ΤΙΒΕΡΙΟΣ
(Τιβέριος).
Ο δεύτερος αυτοκράτορας της Ρώμης. Γεννήθηκε το 42 Π.Κ.Χ. και ήταν γιος του Τιβέριου Κλαύδιου Νέρωνα και της Λιβίας Δρουσίλλας. Όταν, όμως, το αγόρι έγινε τριών χρονών, ο Οκταβιανός (Αύγουστος) ανάγκασε τον πατέρα του Τιβέριου να διαζευχθεί τη σύζυγό του ώστε να την παντρευτεί ο ίδιος. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Τιβέριος και ο αδελφός του πήγαν να μείνουν με τη μητέρα τους, της οποίας ο σύζυγος ανακηρύχτηκε αργότερα Αύγουστος. Όταν ενηλικιώθηκε ο Τιβέριος, παντρεύτηκε τη Βιψανία Αγριππίνα, αλλά αυτός ο γάμος ήταν σχετικά βραχύβιος επειδή ο Αύγουστος επέμενε να διαζευχθεί ο Τιβέριος τη σύζυγό του και να παντρευτεί την Ιουλία, τη χήρα κόρη του αυτοκράτορα. Ο Αύγουστος τον υιοθέτησε το 4 Κ.Χ.
Ο Αύγουστος επέλεξε ως διάδοχό του τον Τιβέριο μόνο αφού πέθαναν όλοι οι άλλοι τους οποίους εκείνος προτιμούσε για διαδόχους αντί του Τιβέριου. Στις 17 Αυγούστου του 14 Κ.Χ. (Γρηγοριανό ημερολόγιο) ο Αύγουστος πέθανε, και στις 15 Σεπτεμβρίου ο Τιβέριος επέτρεψε στη Σύγκλητο να τον αναγορεύσει αυτοκράτορα. Ο Ιωάννης άρχισε να βαφτίζει «το δέκατο πέμπτο έτος της διακυβέρνησης του Τιβέριου Καίσαρα». Αν τα έτη υπολογίστηκαν από το θάνατο του Αυγούστου, το 15ο έτος άρχισε τον Αύγουστο του 28 Κ.Χ. και τελείωσε τον Αύγουστο του 29 Κ.Χ. Αν υπολογίστηκαν από την επίσημη ανακήρυξη του Τιβέριου ως αυτοκράτορα, τότε άρχισε τον Σεπτέμβριο του 28 Κ.Χ. και τελείωσε τον Σεπτέμβριο του 29 Κ.Χ.—Λου 3:1-3.
Ο Τιβέριος έζησε μέχρι τον Μάρτιο του 37 Κ.Χ., επομένως ήταν αυτοκράτορας καθ’ όλη τη διάρκεια της διακονίας του Ιησού. Η εικόνα του Τιβέριου, λοιπόν, ήταν πιθανότατα αυτή που βρισκόταν στο νόμισμα του φόρου το οποίο έφεραν στον Ιησού τότε που είπε τα λόγια: «Αποδώστε αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα». (Μαρ 12:14-17· Ματ 22:17-21· Λου 20:22-25) Ο Τιβέριος διεύρυνε το νόμο laesa majestas (περί εσχάτης προδοσίας) έτσι ώστε, εκτός από ανατρεπτικές ενέργειες, να περιλαμβάνει και δυσφημιστικά απλώς λόγια εναντίον του αυτοκράτορα, και είναι πολύ πιθανό ότι οι Ιουδαίοι επικαλούνταν αυτόν το νόμο όταν πίεζαν τον Πόντιο Πιλάτο να θανατώσει τον Ιησού. (Ιωα 19:12-16) Ο Τιβέριος κάλεσε αργότερα τον Πιλάτο στη Ρώμη εξαιτίας κάποιων παραπόνων που υπέβαλαν οι Σαμαρείτες κατά της διοίκησής του, αλλά πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Καλιγούλας προτού φτάσει ο Πιλάτος.
Ως αυτοκράτορας, ο Τιβέριος επέδειξε και αρετές και ελαττώματα. Περιέκοψε τη σπατάλη χρημάτων για πολυτέλειες, έχοντας έτσι διαθέσιμα κεφάλαια τα οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει απλόχερα για να ενισχύσει την ευμάρεια της αυτοκρατορίας, αλλά και πόρους που θα βοηθούσαν στην ανάκαμψη έπειτα από καταστροφές και δύσκολες περιόδους. Ο Τιβέριος θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο και όχι θεό, απέρριψε πολλούς τιμητικούς τίτλους και γενικά κατηύθυνε τη λατρεία του αυτοκράτορα στο πρόσωπο του Αυγούστου (Οκταβιανού) και όχι στον εαυτό του.
Ωστόσο, τα ελαττώματά του υπερτερούσαν των αρετών του. Ήταν εξαιρετικά καχύποπτος και υποκριτής στις σχέσεις του με τους άλλους, η δε βασιλεία του έβριθε από φόνους που έγιναν κατά διαταγή του—μάλιστα στα θύματά του συγκαταλέγονται πολλοί από τους πρώην φίλους του. Συμβουλευόταν αστρολόγους. Στην έπαυλή του στο Κάπρι, όπου πέρασε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, επιδιδόταν κατά τον πλέον χαμερπή τρόπο σε διεστραμμένες σαρκικές απολαύσεις με άντρες που χρησιμοποιούνταν για αφύσικους σκοπούς.
Ο Τιβέριος δεν καταφρονούνταν μόνο από ανθρώπους όπως ο δάσκαλός του Θεόδωρος ο Γαδαρηνός και ο θετός του πατέρας Αύγουστος, αλλά και από τους υπηκόους του γενικά. Μετά το θάνατό του, η Σύγκλητος αρνήθηκε να τον θεοποιήσει. Για αυτούς καθώς και για άλλους λόγους, οι Βιβλικοί λόγιοι βλέπουν στο πρόσωπο του Τιβέριου την εκπλήρωση της προφητείας που έλεγε ότι «κάποιος που θα τον καταφρονούν» θα εγειρόταν ως «ο βασιλιάς του βορρά».—Δα 11:15, 21.