Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Η Λήψις Όρκων
Ο ΟΡΚΟΣ ορίζεται ότι είναι «η ιεροπρεπής έκκλησις προς τον Θεόν, ή σε κάποιο σεβαστό πρόσωπο ή πράγμα, για να παραστή μάρτυς της αποφάσεως κάποιου να πη την αλήθεια ή να κρατήση μια υπόσχεσι.» Πώς αισθάνεσθε για τη λήψι όρκων; Μερικοί θρησκευτικοί όμιλοι, όπως οι Μεννονίτες και οι Κουάκεροι, αρνούνται να λαμβάνουν όρκους. Και επειδή ωρισμένα άτομα έχουν ευσυνείδητες αντιρρήσεις για τη λήψι όρκων, γίνεται συχνά δεκτή ως λύσις ή επίσημη βεβαίωσις που επέχει θέσιν όρκου.
Υποστηρίζουν μερικοί ότι τα σχόλια που έκαμε ο Ιησούς Χριστός στην επί του Όρους Ομιλία απαγορεύουν στους ακολούθους του να ορκίζωνται. Ο Ιησούς ανέφερε: «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους. Μη επιορκήσης, αλλά εκπλήρωσον εις τον Ιεχωβά τους όρκους σου. Εγώ όμως σας λέγω να μη ομόσητε μηδόλως· μήτε εις τον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του Θεού· μήτε εις την γην, διότι είναι υποπόδιον των ποδών αυτού· μήτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι είναι η πόλις του μεγάλου βασιλέως· μήτε εις την κεφαλήν σου να ομόσης, διότι δεν δύνασαι μίαν τρίχα να κάμης λευκήν ή μέλαιναν. Αλλ’ ας ήναι ο λόγος σας Ναι ναι, Ου ου· το δε πλειότερον τούτων είναι εκ του πονηρού.»—Ματθ. 5:33-37· συγκρίνατε με Ιάκωβον 5:12.
Μήπως ο Ιησούς εννοούσε ότι είναι εσφαλμένο να λαμβάνουν οι ακόλουθοί του όρκους οποιουδήποτε είδους; Όχι, δεν μπορούμε να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα για πολλούς λόγους. Σκεφθήτε: Πάνω από πενήντα φορές στη Γραφή, ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός αναφέρεται ότι ορκίζεται. Επί παραδείγματι, ο Χριστιανός συγγραφεύς της επιστολής προς Εβραίους έδειξε ότι «ο Θεός δίδων επαγγελίαν εις τον Αβραάμ, επειδή δεν είχε να ομόση εις ουδένα μεγαλύτερον, ώμοσεν εις εαυτόν, λέγων· Βεβαίως ευλογών θέλω σε ευλογήσει και πληθύνων θέλω σε πληθύνει.» (Εβρ. 6:13-18) Η Αγία Γραφή δείχνει ότι και άνθρωποι επίσης έχουν λάβει όρκους που έγιναν δεκτοί από τον Ιεχωβά. Ο Αβραάμ ωρκίσθηκε στον Θεό, και ο Μωσαϊκός νόμος απαιτούσε άτομα να ορκίζωνται κάτω από ωρισμένες περιστάσεις. (Γεν. 21:23, 24· Έξοδ. 22:10, 11 Αριθμ. 5:21, 22) Ακόμη και ο Ιησούς Χριστός δεν έφερε αντίρρησι, αλλά απήντησε όταν ο Εβραίος αρχιερεύς τού είπε: «Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα να είπης προς ημάς αν συ ήσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού.» (Ματθ. 26:63, 64) Συνεπώς, πώς πρέπει να εννοήσωμε τα λόγια του Ιησού για την ορκομωσία;
Παρακαλούμε, σημειώστε ότι ο Χριστός μίλησε για ορκομωσία στον ουρανό, στη γη, στην Ιερουσαλήμ ακόμη και στην κεφαλή ενός ατόμου. Προφανώς, πολλά άτομα που ζούσαν στη διάρκεια της επίγειας διακονίας του Ιησού συνώδευαν κάθε δήλωσι που έκαναν μ’ έναν όρκο. Συνέβαινε σαν να έπρεπε μια δήλωσις να βεβαιωθή με όρκο για να γίνη πιστευτή. Αυτοί οι όρκοι δεν ήσαν αναγκαίοι αν τα άτομα ήσαν αξιόπιστα και πίστευαν αυτό που έλεγαν. Επομένως, όταν έλεγε, «Ας ήναι ο λόγος σας Ναι ναι, Ου ου,» ο Χριστός εννοούσε ότι τα άτομα πρέπει να είναι ειλικρινή στα λόγια τους. Φαίνεται ότι οι λόγοι του δεν αφωρούσαν τη λήψι επισήμων όρκων σε δικαστήρια.
Οι σκεπτόμενοι Χριστιανοί ζυγίζουν το ζήτημα στο φως των Βιβλικών αρχών πριν πάρουν οποιονδήποτε σοβαρό όρκο. Ενεργώντας έτσι, διαπιστώνουν ότι μερικοί όρκοι είναι Γραφικώς απαράδεκτοι. Επί παραδείγματι, στις μέρες του Τρίτου Ράιχ, απαιτείτο από κάθε Γερμανό στρατιώτη να πάρη αυτόν τον όρκο: «Ορκίζομαι στον Θεό αυτόν τον ιερόν όρκο ότι θ’ αποδίδω άνευ όρων υπακοή στον Φύρρερ του Γερμανικού Ράιχ και του λαού, στον Αδόλφο Χίτλερ, τον Υπέρτατο Διοικητή των Ένοπλων Δυνάμεων, και ότι σαν ανδρείος στρατιώτης θα είμαι προετοιμασμένος πάντοτε να διακινδυνεύσω τη ζωή μου γι’ αυτόν τον όρκο.» Ένα άτομο που είναι αφιερωμένο στον Παντοδύναμο Θεό δεν μπορεί να δεσμευθή άνευ όρων μ’ έναν αμαρτωλό άνθρωπο, διότι ο Ιεχωβά απαιτεί ‘αποκλειστική αφοσίωσι.’ (Δευτ. 5:9) Επί πλέον, θα ήταν κατάλληλο για έναν αληθινό Χριστιανό, για τον οποίον ο Ιησούς είπε ότι δεν θα ήταν εκ του κόσμου,ν’ αναμιχθή στις πολεμικές επιχειρήσεις του κόσμου; (Ιωάν. 15:19· Ιακ. 1:27· Ησ. 2:4) Επομένως, παρά τον σοβαρό διωγμό, οι πιστοί Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία δεν έπαιρναν όρκους που να τους δεσμεύουν με τον Αδόλφο Χίτλερ.
Ένας αληθινός Χριστιανός, λοιπόν, δεν θα έπαιρνε έναν όρκο που θα τον έκανε ν’ αναμιχθή στις πολεμικές επιχειρήσεις του κόσμου ή που θα τον έκανε να υποταχθή αναντιρρήτως στο θέλημα ενός άλλου ανθρώπου. Αλλά τι θα γίνη αν ένα έθνος απαιτή απ’ εκείνους που επιθυμούν να γίνουν πολίτες αυτού του έθνους να κάμουν αυτόν τον όρκο; Θα μπορούσε ένα άτομο που είναι αφιερωμένο στον Θεό να πάρη έναν όρκο αυτού του είδους με διανοητικές επιφυλάξεις, συλλογιζόμενος ότι το φύλο, η ηλικία ή άλλοι παράγοντες θα καθιστούσαν απίθανο να του ζητηθή ό,τι είχε ορκισθή; Το άτομο πρέπει ν’ αποφασίση, αλλά δεν θα ήταν Χριστιανικό να πάρη έναν ψευδή όρκο οποιουδήποτε είδους, ακόμη κι’ αν η άρνησις να το πράξη αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να του αρνηθούν τα δικαιώματα του πολίτου.—Εφεσ. 4:25 συγκρίνατε με Ωσηέ 10:1, 4.
Ένας πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που επιθυμεί να ταξιδέψη στο εξωτερικό, θα βρη τον ακόλουθο όρκο στην αίτησι για διαβατήριο: «Κάνω επίσημο όρκο (ή βεβαίωσι) ότι θα υποστηρίζω και θα υπερασπίζω το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον όλων των εχθρών, εξωτερικών και εσωτερικών ότι θα φέρω την αληθινή πίστι και υπακοή στο ίδιο· και ότι αναλαμβάνω αυτή την υποχρέωσι ελεύθερα, χωρίς καμμιά διανοητική επιφύλαξι ή σκοπό υπεκφυγής: Γι’ αυτό βοήθησέ με Θεέ.» Αν ο αιτών το βρίσκη αυτό απαράδεκτο, του επιτρέπεται να διαγράψη αυτόν τον όρκο από την αίτησι διαβατηρίου, και δεν θα του στερηθή το διαβατήριο γι’ αυτή τη διαγραφή.
Ένα θεοσεβές άτομο ζυγίζει επίσης κατάλληλα ζητήματα από την άποψι της δηλώσεως του Ιησού Χριστού: «Απόδοτε . . . τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (Λουκ. 20:25) Αν κάτι συγκρούεται με τον νόμο του Θεού, ο Χριστιανός δεν μπορεί ευσυνείδητα να ορκισθή σ’ αυτό. Εν τούτοις, μπορεί να ορκισθή να ‘υποστηρίζη και να υπερασπίζη’ τα άρθρα του νόμου της χώρας που δεν συγκρούονται με τον νόμο του Θεού. Διαφωτισμένα έθνη που παραχωρούν στους πολίτες ελευθερία λατρείας δεν απαιτούν από τους Χριστιανούς να κάνουν πράγματα αντίθετα με τις Γραφικές των πεποιθήσεις και τις υποχρεώσεις των προς τον Παντοδύναμο Θεό.
Αλλά πώς θα μπορούσε ένας Χριστιανός να ‘υποστηρίζη και να υπερασπίζη’ τον νόμο ή το Σύνταγμα μιας χώρας που παραχωρεί θρησκευτική ελευθερία; Μόνον με το να έχη κατάλληλη και νόμιμη διαγωγή που εναρμονίζεται επίσης με τον νόμο του Θεού. Μπορεί επίσης να το κάμη αυτό με τον προφορικό του λόγο, συμπεριλαμβανομένης και της προσφοράς αληθινής μαρτυρίας σ’ ένα δικαστήριο του νόμου. Κανένας δεν μπορεί λογικά ν’ αντιταχθή στο να ορκίζεται ένας Χριστιανός να κάμη κάτι που ο Θεός αναμένει απ’ αυτόν να κάμη, και απαιτείται σχετική υποταγή στις κυβερνητικές εξουσίες από τους ακολούθους του Χριστού.—Ρωμ. 13:1.
Υπάρχουν, βέβαια, πολυάριθμοι όρκοι. Επί παραδείγματι, μερικές ενώσεις απαιτούν από τα μέλη των να ορκισθούν: «Θα επιδείξω πραγματική υπακοή σ’ αυτήν και δεν θα θυσιάσω τα συμφέροντά της με κανένα τρόπο.» Όπως εφαρμόζεται συνήθως, αυτό σημαίνει ότι το μέλος αυτής της ενώσεως δεν θ’ αναμιχθή σε απεργοσπαστικές ή παρόμοιες ενέργειες, οι οποίες θεωρούνται επιβλαβείς για την ένωσι. Αν ένα θεοσεβές άτομο κρίνη ότι η συμμόρφωσίς του μ’ ένα τέτοιον όρκο δεν βρίσκεται σε αντίθεσι με τις Χριστιανικές του δραστηριότητες, θα μπορούσε να εκλέξη να ορκισθή.
Επομένως, όταν εξετάζεται ένας όρκος, εισέρχεται στην εικόνα η συνείδησις του ατόμου. Ασφαλώς το άτομο που είναι αφιερωμένο στον Ιεχωβά θα λάβη υπ’ όψιν του τις Βιβλικές αρχές. Αυτό, τελικά, είναι ζωτικό αν το άτομο πρόκειται να διατηρήση μια στενή σχέσι με τον Θεό.