«Εμμείνατε στο Έργο Ώσπου να Τελειώση»
Αφήγησις υπό Λωίδος Ντάυερ
Αυτή ήταν η απόφασίς μου όταν άρχισα την ολοχρόνια υπηρεσία πριν από 49 χρόνια. Οι διορισμοί με έφεραν από το Περθ στο Τόκιο, με πολλές ικανοποιητικές εμπειρίες καθ’ οδόν.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1910 στην επαρχιακή πόλι Νόρθαμ της Δυτικής Αυστραλίας. Μεταξύ των πρώτων αναμνήσεων μου είναι μερικά μεγάλα βιβλία στο χαμηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης μας. Ήσαν σκληρόδετοι τόμοι του περιοδικού η Σκοπιά, που χρονολογούντο από το έτος 1904.
Δεν υπήρχε καμμιά εκκλησία του λαού του Ιεχωβά σ’ αυτή την πόλι τότε, αλλά κάπου—κάπου μας επισκέπτονταν ολοχρόνιοι διάκονοι. Ο πατέρας μου πίστευε ό,τι διάβαζε στις εκδόσεις της Σκοπιάς, και, ακόμη και όταν αρρώστησε, μιλούσε στους άλλους για τις Βιβλικές αλήθειες. Ο αδελφός Ρόμπερτ Λάζενμπυ ήλθε από το Περθ για να δώση την ομιλία κηδείας του πατέρα μου το 1929. Όταν άκουσα αυτή την ομιλία, αμέσως αναγνώρισα την αλήθεια, και από τότε διάβαζα όλες τις εκδόσεις της Εταιρίας που ήσαν διαθέσιμες.
Έχοντας μια έντονη επιθυμία να υπηρετήσω τον Ιεχωβά, τον Ιούλιο του 1931 έγραψα στην Εταιρία Σκοπιά, εκφράζοντας την επιθυμία μου να λάβω μέρος στο από πόρτα σε πόρτα κήρυγμα μαρτυρίας. Σαν απάντησι, έστειλαν αρκετά κιβώτια με βιβλία και μια αίτησι για υπηρεσία βοηθητικού σκαπανέως. Ναι, η ονομασία αυτής της ειδικής υπηρεσίας ήταν η ίδια όπως και σήμερα, και ίδια ήταν και τότε η απαίτησις αφιερώσεως 60 ωρών κάθε μήνα για τη διακήρυξι του ευαγγελίου. Δέχθηκα αυτό το προνόμιο, μολονότι δεν ήμουν ακόμη βαπτισμένη.
Το πρώτο μου γράμμα από την Εταιρία μετά απ’ αυτό, περιείχε ένα αντίγραφο της αποφάσεως που είχε παρθή στη συνέλευσι στο Κολόμπους Οχάιο του 1931, υιοθετώντας το όνομα «Μάρτυρες του Ιεχωβά.» (Ησ. 43:10-12, ΜΝΚ) Η μητέρα μου κι’ εγώ ευχαρίστως υπογράψαμε. Ήμασταν ακόμη απομονωμένες, αλλά άρχισα να βγαίνω και να κηρύττω στην πατρίδα μου. Στην κοινότητα με ήξεραν πολύ καλά, επειδή είχα διδάξει σαν δασκάλα στο τοπικό σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως επί δύο χρόνια. Δεν ήταν εύκολο να βγαίνω έξω μόνη μου στο από πόρτα σε πόρτα έργο μαρτυρίας, ιδιαίτερα λόγω ελλείψεως άμεσης επαφής με μια εκκλησία. Πολλά ήσαν τα επιχειρήματα των θρησκευτικών εναντιουμένων. Ένας Αγγλικανός διάκονος είπε με περιφρόνησι: «Ασφαλώς δεν πιστεύεις στην ιστορία του Αδάμ και της Εύας!» Άλλα άτομα άκουαν κι’ έπαιρναν έντυπα, αλλά δεν ήξερα πώς να παρακολουθήσω το ενδιαφέρον τους. Η αδελφή μου και ο σύζυγος της διάβαζαν τη Σκοπιά, μολονότι δεν κάναμε μια ωργανωμένη μελέτη, και αισθανόμουν έντονα την ανάγκη να συνδεθώ με μια εκκλησία,
Την 1η Ιανουαρίου του 1932, η μητέρα μου κι’ εγώ μετακομίσαμε στο Περθ. Τι χαρά ήταν να συνδεθούμε με μια Χριστιανική εκκλησία για πρώτη φορά! Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου του 1932, βαπτισθήκαμε και οι δυο στην Αίθουσα Βασιλείας Σουμπιάκο. Την επόμενη μέρα, άρχισα το έργο τακτικού σκαπανέως, συνεργαζόμενη μ’ ένα όμιλο ζηλωτών πεπειραμένων διαγγελέων της Βασιλείας. Όλοι με ενθάρρυναν να «εμμείνω στο έργο ώσπου να τελειώση.»
Λίγες εβδομάδες αργότερα, τέσσερις από μας ξεκίνησαν με αυτοκίνητο για να καλύψουν μερικές αγροτικές περιοχές στο νοτιοδυτικό μέρος της Δυτικής Αυστραλίας. Το μέρος αυτό είχε διανοιχθή από Άγγλους αποίκους, οι οποίοι είχαν καθαρίσει το δάσος και είχαν εγκαταστήσει γαλακτοκομική βιομηχανία καθ’ ομάδες. Κάθε ομάδα ήταν αριθμημένη, και οι άποικοι ωνομάζονταν «ομαδάρχες.» Επειδή είχαν λίγα χρήματα, συχνά ανταλλάσσαμε τα βιβλία με γάλα, αυγά και λαχανικά. Κάποτε ανταλλάξαμε λίγα βιβλία μ’ ένα κιβώτιο ντομάτες με τις οποίες περάσαμε μια ολόκληρη εβδομάδα. Πηγαίναμε από ομάδα σε ομάδα, και κοιμόμασταν οπουδήποτε τελειώναμε το έργο της ημέρας.
Εκείνο το έτος, το 1932, γιορτάσαμε την Ανάμνησι του θανάτου του Χριστού στη μικρή πόλι Ντόννυμπρουκ, στο σπίτι του Άρθουρ Γουίλλιαμς, ενός από τους πρώτους στη Δυτική Αυστραλία που ασπάσθηκε τη Βιβλική αλήθεια. Η αδελφή του, η Βη Γουίλλιαμς, ήταν πιστή σκαπανεύς επί πολλά χρόνια και με βοήθησε παρά πολύ με τις καλές συμβουλές της. Τώρα η οικογένεια Γουίλλιαμς είναι γνωστή σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλη αυτή την περιοχή.
ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙ
Πριν από πολύ καιρό, έμαθα να εφαρμόζω τα λόγια του εδαφίου Ψαλμός 55:22: «Επίρριψον επί τον Κύριον το φορτίον σου, και αυτός θέλει σε ανακουφίσει· δεν θέλει ποτέ συγχωρήσει να σαλευθή ο δίκαιος.» Αυτό ειδικά αποδείχθηκε αληθινό όταν η κυβέρνησις έθεσε υπό απαγόρευσι τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τον Ιανουάριο του 1941 ως τον Ιούνιο του 1943.
Σ’ αυτό το διάστημα, εξακολουθήσαμε να κηρύττωμε υπό την επιφάνεια, και ήταν απαραίτητο να διαφυλάξωμε τα Βιβλικά έντυπα που είχαμε. Τα δικά μου ήσαν αποθηκευμένα σ’ ένα μεταλλικό κιβώτιο που ήταν θαμμένο στον κήπο του σπιτιού της αδελφής μου και του συζύγου της. Δίναμε μαρτυρία με την Αγία Γραφή, και όταν συναντούσαμε ένα πραγματικά ενδιαφερόμενο άτομο, τότε σκάβαμε κρυφά στον κήπο το βράδυ! Το έργο μαρτυρίας διπλασιάσθηκε εκείνο το διάστημα. Ο Ιεχωβά στήριξε αληθινά τους δούλους του που ενέμεναν στο έργο.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΑΠΑΝΕΩΣ
Το 1942, επέστρεψα στη γενέτειρα μου στο Νόρθαμ σαν ειδικός σκαπανέας. Από τότε ο αδελφός μου Νταν πήρε τη στάσι του υπέρ της αληθείας, μαζί με τη σύζυγο του και τα παιδιά του. Αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά. Μια άλλη σκαπανεύς, η Μαίρυ Χαμ (τώρα Γουίλλις), κι εγώ, μερικές φορές χρησιμοποιούσαμε ένα άλογο και σούλκυ (αμαξάκι για ένα άτομο) αντί τα ποδήλατα μας. Το άλογο ήταν πολύ γερασμένο και αντιμετωπίζαμε πολλές δυσκολίες για να το κάνωμε να ξεκινήση το πρωί. Τα παιδιά του αδελφού μου μας έβγαζαν από τη δύσκολη θέσι περπατώντας μπροστά με μια χούφτα γρασίδι ή ένα κομμάτι μήλο για να το κάνουν να ξεκινήση.
Ο επόμενος διορισμός μου ήταν πολύ διαφορετικός. Ήταν η εμπορική περιοχή στην πόλι Περθ. Στην αρχή η σκέψις μαρτυρίας σε τράπεζες και γραφεία με φόβιζε, αλλά σκέφθηκα: «Οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι είτε στο σπίτι είτε στο γραφείο. Γιατί λοιπόν να φοβάμαι αυτό το περιβάλλον;» Εμπιστευόμενη στον Ιεχωβά, προχώρησα. Μολονότι ήταν δύσκολο να αρχίζω προσωπικές Γραφικές μελέτες, σημείωσα καλή πρόοδο στα περιοδικά, και προτού φύγω απ’ αυτή την περιοχή, είχα επιτύχει 50 συνδρομές στα περιοδικά μας.
Το 1947, διωρίσθηκα να εργάζωμαι μόνη μου στη μικρή πόλι Κάταννινγκ, που ο πληθυσμός της τότε ήταν περίπου 3.000. Αυτή η πόλις είναι κέντρο προβατοτροφίας και σιτοκαλλιέργειας. Μ’ ένα ποδήλατο κάλυπτα καθημερινά περίπου 30 ή 50 χιλιόμετρα (20 ή 30 μίλια) για να φθάσω στα γύρω αγροκτήματα. Οι άνθρωποι ήσαν πολύ φιλόξενοι και συχνά με προσκαλούσαν σε γεύμα. Στη διάρκεια της ανοίξεως, όταν τα άγρια λουλούδια δημιουργούσαν ένα πλούσιο χαλί χρωμάτων και στις δυο πλευρές των δρόμων της εξοχής, συχνά κατέβαινα από το ποδήλατο μου και σταματούσα για λίγο να θαυμάσω το όμορφο σκηνικό.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Αφού δαπάνησα μόνο έξι μήνες στο Κάταννινγκ, ένα θαυμάσιο νέο προνόμιο υπηρεσίας διανοίχθηκε μπροστά μου. Έγινα δεκτή στην 11η σειρά της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, κι’ έγινα μέλος ενός ομίλου 19 ατόμων από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Σ’ αυτό τον όμιλο ήταν η Μόλλυ Χέρον, που έγινε σύντροφός μου από τότε και στο εξής. Η Μόλλυ είχε κι’ αυτή αρχίσει το έργο σκαπανέως το 1932, στο Μπρίσμπεϊν. Επειδή και οι δυο είχαμε τον ίδιο αριθμό ετών στο ολοχρόνιο έργο, είχαμε πολλά κοινά. Αλλά ενώ εγώ έχω την τάσι να παίρνω γρήγορες αποφάσεις, η Μόλλυ ενεργεί με περισσότερη προσοχή. Έτσι, αποδειχθήκαμε καλός συνδυασμός και απολαύσαμε μια πολύ ευτυχισμένη συνεργασία για 31 περίπου χρόνια.
Ύστερα από πέντε πολυάσχολους κι’ ευτυχισμένους μήνες στην Γαλαάδ στο Νότιο Λάνσινγκ της Νέας Υόρκης, λάβαμε το διορισμό μας. Ο όμιλος μας από πέντε αδελφές επρόκειτο να πάη στη Νέα Καληδονία. Ωστόσο, ο αδελφός Ν. Νορρ είπε αργότερα ότι είχε ακούσει ότι σ’ αυτό το νησί υπήρχαν ακόμη κυνηγοί κεφαλών! Έτσι ο διορισμός μας άλλαξε για το Φίτζι. Ενώ περιμέναμε τη βίζα μας για να μπούμε στο Φίτζι, περάσαμε 16 μήνες στο Σαν Φρανσίσκο, στην Καλιφόρνια, όπου συνεργασθήκαμε με την Εκκλησία της Πόλεως Ντάλυ και κάναμε πολλούς καλούς φίλους.
Τον Οκτώβριο του 1949, είδαμε ένα όμιλο από τους συντρόφους μας στην 11η σειρά να φεύγουν από το Σαν Φρανσίσκο με πλοίο για το διορισμό τους στην Ιαπωνία. Αυτοί ήσαν ο Λόυντ και η Μέλμπα Μπάρρυ, ο Πέρσυ και η Ίλμα Ισλάουμπ, και ο Άντριαν Θόμπσον. «Θα σας δούμε μετά τον Αρμαγεδδώνα,» φωνάξαμε καθώς το πλοίο έφευγε από την αποβάθρα. (Αποκ. 16:14, 16) Αλλά οι αρχές αρνήθηκαν να μας δώσουν βίζα για το Φίτζι. Έτσι, ο Ιανουάριος του 1950 μας βρήκε ν’ ακολουθούμε τους φίλους μας στην Ιαπωνία, όπου ενωθήκαμε μαζί τους στον ιεραποστολικό οίκο στο Ταρούμι του Κόμπε.
ΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
Έτσι, άρχισε το πιο απολαυστικό μέρος των 49 ετών μου στην ολοχρόνια υπηρεσία. Στην αρχή, επειδή δεν γνωρίζαμε την γλώσσα και τις συνήθειες του λαού της Ιαπωνίας, κάναμε πολλά σφάλματα. Παραδείγματος χάρι, κάποτε είπα στους ανθρώπους ότι έβηχα (αντί επισκεπτόμουν) από πόρτα σε πόρτα. Αλλά πάντοτε θυμόμουν τη συμβουλή του Αδελφού Νορρ: «Κάνετε το καλύτερο που μπορείτε, και, ακόμη κι’ αν κάνετε λάθη, ΚΑΝΕΤΕ ΚΑΤΙ!» Έτσι, προχωρήσαμε, κάνοντας το καλύτερο που μπορούσαμε, και με τη βοήθεια του Ιεχωβά βελτιωθήκαμε σιγά-σιγά.
Όταν ξέσπασε η μανία του Τυφώνα Τζέην, αντιμετωπίσαμε μια καινούργια εμπειρία. Ήμασταν στην υπηρεσία αγρού όταν άρχισε ο άνεμος, και οι άλλοι ευαγγελιζόμενοι μας παρώτρυναν να γυρίσωμε σπίτι. Χωρίς να αντιληφθούμε τον κίνδυνο, η Μόλλυ κι εγώ εξακολουθήσαμε να δίνωμε μαρτυρία όσο γινόταν περισσότερο. Αλλά τώρα έπρεπε να σταματήσωμε. Καθώς τα σύρματα του ηλεκτρικού τεντώθηκαν κι’ έσπασαν από τον άνεμο που φυσούσε μανιασμένα, τρέξαμε στον ιεραποστολικό οίκο ακριβώς στην ώρα για να διαφύγωμε πιθανό τραυματισμό από κεραμίδια που έπεφταν από τις στέγες και τα κλαδιά των δένδρων που πετούσαν στον αέρα.
Μια ιεραπόστολος έλειπε! Εν τούτοις, έφθασε στο σπίτι σώα και αβλαβής τα μεσάνυχτα, αφού είχε περάσει ολόκληρη τη μέρα μόνη της σ’ ένα σιδηροδρομικό βαγόνι. Όταν σταμάτησε η καταιγίδα, διαπιστώσαμε ότι ο ιεραποστολικός οίκος είχε μόνο μερικά σπασμένα παράθυρα και μερικές καταστροφές από το νερό. Σε άλλα μέρη χάθηκαν ζωές, και στο λιμάνι βυθίστηκαν 500 βάρκες.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια, είχαμε επίσης την πρώτη μας εμπειρία με τους σεισμούς, κάτι μάλλον συνηθισμένο στην Ιαπωνία. Ένας απ’ αυτούς έρριξε το μεγάλο πέτρινο φανάρι που βρισκόταν στον κήπο του ιεραποστολικού οίκου. Ευτυχώς, κανείς δεν βρισκόταν κοντά τότε.
Υπήρξαν όμως και πολλές ευχάριστες εμπειρίες. Στη διάρκεια των τεσσάρων ετών που μείναμε στο Κόμπε, είχαμε το προνόμιο να βοηθήσωμε στο σχηματισμό των Εκκλησιών του Ταρούμι και Ακάσι. Μερικοί απ’ αυτούς με τους οποίους μελετούσαμε τότε την Αγία Γραφή, υπηρετούν τώρα σαν σκαπανείς και διωρισμένοι πρεσβύτεροι στις εκκλησίες.
Ο επόμενος διορισμός μας ήταν το Κυότο, μια πόλις με χιλιάδες ναούς και παρεκκλήσια. Μολονότι οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονταν κυρίως για τις ζωηρές θρησκευτικές γιορτές τους, διαπιστώσαμε ότι πολλά άτομα ήσαν πρόθυμα να μελετήσουν την Αγία Γραφή μαζί μας. Ένα απ’ αυτά ήταν ο Σώζο Μίμα, ένας ειλικρινής Βουδδιστής. Πίστευε μέσα του ότι πρέπει να υπάρχη κάποιος Δημιουργός και είπε: «Θέλω να μάθω για τον αληθινό Θεό.» Επειδή είχε πολλά ερωτήματα και ήταν πάντοτε πρόθυμος να δεχθή τις Βιβλικές απαντήσεις, απολάμβανα πραγματικά να μελετώ μαζί του. Σύντομα έγινε ένας ζηλωτής σκαπανέας Μάρτυρας και διωρίσθηκε να επιμελήται την εκκλησία όταν οι ιεραπόστολοι έφυγαν από το Κυότο. Μόνο 36 διαγγελείς της Βασιλείας υπήρχαν εκεί τότε, αλλά τώρα υπάρχουν 11 εκκλησίες και έξι Αίθουσες Βασιλείας σ’ αυτή την πόλι.
Η Μόλλυ κι εγώ μεταφερθήκαμε στο Κουμαμότο, στο νησί Κυουσού! Διαπιστώσαμε ότι το Κουμαμότο ήταν μια ισχυρή φεουδαλιστική πόλις, και στην αρχή ήταν δύσκολο να προοδεύσωμε στη διακήρυξι των «αγαθών νέων» εκεί. Αρχίσαμε συνεργασία με την Άννα Μιχάρα και την Μάργκαρετ Γουάτερερ (τώρα Πάστωρ), και όλες μαζί οι τέσσερις αδελφές αγωνισθήκαμε με τις ανωμαλίες’ μιας νέας εκκλησίας. Ήταν μια πραγματική πρόκλησις. Αλλά ύστερα από έξι χρόνια σκληρού έργου, μπορέσαμε ν’ αφήσωμε μια εκκλησία με 31 ζηλωτές ευαγγελιζόμενους, μερικοί από τους οποίους βρίσκονται στην υπηρεσία σκαπανέως εδώ και πολλά χρόνια. Σήμερα, υπάρχουν τρεις εκκλησίες στο Κουμαμότο.
Το επόμενο βήμα μας ήταν το Τόκιο, όπου υπηρετήσαμε στις Εκκλησίες Ταμαγκάβα και Σεταγκάγια τα προηγούμενα 15 χρόνια. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους με τους οποίους μελετούμε προέρχονται από Βουδδιστικές οικογένειες, μολονότι μερικοί είχαν επαφή με τις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου. Όταν για πρώτη φορά διωρισθήκαμε στο Σεταγκάγια, συνάντησα την Τοσίκο Νακαμούρα, η οποία επί 20 χρόνια έψαχνε να βρη μια εξήγησι για τις προφητείες της Αποκαλύψεως και του Ματθαίου κεφάλαιο 24. Είχε παρακολουθήσει 13 διαφορετικές εκκλησίες και είχε κάνει ερωτήσεις σε διάφορους λειτουργούς. Αλλά της έλεγαν ότι κανείς δεν μπορούσε να εξηγήση αυτές τις προφητείες. Ένας απ’ αυτούς είπε, «Όταν πεθάνης, θα καταλάβης αυτά τα πράγματα.» Όταν μελέτησε την Αγία Γραφή είπε με χαρά στο γιο της: «Επί τέλους βρήκα την αλήθεια.» Επειδή τον έπαιρνε μαζί της η μητέρα του στις 13 διαφορετικές εκκλησίες, ήταν πολύ σκεπτικιστής, αλλά δέχθηκε να μελετήση και προώδευσε γρήγορα. Είναι τακτικός σκαπανέας επί 8 χρόνια και τώρα υπηρετεί σαν πρεσβύτερος στην Εκκλησία Σεταγκάγια.
Ο ΙΕΧΩΒΑ ΕΚΧΕΕΙ ΕΥΛΟΓΙΕΣ
Ήταν μεγάλη χαρά για μας να μετέχωμε στο έργο μαθητεύσεως εδώ στην Ιαπωνία. Μολονότι η αρχή ήταν δύσκολη, είμαστε ευγνώμονες που επιμείναμε. Έχομε δει το έργο να προοδεύη από 22 ευαγγελιζομένους σε 52.000 και πλέον, και δοκιμάσαμε πολλές συγκινητικές πείρες. Όπως όλοι παντού, αντιμετωπίσαμε προβλήματα υγείας και μερικές απογοητεύσεις. Αλλά ποτέ δεν σκεφθήκαμε να σταματήσωμε προτού τελειώση τα έργο. Τώρα αισθανόμαστε πολύ άνετα με τους Γιαπωνέζους αδελφούς και αδελφές μας. Μάλιστα, όταν πηγαίνωμε σε υπερπόντιες συνελεύσεις, αισθανόμαστε ότι είμαστε επισκέπτες εκεί.
Αναπολώντας τα χρόνια που πέρασαν τόσο γρήγορα, μπορώ αληθινά να πω ότι ο Ιεχωβά άνοιξε τους καταρράκτες του ουρανού και εξέχεε ευλογίες. (Μαλ. 3:10) Η ολοχρόνια υπηρεσία είναι ένας θησαυρός. Πράγματι, αυτό αληθεύει για κάθε ολοκάρδια δραστηριότητα που φέρνει αίνο στον ουράνιο Πατέρα μας. Και ασφαλώς, αν εμείς προσπαθούμε να εμμείνωμε στο έργο ώσπου να τελειώση, ο Ιεχωβά θα μας ευλογήση πλούσια.