δύο βήματα προς την διεύθυνσί του, λέγοντας: «Εγώ έχω ένα καλύτερο όπλο, την μάχαιραν του πνεύματος, η οποία είναι ο Λόγος του Θεού. Δεν εντρέπεσθε για τον εαυτό σας να έρχεσθε εναντίον ενός ανθρώπου μ’ ένα τέτοιο ακάθαρτο όπλο, ενός ανθρώπου ο οποίος θέλει να μιλήση για τη βασιλεία του Θεού; Μήπως ο ιερεύς σας σάς είπε να ενεργήσετε έτσι; Ο Ιησούς Χριστός είπε στους μαθητάς του ν’ αγαπούν τους πλησίον των. Εσείς τους αγαπάτε;» Ο άνθρωπος αυτός αισθάνθηκε σύγχυσι, εκοκκίνισε και απεμακρύνθη μουγγρίζοντας.

      Όταν αφηγήθηκα αυτό το επεισόδιο στους νέους, με τους οποίους μελετούσα τη Γραφή, εθύμωσαν πολύ με τον ιερέα. Ένας είπε: «Θ’ αποσυρθώ από την εκκλησία.» Ύστερ’ από τρεις ημέρες ο ιερεύς ήλθε στο σπίτι όπου είχα τη Γραφική μελέτη. Στη διάρκεια της συζητήσεως τα ενδιαφερόμενα άτομα υπέβαλαν στον ιερέα ερωτήσεις και του εζήτησαν να υποστηρίξη με εδάφια της Γραφής αυτά που έλεγε. Εκείνος εθύμωσε τότε κι έφυγε. Τώρα τα νεαρά παιδιά της χορωδίας άρχισαν να εγκαταλείπουν ένα-ένα την εκκλησία διότι είχαν εύρει την αληθινή Χριστιανοσύνη. Αργότερα μερικά από αυτά άρχισαν να ενασχολούνται στην ολοχρόνια Χριστιανική διακονία ως σκαπανείς, όπως ακριβώς ήμουν εγώ.

      ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΔΙΩΓΜΟ

      Το φθινόπωρο του 1935 φυλακίσθηκα επειδή ήμουν μάρτυς του Ιεχωβά. Τον Ιούνιο του 1933 η κυβέρνησις του Χίτλερ είχε θέσει υπό απαγόρευσιν κάθε δράσι των μαρτύρων του Ιεχωβά όσον αφορά τις συναθροίσεις των και τη διάθεσι εντύπων βοηθημάτων για τη μελέτη της Γραφής. Έτσι δεν αποτελούσε έκπληξι για μένα, όταν τελικά με συνέλαβαν και μ’ εφυλάκισαν διότι ήμουν ένας Χριστιανός δούλος του Ιεχωβά Θεού. Όταν συνέβη αυτό, ήμουν ευγνώμων που δεν είχα παραμελήσει την προσωπική μελέτη της Γραφής, διότι αυτό με βοήθησε να έχω πίστι για την εγκαρτέρησι. Συχνά σκεπτόμουν την υπομονή που αναφέρει ο Βιβλικός συγγραφεύς Ιάκωβος, ο οποίος είπε: «Ιδού, μακαρίζομεν τους υπομένοντας.»—Ιάκ. 5:11.

      Μολονότι οι αξιωματούχοι της φυλακής μού πήραν τη Γραφή μου, επέτρεπαν σε άλλους φυλακισμένους να έχουν Γραφή. Νόμιζαν ότι θα εξασθενούσε η πίστις μου αν δεν είχα Γραφή, κι επομένως θα μπορούσα να αποκηρύξω την πίστι μου και να υπογράψω μια δήλωσι που είχαν έτοιμη γι’ αυτό τον σκοπό οι Εθνικοσοσιαλισταί. Τους διέφευγε το γεγονός ότι είχα εντυπώσει βαθιά στη διάνοιά μου την αλήθεια του Λόγου του Θεού με προσωπική και ομαδική μελέτη της Γραφής πολύ προτού φυλακισθώ. Δεν μπορούσαν ν’ απομακρύνουν από τη διάνοιά μου εκείνες τις αλήθειες που ενισχύουν την πίστι.

      Μια μέρα μ’ έβαλαν σ’ ένα κελλί μαζί μ’ ένα φυλακισμένο, ο οποίος είχε καταδικασθή σε θάνατο για ληστεία και φόνο. Οι φύλακες είχαν επιτρέψει σ’ αυτόν να έχη μια Αγία Γραφή. Λίγο πριν από την εκτέλεσί του είχε μεταφερθή σ’ ένα άλλο κελλί αλλά για μεγάλη μου χαρά άφησε πίσω του τη Γραφή. Τώρα μπορούσα να ευωχούμαι με τον ενισχυτικό Λόγο του Θεού. Την εδιάβαζα κάθε μέρα και προσπαθούσα να εντυπώσω στη μνήμη μου πολλά εδάφιά της. Πολύ συχνά σκεπτόμουν τα λόγια του Ιησού: «Ο . . . υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.»—Ματθ. 24:13.

      Αφού παρέμεινα στη φυλακή έξη χρόνια παρουσιάσθη μια δυνατότης ν’ απολυθώ. Ένας αξιωματικός της Γκεστάπο (Υπηρεσίας Ασφαλείας) με ανέκρινε σχετικά με αυτό. Με ρώτησε αν είχα θεραπευθή από τις εσφαλμένες ιδέες μου τώρα που είχαν περάσει έξη χρόνια και αν εξακολουθούσα να πιστεύω στον Ιεχωβά. Κατέστησα σαφές σ’ αυτόν ότι εξακολουθούσα να είμαι αφωσιωμένος στη λατρεία του αληθινού Θεού, του Ιεχωβά, και ότι δεν επρόκειτο να υπογράψω τη δήλωσι αποκηρύξεως της πίστεώς μου. Τότε εδόθη εντολή να με στείλουν σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ο αξιωματούχος της Γκεστάπο είπε: «Εκεί φυσά άλλος αέρας. Εκεί θα καθήσης φρόνιμα, και ο μόνος τρόπος να βγης θα είναι από την καπνοδόχο αν αρνηθής να υπογράψης.»

      ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ

      Κάθε ευκαιρία που είχα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως να μιλήσω για τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού και για τις παρηγορητικές υποσχέσεις του Λόγου του ήταν μια πηγή χαράς για μένα. Ενθυμούμαι μια πείρα που είχα όταν ήμουν για λίγο στο νοσοκομείο του στρατοπέδου. Υπήρχε ένας νεαρός φυλακισμένος εκεί, ο οποίος ήταν πολύ άρρωστος και μου έλεγε πάντοτε: «Πες μου κάτι για τη Βασιλεία. Αυτά που λες είναι τόσο παρηγορητικά.» Ενδιεφέρετο ειδικά ν’ ακούη για την ανάστασι των νεκρών, διότι δεν επερίμενε ν’ αναλάβη από την ασθένειά του. Αποτελούσε ευχαρίστησί μου να μπορώ να του δίνω ελπίδα με την αλήθεια του Λόγου του Θεού.

      Σε κάποια άλλη ευκαιρία, όταν ήμουν άρρωστος από τυφοειδή πυρετό και με είχαν στείλει στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, είχα το προνόμιο να μιλώ με άλλους ασθενείς εκεί για τις πολλές ευλογίες που θα χαρίση ο Θεός στο ανθρώπινο γένος που υποφέρει κάτω από τη διακυβέρνησι της βασιλείας του. Ο γιατρός, ο οποίος ήταν, επίσης, ένας κρατούμενος είπε: «Η πίστις σου και η χαρωπή διάθεσίς σου θα σε βοηθήσουν να γίνης γρήγορα καλά.»

      Επανειλημμένως απελάμβανα τη χαρά του Ιεχωβά, όταν μιλούσα σε άλλους για τις αλήθειες του Λόγου του. Είχα μάλιστα την ευκαιρία να δώσω μαρτυρία σε μερικούς αξιωματικούς των Ες-Ες, οι οποίοι είχαν έλθει να επιθεωρήσουν ένα τμήμα του γηπέδου. Κύτταξαν γύρω, και όταν ένας είδε το σειρήτι χρώματος λιλά, που έπρεπε να φορούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά ως διακριτικό σημείο της ταυτότητός των, ο αξιωματικός με φώναξε: «Εσύ, με το λιλά! Έλα εδώ» Όταν επλησίασα με ρώτησε: «Γιατί βρίσκεσαι εδώ στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως;» Του είπα ότι πιστεύω ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού και του μίλησα γι’ αυτήν. Κατόπιν μου είπε: «Ώστε είσαι ένας ‘Σπουδαστής των Γραφών’.» Του απήντησα ότι πράγματι είμαι. Κατόπιν με ρώτησε: «Υπέγραψες τη δήλωσι;» Η απάντησίς μου ήταν αρνητική, και θέλησε να μάθη γιατί. «Δεν θέλω να γίνω προδότης.» Παρετήρησε: «Τότε πρέπει να είσαι ένας πραγματικός σπουδαστής των Γραφών και πρέπει να γνωρίζης πότε θα έλθη ειρήνη.» Του είπα ότι ειρήνη θα έλθη μόνο όταν την εγκαθιδρύση η βασιλεία του Θεού υπό τον Χριστόν.

      Ο αξιωματικός των Ες-Ες εστράφη προς τους άλλους συναδέλφους του και είπε: «Κυττάξτε αυτούς τους ανθρώπους! Μπορεί κανείς να τους φυλακίση, να τους αφαιρέση τα πάντα, ακόμη και να τους θανατώση, αλλά δεν θ’ αρνηθούν την πίστι των στον Ιεχωβά. Κάνουν καλά την δουλειά των και είναι τίμιοι άνθρωποι, αλλά για πόλεμο δεν είναι καλοί.» Οι κρατούμενοι, οι οποίοι άκουσαν αυτή την συζήτησι, είχαν μεγαλύτερο σεβασμό για μας. Υπήρχαν, φυσικά, μερικοί, οι οποίοι έλεγαν ότι ήμεθα μωροί, που δεν υπεγράψαμε τις δηλώσεις, για ν’ αποκηρύξωμε την πίστι μας, και να μας απολύσουν για να πάμε σπίτι μας.

      ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

      Αφού εδαπάνησα εννέα και πλέον χρόνια στη φυλακή και στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Στούττχοφ κοντά στο Ντάντσιγκ, τελικά ανέκτησα την ελευθερία μου. Η απελευθέρωσίς μου ήλθε όταν 900 κρατούμενοι μετεφέρθησαν σε άλλο μέρος. Μας έβαλαν με μια μικρή φορτηγίδα που εφόρτωναν γαιάνθρακες και την έσυρε ένα ρυμουλκό. Καθώς διασχίζαμε τη Βαλτική θάλασσα για να πάμε στο Φλένσμπουργκ της βορείου Γερμανίας, πολλοί κρατούμενοι, οι οποίοι ήσαν ασθενείς, ερρίπτοντο από τους φύλακας στη θάλασσα. Λυπούμαι να πω ότι ένας από αυτούς ήταν μάρτυς του Ιεχωβά από την Πολωνία και ελέγετο Ίγκνατς Ουκρζέβσκυ. Οι ασθενείς ήσαν στοιβαγμένοι σ’ ένα κύτος της φορτηγίδας βάθους τριών περίπου μέτρων χωρίς καθόλου χώρο να κινηθή κανείς. Μερικοί μάλιστα ήσαν ξαπλωμένοι ο ένας επάνω στον άλλο. Όταν οι άνδρες των Ες-Ες έμαθαν ότι μιλούσαμε με τους ασθενείς κρατουμένους, μας απεμόνωσαν στο άλλο άκρο της φορτηγίδος.

      Όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα κατοχής απελευθέρωσαν το Φλένσμπουργκ, ανέλαβα και πάλι το Χριστιανικό έργο που είχε διακοπή με την σύλληψί μου πριν από εννέα και πλέον χρόνια. Άρχισα να κηρύττω από θύρα σε θύρα τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού.

      Υπήρχαν λίγοι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι μπορούσαν να δώσουν δημόσιες ομιλίες στη Γερμανία αμέσως μετά τον πόλεμο. Έτσι είχα το προνόμιο να δίνω τέτοιες ομιλίες σε πολλά χωριά και σε πόλεις. Το ότι μπορούσα να ομιλώ για τον Λόγο του Θεού μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν μια πηγή μεγάλης χαράς για μένα. Κατόπιν, όταν η Εταιρία Σκοπιά άρχισε να στέλνη ειδικούς εκπροσώπους, που ελέγοντο υπηρέται περιοχής, στις διάφορες Γερμανικές εκκλησίες, προσεκλήθηκα να είμαι ένας από αυτούς τους εκπροσώπους. Τι χαρά ήταν αυτή! Ήταν ένα πραγματικό προνόμιο η ενασχόλησις σ’ ένα έργο το οποίο ενίσχυε τις εκκλησίες, που βοηθούσε τους Χριστιανούς αδελφούς μου προς την πνευματική ωριμότητα και τους ενεθάρρυνε να υπομένουν πιστά στην υπηρεσία του Ιεχωβά.

      Το 1946 ευλογήθηκα με μια σύντροφο ολοκλήρου της ζωής μου, όταν ενυμφεύθηκα μια πνευματική αδελφή, της οποίας ο πρώτος σύζυγος και ο μεγαλύτερος γυιός είχαν εκτελεσθή από τους Εθνικοσοσιαλιστάς για διακράτησι ακεραιότητος στον Ιεχωβά Θεό επειδή είχαν αρνηθή να διαρρήξουν την ακεραιότητά των στον πόλεμο. Από τότε υπηρετήσαμε τον Ιεχωβά μαζί ως ολοχρόνιοι υπηρέται.

      Από τον καιρό που άρχισα την χαρωπή υπηρεσία του Δημιουργού μας ως τώρα έχουν παρέλθει σαράντα δύο και πλέον χρόνια. Μολονότι είχα πολλές σοβαρές δοκιμασίες οι οποίες απαιτούσαν υπομονητική εγκαρτέρησι, είχα πολλές πλούσιες ευλογίες διότι είχα την εμπιστοσύνη μου στον Ιεχωβά, διεκράτησα ακεραιότητα σ’ αυτόν και έθεσα τα συμφέροντά του πρώτιστα στη ζωή μου. Γνωρίζω από προσωπική πείρα ότι εκείνοι, οι οποίοι εμπιστεύονται σ’ αυτόν, μπορούν να παραμείνουν σταθερά όπως ένα όρος εναντίον όλων των προσπαθειών να θραύσουν την Χριστιανική των ακεραιότητα. Όταν ενθυμούμαι την περασμένη μου ζωή, πείθομαι περισσότερο παρά ποτέ ότι η εγκαρτέρησις με υπομονή τελικά φέρνει αναρίθμητες χαρές και ευλογίες.—Ψαλμ. 125:1· Λουκ. 21:19.

  • Ερωτήσεις από Αναγνώστας
    Η Σκοπιά—1968 | 15 Ιουνίου
    • Ερωτήσεις από Αναγνώστας

      ● Με ποιον τρόπο ‘αυτή η φύσις διδάσκει’ ότι είναι δόξα να έχουν μακρά κόμη οι γυναίκες, αλλ’ ατιμία για τον άνδρα να έχη μακριά μαλλιά, όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος στα εδάφια 1 Κορινθίους 11:14, 15;—Γ. Ν., Καναδάς.

      Τα σχόλια, τα οποία κάνει ο Παύλος για να υποστηρίξη αυτά που έγραφε σχετικά με τη θέσι των γυναικών στη Χριστιανική εκκλησία, ήσαν γεμάτα σημασία για τους Κορινθίους. Έγραψε: «Ουδέ αυτή η φύσις δεν σας διδάσκει, ότι ανήρ μεν εάν έχη κόμην, είναι εις αυτόν ατιμία; Γυνή δε εάν έχη κόμην, είναι δόξα εις αυτήν;» (1 Κορ. 11:14, 15) Κάτω από ωρισμένες περιστάσεις μια Χριστιανή γυναίκα έπρεπε να φέρη κάλυμμα της κεφαλής ως σημείον αναγνωρίσεως της θεοκρατικής ηγεσίας. (1 Κορ. 11:5) Και αυτό φαίνεται ότι προκύπτει από ό,τι συνέβαινε με φυσικό τρόπο μεταξύ εκείνων στους οποίους έγραφε ο Παύλος, και από τα έθιμα με τα οποία ήσαν εξοικειωμένοι.

      Η εκκλησία της Κορίνθου απετελείτο προφανώς κατά μεγάλο μέρος από Έλληνας και Ιουδαίους, και ανάμεσα σ’ αυτούς τους λαούς είναι φυσικό να έχουν οι γυναίκες πιο μακριά μαλλιά από τους άνδρες. Αυτό δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκην σ’ όλους τους λαούς. Οι επιστήμονες συνήθως αναγνωρίζουν τρεις χαρακτηριστικούς τύπους μαλλιών: τα μακριά ίσια μαλλιά των Ανατολικών λαών και των Ινδών, τα κοντά σγουρά μαλλιά των Νέγρων και Μελανησίων και τα κυματοειδή μαλλιά των Ευρωπαίων και Σημιτών. Από τους δύο πρώτους τύπους, «η διαφορά του μήκους μεταξύ ανδρός και γυναικός σπανίως διακρίνεται» αν αφεθούν να μεγαλώσουν χωρίς να κοπούν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον τρίτο τύπο. Γενικώς, μεταξύ των ανδρών «το μήκος σπανίως υπερβαίνει το 30 έως 40 εκατοστά του μέτρου, ενώ στις γυναίκες ο μέσος όρος μήκους είναι μεταξύ 63 και 76 εκατοστών του μέτρου και σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται ότι φθάνει τα 1,8 μέτρα ή περισσότερο.»—Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία, 11η Έκδ. Τόμ. 12, σελ. 823.

      Επιπροσθέτως, εκείνοι οι Χριστιανοί εγνώριζαν ότι ήταν γενική συνήθεια να κόβουν οι γυναίκες τα μαλλιά των

Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
Αποσύνδεση
Σύνδεση
  • Ελληνική
  • Κοινή Χρήση
  • Προτιμήσεις
  • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
  • Όροι Χρήσης
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Ρυθμίσεις Απορρήτου
  • JW.ORG
  • Σύνδεση
Κοινή Χρήση