ΙΕΧΩΝΑΘΑΝ
(Ιεχωνάθαν) [Ο Ιεχωβά Έχει Δώσει].
Στο εβραϊκό κείμενο αυτό το όνομα εναλλάσσεται συχνά με το όνομα Ιωνάθαν. Παρακάτω γίνεται μνεία μόνο των περιπτώσεων εκείνων όπου το όνομα αποδίδεται Ιεχωνάθαν. Για τις περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται η συντετμημένη μορφή, βλέπε ΙΩΝΑΘΑΝ.
1. Ένας από τους Λευίτες τους οποίους έστειλε ο Ιωσαφάτ το τρίτο έτος της βασιλείας του για να διδάξουν το νόμο του Ιεχωβά στο λαό του Ιούδα.—2Χρ 17:5, 7-9.
2. Γραμματέας, του οποίου το σπίτι μετατράπηκε σε φυλακή, όπου και κρατούνταν δέσμιος ο Ιερεμίας. (Ιερ 37:15, 20· 38:26) Το σπίτι πιθανόν να είχε υπόγειους χώρους, κατάλληλους για φυλάκιση.
3. Κεφαλή πατρικού οίκου ιερέων κατά τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, στις ημέρες του Ιεχωακείμ, διαδόχου του Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:10, 12, 18.