‘Η Καθ’ Υπερβολή Αμαρτωλότης’ της Αμαρτίας
ΠΟΣΟ κακή είναι μια αμαρτία; Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ακόμη και μιας «μικρής» αμαρτίας; Η δήλωσις που έκαμε ο Ιησούς όταν συμβούλευε τους μαθητάς του σχετικά με την πιστότητα, εφαρμόζεται και σ’ αυτό το ερώτημα. Είπε: «Ο εν τω ελαχίστω πιστός και εν τω πολλώ πιστός είναι, και ο εν τω ελαχίστω άδικος και εν τω πολλώ άδικος είναι.» (Λουκ. 16:10) Η απιστία στον Θεό είναι αμαρτία και, σύμφωνα με τον απόστολο Ιωάννη, «πας όστις πράττει την αμαρτίαν πράττει και την ανομίαν, διότι η αμαρτία είναι η ανομία.» (1 Ιωάν. 3:4) Είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για έναν όμιλο ή σώμα ανθρώπων, μικρό ή μεγάλο, κάθε ελαφρά παρέκκλισις από τις ορθές αρχές, αν δεν προληφθή, μπορεί να καταλήξη σε χονδροειδή παρανομία και ανυπολόγιστη στενοχώρια.—Ρωμ. 7:13.
Ένα ισχυρό παράδειγμα των τρομερών συνεπειών που μπορεί να έχη κάτι που ίσως να φαινόταν στην αρχή ασήμαντο, είναι η ανάπτυξις του ‘ανθρώπου της αμαρτίας.’ Η Αγία Γραφή την περιγράφει με τους λόγους του αποστόλου Παύλου που αναγράφονται στην επιστολή 2 Θεσσαλονικείς, κεφάλαιο 2. Τόσο ο απόστολος Παύλος όσο κι ο απόστολος Πέτρος είχαν εκ των προτέρων προειδοποιήσει τις εκκλησίες για τον ερχομό αυτού του «ανθρώπου,» με τα εξής λόγια: «Και εξ υμών αυτών [των πρεσβυτέρων της Χριστιανικής εκκλησίας] θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών,» και «θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας» και ότι «πολλοί θέλουσι εξακολουθήσει εις τας απωλείας αυτών.»—Πράξ. 20:30· 2 Πέτρ. 2:1-3.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΙ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ
Κάποιος μπορεί να ρωτήση, ‘Πώς μπορούσε να δημιουργηθή μια τέτοια κατάστασις μέσα στην εκκλησία του Θεού;’ Φυσικά αυτό δεν ήταν κάτι που συνέβη σε μια μέρα. Ανεπτύχθη μ’ ένα πολύ ύπουλο τρόπο. Ο Ιησούς είχε θέσει το ορθό παράδειγμα, κι είχε κατάλληλα προειδοποιήσει τους μαθητάς του εναντίον του πνεύματος των θρησκευτικών ηγετών των Ιουδαίων, με τα εξής λόγια:
«Πράττουσι δε πάντα τα έργα αυτών δια να βλέπωνται υπό των ανθρώπων. . . και αγαπώσι τον πρώτον τόπον εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς και να ονομάζωνται υπό των ανθρώπων Ραββί, Ραββί. Σεις όμως μη ονομασθήτε Ραββί· διότι εις είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός· πάντες δε σεις αδελφοί είσθε. Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γης· διότι εις είναι ο Πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς. Μηδέ ονομασθήτε καθηγηταί· διότι εις είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός. Ο δε μεγαλήτερος από σας θέλει είσθαι υπηρέτης σας. Όστις δε υψώση εαυτόν θέλει ταπεινωθή, και όστις ταπεινώση εαυτόν θέλει υψωθή.»—Ματθ. 23:5-12.
Υπάρχουν πολλές παρόμοιες νουθεσίες μέσα στις Χριστιανικές Γραφές. Αλλά μερικοί άνδρες που είχαν υπεύθυνες θέσεις στην πρώτη εκκλησία άρχισαν προφανώς να επωφελούνται λίγο από τη θέσι τους. Άρχισαν να αισθάνωνται κατά κάποιον τρόπο σπουδαίοι για τη θέσι που κατείχαν. Ενόμιζαν ότι λόγω αυτής της θέσεως εδικαιούντο κάτι περισσότερο από ό,τι εδικαιούντο τα «συνηθισμένα» μέλη της εκκλησίας. Επέτρεπαν στον εαυτό τους ν’ απολαμβάνουν ειδικά προνόμια, και ανέμεναν υλικά οφέλη από τους αδελφούς. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να ζουν άνετα και να θεωρούνται ότι ήσαν «σπουδαίοι.» Αυτό ήταν όλο εκείνο που ήθελαν στην αρχή. Αλλά σιγά-σιγά, τόσον οι ίδιοι όσον και αυτοί που τους διαδέχθηκαν στις θέσεις ευθύνης έγιναν πιο απαιτητικοί, πιο θρασείς, και άρχισαν να εξουσιάζουν αυθαίρετα. Εξηπάτησαν και παρωδήγησαν την εκκλησία για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των και ‘εμπορεύθησαν αυτούς με πλαστούς λόγους.’ Ο απόστολος Παύλος περιγράφει μερικούς τέτοιους ανθρώπους στη 2 προς Κορινθίους επιστολή, 11:19, 20.—2 Πέτρ. 2:3.
Ίσως στην αρχή να μη είχαν καθόλου υποψιασθή που θα ωδηγούσε τελικά η απλή επιθυμία των ν’ απολαμβάνουν κάποια ιδιαίτερη εύνοια—δηλαδή δεν μπορούσαν να υποψιασθούν το τρομερό και απαίσιο πράγμα που θα παρήγαν βαθμιαίως οι, «μικρές» ιδιοτελείς των επιθυμίες. Επίστευαν επίσης ότι η παρέκκλισίς των, αν υπήρχε, ήταν μικρή. Αλλ’ ας εξετάσωμε το ιστορικό αυτής της πορείας, ώστε να δούμε το αποτέλεσμα για το οποίο αυτά ακριβώς τα άτομα είναι υπεύθυνα.
Από την αφήγησι της Βίβλου σχετικά με την αρχική εκδήλωσι της αποστασίας του «ανθρώπου της αμαρτίας,» μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξί της μέσα στο υπόμνημα της ιστορίας.
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ
Ο Ιησούς Χριστός δεν είχε δώσει εντολή να διαχωρισθούν οι μαθηταί του σε κληρικούς και λαϊκούς. Ήσαν όλοι ίσοι ως μέλη μιας πνευματικής οικογενείας, όλοι αναγεννημένοι από το πνεύμα αδελφοί του Ιησού Χριστού, κεχρισμένοι ως ένα σώμα ιερέων με την προοπτική να είναι ουράνιοι βασιλείς και ιερείς μαζί με τον Χριστό. Ο απόστολος Πέτρος τους είχε αποκαλέσει «βασίλειον ιεράτευμα.» (1 Πέτρ. 2:5, 9) Μολονότι μερικοί είχαν ευθύνη ως «ποιμένες,» εν τούτοις όλοι ήσαν ιερείς με μια πνευματική έννοια και όλοι ησχολούντο στο έργο προσφοράς πνευματικών θυσιών. (1 Πέτρ. 5:1-4) Δεν είχε γίνει κανένας υπαινιγμός για αποχωρισμό σε «κληρικούς και λαϊκούς.» Εν τούτοις, σημειώστε τι λέγει η ιστορία:
«Η Ιουδαϊκή αντίθεσις μεταξύ κληρικών και λαϊκών ήταν στην αρχή άγνωστη μεταξύ των Χριστιανών και ‘μόνον όταν οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τον ευαγγελιστικό τρόπο σκέψεως και υιοθέτησαν την Ιουδαϊκή άποψι,’ η ιδέα του γενικού Χριστιανικού ιερατείου όλων των πιστών αντικαταστάθηκε σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκτασι από το ειδικό ιερατείο ή κλήρο. . . Έτσι, ο Τερτυλλιανός είχε γράψει τα εξής στο βιβλίο De Baptismo, Κεφ. 17, προτού ακόμη γίνη Μοντανιστής: ‘Οι λαϊκοί έχουν επίσης το δικαίωμα να τελούν τα μυστήρια και να διδάσκουν στην κοινότητα. Ο Λόγος του Θεού και τα μυστήρια είχαν μεταβιβαστή δια της χάριτος του Θεού σε όλους, και μπορούν να τελούνται από όλους τους Χριστιανούς ως όργανα της θείας χάριτος. Εν τούτοις, εδώ το ζήτημα δεν περιλαμβάνει απλώς το τι επιτρέπεται γενικά, αλλ’ επίσης και το τι κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με τις υπάρχουσες καταστάσεις. Μπορούμε εδώ να χρησιμοποιήσωμε τα λόγια του Απ. Παύλου, «Πάντα είναι εις την εξουσίαν μου, αλλά πάντα δεν συμφέρουσι.» Αν ενδιαφερώμεθα για την τάξι που είναι ανάγκη να υπάρχη στην Εκκλησία, κατανοούμε ότι οι λαϊκοί μπορούν ν’ ασκούν το ιερατικό των δικαίωμα να τελούν τα μυστήρια μόνον όταν το απαιτούν ο χρόνος και οι περιστάσεις.’ Από τον καιρό του Κυπριανού. . . του πατρός του συστήματος της ιεραρχίας, ο διαχωρισμός μεταξύ των κληρικών και των λαϊκών έγινε εμφανής, και σύντομα έγινε παγκοσμίως αποδεκτός. Στην πραγματικότητα, από τον τρίτο αιώνα κι έπειτα, ο όρος κλέρους (κλήρος, ordo) εχρησιμοποιείτο αποκλειστικά για τους διακόνους ώστε να διακρίνονται από τους λαϊκούς. Καθώς ανεπτύσσετο η Ρωμαϊκή ιεραρχία, ο κλήρος κατέληξε να γίνη όχι μόνον μια ιδιαίτερη τάξις (που μπορεί ν’ αποτελείτο απ’ όλους τους αποστολικούς κανονισμούς και δοξασίες,) αλλ’ επίσης ν’ αναγνωρίζεται ως το μοναδικό ιερατείο και αναγκαίο μέσον επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων και Θεού.»—Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, Τόμος II, σελ. 386.
Ο προαναφερθείς Θάσιος Καικίλιος Κυπριανός ήταν αρχιεπίσκοπος της εκκλησίας της Καρθαγένης της Αφρικής. Γεννήθηκε το 200 μ.Χ. περίπου και πέθανε το 258 μ.Χ. Ήταν κληρικός, που απεκαλείτο «ο πατήρ του ιεραρχικού συστήματος,» ένας από το σώμα των κληρικών που υπήρχε σχεδόν ένα αιώνα μετά τον θάνατο των αποστόλων του Χριστού και των στενών συνεργατών των. Από εκείνον τον καιρό κι έπειτα, σε όλη την εποχή του «Μεσαίωνος» ως τον καιρό της Μεταρρυθμίσεως και της ενάρξεως των Εκκλησιών των Διαμαρτυρομένων και μέχρι σήμερα, αυτός ο διαχωρισμός κληρικών και λαϊκών εξακολουθεί να υπάρχη στον Χριστιανικό κόσμο.
Αυτός ο αποκαλούμενος «Χριστιανικός» κλήρος αποδεικνύεται ότι είναι ο «άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας» σχετικά με την αποστασία που αναφέρεται στην 2 Θεσσαλονικείς 2:3. Είναι φανερό ότι όταν η Αγία Γραφή χρησιμοποιή αυτήν την έκφρασι, εννοεί έναν σύνθετο «άνθρωπο» ο οποίος υπάρχει σε μια μεγάλη περίοδο χρόνου, και του οποίου η εμφάνισις και τα άτομα που τον συνθέτουν αλλάζουν καθώς περνά ο καιρός.
ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΙΘΕΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
Αφού αυτή η αποστασία έγινε (όπως εξετάσθηκε στο προηγούμενο τεύχος μας) εναντίον του Ιεχωβά Θεού, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι αυτός ο σύνθετος «άνθρωπος» θα προσπαθούσε να θεοποιήση τον εαυτό του όπως ακριβώς ο μεγάλος στασιαστής Σατανάς ο Διάβολος, τον οποίον η Βίβλος αποκαλεί ‘θεόν του κόσμου τούτου.’ (2 Κορ. 4:4) Ο απόστολος Παύλος είχε προφητεύσει ότι ο «άνθρωπος της αμαρτίας» θα ήταν «αντικείμενος και υπεραιρόμενος εναντίον εις πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε να καθήση εις τον ναόν του Θεού ως Θεός, αποδεικνύων εαυτόν ότι είναι Θεός.»—2 Θεσσ. 2:4.
Ο «άνθρωπος της αμαρτίας» είναι ένα σύνθετο σώμα ανθρώπων. Μπορούμε εν τούτοις να εξετάσωμε τον ισχυρισμό που έγινε για έναν απ’ αυτούς τους κληρικούς που αντανακλά τη γενική στάσι αυτού του σώματος. Το εκκλησιαστικό Λεξικό Φερράριςa λέγει τα εξής για τον πάπα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας:
«Ο πάπας έχει τέτοια εξουσία και υπεροχή ώστε δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος» αλλ’ είναι σαν Θεός και σαν Επίτροπος του Θεού. . .Γι’ αυτό ο πάπας είναι εστεμμένος μ’ ένα τριπλό στέμμα, ως βασιλεύς του ουρανού, της γης και του άδου. . . Μάλλον, καλύτερα, η υπεροχή και η ισχύς του πάπα δεν είναι μόνον υπεράνω των επουρανίων, των επιγείων και των καταχθόνιων πλασμάτων, αλλ’ αυτός είναι επίσης υπεράνω των αγγέλων, κι είναι ανώτερός τους. . . Έτσι, αν υπήρχε πιθανότης ν’ απομακρυνθούν οι άγγελοι από την πίστι, ή να φιλοξενήσουν ιδέες αντίθετες προς αυτήν, ο πάπας θα μπορούσε να τους κρίνη και να τους αφορίση . . . Έχει τόση εξουσία και ισχύ ώστε κατέχει την ίδια έδρα με τον Χριστό. . . Έτσι, οτιδήποτε λέγει ο πάπας φαίνεται σαν να προέρχεται απ’ ευθείας από το στόμα του Θεού . . . Ο πάπας είναι σαν Θεός επάνω στη γη, ο μόνος αρχηγός των πιστών του Χριστού, ο μεγαλύτερος βασιλεύς απ’ όλους τους βασιλείς, που διαθέτει εξαιρετική δύναμι· στον οποίον είναι εμπιστευμένη η επίγεια και η ουράνια βασιλεία . . . Ο πάπας έχει τόσο μεγάλη εξουσία και δύναμι ώστε μπορεί να τροποποιή, να γνωστοποιή και να ερμηνεύη τον θείο νόμο. . . Ο πάπας μπορεί μερικές φορές να ενεργή διαφορετικά από τον θείο νόμο, να τον περιορίζη, να τον εξηγή,» κλπ.
Αυτή η εξουσία και η δύναμις που αποδίδεται στον πάπα υποστηρίζεται από τον Καθολικό κλήρο και, μολονότι πολλοί διαμαρτυρόμενοι κληρικοί μπορεί να διαφωνήσουν, κι αυτοί επίσης αποκαλούνται «Αιδεσιμώτατοι,» «Θεοφιλέστατοι» και «Πατέρες,» και χρησιμοποιούν και άλλους τίτλους που τους τοποθετούν σε υψηλότερη θέσι από τους λαϊκούς, επειδή επιθυμούν να ξεχωρίζουν, να λαμβάνουν τιμές και υλική υποστήριξι, συχνά μ’ έναν πολύ εξεζητημένο τρόπο—όμοιον με το πνεύμα των παπικών ισχυρισμών.—Ιώβ 32:21, 22.
Όχι μόνον με αυτή την αυτοεξύψωσι, αλλ’ επίσης με το να κάνη τον εαυτό του «φίλον» του κόσμου, ο «άνθρωπος της αμαρτίας» έχει αποδείξει δημοσίως ότι βρίσκεται σε αντίθεσι με τον Θεό. (Ιακ. 4:4) Αυτός ο σύνθετος «άνθρωπος» αντιτίθεται επίσης στον Θεό όταν προσπαθή ν’ ακυρώση τον θεόπνευστο Λόγο του Θεού αποκαλώντας τον «μύθο,» «απηρχαιωμένο,» «αναξιόπιστο» «γεμάτο λάθη,» κι επί πλέον λέγοντας ότι «ο Θεός είναι νεκρός.»
Ο ‘ΓΑΜΟΣ’ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣ
Σε πολλές χώρες υπήρχε κι εξακολουθεί να υπάρχη μια ένωσις Εκκλησίας και Κράτους. Σ’ αυτούς τους ‘γάμους’ η Εκκλησία προσπαθεί να δίνη το πρόσταγμα. Οι κληρικοί έχουν κρατήσει κάτω από τον έλεγχό τους τις σκέψεις των ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό, και οι πολιτικοί ηγέτες, επειδή το γνωρίζουν αυτό, προσφέρουν στον κλήρο εξουσία, γόητρο, προστασία και απαλλαγή από τους φόρους, οικονομική υποστήριξι, και λοιπά. Σχετικά με «την Εκκλησία και το Κράτος» Η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 6, σελίδες 657, 658, λέγει τα εξής:
«Στη σύγχρονη εποχή, μεταξύ των δύο αυτών δεσμών σπανίως υπήρξε, αν υπήρξε ποτέ, πλήρης αρμονία. Αυτή η διαμάχη που έχει παραταθή τόσο πολύ, φαίνεται προορισμένη να διαρκέση για πάντα, εκτός αν συμβή κάποια τρομερή αναστάτωσις. Πρόκειται για μια πικρή διαμάχη που περιλαμβάνει μεγάλα συμφέροντα κι «έχει φέρει στο προσκήνιο βαρυσήμαντες συζητήσεις. Έχει γίνει αιτία να ξεσπάσουν επαναστάσεις κάθε είδους και να δημιουργήση μια φρασεολογία από ύβρεις που δεν έχει το όμοιό της έξω από τον πολιτικό ανταγωνισμό. Συχνά γίνεται ένας απλός πολιτικός αγώνας . . . Με τον Κωνσταντίνο, η Εκκλησία εισήλθε στην αρένα της παγκοσμίου δραστηριότητος ως συνεργάτης στο έργο του εκπολιτισμού των ανθρώπων. Ανεγνωρίσθη ως πνευματικός ηγέτης και σιγά-σιγά απέκτησε μια μόνιμη έδρα και όνομα ως κοσμικός άρχων. Έγινε παγκόσμια δύναμις. Αυτή η επιτυχία ήταν η αρχή όλων των πολλών καταστροφών της Εκκλησίας . . .»Από τον Κωνσταντίνο μέχρι τον Καρλομάγνο, η πολιτική δύναμις, όχι μόνον εχορήγησε νομική αναγνώρισι στην Εκκλησία αλλά ανεμίχθη και στη διοίκησί της. Από τον Καρλομάγνο μέχρι μια εποχή λίγο πριν από τη Μεταρρύθμισι, η Εκκλησία και το κράτος ήσαν στενά ενωμένα και υπήρχε μια γενικά αποδεκτή εξάρτησις της πολιτικής εξουσίας από την πνευματική.»
Η κατάστασις εξακολουθεί να υπάρχη έως αυτόν τον εικοστό αιώνα. Πόλεμοι έχουν διεξαχθή λόγω θρησκευτικών διαφωνιών, ενώ ταυτόχρονα στους πιο αιματηρούς, καταστροφικούς Παγκοσμίους πολέμους που έχουν γίνει μέχρι τώρα, τα έθνη του Χριστιανικού κόσμου είχαν το προβάδισμα με τα πιο φονικά όπλα.
Σκεφθήτε τις λύπες, τη δυστυχία, τις σφαγές, τη δυσφήμησι του ονόματος του Θεού και του ονόματος της Χριστιανοσύνης που προέκυψαν σαν αποτέλεσμα εκείνης της πρώτης επιθυμίας για προσωπική υπεροχή και όφελος! Από εκείνους τους πρώτους πρεσβυτέρους που είχαν διορισθή να ποιμαίνουν το ποίμνιο του Θεού, πολλοί παρέμειναν πιστοί. Ακολούθησαν την αρχή που είχε διατυπώσει ο Ιησούς με τα εξής λόγια: «Όστις εξ υμών θέλει να γείνη πρώτος, θέλει είσθαι δούλος πάντων.» (Μάρκ. 10:44) Αλλ’ όσοι από εκείνους ήσαν ιδιοτελείς προκάλεσαν μια παράνομη από θρησκευτική άποψι αποστασία που έφερε τη δυστυχία σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αν είχαν ακολουθήσει τις σαφείς και απλές εντολές και το παράδειγμα του Ιησού, δεν θα είχε δημιουργηθή αυτή η τρομερή κατάστασις.
Εμείς προσωπικά μπορούμε να μάθωμε πολλά απ’ αυτή την πείρα. Όταν ο Θεός λέγη ότι ένα πράγμα είναι κακό είναι πράγματι κακό. Όταν παραβλέπωμε τις προειδοποιήσεις του εναντίον κάθε είδους αμαρτίας, δεν πρέπει να νομίζωμε ότι κάνομε ‘μόνο μια μικρή παράλειψι.’ Δεν είμεθα σε αρμονία με τη γενική διευθέτησι του Θεού και αρχίζομε να κάνωμε κάτι που μπορεί ν’ αποδειχθή επιζήμιο για πολλά άτομα. Ο Βιβλικός κανών είναι: «Ολίγη ζύμη κάνει όλον το φύραμα ένζυμον.» (1 Κορ. 5:6) Αν δεν μετανοήσωμε αμέσως, ώστε ν’ απομακρυνθούμε από την αμαρτία και να κάμωμε ό,τι μπορούμε για να τακτοποιήσωμε το ζήτημα, μπορεί να βρεθούμε υπεύθυνοι για ανυπολόγιστες επιζήμιες εξελίξεις.
Σαν ένα παράδειγμα. Σημειώστε τι έγραψε ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού Χριστού, σχετικά με τη χαλαρή γλώσσα: «Και η γλώσσα πυρ είναι, ο κόσμος της αδικίας. Ούτω μεταξύ των μελών ημών η γλώσσα είναι η μολύνουσα όλον το σώμα και φλογίζουσα τον τροχόν του βίου και φλογιζομένη υπό της γεέννης.» (Ιακ. 3:6) Αν η γλώσσα χρησιμοποιηθή μ’ εσφαλμένο τρόπο, μπορεί ν’ αναστατώση τόσο τη δική μας ζωή όσο και τη ζωή πολλών άλλων. Ο Ιάκωβος έδειξε επίσης ότι η αμαρτία μπορεί να έχη ένα πολύ απατηλό ξεκίνημα. Είπε: «Πειράζεται δε έκαστος υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας, παρασυρόμενος και δελεαζόμενος· έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν, η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατο.»—Ιακ. 1:14, 15.
Είναι αλήθεια ότι όλοι αμαρτάνομε κατά καιρούς. Αλλ’ είμεθα ευγνώμονες στον Ιεχωβά Θεό επειδή μας προσφέρει βοήθεια με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του, ώστε να μπορούμε ν’ αποφεύγουμε μια πορεία αμαρτίας με τα τρομερά αποτελέσματά της. Μπορούμε ν’ αποφεύγωμε την καταστρεπτική πορεία του «ανθρώπου της αμαρτίας.» Αυτό μπορούμε να το κάνωμε με την πίστι στην εξιλεωτική θυσία του Υιού Του Ιησού Χριστού. (Ρωμ. 7:21-25· 8:1, 2) Μόνον αν αναγνωρίζωμε την ‘καθ’ υπερβολήν αμαρτωλότητα’ της αμαρτίας και, αφού κάνωμε μια αμαρτία, πλησιάσωμε τον Ιεχωβά για συγχώρησι με βάσι τη θυσία του Χριστού, μπορούμε να λάβουμε τη βοήθεια του Θεού για ν’αποφύγουμε τις πολλαπλές συνέπειες της εσφαλμένης μας πορείας.
[Υποσημειώσεις]
a Λεξικόν εκδοθέν το 1746 στη Μπολόνια της επαρχίας Εμίλια Ρομάνα της Ιταλίας, από τον Λούτσιο Φερράρις, Τομ. VI σελ. 31-35· σύμφωνα με αντίγραφον του Πανεπιστημίου Κολούμπια της πόλεως της Νέας Υόρκης.