-
Κρίσις στην ΙαπωνίαΞύπνα!—1974 | Νοέμβριος 8
-
-
τροφίμων, για την ύψωσι των τιμών. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι άνθρωποι δεν θα διστάσουν να φερθούν σκληρά στους γείτονας των, αν παρουσιασθούν ελλείψεις πραγματικές και μεγάλες.—Ιεζ. 38:21.
Από την άλλη πλευρά, μερικοί από εκείνους που εμπιστεύονται ιδιαιτέρως στα υλικά πράγματα, αναγκάσθηκαν ν’ αντιληφθούν ότι αυτά μπορούν να γλιστρήσουν από τα χέρια τους τόσο εύκολα, όσο το πετρέλαιο από το οποίο εξαρτώνται· κι ότι, «εάν τις έχη περισσά, η ζωή αυτού δεν συνίσταται εκ των υπαρχόντων αυτού.» Έτσι, μερικοί μπορεί να φθάσουν ν’ αντιληφθούν ότι υπάρχουν άλλες πολύ σπουδαιότερες αξίες στη ζωή και να στραφούν σε πνευματικά πράγματα.—Λουκάς 12:15.
-
-
Είναι οι Προσφιλείς σας στο Καθαρτήριο;Ξύπνα!—1974 | Νοέμβριος 8
-
-
Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Είναι οι Προσφιλείς σας στο Καθαρτήριο;
ΣΧΕΔΟΝ όλοι έχουν χάσει αγαπητά πρόσωπα με τον θάνατο. Πιθανώς κι εσείς, επίσης, είχατε αυτή τη δυσάρεστη πείρα. Αν συμβαίνη αυτό, έχετε βεβαίως διερωτηθή για την κατάστασι των νεκρών και αν υπάρχη καμμιά ελπίδα να τους δήτε να ξαναζούν.
Αν είσθε Ρωμαιοκαθολικός, έχετε διδαχθή πιθανώς ότι πολλοί από τους νεκρούς είναι τώρα στο «καθαρτήριο.» Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία για το Σχολείο και το Σπίτι (1965) ορίζει ότι το καθαρτήριο είναι «ένας τόπος ή μια κατάστασις στην οποία είναι περιωρισμένες μερικές ψυχές για ένα διάστημα μετά τον θάνατο πριν εισέλθουν στον ουρανό. . . . [Είναι] μια κατάστασις προσωρινής τιμωρίας για κείνους που, πεθαίνοντας με τη χάρι του Θεού, δεν είναι ακόμη τελείως απαλλαγμένοι από ελαφρές αμαρτίες ή δεν έχουν πληρώσει πλήρως την ικανοποιητική οφειλή για περασμένες συγχωρημένες αμαρτίες.» Για κείνους που είναι στο καθαρτήριο λέγουν πως είναι βέβαιο ότι τελικά θα εισέλθουν στον ουρανό.
Οι Καθολικές αυθεντίες συνήθως λέγουν ότι η τιμωρία στο καθαρτήριο είναι διπλή· ο πόνος της απωλείας και ο πόνος της αισθήσεως. Με τον «πόνο της απωλείας» εννοούν ότι οι ψυχές στο καθαρτήριο υποφέρουν επειδή είναι αποχωρισμένες από τον Θεό, ανίκανες να τον αντικρύζουν απ’ ευθείας. Όσον αφορά τον «πόνο της αισθήσεως,» η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία διευκρινίζει: «Στη Λατινική Εκκλησία υποστηρίζεται γενικά ότι αυτός ο πόνος επιβάλεται μέσω πραγματικής φωτιάς.»
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υποστηρίζει, σύμφωνα με μια απόφασι της Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1445 μ.Χ.), ότι εκείνοι που είναι περιωρισμένοι στο καθαρτήριο «ωφελούνται από τις δεήσεις των ζώντων πιστών, δηλαδή, από τη θυσία της Λειτουργίας, τις προσευχές, τις ελεημοσύνες και άλλες ευσεβείς πράξεις.» Πολλοί ειλικρινείς Καθολικοί έχουν δαπανήσει αξιόλογα χρηματικά ποσά για να προσφέρουν αυτές τις «δεήσεις» για κείνους που πιστεύουν ότι είναι στο καθαρτήριο.
Υποφέρουν οι προσφιλείς σας νεκροί στο καθαρτήριο; Ας εξετάσωμε το ζήτημα στο φως των Καθολικών μεταφράσεων της Βίβλου και της προσφάτου Καθολικής γνώσεως.
Πολλοί Καθολικοί συγγραφείς έχουν επιμείνει ότι η διδασκαλία του καθαρτηρίου, μολονότι δεν αναφέρεται απ’ ευθείας, τουλάχιστον υπονοείται στη Βίβλο. Το κύριο κείμενο που παραθέτουν είναι στο 2 Μακκαβαίων 12:38-46, που λέγει ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έστειλε άργυρο στην Ιερουσαλήμ για να προσφέρη θυσία για τους Ιουδαίους στρατιώτας οι οποίοι είχαν παρασυρθή στην ειδωλολατρία και είχαν πεθάνει στη μάχη. Το εδάφιο 46 συμπεραίνει: «Ούτως έκαμε εξιλέωσιν δια τους νεκρούς ώστε να μπορέσουν να απαλλαγούν από αυτή την αμαρτία.»—Η Νέα Αμερικανική Βίβλος.
Τα βιβλία, όμως, των Μακκαβαίων είναι μεταξύ των «αποκρύφων» και ποτέ δεν είχαν περιληφθή στον κανόνα των θεοπνεύστων Γραφών από τους Ιουδαίους, στους οποίους «ενεπιστεύθησαν τα λόγια του Θεού.» (Ρωμ. 3:2, ΝΑΒ) Και το εδάφιο 43 δείχνει ότι ο Ιούδας είχε υπ’ όψιν όχι το καθαρτήριο, αλλά ‘την ανάστασι των νεκρών.’ Αναγνωρίζοντας αυτό, οι μεταφρασταί της ανωτέρω αναφερθείσης εκδόσεως της Βίβλου (οι οποίοι είναι μέλη του Καθολικού Βιβλικού Συνδέσμου της Αμερικής) παραδέχονται σε μια υποσημείωσι ότι η πίστις του Ιούδα «δεν ήταν εντελώς όμοια με την Καθολική διδασκαλία του καθαρτηρίου.» Η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (1967) παραδέχεται: «Σε τελευταία ανάλυσι, η Καθολική διδασκαλία του καθαρτηρίου βασίζεται στην παράδοσι, όχι στις Ιερές Γραφές.»
Είναι αυτή η παράδοσις σε συμφωνία με τον γραπτό λόγο του Θεού; Η ιδέα του καθαρτηρίου θεωρεί ως βέβαιον ότι ο άνθρωπος έχει μια αθάνατη ψυχή που είναι διακεκριμένη από το σώμα και ότι εξακολουθεί να υπάρχη μετά τον θάνατο του σώματος. Το διδάσκει η Βίβλος αυτό;
Ο Στάνλευ Β. Μάρρω, Ρωμαιοκαθολικός Ιησουίτης ιερεύς και λόγιος της Βίβλου, γράφει: «Η αντίληψις ότι η ψυχή επιζή μετά τον θάνατο δεν διακρίνεται άμεσα στη Βίβλο. Η έννοια της ανθρώπινης ψυχής δεν είναι η ίδια στην Π [αλαιά] Δ[ιαθήκη], όπως είναι στην Ελληνική και σύγχρονη φιλοσοφία.» Η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία διευκρινίζει ότι «μόνο με τον Ωριγένη [π. 184—π. 253 μ.Χ.] στην Ανατολή και τον Άγιο Αυγουστίνο [354-430 μ.Χ.] στη Δύσι αναγνωρίσθηκε η ψυχή ως μια πνευματική ουσία και σχηματίσθηκε μια φιλοσοφική έννοια της φύσεώς της.» Η ίδια Εγκυκλοπαιδεία λέγει ότι ο Θωμάς Άκινας [π. 1225-1274 μ.Χ.] ανέπτυξε περαιτέρω τη Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία σχετικά με την ανθρώπινη ψυχή, κάνοντας χρήσι του «Αριστοτελείου τύπου.» Έτσι η Καθολική άποψις της ψυχής προήλθε κυρίως από την Ελληνική φιλοσοφία, όχι από τον Λόγο του Θεού.
Τι διδάσκουν οι Γραφές για την ανθρώπινη ψυχή; Τι συμβαίνει σ’ αυτή κατά τον θάνατο; Ο Στάνλεϋ Μάρρω σχολιάζει: «Η ψυχή στην Π [αλαιά] Δ[ιαθήκη] σημαίνει όχι ένα μέρος του ανθρώπου, αλλά ολόκληρο τον άνθρωπο—τον άνθρωπο ως ζωντανό πλάσμα. Ομοίως, στην Κ[αινή] Δ[ιαθήκη] υποδηλοί την ανθρώπινη ζωή: τη ζωή ενός ατόμου, ενός συνειδητού υποκειμένου.»
Φυσικά, αν η ψυχή σημαίνη «όχι ένα μέρος του ανθρώπου, αλλά ολόκληρο τον άνθρωπο,» είναι φανερό ότι όταν πεθαίνη ο άνθρωπος η ψυχή πεθαίνει. Ως εκ τούτου, στον Ιεζεκιήλ 18:4 η Καθολική Μετάφρασις Ντουαί της Βίβλου λέγει: «Η ψυχή που αμαρτάνει, θέλει αποθάνει.» Αισθάνονται οι νεκρές ψυχές τίποτα; Μπορούν να αισθανθούν τον πόνο που λέγουν ότι υπάρχει στο καθαρτήριο; Ο Εκκλησιαστής 9:5, 10 απαντά: «Οι νεκροί δεν γνωρίζουν ουδέν. . . . δεν είναι πράξις, ούτε λογισμός, ούτε γνώσις, ούτε σοφία, εν τω άδη [τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους] όπου υπάγεις.» (Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ) Πόσο παρηγορητικό για κείνους που ζουν ακόμα στη γη να γνωρίζουν ότι οι προσφιλείς των νεκροί δεν υποφέρουν διόλου!
Αλλά εκτός απ’ αυτό, η Γραφή παρουσιάζει την ελπίδα της αναστάσεως για τους νεκρούς. (Ιωάννης 5:28· Πράξεις 24:15) Αυτό δεν σημαίνει απλώς μια «ανάστασι του σώματος,» για να ενωθή πάλι με μια άυλη, αθάνατη ψυχή, διότι, όπως έχομε ιδεί, η Βίβλος δεν διαχωρίζει τον άνθρωπο μ’ αυτόν τον τρόπο. Σχολιάζοντας την πραγματική σημασία της αναστάσεως, η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία λέγει:
«Η Βιβλική αντίληψις της αναστάσεως δεν συγκρίνεται με κανένα τρόπο με την Ελληνική ιδέα της αθανασίας. . . . Στο Βιβλικό πλαίσιο Ιδεών, ολόκληρο το άτομο πέφτει στη δύναμι του θανάτου· και αν υπάρχη καμμιά πιθανότης απελευθερώσεως από τη δύναμί του, τότε η διατύπωσις αυτής της πιθανότητος θα έπρεπε να είναι όχι με τους δρους της φυσικής αθανασίας της ψυχής, αλλά με την επιβεβαίωσι της πίστεως σε μια υπερανθρώπινη απελευθέρωσι ολοκλήρου του ατόμου από την αδυσώπητη εξουσία του θανάτου.» [Τα χονδρά γράμματα δικά μας]
Σε ποιο μέρος θα αναστηθούν οι νεκροί; Ένας περιωρισμένος αριθμός, «εκατόν τεσσαρακοντατέσσαρες χιλιάδες, οι ηγορασμένοι από της γης,» θα μετάσχουν στην «πρώτην ανάστασιν,» που σημαίνει ότι θα πάνε στον ουρανό, όπου «θέλουσιν είσθαι ιερείς του Θεού και του Χριστού, και θέλουσι βασιλεύσει μετ’ αυτού χίλια έτη.» (Αποκάλυψις 14:3· 20:5, 6) Η πλειονότης, όμως, των ανθρωπίνων νεκρών θα επιστρέψη σε ζωή εδώ ακριβώς στη γη με την ευκαιρία να συνεχίσουν να ζουν για πάντα σ’ έναν αποκαταστημένο παράδεισο σ’ όλη τη γη.—Αποκάλ. 20:11-13· Ψαλμ. 37:11, 29· Λουκ. 23:43· Αποκάλ. 21:3, 4· 1 Κορ. 15:50.
Οι προσφιλείς σας νεκροί δεν υποφέρουν στο καθαρτήριο, αλλά είναι χωρίς συναίσθησι, περιμένοντας την ανάστασι. Αυτή η ελπίδα γίνεται ολοένα περισσότερο μεγαλειώδης καθόσον η Βιβλική χρονολογία και προφητεία δείχνουν ότι η χιλιετής βασιλεία του Χριστού, στη διάρκεια της οποίας δισεκατομμύρια νεκρών θα επιστρέψουν σε ζωή στη γη, θ’ αρχίση μέσα σ’ αυτή τη γενεά.—Ματθ. 24:3-14, 34· Αποκάλ. 6:1-8.
-
-
Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη ΓερμανίαΞύπνα!—1974 | Νοέμβριος 8
-
-
Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Συνεχίζεται η αφήγησις του Αδ. Κ. Φράνκε)
ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ στο σπίτι κουρασμένος το βράδυ της 6ης Οκτωβρίου και η γυναίκα μου μού ενεχείρισε μια επιστολή την οποία παρέδωσαν το βράδυ όχι τον τακτικό καιρό παραδόσεως επιστολών του ταχυδρομείου, και αυτό παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν μια κανονική επιστολή και όχι ασφαλισμένη την οποία η ταχυδρομική υπηρεσία θα είχε παραδόσει την ώρα εκείνη. Την άνοιξα και ανεκάλυψα ότι ήταν η επιστολή του Αδ. Ρόδερφορδ. Ο Αδ. Μερκ μού την έστειλε πιθανόν επειδή ήταν αδύνατον να μου την παραδώση προσωπικώς εν καιρώ.
«Αλλά ο τρόπος της παραδόσεως σ’ εμένα ήταν απόδειξις ότι η επιστολή πρώτα είχε πάει στη Γκεστάπο—καθώς αυτό αλήθευε για όλη την προσωπική μου αλληλογραφία—γι’ αυτό αυτοί την παρέδωσαν, προφανώς νομίζοντας ότι ακόμη δεν εγνώριζα τίποτε για την εκστρατεία. Σκέπτονταν ότι εγώ θα έκαμνα τις αναγκαίες διευθετήσεις σε αρμονία με τα περιεχόμενα της επιστολής κάποιο καιρό τη νύχτα, έτσι ώστε αυτοί θα μπορούσαν να μας βρουν όλους μαζί και να μας συλλάβουν χωρίς καμμιά ειδική προσπάθεια εκ μέρους των το επόμενο πρωί. Πράγματι, υπήρχε αρκετός καιρός να ειδοποιήσουν τους επισήμους σε όλη τη Γερμανία. Θα ήταν ένα απλό ζήτημα να συλλάβουν όλους τους μάρτυρας του Ιεχωβά που θα είχαν συναθροισθή στις διάφορες πόλεις το άλλο πρωί.
«Τι έπρεπε να κάμω; Το διαμέρισμά μου, που ήταν σ’ ένα κτίριο που εστέγαζε επίσης μια ταβέρνα, ήταν κάθε άλλο παρά ασφαλές. Όλοι που διέμεναν στο σπίτι, εξαιρέσει της αδελφής που ήταν η ιδιοκτήτρια του κτιρίου και της οποίας ο κοιτώνας συνώρευε με το διαμέρισμά μας, ήσαν άσπονδοι εχθροί. Εκ του άλλου, δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες ως προς το πού να συναθροισθούμε. Εμπιστευόμενος στη βοήθεια του Ιεχωβά, απεφάσισα να μη κάμω πια άλλες αλλαγές ούτε να ταράττω άδικα τους αδελφούς και αδελφές, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, ζούσαν σε διηρημένες οικογένειες και δεν είχαν τη παρά μικρά ιδέα ποιος ήταν ο σκοπός της συναθροίσεως. Όσον αφορά τον εαυτό μου, ήμουν προετοιμασμένος να συλληφθώ πάλι.
«Στις 7:00 το πρωί Οκτωβρίου 7, οι πρώτοι αδελφοί είχαν σχεδόν φθάσει, και οι διευθετήσεις είχαν γίνει ο καθένας να έρχεται χωριστά σε μια περίοδο δυο ωρών για να μη γίνωνται αντιληπτοί. Οι αδελφοί έρχονταν ένας ένας, περιμένοντας να μάθουν τα νέα, μολονότι σύμφωνα με τις οδηγίες δεν είχαν πληροφορηθή για τον πραγματικό σκοπό της συναθροίσεως. Αλλά δεν ήταν κανείς μεταξύ τους που δεν αισθανόταν ότι αυτή θα ήταν μια πολύ βαρυσήμαντος ημέρα. Όλοι, περιλαμβανομένων και των θηλέων αδελφών οι σύζυγοι των οποίων στις πλείστες περιπτώσεις ήσαν ενάντιοι και οι περισσότερες από τις οποίες είχαν μικρά παιδιά, μου έκαμαν εντύπωσι γιατί ήσαν αποφασισμένοι και πρόθυμοι να κάμουν ο,τιδήποτε θα τους εζητείτο να κάμουν χάριν της διεκδικήσεως του ονόματος του Ιεχωβά.
«Στις 8:50 όλοι είχαν συναθροισθή στο ένα δωμάτιο του διαμερίσματός μας. Εγώ περίμενα να δω τη Γκεστάπο να έρχεται οδηγώντας ένα μεγάλο αυτοκίνητο κάθε λεπτό και να μας συλλάβη όλους. Γι’ αυτό αισθάνθηκα την υποχρέωσι να εξηγήσω την κατάστασι στους αδελφούς και να τους δώσω ευκαιρία ν’ αποσυρθούν από του να συμμετάσχουν στη συνάθροισι αν φοβώνταν τις συνέπειες. Τους είπα: ‘Η κατάστασις είναι τέτοια που είναι δυνατόν όλοι μας να συλληφθούμε σε δέκα λεπτά. Δεν θέλω κανείς σας να με κατηγορήση αργότερα ότι σας έφερα στην κατάστασι αυτή χωρίς να σας είχα προειδοποιήσει για τη σοβαρότητα της. Γι’ αυτό σας παρακαλώ ν’ ανοίξετε τις Γραφές σας στο 20ό
-