ΠΟΡΦΥΡΑ
(Βλέπε επίσης Κόκκινο)
βαφή: bt 132· w14 1/4 13· w12 1/3 28, 29· g05 8/12 16, 17
αρχαίες πηγές: it-1 480, 481· bt 132· w14 1/4 13· w12 1/3 29· w11 1/12 22· g05 8/12 16· g03 22/1 25
«Λυδία, που ήταν πωλήτρια πορφύρας» (Πρ 16:14): it-1 1179· bt 132· w96 15/9 26, 27
οστρακόδερμο: g03 22/1 25
χρήση του όρου στη Γραφή: it-2 1335
αμαρτίες σαν την πορφύρα (Ησ 1:18): cl 263, 264· w03 1/7 17