ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • it-1 «Δούλος»
  • Δούλος

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Δούλος
  • Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
  • Παρόμοια Ύλη
  • Επιθυμητές Τάσεις—Χριστιανική Υποταγή
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1958
  • Θεοκρατικοί Δούλοι
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1953
  • «Αγοραστήκατε με Κάποιο Αντίτιμο»
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—2005
  • Η Χριστιανική Δουλεία Προμηθεύει Αληθινούς Φίλους
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1970
Δείτε Περισσότερα
Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1
it-1 «Δούλος»

ΔΟΥΛΟΣ

Οι λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών που αποδίδονται «δούλος» ή «υπηρέτης» δεν εφαρμόζονται μόνο σε άτομα που αποτελούσαν ιδιοκτησία άλλων. Η εβραϊκή λέξη ‛έβεδ μπορεί να αναφέρεται σε κάποιους που αποτελούσαν ιδιοκτησία ορισμένων συνανθρώπων τους. (Γε 12:16· Εξ 20:17) Σε άλλη περίπτωση, η λέξη αυτή μπορεί να προσδιορίζει τους υπηκόους ενός βασιλιά (2Σα 11:21· 2Χρ 10:7), διάφορους υποδουλωμένους λαούς που πλήρωναν φόρο υποτελείας (2Σα 8:2, 6), καθώς και άτομα σε βασιλική υπηρεσία, όπως οινοχόους, αρτοποιούς, ναυτικούς, στρατιωτικούς, συμβούλους και άλλους, είτε αυτοί αποτελούσαν ιδιοκτησία των συνανθρώπων τους είτε όχι (Γε 40:20· 1Σα 29:3· 1Βα 9:27· 2Χρ 8:18· 9:10· 32:9). Ως έκφραση σεβασμού, ένας Εβραίος, αντί να χρησιμοποιήσει αντωνυμία πρώτου προσώπου, αποκαλούσε μερικές φορές τον εαυτό του υπηρέτη (‛έβεδ) εκείνου στον οποίο απευθυνόταν. (Γε 33:5, 14· 42:10, 11, 13· 1Σα 20:7, 8) Η λέξη ‛έβεδ χρησιμοποιούνταν για τους υπηρέτες, δηλαδή τους λάτρεις, του Ιεχωβά γενικά (1Βα 8:36· 2Βα 10:23) και, πιο συγκεκριμένα, για τους ειδικούς εκπροσώπους του Θεού, όπως ο Μωυσής. (Ιη 1:1, 2· 24:29· 2Βα 21:10) Έστω και αν ένα άτομο δεν λάτρευε τον Ιεχωβά, εφόσον εκτελούσε υπηρεσία η οποία ήταν σε αρμονία με το θεϊκό θέλημα, μπορούσε να χαρακτηριστεί υπηρέτης του Θεού, όπως για παράδειγμα ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ.—Ιερ 27:6.

Η λέξη δοῦλος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αντιστοιχεί στην εβραϊκή λέξη ‛έβεδ. Χρησιμοποιείται για άτομα που αποτελούν ιδιοκτησία ορισμένων συνανθρώπων τους (Ματ 8:9· 10:24, 25· 13:27), για τους αφοσιωμένους υπηρέτες του Θεού και του Γιου του, του Ιησού Χριστού—είτε ανθρώπους (Πρ 2:18· 4:29· Ρω 1:1· Γα 1:10) είτε αγγέλους (Απ 19:10, όπου εμφανίζεται η λέξη σύνδουλος)—και με μεταφορική έννοια για ανθρώπους υποκείμενους σε δουλεία στην αμαρτία (Ιωα 8:34· Ρω 6:16-20) ή στη διαφθορά (2Πε 2:19).

Η εβραϊκή λέξη νά‛αρ, όπως και η λέξη παῖς του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, υποδηλώνει βασικά ένα αγόρι ή έναν νεαρό και μπορεί επίσης να προσδιορίζει έναν υπηρέτη. (1Σα 1:24· 4:21· 30:17· 2Βα 5:20· Ματ 2:16· 8:6· 17:18· 21:15· Πρ 20:12) Η λέξη οἰκέτης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου υποδηλώνει έναν οικιακό υπηρέτη ή δούλο (Λου 16:13), ενώ η δούλη ή η υπηρέτρια προσδιορίζεται από τη λέξη παιδίσκη. (Λου 12:45) Η μετοχή της εβραϊκής ρίζας σαράθ μπορεί να αποδοθεί με όρους όπως «διάκονος» (Εξ 33:11) ή «υπηρέτης». (2Σα 13:18) Η λέξη ὑπηρέτης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, εκτός από τη συνήθη της σημασία, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάποιον «υπάλληλο δικαστηρίου». (Ματ 26:58· Μαρ 14:54, 65· Ιωα 18:36) Ο όρος θεράπων εμφανίζεται στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο μόνο στο εδάφιο Εβραίους 3:5 και σημαίνει υφιστάμενος ή υπηρέτης.

Πριν από την Κοινή Χρονολογία. Ο πόλεμος, η φτώχεια και το έγκλημα ήταν οι βασικοί παράγοντες υποδούλωσης. Οι αιχμάλωτοι πολέμου γίνονταν συνήθως δούλοι των αιχμαλωτιστών τους ή πουλιούνταν από αυτούς ως δούλοι. (Παράβαλε 2Βα 5:2· Ιωλ 3:6.) Στην ισραηλιτική κοινωνία, όποιος φτώχαινε μπορούσε να πουλήσει τον εαυτό του ή τα παιδιά του ως δούλους για να τακτοποιήσει το χρέος του. (Εξ 21:7· Λευ 25:39, 47· 2Βα 4:1) Αν ο ένοχος κλοπής αδυνατούσε να δώσει αποζημίωση, πουλιόταν ο ίδιος για τα κλοπιμαία και προφανώς επανακτούσε την ελευθερία του όταν ικανοποιούνταν όλες οι διεκδικήσεις που υπήρχαν σε βάρος του.—Εξ 22:3.

Ενίοτε οι δούλοι κατείχαν πολύ εμπιστευτική και τιμητική θέση σε ένα σπιτικό. Ο ηλικιωμένος υπηρέτης του πατριάρχη Αβραάμ (πιθανόν ο Ελιέζερ) διαχειριζόταν όλα τα υπάρχοντα του κυρίου του. (Γε 24:2· 15:2, 3) Ένας απόγονος του Αβραάμ, ο Ιωσήφ, ενώ βρισκόταν ως δούλος στην Αίγυπτο, έγινε υπεύθυνος για καθετί που ανήκε στον Πετεφρή, έναν αυλικό του Φαραώ. (Γε 39:1, 5, 6) Στον Ισραήλ, υπήρχε η πιθανότητα να πλουτίσει ένας δούλος και να απολυτρώσει τον εαυτό του.—Λευ 25:49.

Σχετικά με τη στρατολόγηση εργατών, βλέπε ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ· ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.

Νόμοι που ρύθμιζαν τις σχέσεις δούλου-κυρίου. Ανάμεσα στους Ισραηλίτες, η θέση του Εβραίου δούλου διέφερε από του δούλου που ήταν αλλοεθνής, πάροικος ή μέτοικος. Ενώ ο μη Εβραίος δούλος παρέμενε κτήμα του ιδιοκτήτη του και μπορούσε να μεταβιβαστεί από πατέρα σε γιο (Λευ 25:44-46), ο Εβραίος έπρεπε να ελευθερώνεται στο έβδομο έτος της υποδούλωσής του ή στο Ιωβηλαίο έτος, ανάλογα με το ποιο ερχόταν πρώτο. Στη διάρκεια της υποδούλωσής του, ο Εβραίος δούλος έπρεπε να έχει τη μεταχείριση μισθωτού εργάτη. (Εξ 21:2· Λευ 25:10· Δευ 15:12) Όποιος Εβραίος πουλούσε τον εαυτό του ως δούλο σε κάποιον πάροικο, σε μέλος της οικογένειας ενός πάροικου ή σε μέτοικο μπορούσε να εξαγοραστεί οποιαδήποτε στιγμή, είτε από μόνος του είτε από κάποιον που είχε το δικαίωμα της εξαγοράς. Το απολυτρωτικό αντίτιμο ήταν ανάλογο με τον αριθμό των ετών που απέμεναν μέχρι το Ιωβηλαίο έτος ή μέχρι το έβδομο έτος της υποδούλωσης. (Λευ 25:47-52· Δευ 15:12) Όταν ένας Εβραίος δούλος αποκτούσε την ελευθερία του, ο κύριός του έπρεπε να του δώσει ένα δώρο για να τον βοηθήσει να κάνει μια καλή αρχή ως απελεύθερος. (Δευ 15:13-15) Αν ο δούλος είχε έρθει με σύζυγο, αυτή έφευγε μαζί του. Εντούτοις, αν ο κύριός του τού είχε δώσει σύζυγο (προφανώς κάποια αλλοεθνή η οποία δεν δικαιούνταν να απελευθερωθεί στο έβδομο έτος της υποδούλωσης), αυτή και τα παιδιά που τυχόν είχε γεννήσει παρέμεναν κτήμα του κυρίου. Σε αυτή την περίπτωση, ο Εβραίος δούλος μπορούσε να επιλέξει να παραμείνει με τον κύριό του. Τότε έπρεπε να τρυπήσουν το αφτί του με ένα σουβλί, ως σημείο τού ότι αυτός θα παρέμενε υποδουλωμένος στον αιώνα.—Εξ 21:2-6· Δευ 15:16, 17.

Εβραίες δούλες. Για την Εβραία δούλη ίσχυαν ορισμένες ειδικές διατάξεις. Ο κύριός της μπορούσε να την πάρει ως παλλακίδα ή να την ορίσει ως σύζυγο για το γιο του. Όταν αυτή οριζόταν ως σύζυγος για το γιο του κυρίου, έπρεπε να έχει τη μεταχείριση που δικαιούνταν οι κόρες. Ακόμη και αν ο γιος έπαιρνε άλλη σύζυγο, δεν έπρεπε να ελαττωθεί η τροφή της, τα ρούχα της και η γαμήλια οφειλή προς αυτήν. Αν ο γιος δεν ενεργούσε έτσι, η γυναίκα είχε το δικαίωμα να ελευθερωθεί χωρίς την καταβολή απολυτρωτικού αντίτιμου. Αν ο κύριος μιας Εβραίας επιδίωκε την απολύτρωσή της, δεν είχε δικαίωμα να την πουλήσει σε αλλοεθνείς για να πετύχει την απολύτρωση.—Εξ 21:7-11.

Προστατευτικές διατάξεις και προνόμια. Ο Νόμος προστάτευε τους δούλους από την απάνθρωπη μεταχείριση. Ο δούλος έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος αν έχανε ένα δόντι ή ένα μάτι λόγω κακομεταχείρισης από τον κύριό του. Εφόσον η συνηθισμένη τιμή για έναν δούλο ήταν 30 σίκλοι (παράβαλε Εξ 21:32), η απελευθέρωσή του θα αποτελούσε σημαντική απώλεια για τον κύριό του και, ως εκ τούτου, θα λειτουργούσε ως ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας κατά της κακομεταχείρισης. Μολονότι ένας κύριος μπορούσε να χτυπήσει το δούλο του, έπρεπε να υπάρξει εκδίκηση για το δούλο, ανάλογα με την απόφαση των κριτών, αν αυτός πέθαινε λόγω του ξυλοδαρμού από τον κύριό του. Εντούτοις, αν περνούσαν μια δυο ημέρες προτού πεθάνει—πράγμα που θα έδειχνε ότι ο κύριος δεν είχε σκοπό να σκοτώσει το δούλο, αλλά να τον διαπαιδαγωγήσει—δεν έπρεπε να υπάρξει εκδίκηση για αυτόν. (Εξ 21:20, 21, 26, 27· Λευ 24:17) Επίσης, φαίνεται ότι για να θεωρηθεί ο κύριος απαλλαγμένος από ενοχή, ο ξυλοδαρμός δεν έπρεπε να έχει γίνει με φονικό όργανο, εφόσον κάτι τέτοιο θα μαρτυρούσε εγκληματική πρόθεση. (Παράβαλε Αρ 35:16-18.) Επομένως, αν ο δούλος ζούσε μια δυο ημέρες, θα εγείρονταν εύλογα ερωτήματα ως προς το αν ο θάνατος οφειλόταν στην τιμωρία. Ο ραβδισμός, για παράδειγμα, φυσιολογικά δεν θα απέβαινε μοιραίος, όπως φαίνεται από τη δήλωση στο εδάφιο Παροιμίες 23:13: «Μη διστάσεις να δώσεις στο αγόρι διαπαιδαγώγηση. Αν το δείρεις με το ραβδί, δεν θα πεθάνει».

Οι διατάξεις του Νόμου παραχωρούσαν στους δούλους ορισμένα προνόμια. Εφόσον όλοι οι άρρενες δούλοι περιτέμνονταν (Εξ 12:44· παράβαλε Γε 17:12), μπορούσαν να φάνε το Πάσχα, ενώ οι δούλοι του ιερέα μπορούσαν να τρώνε τα άγια πράγματα. (Εξ 12:43, 44· Λευ 22:10, 11) Οι δούλοι απαλλάσσονταν από την εργασία το Σάββατο. (Εξ 20:10· Δευ 5:14) Στη διάρκεια του σαββατιαίου έτους δικαιούνταν να τρώνε αυτά που βλάσταναν από τους πεσμένους σπόρους και τα σταφύλια από το ακλάδευτο κλήμα. (Λευ 25:5, 6) Έπρεπε να συμμετέχουν στη χαρά που σχετιζόταν με τις θυσίες στο αγιαστήριο και με την τέλεση των γιορτών.—Δευ 12:12· 16:11, 14.

Η Θέση των Χριστιανών του Πρώτου Αιώνα. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν πάμπολλοι δούλοι, και ορισμένα άτομα ήταν ιδιοκτήτες εκατοντάδων, ακόμη και χιλιάδων, δούλων. Ο θεσμός της δουλείας ήταν υπό την προστασία της αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα δεν αντιτάσσονταν στην κυβερνητική αρχή όσον αφορά αυτό το ζήτημα, προωθώντας κάποια εξέγερση των δούλων. Σέβονταν το νόμιμο δικαίωμα που είχαν οι άλλοι, μεταξύ των οποίων και κάποιοι συγχριστιανοί τους, να είναι δουλοκτήτες. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος έστειλε πίσω τον δραπέτη δούλο Ονήσιμο. Εφόσον είχε γίνει Χριστιανός, ο Ονήσιμος επέστρεψε πρόθυμα στον κύριό του, υποτασσόμενος ως δούλος σε έναν συγχριστιανό του. (Φλμ 10-17) Ο απόστολος Παύλος νουθέτησε επίσης τους Χριστιανούς δούλους να μην εκμεταλλεύονται τη σχέση τους με τους ομόπιστους κυρίους τους, λέγοντας: «Εκείνοι που έχουν πιστούς ιδιοκτήτες ας μην τους περιφρονούν, επειδή είναι αδελφοί. Απεναντίας, ας είναι δούλοι ακόμη πιο πρόθυμα, επειδή εκείνοι που επωφελούνται από την καλή τους υπηρεσία είναι πιστοί και αγαπητοί». (1Τι 6:2) Το να έχει ένας δούλος Χριστιανό κύριο αποτελούσε ευλογία, καθώς ο ιδιοκτήτης του ήταν υποχρεωμένος να τον μεταχειρίζεται δίκαια και σωστά.—Εφ 6:9· Κολ 4:1.

Η αποδοχή της Χριστιανοσύνης από όσους ήταν υποδουλωμένοι έθετε πάνω τους την ευθύνη να είναι καλύτεροι δούλοι, “να μην αντιμιλούν ούτε να διαπράττουν κλοπή, αλλά να δείχνουν καλή πιστότητα”. (Τιτ 2:9, 10) Ακόμη και αν οι κύριοί τους τούς μεταχειρίζονταν άδικα, αυτοί δεν έπρεπε να αποδίδουν κατώτερης ποιότητας υπηρεσία. Υποφέροντας για χάρη της δικαιοσύνης, μιμούνταν το παράδειγμα του Ιησού Χριστού. (1Πε 2:18-25) «Εσείς, δούλοι», έγραψε ο απόστολος Παύλος, «να είστε υπάκουοι στο καθετί σε εκείνους που είναι κύριοί σας κατά σάρκα, όχι με πράξεις υπηρεσίας η οποία γίνεται για τα μάτια, ως ανθρωπάρεσκοι, αλλά με ειλικρίνεια καρδιάς, με φόβο του Ιεχωβά. Οτιδήποτε κάνετε, να εργάζεστε σε αυτό ολόψυχα όπως για τον Ιεχωβά, και όχι για ανθρώπους». (Κολ 3:22, 23· Εφ 6:5-8) Τέτοια καλή διαγωγή προς τους κυρίους τους απέτρεπε τον ονειδισμό του ονόματος του Θεού, καθώς κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει τη Χριστιανοσύνη ότι εξέτρεφε οκνηρούς, άχρηστους δούλους.—1Τι 6:1.

Βεβαίως, “η υπακοή στο καθετί” εκ μέρους ενός δούλου δεν μπορούσε να περιλαμβάνει την ανυπακοή στο νόμο του Θεού, διότι αυτό θα μαρτυρούσε φόβο για τους ανθρώπους και όχι για τον Θεό. Η αδικοπραγία από μέρους κάποιων δούλων, ακόμη και αν λάβαινε χώρα με την υπόδειξη ενός ανωτέρου, δεν θα “στόλιζε τη διδασκαλία του Σωτήρα τους του Θεού”, αλλά θα κακοπαριστούσε και θα κατήσχυνε αυτή τη διδασκαλία. (Τιτ 2:10) Συνεπώς, έπρεπε να πρυτανεύει η Χριστιανική τους συνείδηση.

Στη Χριστιανική εκκλησία, όλοι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, απολάμβαναν την ίδια υπόσταση. Όλοι ήταν χρισμένοι από το ίδιο πνεύμα και επομένως μοιράζονταν την ίδια ελπίδα ως μέλη ενός σώματος. (1Κο 12:12, 13· Γα 3:28· Κολ 3:11) Μολονότι ο Χριστιανός δούλος είχε λιγότερες δυνατότητες να συμμετέχει στη διάδοση των καλών νέων, δεν έπρεπε να στενοχωριέται για αυτό. Εντούτοις, αν του δινόταν η ευκαιρία να αποκτήσει την ελευθερία του, μπορούσε να επωφεληθεί από αυτό, και έτσι να διευρύνει τη σφαίρα των Χριστιανικών δραστηριοτήτων του.—1Κο 7:21-23.

Υποδούλωση στην Αμαρτία. Όταν ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, παρήκουσε το νόμο του Θεού, παρέδωσε τον τέλειο έλεγχο του εαυτού του και ενέδωσε στην ιδιοτελή επιθυμία να συνεχίσει να συναναστρέφεται την αμαρτωλή σύζυγό του και να την ευχαριστεί. Παραδιδόμενος στην αμαρτωλή επιθυμία του, ο Αδάμ κατέστησε αυτή την επιθυμία και το τελικό της προϊόν, την αμαρτία, κύριό του. (Παράβαλε Ρω 6:16· Ιακ 1:14, 15· βλέπε ΑΜΑΡΤΙΑ.) Συνεπώς, πούλησε τον εαυτό του κάτω από την αμαρτία. Εφόσον όλοι οι απόγονοί του βρίσκονταν ακόμη στην οσφύ του, ο Αδάμ τούς πούλησε και αυτούς κάτω από την αμαρτία. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Εγώ είμαι σαρκικός, πουλημένος κάτω από την αμαρτία». (Ρω 7:14) Συνεπώς, δεν υπήρχε περίπτωση να δικαιώσει τον εαυτό του κάποιος από τους απογόνους του Αδάμ, ακόμη και αν προσπαθούσε να τηρήσει το Μωσαϊκό Νόμο. Όπως το έθεσε ο απόστολος Παύλος: «Η εντολή που ήταν για ζωή, αυτή διαπίστωσα ότι ήταν για θάνατο». (Ρω 7:10) Η ανικανότητα των ανθρώπων να τηρήσουν το Νόμο τέλεια έδειξε ότι ήταν δούλοι της αμαρτίας και άξιοι θανάτου, όχι ζωής.—Βλέπε ΘΑΝΑΤΟΣ.

Μόνο επωφελούμενοι από την απελευθέρωση που έγινε δυνατή μέσω του Ιησού Χριστού θα μπορούσαν κάποιοι να κερδίσουν την ελευθερία τους από αυτή την υποδούλωση. (Παράβαλε Ιωα 8:31-34· Ρω 7:21-25· Γα 4:1-7· Εβρ 2:14-16· βλέπε ΛΥΤΡΟ.) Έχοντας αγοραστεί με το πολύτιμο αίμα του Ιησού, οι Χριστιανοί είναι δούλοι, δηλαδή υπηρέτες, του Ιεχωβά Θεού και του Γιου του, υποχρεωμένοι να τηρούν τις εντολές τους.—1Κο 7:22, 23· 1Πε 1:18, 19· Απ 19:1, 2, 5· βλέπε ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ· ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Βλέπε επίσης ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΦΡΟΝΙΜΟΣ ΔΟΥΛΟΣ.

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση