Γαλλική Γουιάνα
Η ζούγκλα απλώνεται παντού σαν ένα τεράστιο πράσινο χαλί που ξετυλίγεται από τα όρη Τουμάκ-Χούμακ στα νότια ως τον Ατλαντικό Ωκεανό στα βόρεια. Διασχίζοντας αυτό το πυκνό βροχερό δάσος, οι ποταμοί Μαρονί και Ογιαπόκ ρέουν από τα νότια προς τα βόρεια πριν εκβάλουν στη θάλασσα. Η χώρα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ποταμούς είναι η Γαλλική Γουιάνα.
Οι βροχές, που διαρκούν το μισό και πλέον έτος, δημιουργούν οργιώδη βλάστηση. Δεν μπορούν να εισχωρήσουν, όμως, πολλοί άνθρωποι στην ενδοχώρα. Μακριά από τις παράκτιες περιοχές υπάρχουν λίγοι καλοί δρόμοι, και το ταξίδι στους ποταμούς είναι δύσκολο λόγω των ορμητικών ρευμάτων. Τα ονόματα των ρευμάτων δείχνουν πόσο επικίνδυνα είναι αυτά τα ρεύματα—Σο Φρακά (Συντριπτικά Ρεύματα), Γκρο Σο (Μεγάλα Ρεύματα), Σο Ταμπούρ (Βροντερά Ρεύματα), Σο Λεσέ Ντεντέ (Ρεύματα που σε Σκοτώνουν), Α Ντιε Βατ (Εδώ Τελειώνουν Όλα).
Στα δάση υπάρχουν χίλια και πλέον είδη δέντρων, εκθαμβωτικές ορχιδέες και άλλα φυτά που ευδοκιμούν στο υγρό, τροπικό περιβάλλον. Εδώ ζουν περισσότερα από 170 είδη θηλαστικών, 720 είδη πτηνών και αμέτρητα είδη εντόμων. Υπάρχουν τεράστιες ανακόντες, καϊμάν, ιαγουάροι και μυρμηγκοφάγοι αλλά συνήθως δεν τα βλέπει κανείς επειδή εξαφανίζονται γρήγορα όταν αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη παρουσία. Πάνω από τα μονοπάτια και τα ποτάμια, γαλάζιες πεταλούδες περιπλανιούνται αμέριμνα, και πουλιά με έντονα χρώματα πετάνε από το ένα δέντρο στο άλλο.
Ανάλογη με την ποικιλία των φυτών και των άγριων ζώων είναι και η μεγάλη ποικιλία των ανθρώπων και των πολιτισμών. Στα παράλια και κοντά στους ποταμούς υπάρχουν διάσπαρτα χωριά Αμερινδών. Ο πληθυσμός περιλαμβάνει τις φυλές Γκαλίμπι, Αραουάκ, Παλικούρ, Γουαγιάνα, Εμριγιόν και Ογιαμπί.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε αυτή τη μικρή χώρα της Νότιας Αμερικής είναι συγκεντρωμένο στα παράλια και στην πρωτεύουσα, την Καγιέν. Σε παραποτάμιους οικισμούς κοντά στα σύνορα με το Σουρινάμ ζουν οι Βουσνέγροι, απόγονοι των σκλάβων που είχαν μεταφερθεί από την Αφρική για να δουλέψουν στις φυτείες αλλά απέδρασαν. Μιλούν μια κρεολή γλώσσα που ονομάζεται σράναμ. Πριν από εκατό χρόνια περίπου, έφτασαν Ασιάτες μετανάστες από τη Σιγκαπούρη, το Βιετνάμ και την Κίνα. Το 1977 άρχισαν να φτάνουν οι Χμονγκ ως πολιτικοί πρόσφυγες από το Λάος. Μαζί με τους Ασιάτες, οι μετανάστες από τη Μαρτινίκα, τη Γουαδελούπη, την Αϊτή, τη Βραζιλία, το Σουρινάμ, τη Δομινικανή Δημοκρατία, τη Σάντα Λουσία, το Λίβανο, το Περού και τη μητροπολιτική Γαλλία αποτελούν το μισό και παραπάνω πληθυσμό των 150.000 και πλέον κατοίκων.
Σκληρή Ζωή
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι έφτασαν εδώ περίπου το έτος 1500, αλλά οι αρχικές τους προσπάθειες να εγκατασταθούν σε αυτόν τον τόπο δεν είχαν επιτυχία. Το περιβάλλον ήταν πολύ αφιλόξενο. Εντούτοις, η περιοχή η οποία σήμερα αποτελεί τη Γαλλική Γουιάνα έγινε γαλλική αποικία το 17ο αιώνα. Αργότερα, η Γαλλία έστελνε βαρυποινίτες σε κάτεργα που υπήρχαν στην Καγιέν, στο Κουρού και στο Σεν-Λοράν. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στέλνονταν στο Νησί του Διαβόλου, όπου λίγοι από αυτούς επιζούσαν. Εκείνες οι φυλακές έχουν κλείσει εδώ και πολύ καιρό. Τώρα στο Κουρού βρίσκεται μια ευρωπαϊκή βάση εκτόξευσης δορυφόρων. Αν και η Γαλλική Γουιάνα απέχει 7.100 χιλιόμετρα από την Ευρώπη, είναι ακόμη επισήμως διοικητική περιφέρεια της Γαλλίας, ένας γαλλικός υπερπόντιος νομός και, κατά συνέπεια, μέρος επίσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σχεδόν 300 χρόνια από τότε που ο Σερ Γουόλτερ Ράλι ανέφερε την ύπαρξη κάποιου μύθου σχετικά με μια πόλη φτιαγμένη από χρυσό σε αυτόν τον τόπο, τελικά βρέθηκε χρυσός. Παρά τους κινδύνους, μέχρι τη δεκαετία του 1920 περίπου 10.000 άντρες, παρασυρμένοι από τον πυρετό του χρυσού, είχαν εισχωρήσει στα βάθη του βροχερού δάσους με την ελπίδα να πλουτίσουν γρήγορα.
Αργότερα, ήρθαν και κάποιοι άλλοι οι οποίοι είχαν επίσης το θάρρος που απαιτούνταν για να αντιμετωπίσουν τη σκληρή ζωή στη Γαλλική Γουιάνα. Ωστόσο, αυτοί οι σκαπανείς ήρθαν για να δώσουν, όχι να πάρουν.
Σπέρνονται οι Σπόροι της Γραφικής Αλήθειας
Αυτοί οι θαρραλέοι σκαπανείς έφεραν μαζί τους καλά νέα από το Λόγο του Θεού. Μιλούσαν στους ανθρώπους για το σκοπό που έχει ο Θεός να θέσει τέρμα στην αρρώστια και στο θάνατο, να βοηθήσει ανθρώπους από όλα τα έθνη να ζουν μαζί σαν αδέλφια και να κάνει τη γη παράδεισο. (Ησ. 2:3, 4· 25:8· 33:24· Αποκ. 7:9, 10) Συμμετείχαν στο έργο που προείπε ο Ιησούς Χριστός όταν δήλωσε ότι αυτά τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού θα κηρύττονταν «σε όλη την κατοικημένη γη για μαρτυρία σε όλα τα έθνη» προτού έρθει το τέλος. (Ματθ. 24:14) Αυτό το σπουδαίο ευαγγελιστικό έργο έφτασε στη Γαλλική Γουιάνα το 1946. Οι περισσότεροι από τους πρώτους Μάρτυρες του Ιεχωβά που ήρθαν στη Γαλλική Γουιάνα ήταν από γαλλικούς υπερπόντιους νομούς, όπως η Γουαδελούπη και η Μαρτινίκα, καθώς επίσης από την Ολλανδική Γουιάνα (τώρα γνωστή ως Σουρινάμ), η οποία βρίσκεται ακριβώς στα δυτικά.
Οι πρώτοι σπόροι της αλήθειας σπάρθηκαν από τον αδελφό Όλγκε Λαάλαντ, έναν ζηλωτή διάκονο από τη Γουαδελούπη. Το Δεκέμβριο του 1945, ο αδελφός αυτός ταξίδεψε για να επισκεφτεί τη μητέρα του και τους σαρκικούς του αδελφούς, που έμεναν κοντά στον ποταμό Μανά στην ενδοχώρα της Γαλλικής Γουιάνας. Για να φτάσει στο χωριό της μητέρας του απαιτούνταν ταξίδι αρκετών ημερών με κανό στο ποτάμι. Καθ’ οδόν, εκμεταλλευόταν τις στάσεις που έκαναν για να διανυκτερεύσουν—σε μικρές ανοιχτές παράγκες καλυμμένες με φοινικόκλαδα—προκειμένου να κηρύξει και να δώσει Γραφικά έντυπα. Όταν έφτασε στο χωριό της μητέρας του, το Ο Σουβνίρ, κήρυξε με χαρά στην οικογένειά του τα καλά νέα της Βασιλείας. Προς έκπληξη και στενοχώρια του, εκείνοι τον αποκάλεσαν δαίμονα. Μέσα σε αυτή την εχθρική ατμόσφαιρα, το 1946 γιόρτασε την Ανάμνηση του θανάτου του Ιησού με παρόντες μόνο τους νεαρούς αδελφούς του. Σύντομα η μητέρα του, επηρεασμένη από τον τοπικό ιερέα, τον έδιωξε φωνάζοντας: «Δεν μπορούν να ζουν μέσα στο σπίτι μου δαίμονες!» Η αρνητική της αντίδραση δεν εξασθένισε το ζήλο του.
Στο ταξίδι της επιστροφής, κήρυττε όταν έκαναν στάσεις στα ορυχεία χρυσού και στα ντεγκρά, δηλαδή στους εμπορικούς σταθμούς. Κάποια νύχτα αυτός και οι άλλοι επιβάτες κοιμούνταν σε μια καλύβα στην όχθη του ποταμού. Μια τροπική νεροποντή έριξε κάτω ένα τεράστιο δέντρο προκαλώντας τρομακτικό θόρυβο. Πανικοβλημένος, ο Όλγκε βούτηξε στο ποτάμι μη γνωρίζοντας ότι μέσα στο νερό υπήρχαν πολλά πιράνχας. Όταν βγήκε χωρίς να έχει πάθει τίποτα, οι άντρες που ήταν εκεί πίστεψαν ότι είχε σίγουρα θεϊκές δυνάμεις και άρχισαν να τον αντιμετωπίζουν με μεγάλο σεβασμό. Αυτό τους έκανε πιο δεκτικούς στο άγγελμα που μετέδιδε.
Τελικά ο αδελφός Λαάλαντ έφτασε στο Μανά, ένα χωριό 800 κατοίκων στις ακτές του Ατλαντικού. Στους έξι μήνες που έμεινε εκεί την πρώτη φορά, οργάνωσε συναθροίσεις και δίδασκε τακτικά σε δέκα άτομα τις Γραφικές αλήθειες οι οποίες φέρνουν την αληθινή ελευθερία. (Ιωάν. 8:32) Οι κάτοικοι του έβγαλαν το παρατσούκλι Περ Παλτό (Πάτερ Παλτό) επειδή συνήθιζε να φοράει ένα παλτό, σε αντίθεση με τον τοπικό ιερέα τον οποίο είχαν ονομάσει Πάτερ Φόρεμα. Αν και είχαν τελειώσει τα έντυπα του αδελφού Λαάλαντ, εκείνος έκανε δημόσιες ομιλίες και κήρυττε με ζήλο σε όλους όσους άκουγαν. Απέκτησε τη φήμη του δυναμικού ομιλητή, που δεν δίσταζε να κάνει έντονες συζητήσεις με τον τοπικό κλήρο.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά την επίσκεψή του στη μητέρα του, ο αδελφός Λαάλαντ επέστρεψε στη Γουαδελούπη. Δεν βαφτίστηκε κανένας ως αποτέλεσμα του κηρύγματός του αλλά σπάρθηκαν πολλοί σπόροι. Η καρποφορία θα ερχόταν αργότερα.
Εργάτες από Διάφορες Χώρες
Το 1956 η Εταιρία Σκοπιά ζήτησε από τον Βιμ φαν Ζέιλ, ο οποίος βρισκόταν στο τμήμα του Σουρινάμ, να πάει στη Γαλλική Γουιάνα. Ο ίδιος αφηγείται: «Πήγαμε με ένα μικρό αεροπλάνο από το Σεν-Λοράν στην Καγιέν και μείναμε εκεί σχεδόν τρεις εβδομάδες σε κάποιο μικρό ξενοδοχείο. Καλύψαμε ένα μεγάλο τμήμα της Καγιέν με το βιβλίο Λα Βι Ετερνέλ [Αιώνιος Ζωή], δίνοντας αρκετές εκατοντάδες αντίτυπα. Σαφώς υπήρχε ενδιαφέρον, αλλά επειδή δεν γνωρίζαμε τη γαλλική γλώσσα ήταν δύσκολο να αρχίσουμε μελέτες. Η παρουσίασή μας στο έργο από σπίτι σε σπίτι ήταν η εξής: “Χθες ήρθαμε στην Καγιέν με αεροπλάνο για να κηρύξουμε τα καλά νέα”. Έπειτα από δύο εβδομάδες εξακολουθούσαμε να αρχίζουμε την παρουσίαση με τη φράση “Χθες ήρθαμε στην Καγιέν”, επειδή ήταν η μόνη παρουσίαση που ξέραμε στα γαλλικά! Σε ένα παλιό θέατρο που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον, προβάλαμε την ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει. Η αφήγηση μεταφράστηκε από έναν άντρα στην κρεολή γλώσσα και μετά μεταφράστηκε από μια γυναίκα στη γαλλική». Υπήρχε αξιοσημείωτο ενδιαφέρον, αλλά πώς θα καλλιεργούνταν;
Έφτασαν περισσότεροι Μάρτυρες από το Σουρινάμ για να βοηθήσουν. Ανάμεσά τους ήταν ο Πολ Νάαρεντορπ και οι Σέσιλ και Νελ Πίνας. Αρκετοί από αυτούς που ήρθαν μιλούσαν γαλλικά.
Ήρθε επίσης βοήθεια από μια απρόσμενη πηγή. Στη Δουνκέρκη της Γαλλίας μια οικογένεια μελετούσε την Αγία Γραφή. Μόνο ο 16χρονος γιος, ο Κριστιάν Μπόνκας, συνέχισε να δείχνει ενδιαφέρον. Όταν η οικογένεια μετακόμισε στην Καγιέν, ο Κριστιάν έλεγε στους συμμαθητές του τα πράγματα που είχε μάθει από τη Γραφή. Ένας από αυτούς, μαζί με τις τρεις αδελφές του, έδειξε ενδιαφέρον. Ο Κριστιάν έγραψε στην Εταιρία για να ζητήσει βοήθεια.
Περίπου εκείνον τον καιρό, ο Ξαβιέ και η Σάρα Νολ είχαν επιστρέψει στη Μαρτινίκα μετά την αποφοίτησή τους από τη Σχολή Γαλαάδ το 1958. Η Εταιρία ζήτησε από τον αδελφό Νολ να πάει στη Γαλλική Γουιάνα για να βοηθήσει το μικρό όμιλο που υπήρχε εκεί. Ο Ξαβιέ έκανε ένα δεκαήμερο ταξίδι με πλοιάριο, στη διάρκεια του οποίου έπρεπε να κοιμάται στο κατάστρωμα.
Όταν έφτασε στην Καγιέν, ο αδελφός Νολ έτυχε φιλόξενης υποδοχής από τους ενδιαφερομένους. Τον προσκαλούσαν να τρώει μαζί τους όσο καιρό έμεινε εκεί, και του βρήκαν ένα ωραίο δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο το οποίο διηύθυνε ένας πρώην κατάδικος. Κάθε μέρα ο αδελφός Νολ διεξήγε Γραφικές μελέτες και πνευματικές συζητήσεις με τον Κριστιάν και την οικογένειά του που ήταν πολύ φιλόξενη. Τα άτομα αυτά απέκτησαν βαθύτερη γνώση για τη Γραφική αλήθεια. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, ο Κριστιάν εξέφρασε την επιθυμία να βαφτιστεί. Το ίδιο έκανε και ο φίλος του με δύο από τις αδελφές του. Μολονότι μια νεροποντή δεν επέτρεψε στον αδελφό Νολ να κάνει την ομιλία βαφτίσματος στην παραλία όπως ήταν προγραμματισμένο, την έκανε μέσα στο μικρό αυτοκίνητο εκείνων των ατόμων. Έπειτα προχώρησαν στο βάφτισμα, το πρώτο που έκαναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γαλλική Γουιάνα.
Κατά την παραμονή του στη χώρα ο αδελφός Νολ αξιοποίησε το χρόνο του στη διακονία αγρού. Μέσα σε μία εβδομάδα είχε δώσει σχεδόν όλα τα έντυπά του. Κράτησε μόνο ένα περιοδικό να το δείχνει στους ανθρώπους ως δείγμα για να κάνει συνδρομές. Μέσα σε τρεις εβδομάδες έκανε 70 συνδρομές, από τις οποίες οι 12 περίπου ήταν στην κινεζική. Πώς εξηγούσε αυτά που ήθελε να πει στην κινεζική; Έβγαζε τη φωτογραφία της τάξης του από τη Σχολή Γαλαάδ, έδειχνε τους Κινέζους σπουδαστές της τάξης και χρησιμοποιούσε πολλές χειρονομίες. «Είχε μεγάλη επιτυχία», λέει ο ίδιος. Ανάμεσα σε άλλους στους οποίους έδωσε μαρτυρία ήταν ο Μισέλ Βαλάρ, που έψαχνε για χρυσό στην ενδοχώρα και είχε αδελφό ιερέα. Αφού έφυγε ο αδελφός Νολ, ο Κριστιάν Μπόνκας ανέλαβε την ηγεσία στις δραστηριότητες του μικρού ομίλου στην Καγιέν.
Λίγο αργότερα, το 1960, το τμήμα της Γουαδελούπης διορίστηκε να επιβλέπει το κήρυγμα των καλών νέων στη Γαλλική Γουιάνα. Πόσο ωφέλιμο ήταν να λαβαίνουν οι αδελφοί βοήθεια σε πιο τακτική βάση! Είχαν τεθεί τα θεμέλια, και τώρα μπορούσε να γίνει προοδευτικά η οικοδόμηση. Γι’ αυτόν το σκοπό, στάλθηκε το 1960 ο Οκτάβ Τελίζ από τη Μαρτινίκα να υπηρετήσει ως ειδικός σκαπανέας. Επισκέφτηκε τους συνδρομητές των περιοδικών μας και εκείνους που είχαν πάρει άλλα έντυπα της Σκοπιάς. Τον ίδιο εκείνον χρόνο, η Τεοφανί Βικτόρ, επίσης από τη Μαρτινίκα, μετακόμισε στη Γαλλική Γουιάνα για να υπηρετήσει εκεί και σύντομα διορίστηκε ειδική σκαπάνισσα.
Νωρίτερα, το 1954, ο κ. φαν Πάρντο, ο οποίος ήταν Ολλανδός, και η σύζυγός του, η οποία ήταν από τη Μαρτινίκα, είχαν μετακομίσει στο Παραμαρίμπο του Σουρινάμ όπου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήρθαν σε επαφή με τη σύζυγό του. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισαν στο Σεν-Λοράν, στην απέναντι πλευρά του ποταμού Μαρονί, ο οποίος χωρίζει το Σουρινάμ από τη Γαλλική Γουιάνα. Δύο Μάρτυρες από το Σουρινάμ, ο αδελφός Πίνας και ο αδελφός Λιμπρέτο, διέσχιζαν τον ποταμό Μαρονί με κανό κάθε τρεις μήνες επί πέντε χρόνια περίπου προκειμένου να βοηθήσουν το ζευγάρι να αποκτήσει περισσότερη γνώση για τον Ιεχωβά και τις απαιτήσεις του. Το Δεκέμβριο του 1960, σε μια συνέλευση που έλαβε χώρα στο Παραμαρίμπο του Σουρινάμ κατά την επίσκεψη του Μίλτον Χένσελ από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά, το ζεύγος φαν Πάρντο και δύο ακόμη γυναίκες από τη Γαλλική Γουιάνα βαφτίστηκαν.
Το Μάιο του 1961 ο Νίκολα Μπρίζαρ, ο επίσκοπος τμήματος της Γουαδελούπης, επισκέφτηκε τον όμιλο των 16 ευαγγελιζομένων της Καγιέν για να συμμετάσχει στην πρώτη συνέλευση περιοχής που θα διεξαγόταν εκεί. Επίσης, πρόβαλε την ταινία Η Ευτυχία της Κοινωνίας του Νέου Κόσμου (The Happiness of the New World Society) σε ένα ακροατήριο 250 ατόμων. Η εξαιρετική ανταπόκριση τον παρακίνησε να προβάλει μια ακόμη ταινία—Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει (The New World Society in Action). Όταν προβλήθηκαν οι ταινίες στο Σεν-Λοράν υπήρξε παρόμοια καλή ανταπόκριση. Ο αντιδήμαρχος του Σεν-Λοράν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε είπε: «Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω κάτι τέτοιο». Χαιρετώντας δια χειραψίας τους αδελφούς, ρώτησε: «Ζητήσατε από το δήμαρχο άδεια να χρησιμοποιήσετε το δημαρχείο για να προβάλετε την ταινία σας; Θα του μιλήσω για αυτό αύριο». Δόθηκε άδεια όχι μόνο για να προβάλουμε τις ταινίες αλλά και για να παρουσιάζουμε μια δημόσια Γραφική ομιλία κάθε βράδυ. Συνολικά, πάνω από 500 άτομα είδαν τις ταινίες της Εταιρίας και άκουσαν ομιλίες βασισμένες στη Γραφή κατά τη διάρκεια εκείνης της αξέχαστης επίσκεψης. Ο αντιδήμαρχος είπε: «Χρειαζόμαστε ανθρώπους σαν και εσάς, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά». Περίπου δύο χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1963, ιδρύθηκε η πρώτη εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Καγιέν. Οι συναθροίσεις διεξάγονταν σε ένα μικρό σπίτι στα προάστια της πόλης, σε κάποιο μέρος που λεγόταν Πετί Μονακό.
Πώς τους Βρήκε η Αλήθεια
Ανάμεσα στα μέλη εκείνης της πρώτης εκκλησίας ήταν ο αδελφός και η αδελφή Σιλβέστρ, οι οποίοι κατάγονταν από τη Μαρτινίκα. Πώς έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά; Μια μέρα, το 1952, καθώς η κυρία Σιλβέστρ πήγαινε στο παντοπωλείο, την είδε κάποιος που στο παρελθόν ήταν κρατούμενος στο Νησί του Διαβόλου και της ζήτησε να δώσει μερικά βιβλία στο σύζυγό της. Δεν έμαθε από πού είχε βρει αυτός ο άνθρωπος τα βιβλία, αλλά κατάλαβε ότι ήταν έντυπα της Σκοπιάς. Ήξερε ότι άρεσε στο σύζυγό της να τα διαβάζει, και έτσι τα πήρε. Η ίδια θυμάται: «Όταν ακούμπησα τα βιβλία πάνω στο τραπέζι, το βλέμμα μου έπεσε στον τίτλο “Έστω ο Θεός Αληθής”. Ενδιαφέρθηκα αμέσως για αυτό το βιβλίο που μιλούσε για τον Θεό. Όταν επέστρεψε ο σύζυγός μου στο σπίτι, του αφηγήθηκα τι είχα διαβάσει για το όνομα του Θεού, τη λατρεία των ειδώλων και για το τι ήταν πραγματικά ο απαγορευμένος καρπός. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα. Αμέσως πείστηκα ότι αυτή ήταν η αλήθεια και σταμάτησα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις της θρησκείας μου. Αν και δεν είχα συναντήσει ποτέ Μάρτυρες, άρχισα να μιλάω στις φίλες μου για όσα μάθαινα από αυτό το βιβλίο, και ενθάρρυνα όλους τους γύρω μου να το διαβάσουν. Εννιά χρόνια αργότερα, μια κυρία, η Τεοφανί Βικτόρ, ήρθε στην πόρτα μου και μου πρόσφερε δύο περιοδικά Ξύπνα! Καθώς έφευγε, τη ρώτησα σε ποια θρησκεία ανήκε. “Στους Μάρτυρες του Ιεχωβά”, μου απάντησε. “Επιτέλους!” φώναξα. “Σας περιμένω εννιά χρόνια! Μπορούμε να συναντηθούμε;”» Τελικά, αυτή και ο σύζυγός της έλαβαν σταθερή στάση υπέρ της λατρείας του Ιεχωβά.
Ο Μισέλ Βαλάρ, ο οποίος είχε έρθει νωρίτερα σε επαφή με τον Ξαβιέ Νολ στο χώρο της εργασίας του, ήταν επίσης ανάμεσα σε εκείνους που δέχτηκαν την αλήθεια όταν οι Μάρτυρες ήταν λίγοι σε αυτή τη χώρα. Όταν άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις των Μαρτύρων, διέκρινε προοδευτικά ότι έπαιρνε ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματά του. Η αδελφή Βικτόρ προσφέρθηκε να μελετήσει τη Γραφή μαζί του και εκείνος δέχτηκε αμέσως, αλλά η Ζαν η σύζυγός του ενοχλήθηκε πολύ από αυτό. Η μελέτη, λοιπόν, έπρεπε να γίνεται έξω από το σπίτι. Ωστόσο ήταν πεπεισμένος ότι όσα μάθαινε ήταν η αλήθεια και ήθελε να τα μεταδώσει και στη Ζαν. Έτσι λοιπόν, επέλεγε άρθρα από τα περιοδικά, τα οποία ήξερε ότι θα κινούσαν την περιέργειά της, και τα έβαζε σε μέρος όπου εκείνη θα τα έβλεπε οπωσδήποτε. Τελικά, συμφώνησε και η Ζαν να κάνει Γραφική μελέτη και το 1963 βαφτίστηκαν και οι δύο. Τα παιδιά τους γνώρισαν επίσης την αλήθεια και ένα από αυτά, ο Ζαν-Ντανιέλ Μισό (γιος της Ζαν πριν παντρευτεί τον Μισέλ Βαλάρ) υπηρετεί ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος.
Ο Πολ Σονγκ Γουίνγκ, ένας νεαρός δάσκαλος από τη Γαλλική Γουιάνα, σπούδαζε στη Γαλλία όταν ήρθε σε επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ήταν απογοητευμένος από την παγκόσμια κατάσταση και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ασχολήθηκε με τη Μασονία, αλλά δεν απαντήθηκαν οι ερωτήσεις που τον προβλημάτιζαν. Έλεγε στον εαυτό του ότι κάπου πρέπει να υπάρχει η αλήθεια και αποφάσισε να την ψάξει. Οι επαφές του με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά τον έπεισαν ότι την είχε βρει. Όταν επέστρεψε στη Γαλλική Γουιάνα, ήρθε σε επαφή με τον Μισέλ Βαλάρ και προς μεγάλη του χαρά έμαθε ότι πολύ κοντά στο σπίτι του υπήρχε μια Αίθουσα Βασιλείας. Βαφτίστηκε το 1964, και η σύζυγός του τον επόμενο χρόνο. Σημείωσε γρήγορη πρόοδο. Η ανάγκη της εκκλησίας για ικανούς και πρόθυμους άντρες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε διορίστηκε υπηρέτης της εκκλησίας μόλις έναν χρόνο αργότερα. Βοήθησε να σχηματιστούν αρκετές εκκλησίες. Τώρα υπηρετεί ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος.
Υποστήριξη σε Απομονωμένους Ευαγγελιζομένους
Η εκκλησία στην Καγιέν μεγάλωνε αλλά οι ευαγγελιζόμενοι δεν περιόριζαν τις προσπάθειές τους στον τοπικό τομέα. Αδελφοί από την Καγιέν έκαναν κατά καιρούς επισκέψεις τα σαββατοκύριακα στο Σεν-Λοράν, στο Μανά και στο Ιρακούμπο για να υποστηρίξουν τους μικρούς ομίλους των απομονωμένων ευαγγελιζομένων. Το πρόγραμμα αυτών των ταξιδιών ήταν γεμάτο. Αρχικά έκαναν με το αυτοκίνητο την παραλιακή διαδρομή από την Καγιέν μέχρι το Σεν-Λοράν, στα σύνορα με το Σουρινάμ. Το Σάββατο στις 6:00 μ.μ. διεξαγόταν μια συνάθροιση που περιλάμβανε δημόσια ομιλία και τη Μελέτη Σκοπιάς. Αφού διανυκτέρευαν εκεί, πήγαιναν βόρεια, στο Μανά, όπου άρχιζαν τη συνάθροιση στις 8:00 π.μ. Επιστρέφοντας στην Καγιέν, έτρωγαν μεσημεριανό, και κατόπιν σταματούσαν στο Ιρακούμπο για να διεξαγάγουν το ίδιο πρόγραμμα που άρχιζε στις 3:00 μ.μ. Έπειτα συνέχιζαν για την Καγιέν.
Αυτά ήταν μαραθώνια σαββατοκύριακα, αλλά εκείνοι που λάβαιναν μέρος σε αυτή τη δραστηριότητα έχουν αξέχαστες αναμνήσεις. Έπρεπε να ταξιδέψουν 250 χιλιόμετρα για να φτάσουν στον προορισμό τους και άλλα τόσα για να επιστρέψουν. Οι δρόμοι ήταν από κοκκινόχωμα και γεμάτοι λακκούβες. Έπειτα από μια τροπική βροχή, ο δρόμος πλημμύριζε και μερικές φορές το νερό έφτανε σε ύψος το ένα μέτρο. Οι αδελφοί έπρεπε να περιμένουν μερικές ώρες για να υποχωρήσουν τα νερά πριν μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ήταν απαραίτητο να ταξιδεύουν μαζί ομάδες πέντε ή έξι οχημάτων επειδή οι λακκούβες στο δρόμο ήταν τόσο βαθιές ώστε συχνά τα αυτοκίνητα κολλούσαν. Όταν συνέβαινε αυτό, οι αδελφοί έπρεπε να κόβουν μικρά δέντρα από το δάσος και να τοποθετούν τους κορμούς στις λακκούβες. Έπειτα έσπρωχναν όλοι τα αυτοκίνητα για να περάσουν. Καθώς το πρώτο περνούσε μια μεγάλη λακκούβα βοηθούσε να τραβηχτούν τα υπόλοιπα. Υπήρχαν επίσης καθυστερήσεις όταν περίμεναν τα φέριμποτ στο Κουρού και στο Μανά. Την ώρα που οι αδελφοί περίμεναν, τους επιτίθονταν κουνούπια, αλλά εκείνοι χρησιμοποιούσαν το χρόνο τους για να προσφέρουν περιοδικά στους περαστικούς.
Οι απομονωμένοι όμιλοι των ευαγγελιζομένων εποικοδομούνταν σε μεγάλο βαθμό από αυτές τις επισκέψεις, και η εκτίμηση που εξέφραζαν επισκίαζε κατά πολύ οποιαδήποτε προβλήματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν στο ταξίδι. Τα οφέλη, όμως, δεν ήταν μονόπλευρα. Και οι αδελφοί από την Καγιέν ενθαρρύνονταν σε μεγάλο βαθμό από τη φιλοξενία και το ζήλο που έδειχναν ο αδελφός και η αδελφή φαν Πάρντο, η αδελφή Φαντάν, η αδελφή Μπαρταμπάν και η αδελφή Ντεφρετά. Αργότερα έγιναν διευθετήσεις να υπηρετήσουν σε αυτή την περιοχή ως ειδικοί σκαπανείς ο αδελφός και η αδελφή Φλερό από τη Γουαδελούπη, οι οποίοι έκαναν εξαιρετικό έργο καλλιεργώντας το ενδιαφέρον. Εκπληρώνοντας την αποστολή που τους ανέθεσε ο Ιησούς να “κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη” οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν παραμελήσει αυτούς που βρίσκονται στη Γαλλική Γουιάνα.—Ματθ. 28:19.
Πρόοδος—Αργή Αλλά Σταθερή
Το 1970 η Εκκλησία της Καγιέν είχε 129 ευαγγελιζομένους και υπήρχαν δραστήριοι, απομονωμένοι όμιλοι στο Σεν-Λοράν και στο Κουρού. Οι αριθμοί ήταν μικροί αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά γίνονταν γνωστοί στη χώρα. Ωστόσο, η πρόοδος ήταν αργή. Πέρασαν άλλα δέκα χρόνια προτού διπλασιαστεί ο αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας στη χώρα.
Η πνευματική πρόοδος εμποδιζόταν από το ότι μερικοί δυσκολεύονταν να δεχτούν τη συμβουλή της Γραφής για την αποκοπή και τη μετάνοια. Εμφανίστηκαν διαιρέσεις ανάμεσα στους ευαγγελιζομένους. Μερικοί υποστήριζαν τις αποφάσεις του πρεσβυτερίου ενώ άλλοι δεν το έκαναν αυτό. Περιοδεύοντες επίσκοποι ήρθαν από τη Γουαδελούπη για να ανασκοπήσουν μαζί με τους αδελφούς τις οδηγίες από το Κυβερνών Σώμα σχετικά με αυτό το ζήτημα. Όσοι δέχτηκαν την κατεύθυνση που ήρθε μέσω του αγωγού του Ιεχωβά καρποφόρησαν.
Ένας άλλος παράγοντας που επηρέαζε το πνεύμα των ευαγγελιζομένων ήταν η στάση των ανθρώπων απέναντι στο κήρυγμά μας στην Καγιέν. Η Καθολική Εκκλησία ασκούσε μεγάλη επιρροή. Οι κληρικοί περιφρονούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και επηρέαζαν το ποίμνιο εναντίον τους. Αυτό δεν αποθάρρυνε τους αδελφούς. Στην πραγματικότητα, ο ζήλος τους προκαλούσε αίσθηση στην περιοχή. Όταν οι άνθρωποι δεν άνοιγαν την πόρτα, οι Μάρτυρες πήγαιναν από την πίσω πλευρά του σπιτιού για να τους βρουν, σε περίπτωση που κρύβονταν στην πίσω αυλή. Μερικοί αδελφοί μπλέκονταν σε έντονες συζητήσεις για το Σάββατο με τους Αντβεντιστές, και για την κόλαση και την αθανασία της ψυχής με τους Ευαγγελιστές. Μερικές τέτοιες συζητήσεις διαρκούσαν από το πρωί μέχρι το βράδυ!
Ο Νταβίντ Μορό, ο οποίος ταξίδευε από τη Μαρτινίκα για να υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής, θυμάται μία από αυτές τις συζητήσεις. «Μιλούσαμε σε έναν νεαρό άντρα όταν ήρθε κάποιος πάστορας της Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας και μπήκε στη συζήτηση. Επέμενε να μιλήσουμε για το Σάββατο. Ο Βίργκο, ο αδελφός μας, είπε ότι είχε έρθει να μιλήσει για τη Βασιλεία του Θεού, αλλά τελικά η συζήτηση στράφηκε αναπόφευκτα στο Σάββατο. Ο πάστορας δήλωσε: “Το Σάββατο είναι από τον Θεό. Ακόμη και στον Παράδεισο που θα έρθει θα εξακολουθήσουμε να τηρούμε το Σάββατο!” Παρέθεσε το εδάφιο Ησαΐας 66:23: “Και από νέας σελήνης έως άλλης, και από σαββάτου έως άλλου, θέλει έρχεσθαι πάσα σαρξ δια να προσκυνεί ενώπιόν μου, λέγει Κύριος”. Ο αδελφός Βίργκο ρώτησε τότε τον πάστορα: “Έτσι λοιπόν σύμφωνα με αυτό το εδάφιο, τι είχαμε την περασμένη Τετάρτη;” Ο πάστορας, καταϊδρωμένος, προσπάθησε αρκετές φορές να απαντήσει, αλλά δεν μπορούσε να συνδέσει την περασμένη Τετάρτη με το εδάφιο. “Είχαμε νέα σελήνη, αγαπητέ μου! Δες λοιπόν! Τηρείτε το Σάββατο αλλά ξεχνάτε τη νέα σελήνη! Παραλείπετε περισσότερα από ένα γιώτα της Γραφής”». Ο Βίργκο είπε αργότερα στον Νταβίντ: «Δεν βγαίνω ποτέ στο έργο χωρίς πρώτα να δω στο ημερολόγιο πότε έχουμε νέα σελήνη, για να ξέρω σε περίπτωση που συναντήσω κάποιον Αντβεντιστή».
Μολονότι οι αδελφοί είχαν αποκτήσει επιδεξιότητα στην υπεράσπιση των πεποιθήσεών τους, μερικοί εστίαζαν την προσοχή περισσότερο στο να κερδίζουν τις λογομαχίες παρά στο να ψάχνουν τα προβατοειδή άτομα. Χρειάζονταν εκπαίδευση για να δίνουν αποτελεσματική μαρτυρία στους ανθρώπους, και ο Ιεχωβά προμήθευσε την αναγκαία βοήθεια.
Ιεραπόστολοι Ξεκινούν το Έργο στην Ενδοχώρα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ιεραπόστολοι από τη Σχολή Γαλαάδ, καθώς και σκαπανείς από τη Γαλλία που διορίστηκαν απευθείας στο ιεραποστολικό έργο, άρχισαν να φτάνουν στη Γαλλική Γουιάνα. Ξεκίνησε το σημαντικό έργο της εκπαίδευσης και της ενίσχυσης των εκκλησιών. Οι αδελφοί εκπαιδεύονταν να δίνουν πιο διακριτική και αποτελεσματική μαρτυρία. Οι ιεραπόστολοι επίσης άρχισαν να κηρύττουν στους διάφορους γλωσσικούς ομίλους της χώρας. Σύντομα, οι τοπικοί αδελφοί τούς μιμήθηκαν και άρχισαν να μαθαίνουν την αγγλική, την πορτογαλική, τη σράναμ και την γκαλίμπι, μια γλώσσα των Αμερινδών. Αυτή τη στιγμή, το γραφείο τμήματος στη Γαλλική Γουιάνα προμηθεύει έντυπα για διανομή σε 18 γλώσσες.
Τον Απρίλιο του 1991, ο Τζοναντάμπ Λαάλαντ και η σύζυγός του, απόφοιτοι της Σχολής Γαλαάδ οι οποίοι υπηρετούσαν στη Νέα Καληδονία, διορίστηκαν στην περιοχή του Κουρού για να ενισχύσουν την εκκλησία που υπήρχε εκεί. Ο πατέρας του Τζοναντάμπ, ο Όλγκε Λαάλαντ, είχε συμμετάσχει στην πρώτη σπορά των σπόρων της Γραφικής αλήθειας στη Γαλλική Γουιάνα. Τώρα 280 και πλέον ευαγγελιζόμενοι αινούν τον Ιεχωβά στο Κουρού.
Οι ιεραπόστολοι ηγήθηκαν επίσης των προσπαθειών που καταβλήθηκαν για να αρχίσει το έργο σε νέους τομείς, ιδιαίτερα στο δύσβατο εσωτερικό μέρος της χώρας. Δεν αποθαρρύνθηκαν από το ότι, μεταξύ άλλων, θα έπρεπε να εκτεθούν στον κίνδυνο τροπικών ασθενειών, όπως η ελονοσία, να αντιμετωπίσουν φίδια, να ανεχτούν σμήνη εντόμων, να ταξιδέψουν με βάρκες σε ορμητικά ποτάμια και επικίνδυνα ρεύματα για να φτάσουν σε απομονωμένα χωριά, και να αψηφήσουν τις καταρρακτώδεις βροχές και τη λάσπη.
Ο Ελί και η Λουσέτ Ρεγκαλάντ έκαναν πολύ καλό έργο στην Καγιέν και στο Σεν-Λοράν. Επίσης εργάστηκαν σε πρώην ανέπαφους τομείς κατά μήκος του άνω τμήματος του ποταμού Μαρονί, στα δυτικά σύνορα της χώρας. Μαζί με μια μικρή ομάδα αδελφών έκαναν μια εξόρμηση τριών εβδομάδων για να κηρύξουν σε όλα τα παραποτάμια χωριά από το Σεν-Λοράν έως τη Μαριπασουλά. Αυτό το ταξίδι χρειάστηκε να διακοπεί για να νοσηλευτεί κάποιος από την ομάδα στο Σεν-Λοράν επειδή προσβλήθηκε από ελονοσία βαριάς μορφής. Αλλά οι εκστρατείες κηρύγματος στην ενδοχώρα συνεχίστηκαν προκειμένου να ακούσουν τα καλά νέα οι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί.
Για να φτάσει κανείς στο Σεντ-Ελί, ένα χωριό που ιδρύθηκε από εξερευνητές οι οποίοι αναζητούσαν χρυσό το 19ο αιώνα, πρέπει να ταξιδέψει εφτά ώρες με κανό από τις εκβολές του ποταμού Σιναμαρί ως το κέντρο της χώρας. Στη συνέχεια, πρέπει να περπατήσει δύο μέρες καλύπτοντας 30 χιλιόμετρα μέσα στη ζούγκλα με έναν βαρύ σάκο στην πλάτη. Όποιοι κάνουν έργο εκεί πρέπει να έχουν μαζί τους φαγητό για τρεις μέρες και αρκετή ποσότητα εντύπων. Τη νύχτα πρέπει να έχουν αναμμένη φωτιά για να κρατάνε τα ζώα μακριά και πιθανώς μια αιώρα για να κοιμούνται. Πόσο ευχαριστήθηκαν, όμως, δύο ιεραπόστολοι που είχαν σταλεί από τη Γαλλία, ο Ερίκ Κουζινέ και ο Μισέλ Μπουκέ, όταν έκαναν αυτό το ταξίδι και έδωσαν πλήρη μαρτυρία στους 150 κατοίκους. Είκοσι άτομα παρακολούθησαν την ομιλία που έγινε με σλάιντς κατά τη διάρκεια της παραμονής τους.
Ανάμεσα σε αυτά τα άτομα οι αδελφοί βρήκαν τη Φανελί, η οποία προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις πνευματικές της ανάγκες. Προηγουμένως ήταν Ρωμαιοκαθολική. Εκείνον τον καιρό είχε γίνει Αντβεντίστρια. Κανένας από τη θρησκεία της δεν την είχε επισκεφτεί στο Σεντ-Ελί. Αυτή συνήθιζε να στέλνει γράμματα σε όσους πρόσφεραν μαθήματα από τη Γραφή μέσω αλληλογραφίας, αλλά ποτέ δεν έπαιρνε απάντηση. Όταν γνώρισε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, διέκρινε ότι μόνο εκείνοι προσπαθούσαν να επισκεφτούν ανθρώπους σε μέρη τόσο απομονωμένα όπως το Σεντ-Ελί. Η Φανελί μελετούσε με τους αδελφούς κάθε μέρα εκείνη την εβδομάδα. Σύντομα, πήγε σε μια μεγαλύτερη πόλη για έξι μήνες. Εκείνο το διάστημα μελετούσε τρεις φορές την εβδομάδα. Όταν επέστρεψε στο χωριό, ήταν αβάφτιστη ευαγγελιζόμενη. Η Φανελί είχε να φροντίσει το σύζυγό της ο οποίος δεν ήταν Μάρτυρας και πέντε μικρά παιδιά, αλλά ο ζήλος της για την αλήθεια την υποκινούσε να δαπανάει 40 και πλέον ώρες κάθε μήνα δίνοντας μαρτυρία σε άλλους. Επίσης βοήθησε να οργανωθούν συναθροίσεις για τους ενδιαφερομένους. Στην Ανάμνηση που διευθέτησε παρευρέθηκαν 40 άτομα. Από τότε η Φανελί έχει μετακομίσει στα παράλια, αλλά εξακολουθεί να είναι δραστήρια στη διακονία. Είναι χαρούμενη που μία από τις κόρες της έχει βαφτιστεί και ο σύζυγός της τώρα κάνει μελέτη.
Το Κο, το Γουαναρί και το Φαβάρ, στην ανατολική πλευρά της χώρας, είναι άλλες κοινότητες στις οποίες έφτασαν για πρώτη φορά οι ιεραπόστολοι. Ο αδελφός Κουζινέ θυμάται καλά την πρώτη περιοδεία κηρύγματος που έκανε σε εκείνα τα μέρη το 1987 μαζί με μερικούς ντόπιους Μάρτυρες. Πήραν ένα φέριμποτ και στη συνέχεια ταξίδεψαν με αυτοκίνητο 40 χιλιόμετρα σε έναν δρόμο με κοκκινόχωμα ώσπου έφτασαν σε έναν βάλτο. Όταν σταμάτησαν, άκουσαν φοβερούς βρυχηθμούς. Ο αδελφός Κουζινέ σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν ιαγουάροι έτοιμοι να επιτεθούν. Αλλά οι αδελφοί που ταξίδευαν μαζί του τον διαβεβαίωσαν ότι ήταν απλώς μια ομάδα πιθήκων οι οποίοι ενοχλήθηκαν από την άφιξή τους. Συνάντησαν ένα ζευγάρι που αναζητούσε την αλήθεια. Αυτό το ζευγάρι μετακόμισε στην Καγιέν, προόδευσε μέχρι το βάφτισμα και τώρα υπηρετεί στον πορτογαλικό αγρό της Γαλλικής Γουιάνας.
Σιγά σιγά, έγιναν επισκέψεις και σε πολλές άλλες απομακρυσμένες περιοχές. Η Γκραν Σαντί, το Παπαϊστόν και η Σαΐλ είναι μερικά από αυτά τα μέρη που ωφελήθηκαν από τις αρχικές επισκέψεις των ιεραποστόλων. Τους περισσότερους από τους πρώην ανέπαφους τομείς τούς επισκέπτονται τώρα τακτικά οι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας.
Κήρυγμα στη Μαριπασουλά
Το 1963 το άγγελμα της Βασιλείας έφτασε για πρώτη φορά στη Μαριπασουλά, ένα πολύ σημαντικό χωριό στο άνω τμήμα του ποταμού Μαρονί. Ο Αντριάν Ζαν-Μαρί, ο οποίος έκανε τότε Γραφική μελέτη, έπρεπε να πηγαίνει εκεί τρεις φορές το χρόνο για επαγγελματικούς λόγους. Είχε ασυγκράτητο ενθουσιασμό για την αλήθεια. Έτσι εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να δίνει πλήρη μαρτυρία και πάντα διέθετε πολλά Γραφικά έντυπα.
Μολονότι και άλλα άτομα έδιναν μαρτυρία στη Μαριπασουλά, ήταν δύσκολο να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους που μιλούσαν την τοπική γλώσσα σράναμ. Γνωστή στους ντόπιους ως τάκι-τάκι, η σράναμ βασίζεται στην αγγλική και έχει στοιχεία από την ολλανδική, τη γαλλική, την πορτογαλική και από διάφορες γλώσσες της Αφρικής και της Ινδίας. Το τμήμα του Σουρινάμ έστελνε στη Μαριπασουλά ειδικούς σκαπανείς, οι οποίοι μιλούσαν τη γλώσσα σράναμ, για τρεις έως έξι μήνες, αλλά οι κάτοικοι ανταποκρίνονταν αρνητικά. Τελικά, οι αδελφοί διώχτηκαν από το χωριό με την πρόφαση ότι ήταν ξένοι από το Σουρινάμ. Στην πραγματικότητα, αυτό έγινε κυρίως γιατί ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο Κορνελί και η Ελέν Λινγκουέ στάλθηκαν εκεί ως ειδικοί σκαπανείς το 1992. Το γεγονός ότι ήξεραν τη γλώσσα σράναμ διευκόλυνε πολύ το κήρυγμά τους, και επειδή ήταν Γάλλοι, οι άνθρωποι τους δέχονταν καλύτερα. Τρεις μέρες την εβδομάδα κήρυτταν στη Μαριπασουλά, και τις υπόλοιπες τρεις μέρες έδιναν μαρτυρία στο Παπαϊστόν, ένα χωριό που απείχε από τη Μαριπασουλά μία ώρα με το κανό. Αρχικά, έκαναν τις συναθροίσεις στο σπίτι τους, στη Μαριπασουλά. Έπειτα από προσπάθειες δύο χρόνων, παρακολούθησαν την Ανάμνηση οχτώ άτομα. Αυτό το ζευγάρι εγκαρτέρησε σε εκείνη την απομακρυσμένη περιοχή. Η αγάπη τους για τους ανθρώπους τούς βοήθησε να υπομείνουν πολλά προβλήματα. Τελικά, η υπομονή τους ανταμείφθηκε, και δημιουργήθηκαν δύο εκκλησίες.
Κάποιος που ανταποκρίθηκε στο άγγελμα της Γραφής είναι ο Αντουάν Ταφανιά, ο οποίος θεωρούνταν σπουδαίο μέλος της κοινότητάς του επειδή είναι στενός συγγενής του Γκραν Μαν, του ανώτατου άρχοντα της ανιμιστικής κοινότητας. Ο Ταφανιά είχε δύο παλλακίδες, πράγμα που συνηθίζεται στις παραποτάμιες περιοχές. Όταν, λοιπόν, έλαβε θέση υπέρ της αλήθειας, έπρεπε να κάνει προσαρμογές στη ζωή του, είτε με το να παντρευτεί τη μία από τις δύο γυναίκες είτε με το να παραμείνει άγαμος. Οι δύο γυναίκες, που ζούσαν σε χωριστά σπίτια και ήξεραν ότι αυτός επρόκειτο να επιλέξει τη μία από τις δύο, έκαναν έναν τρομερό καβγά. Σήμερα, ο Αντουάν Ταφανιά είναι ένας ευτυχισμένος βαφτισμένος Μάρτυρας που υπηρετεί τον Ιεχωβά με μία σύζυγο. Τι συνέβη με την άλλη γυναίκα; Έπειτα από λίγο καιρό, άρχισε και εκείνη να μελετάει τη Γραφή και τώρα είναι βαφτισμένη δούλη του Ιεχωβά.
Η εκτίμηση για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά αυξήθηκε σε αυτή την περιοχή. Ένας τοπικός σύλλογος τους διέθεσε δωρεάν επί τρία χρόνια έναν χώρο για να συναθροίζονται. Όταν ήρθε ο καιρός να χτιστεί μια Αίθουσα Βασιλείας, αυτά τα άτομα τα οποία συμπαθούσαν τους αδελφούς πρόσφεραν ως δώρο τις μισές από τις γαλβανισμένες λαμαρίνες που χρειάζονταν για την κατασκευή. Ένας άλλος τοπικός σύλλογος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον τηλεοπτικό σταθμό, πρόβαλε τις πέντε βιντεοκασέτες της Εταιρίας Σκοπιά που ήταν τότε διαθέσιμες. Η βιντεοκασέτα Μάρτυρες του Ιεχωβά—Η Οργάνωση που Φέρει το Όνομα εκτιμήθηκε πολύ από τους κατοίκους του χωριού.
Τελικά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν πια εδραιωθεί σε αυτή την πρώην εχθρική περιοχή. Το 1993 στη Μαριπασουλά και στο Παπαϊστόν υπήρχαν Αίθουσες Βασιλείας, και οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτή την περιοχή κοντά στον ποταμό Μαρονί είχαν συχνά την ευκαιρία να ακούν το άγγελμα της Βασιλείας.
Κατά Μήκος του Ποταμού Ογιαπόκ
Τι επιτελούνταν στα ανατολικά σύνορα της χώρας όπου ρέει ο ποταμός Ογιαπόκ ανάμεσα στη Γαλλική Γουιάνα και στη Βραζιλία; Το 1973 ο Αντριάν Ζαν-Μαρί έδωσε καλή μαρτυρία στην πόλη Σεν Ζορζ. Η πρώτη του επίσκεψη διήρκεσε τρεις μέρες. Τον ίδιο χρόνο επέστρεψε δύο φορές και μπόρεσε να οργανώσει μια δημόσια συνάθροιση την οποία παρακολούθησαν 20 άτομα. Άρχισαν λίγες Γραφικές μελέτες μέσω αλληλογραφίας, αλλά αυτό δεν είχε επιτυχία επειδή οι σπουδαστές δεν ήταν συνηθισμένοι να γράφουν επιστολές. Στο Ταμπάκ, ένα χωριό Βουσνέγρων στον ίδιο ποταμό, ο αδελφός Ζαν-Μαρί βρήκε επίσης άτομα που ενδιαφέρονταν για το άγγελμα της Γραφής.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1983, η Ετιενίζ Μαντέ και η Ζακλίν Λαφιτό στάλθηκαν για να δώσουν περαιτέρω μαρτυρία και να βοηθήσουν τους ενδιαφερομένους σε αυτή την απομακρυσμένη περιοχή. Όποτε ήταν δυνατόν, αδελφοί από την Καγιέν έρχονταν με αεροπλάνο να μείνουν ένα σαββατοκύριακο στο Σεν Ζορζ για να βοηθήσουν συμμετέχοντας στη διακονία αγρού με τις αδελφές και κάνοντας δημόσιες ομιλίες. Ωστόσο, απαιτούνταν πολλή υπομονή πριν φανούν οι καρποί. Η αδελφή Μαντέ θυμάται: «Ξεκίνησα αρκετές Γραφικές μελέτες. Αλλά ύστερα από λίγο, ο τοπικός ιερέας άρχισε να εναντιώνεται στο έργο μας. Μερικοί μάς έλεγαν: “Ο ιερέας μάς είπε να μη δίνουμε προσοχή στους Μάρτυρες και να μη σας δεχόμαστε στα σπίτια μας επειδή είστε όργανα του Διαβόλου”. Αρκετοί από τους σπουδαστές μου σταμάτησαν τη μελέτη τους». Ωστόσο, με την επιμονή, υπήρξαν αποτελέσματα.
Ο Μισέλ Μπουκέ και ο Ρισάρ Ροζ, ένας ειδικός σκαπανέας, συμμετείχαν επίσης στην καλλιέργεια του ενδιαφέροντος για την αλήθεια σε αυτή την περιοχή. Είχε δοθεί πολλή μαρτυρία στο Σεν Ζορζ, αλλά το 1989 διορίστηκαν να επικεντρώσουν τις προσπάθειες στην περιοχή έξω από αυτή την κοινότητα. Πρόσφατα, ο αδελφός Ροζ και η σύζυγός του είχαν το προνόμιο να είναι οι πρώτοι σκαπανείς από τη Γαλλική Γουιάνα οι οποίοι παρακολούθησαν τη Σχολή Γαλαάδ. Τώρα υπηρετούν στην Αϊτή.
Αφού δημιουργήθηκε μια βάση στις όχθες του ποταμού Ογιαπόκ στη Γαλλική Γουιάνα, έγιναν διευθετήσεις για να καλυφτεί μια μικρή περιοχή στην απέναντι πλευρά του ποταμού, στη Βραζιλία. Η πόλη Ογιαπόκε έχει 10.000 κατοίκους και απέχει σχεδόν 20 λεπτά από το Σεν Ζορζ με κανό. Οι αδελφοί κατάλαβαν σύντομα ότι υπήρχε περισσότερο ενδιαφέρον εκεί παρά στο Σεν Ζορζ, και έτσι επικέντρωσαν την προσοχή σε εκείνη την περιοχή. Ο αδελφός Μορό θυμάται: «Το βράδυ μέναμε στο πίσω μέρος ενός μαγαζιού. Δεν ήταν εύκολο υπό αυτές τις συνθήκες, αν και μια καλή γυναίκα που αυτοαποκαλούνταν “αδελφή” μάς πρόσφερε ένα μέρος για να κοιμόμαστε και ένα βαρέλι με νερό για να πλενόμαστε. Οι νεαροί ντόπιοι σκαπανείς γέλασαν κάποια φορά που η σύζυγός μου η Μαριλέν παραπονέθηκε για τη μυρωδιά του νερού. Όλοι πλυθήκαμε μέσα στο σκοτάδι στην πίσω αυλή και πήγαμε να κοιμηθούμε. Ωστόσο, το επόμενο πρωί ανακαλύψαμε με φρίκη ότι μέσα στο βαρέλι είχε πνιγεί ένας μεγάλος αρουραίος, ο οποίος βγήκε στην επιφάνεια». Αλλά αυτό δεν επισκίασε τις καλές εμπειρίες που είχαν στη διακονία.
Σε αυτή την πόλη, το Ογιαπόκε, ο αδελφός Μπουκέ πήρε την πρωτοβουλία να αγοράσει ένα οικόπεδο. Αυτός και ο αδελφός Ροζ, μαζί με άλλους σκαπανείς και αδελφούς από την Καγιέν, εργάστηκαν για να χτίσουν μια Αίθουσα Βασιλείας 80 θέσεων, δίπλα στην οποία έφτιαξαν ένα διαμέρισμα.
Τη δεκαετία του 1990 ένα ζευγάρι ειδικών σκαπανέων, το ζεύγος Ντα Κόστα, έφτασε στο Ογιαπόκε για να βοηθήσει. Αποφάσισαν να επισκεφτούν όλα τα σχολεία και να προσφέρουν στους διευθυντές το χρήσιμο βιβλίο Οι Νεαροί Ρωτούν—Αποτελεσματικές Απαντήσεις. Επίσης ζήτησαν άδεια να προσφέρουν αυτό το βιβλίο σε όλους τους μαθητές. Η άδεια δόθηκε. Όταν άκουσαν τι περιείχε το βιβλίο, όλοι οι μαθητές και όλοι οι δάσκαλοι ζήτησαν αντίτυπα. Οι αδελφοί διέθεσαν 250 βιβλία.
Ο αδελφός ντα Κόστα αναφέρει: «Είχαμε μια θαυμάσια συζήτηση με το διοικητή του τοπικού στρατοπέδου και του προσφέραμε το βιβλίο Γνώση που Οδηγεί στην Αιώνια Ζωή. Το δέχτηκε και ζήτησε να τον βοηθήσουμε να αντιμετωπίσει τη μέθη και την ανηθικότητα των αντρών του στο στρατόπεδο. Προσφερθήκαμε να κάνουμε μια ομιλία στους στρατιώτες. Του άρεσε η ιδέα και υποσχέθηκε ότι την επόμενη εβδομάδα θα συγκέντρωνε μια μικρή ομάδα. Όταν πήγαμε να κάνουμε την ομιλία, μας περίμεναν 140 στρατιώτες. Όλοι πρόσεχαν αυτά που λέγονταν. Δώσαμε 70 περιοδικά. Δεν είχαμε περισσότερα μαζί μας γιατί δεν περιμέναμε να δούμε τόσο πολλούς συγκεντρωμένους. Αυτή η διευθέτηση συνεχίστηκε επί αρκετές εβδομάδες. Επειδή αυτοί οι στρατιώτες δεν μένουν πολύ καιρό στο ίδιο μέρος, χάσαμε τα ίχνη των περισσοτέρων». Ωστόσο, πολλοί ανταποκρίθηκαν θετικά στη βοήθεια που τους δόθηκε.
Μια νεαρή γυναίκα, ονόματι Ρόζα, είχε μελετήσει τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Βραζιλία, αλλά δεν είχε ανταποκριθεί πλήρως στα καλά νέα. Όταν άκουσε ότι μπορούσε να κερδίσει πολλά χρήματα εργαζόμενη σε ένα ορυχείο χρυσού στη Γαλλική Γουιάνα, εγκατέλειψε το διαμέρισμά της και τη Γραφική της μελέτη και έφτασε στο Ογιαπόκε με την πρόθεση να μπει παράνομα στη Γαλλική Γουιάνα. Φυσικά, δεν θα ήταν ασφαλές να ζήσει μια γυναίκα ανάμεσα σε άντρες σε ένα ορυχείο χρυσού στη μέση του δάσους. Πριν φύγει για τα ορυχεία, μια αδελφή στο Ογιαπόκε που ενδιαφέρθηκε για αυτήν τη βοήθησε να επανεξετάσει την κατάστασή της. Η Ρόζα επηρεάστηκε πολύ από τη συμβουλή της Γραφής στα εδάφια Ματθαίος 6:25-34 και άλλαξε γνώμη. Αφιέρωσε τη ζωή της στον Ιεχωβά και επέστρεψε στο σπίτι της. Έπειτα από αρκετά χρόνια που βρισκόταν σε διάσταση, ξανάσμιξε με το σύζυγό της.
Στο Ογιαπόκε υπάρχει τώρα μια εκκλησία με 25 ευαγγελιζομένους. Οι προσπάθειες των πέντε ευαγγελιζομένων στο Σεν Ζορζ αποφέρουν επίσης καρπούς. Ο πρώτος κάτοικος του Σεν Ζορζ ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αλήθειας ήταν ο Ζαν Ρενέ Ματουρέν. Σήμερα υπηρετεί ως διακονικός υπηρέτης, και η σύζυγός του ως τακτική σκαπάνισσα.
Χαρωπές Συνάξεις
Στους Βιβλικούς χρόνους οι λάτρεις του Ιεχωβά είχαν λάβει την οδηγία να συνάγονται τακτικά για την απόδοση λατρείας. (Δευτ. 16:1-17) Παρόμοια, οι συνελεύσεις έχουν αποτελέσει ορόσημα για τους σύγχρονους λάτρεις του Ιεχωβά στη Γαλλική Γουιάνα. Ακόμη και όταν οι ευαγγελιζόμενοι ήταν λίγοι, οι αδελφοί δεν απέφευγαν την ευθύνη να οργανώνουν συνελεύσεις. Ένας αδελφός αφηγείται: «Τη δεκαετία του 1960 οι συνελεύσεις μας περιφερείας διαρκούσαν οχτώ μέρες. Παρουσιάζονταν τέσσερα Βιβλικά δράματα. Οι ηθοποιοί έπρεπε να αποστηθίζουν τα λόγια τους και οι λιγοστοί ευαγγελιζόμενοι έπρεπε να εργάζονται πολύ σκληρά. Ευτυχώς, πολλοί αδελφοί από τη Μαρτινίκα και τη Γουαδελούπη έρχονταν να βοηθήσουν στις συνελεύσεις». Οι αδελφοί εκτιμούσαν βαθιά την παρουσία τους. Πολλοί θυμούνται ακόμη με συγκίνηση τις μέρες που οι περισσότεροι από τους ντόπιους αδελφούς πήγαιναν στο αεροδρόμιο για να καλωσορίσουν τους εκπροσώπους οι οποίοι έφταναν από τη Μαρτινίκα και τη Γουαδελούπη.
Αυτές οι συνάξεις ήταν πραγματικά ευκαιρίες για χαρά. Κάθε συνέλευση ήταν μια πνευματική γιορτή, και οι αδελφοί ένιωθαν όπως οι Ισραηλίτες στους οποίους ο Ιεχωβά είπε: «Πρέπει να χαρείτε ενώπιον του Ιεχωβά του Θεού σας».—Λευιτ. 23:40.
Οι πιο έμπειροι αδελφοί ήταν πολύ απασχολημένοι. Φρόντιζαν για την οργάνωση της συνέλευσης, έκαναν ομιλίες και συχνά έπαιζαν σε αρκετά δράματα. Δεν ήταν ασυνήθιστο να συμμετέχει ένας αδελφός σε τρία δράματα και να κάνει πέντε ή έξι ομιλίες.
Περισσότερη εργασία πρόσθετε το γεγονός ότι έπρεπε να ετοιμαστούν χορταστικά γεύματα για να σερβιριστούν το μεσημέρι. Το μενού μερικές φορές περιλάμβανε χοιρινό, σαύρα, αγκούτι, χελώνα και αρμαδίλλο. Σε μερικές περιπτώσεις, οι αδελφοί έπρεπε να κυνηγούν ή να ψαρεύουν ενόσω βρίσκονταν στον τόπο της συνέλευσης για να εξασφαλίσουν το φαγητό που θα σερβιριζόταν.
Η εξεύρεση χώρου για τις συνελεύσεις ήταν ανέκαθεν δύσκολη. Στην αρχή χρησιμοποιούσαν το σπίτι της οικογένειας Βαλάρ. Οι αδελφοί έστηναν ένα υπόστεγο στην αυλή και κάθε χρόνο το επέκτειναν για να καλύπτει τις ανάγκες του αυξανόμενου ακροατηρίου. Ωστόσο, όταν οι παρόντες ξεπέρασαν τα 200 άτομα, ήταν αναγκαίο να ψάξουν για μεγαλύτερο χώρο. Αρχικά, τα μόνα μέρη που ήταν διαθέσιμα για ενοικίαση ήταν γήπεδα του χάντμπολ και του μπάσκετ. Οι αδελφοί κατασκεύαζαν μια εξέδρα και ζητούσαν από αυτούς που θα παρακολουθούσαν τη συνέλευση να φέρνουν δικές τους καρέκλες. Δεν ήταν εύκολο, αλλά οι αδελφοί έβλεπαν την κατάσταση με θετικό τρόπο. Οι νεαροί ποτέ δεν δίσταζαν να δίνουν τη θέση τους στους μεγαλυτέρους, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι θα στέκονταν όρθιοι όλη τη μέρα.
Επί χρόνια, νοικιάζονταν αίθουσες χορού για τις συνελεύσεις. Όταν τελείωνε το πρόγραμμα του Σαββάτου, οι αδελφοί έπρεπε να αδειάζουν γρήγορα την αίθουσα επειδή έρχονταν οι μουσικοί που ήθελαν να προετοιμαστούν για το χορό ο οποίος θα διαρκούσε όλη νύχτα. Νωρίς το πρωί οι αδελφοί επέστρεφαν για να καθαρίσουν την αίθουσα και να την ετοιμάσουν για το πρωινό πρόγραμμα της Κυριακής. Βέβαια, αυτά δεν ήταν μέρη που οι άνθρωποι γενικά θεωρούσαν κατάλληλα για μια θρησκευτική συγκέντρωση. Όταν οι αδελφοί συναθροίζονταν στις αίθουσες Γουιάνα Παλάς, Ο Σολέιγ Λεβάν και Ο Καναρί, οι άνθρωποι της περιοχής τούς χλεύαζαν. Εντούτοις, καθώς περνούσε ο καιρός, ακόμη και αυτά τα μέρη δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να εξυπηρετούν τον αυξανόμενο αριθμό παρόντων στις συνελεύσεις.
Τελικά, οι αδελφοί αποφάσισαν να κατασκευάσουν δική τους Αίθουσα Συνελεύσεων ακολουθώντας το πρότυπο των Αιθουσών Συνελεύσεων της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης. Ο σκελετός της ήταν μεταλλικός και είχε σκεπή από γαλβανισμένες λαμαρίνες. Ήταν αρκετά μεγάλη για να εξυπηρετεί σχεδόν χίλια άτομα, ωστόσο μπορούσε εύκολα να αποσυναρμολογηθεί. Η επόμενη κίνηση ήταν να βρεθεί ένα οικόπεδο όπου θα μπορούσαν να στήσουν αυτή την Αίθουσα Συνελεύσεων για να τη χρησιμοποιούν. Ο Ζαν-Ντανιέλ Μισό διέθεσε μέρος ενός δικού του οικοπέδου. Αυτή η διευθέτηση κράτησε αρκετά χρόνια.
Ένα Ασυνήθιστο Κατασκευαστικό Έργο
Καθώς αυξανόταν το ενδιαφέρον για την αλήθεια, χρειάστηκε μεγαλύτερη Αίθουσα Συνελεύσεων. Οι αδελφοί άρχισαν να αναζητούν ένα οικόπεδο αρκετά μεγάλο για να χτίσουν μια Αίθουσα Συνελεύσεων 2.000 θέσεων. Αφού έψαξαν μερικά χρόνια, βρήκαν ένα οικόπεδο 30 περίπου στρεμμάτων σε καλή τοποθεσία και σε λογική τιμή. Εφόσον οι ντόπιοι αδελφοί δεν είχαν τις απαιτούμενες γνώσεις ως μηχανικοί και ειδικοί στην οικοδόμηση, ζητήθηκε βοήθεια από το τμήμα της Γαλλίας. Το έργο που σχεδιάστηκε ήταν πράγματι ασυνήθιστο. Έλαβε χώρα το 1993. Οικοδομήθηκαν μία Αίθουσα Συνελεύσεων 2.000 τετραγωνικών μέτρων, πέντε Αίθουσες Βασιλείας, τρία διαμερίσματα για ειδικούς σκαπανείς και τρεις ιεραποστολικοί οίκοι, και όλα αυτά μέσα σε οχτώ μόνο εβδομάδες!
Τα περισσότερα υλικά στάλθηκαν από τη Γαλλία σε 32 μεγάλα εμπορευματοκιβώτια. Ελκυστήρες, φορτηγά, λεωφορεία, τσιμεντόλιθοι, γαλβανισμένες λαμαρίνες και άλλα οικοδομικά υλικά, καθώς και μεγάλες ποσότητες τροφίμων, ήταν ανάμεσα στα πράγματα που στάλθηκαν. Οι Περιφερειακές Επιτροπές Οικοδόμησης στη Γαλλία οι οποίες ασχολήθηκαν με αυτό το έργο εργάστηκαν πολύ σκληρά.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών, περίπου 800 αδελφοί και αδελφές ήρθαν από τη Γαλλία με δικά τους έξοδα για να εργαστούν μαζί με 500 ντόπιους αδελφούς και αδελφές σε τέσσερις διαφορετικές τοποθεσίες. Το δυτικότερο εργοτάξιο απείχε από το ανατολικότερο 250 χιλιόμετρα, γι’ αυτό η καλή επικοινωνία ήταν απαραίτητη. Οι Γάλλοι αδελφοί ήρθαν ανά ομάδες μέσα στην περίοδο των δύο μηνών, αλλά σε κάποια χρονική στιγμή υπήρχαν 500 αδελφοί από τη Γαλλία οι οποίοι εργάζονταν μαζί με 422 ντόπιους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η εξεύρεση καταλυμάτων για όλους τους εθελοντές ήταν δύσκολη. Πολλές οικογένειες ντόπιων φιλοξένησαν δύο ή και τρεις Γάλλους εθελοντές, και κανένας δεν έμεινε σε ξενοδοχείο. Χρειάζονταν επίσης μεταφορικά μέσα για την εξυπηρέτηση των εθελοντών. Ένας αδελφός αφηγείται: «Πριν πάω στην εργασία μου, έκανα μια παράκαμψη και άφηνα μερικούς εθελοντές στο εργοτάξιο και μετά τους έπαιρνα όταν τελείωνα τη δουλειά μου. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να νιώθουν οι εθελοντές άνετα».
Ενώ η κύρια ομάδα βρισκόταν στο Ματουρί, στο εργοτάξιο της Αίθουσας Συνελεύσεων (η οποία σχεδιάστηκε να στεγάζει και μια Αίθουσα Βασιλείας), άλλοι ήταν στο Σιναμαρί για να χτίσουν μια Αίθουσα Βασιλείας και έναν μικρό ιεραποστολικό οίκο. Στο Μανά χτιζόταν μια ακόμη Αίθουσα Βασιλείας και ένας ιεραποστολικός οίκος. Στην περιοχή του Μανά όπου μιλιέται η γλώσσα σράναμ, χτιζόταν μια Αίθουσα Βασιλείας και ένα διαμέρισμα για ειδικούς σκαπανείς. Στο Σεν-Λοράν χτιζόταν μια Αίθουσα Βασιλείας 330 θέσεων και ένας ιεραποστολικός οίκος για έξι άτομα. Εκεί συναθροίζονται δύο εκκλησίες. Αυτή η μεγάλη Αίθουσα Βασιλείας χρησιμοποιείται για τις συνελεύσεις που διεξάγονται στη γλώσσα σράναμ, τις οποίες παρακολουθούν συνήθως μέχρι και 600 άτομα.
Έπειτα από αυτό το τεράστιο οικοδομικό έργο, μερικοί από τους Γάλλους αδελφούς αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη Γαλλική Γουιάνα. Εκτός από το ότι βοηθούν με τις οικοδομικές τους ικανότητες, έχουν φέρει ευλογίες στις εκκλησίες υπηρετώντας ως πρεσβύτεροι, διακονικοί υπηρέτες και μέλη των επιτροπών οικοδόμησης. Αργότερα, μερικοί συμμετείχαν στην οικοδόμηση των εγκαταστάσεων του νέου τμήματος.
Ανάγκη για ένα Γραφείο Τμήματος
Το γραφείο τμήματος της Γαλλικής Γουιάνας άρχισε να λειτουργεί το 1990 σε ένα νοικιασμένο σπίτι στη Μονζολί, μια πόλη κοντά στην πρωτεύουσα. Ο Νταβίντ Μορό διορίστηκε να υπηρετεί ως συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος. Από τότε που υπηρετούσε στη Μαρτινίκα μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Γαλαάδ το 1981, εκτελούσε συχνά διάφορους διορισμούς που του ανατίθονταν στη Γαλλική Γουιάνα. Μαζί του στην Επιτροπή του Τμήματος ήταν και ο Ζαν-Ντανιέλ Μισό, ο Πολ Σονγκ Γουίνγκ και ο Ερίκ Κουζινέ. Αργότερα, διορίστηκε να υπηρετεί μαζί τους και ο Κριστιάν Μπελοτί. Οι εκκλησίες εκτίμησαν πολύ το ότι λάβαιναν τώρα κατεύθυνση από ώριμους αδελφούς οι οποίοι βρίσκονταν στη χώρα και ήταν πολύ εξοικειωμένοι με τις ανάγκες τους.
Όταν σχηματίστηκε το τμήμα, η αναλογία των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας ήταν 1 προς 173 κατοίκους της χώρας. Στους 660 ευαγγελιζομένους περιλαμβάνονταν και 14 ιεραπόστολοι, διορισμένοι σε διάφορα μέρη της χώρας. Η συνεχιζόμενη αύξηση των ευαγγελιζομένων—κάποια χρόνια έφτασε το 18 τοις εκατό—κατέστησε αναγκαίο να βρεθούν πιο κατάλληλες εγκαταστάσεις για το γραφείο τμήματος. Το 1992 το γραφείο τμήματος μετακόμισε στο Ματουρί, κοντά στην Καγιέν. Έπειτα, το 1995, το Κυβερνών Σώμα ενέκρινε την κατασκευή ενός κτιρίου που θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες μας. Χρειάστηκαν δύο χρόνια εργασίας για να γίνει πραγματικότητα το νέο συγκρότημα. Πόσο μεγάλη πηγή χαράς αποτέλεσε για τους αδελφούς, και πόσο θαυμάσια μαρτυρία δόθηκε!
Δυσκολίες στη Διακονία
Το κήρυγμα των καλών νέων σε αυτή τη χώρα απαιτεί σκληρή εργασία, αυτοθυσία και αγάπη. Οι ειλικρινείς σπουδαστές της Γραφής το παρατηρούν αυτό. Μια γυναίκα είπε στην αδελφή που της έκανε μελέτη: «Πράγματι, μπορώ να διακρίνω την αγάπη και την αφοσίωση που εκδηλώνεις απέναντί μου. Επί μήνες ολόκληρους, ακόμη και όταν έβρεχε, ερχόσουν τακτικά να με διδάξεις τη γνώση των καλών νέων. Για να ανταποδώσω, θα παρευρίσκομαι κάθε Κυριακή στις συναθροίσεις σας». Και το έκανε αυτό, φέρνοντας μάλιστα μαζί της και μερικούς γνωστούς της.
Κάποιες φορές, για να φτάσουν στο μέρος όπου θα διεξαγάγουν μια Γραφική μελέτη, οι ευαγγελιζόμενοι πρέπει να περπατήσουν σε κορμούς δέντρων τοποθετημένους πάνω σε χαντάκια. Αυτό γίνεται δυσκολότερο όταν ο κορμός σχεδόν επιπλέει στο νερό. Καθώς ο Νταβίντ Μορό περπατούσε με τεντωμένα χέρια για να κρατάει ισορροπία μπροστά από μια σκαπάνισσα, άκουσε πίσω του έναν παφλασμό. Η αδελφή με θάρρος σκαρφάλωσε πάλι στον κορμό, πλύθηκε όταν έφτασε και διεξήγαγε τη Γραφική της μελέτη σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Σε μια άλλη περιοχή, ο αδελφός Μπουκέ έφτασε με κανό σε ένα χωριό την ώρα που στον ωκεανό υπήρχε άμπωτη και η όχθη του ποταμού είχε γίνει βούρκος. Καθώς περπατούσε προς το χωριό, βούλιαξε μέσα στη λάσπη μέχρι τα γόνατα. Αφού περπάτησε σχεδόν 25 μέτρα, τελικά βρήκε στεγνό έδαφος. Οι ευγενικοί χωρικοί τού έδωσαν νερό για να πλύνει τα πόδια του και έπειτα άρχισε τη διακονία του.
Αυτό που κάνει δύσκολη την προσέγγιση των Αμερινδών δεν είναι μόνο το ότι τα χωριά τους είναι απομακρυσμένα και το ότι υπάρχουν διαφορές στη γλώσσα. Σε μια προσπάθεια να προστατέψει αυτές τις περιοχές από την εισβολή του πολιτισμού, η κυβέρνηση έχει επιβάλει περιορισμούς στην είσοδο του κοινού. Δεν επιτρέπεται το οργανωμένο κήρυγμα στα χωριά τους. Ωστόσο, όταν οι Αμερινδοί επισκέπτονται κοντινά χωριά για να αγοράσουν τα αναγκαία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά προσπαθούν να τους μεταδώσουν τη θαυμάσια ελπίδα που έχουν για έναν κόσμο στον οποίο δεν θα υπάρχει καμιά αρρώστια, περιλαμβανομένης και της ελονοσίας που μαστίζει πολλούς ανθρώπους εδώ.
Για μερικούς, το να τηρούν τα ραντεβού τους και να παρακολουθούν τις συναθροίσεις μια συγκεκριμένη ώρα απαιτεί μεγάλη αλλαγή στον τρόπο σκέψης. Πριν από τριάντα χρόνια οι ιθαγενείς δεν φορούσαν ποτέ ρολόι και κανένας δεν βιαζόταν. Το να είναι στην ώρα τους στις συναθροίσεις ήταν κάτι καινούριο. Μια αδελφή ήταν ευχαριστημένη που έφτασε την ώρα της προσευχής, ώσπου διαπίστωσε ότι ήταν η τελική προσευχή! Σε μια άλλη περίπτωση, ένας ιεραπόστολος ο οποίος κήρυττε στο Σεν Ζορζ ρώτησε έναν άντρα αν ήταν μακριά το χωριό Ρεζινά. Ο άντρας απάντησε: «Δεν είναι μακριά». «Πόσο μακριά είναι λοιπόν;» ρώτησε ο αδελφός. «Μόνο εννιά μέρες με τα πόδια». Αυτή η άποψη για το χρόνο δείχνει επίσης γιατί μερικοί, αν και τους αρέσει η αλήθεια, αναβάλλουν την απόφαση να υπηρετήσουν τον Θεό.
Κάποιοι έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στους νόμους της φυλής και στις Γραφικές αρχές σχετικά με την οικογενειακή ζωή. Μερικές φορές, η απόφασή τους να περπατούν στις οδούς του Ιεχωβά είχε ως αποτέλεσμα να εξοργιστεί ο αρχηγός του χωριού. Σε ένα χωριό, ο ειδικός σκαπανέας και η σύζυγός του που υπηρετούσαν σε εκείνη την περιοχή καταδικάστηκαν σε θάνατο από τον αρχηγό του χωριού. Για να αποφύγουν την εκτέλεση, εγκατέλειψαν το χωριό και έπειτα μεταφέρθηκαν σε άλλο διορισμό 300 χιλιόμετρα μακριά.
Παρά τις δυσκολίες αυτές, άνθρωποι με κάθε είδους παρελθόν και από όλα τα κοινωνικά στρώματα ανταποκρίνονται στην πρόσκληση: «Όποιος θέλει ας πάρει νερό ζωής δωρεάν». (Αποκ. 22:17) Το περασμένο έτος, ένας ανώτατος αριθμός 1.500 ατόμων συμμετείχε στο κήρυγμα των καλών νέων στη Γαλλική Γουιάνα. Κατά μέσο όρο, διεξάγονταν 2.288 Γραφικές μελέτες με ενδιαφερομένους. Στις 19 Απριλίου, 5.293 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Προσευχόμαστε ένθερμα να κάνουν την αλήθεια κτήμα τους πολύ περισσότερα άτομα, και να γίνουν με αυτόν τον τρόπο αληθινοί μαθητές του Ιησού Χριστού.
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 224]
[Εικόνα στη σελίδα 228]
Ο Όλγκε Λαάλαντ
[Εικόνα στη σελίδα 230]
Από αριστερά προς τα δεξιά: Ο Κριστιάν Μπόνκας και ο Ξαβιέ Νολ
[Εικόνες στη σελίδα 234]
Ο Μισέλ και η Ζαν Βαλάρ
[Εικόνα στη σελίδα 237]
Κονστάνς και Εντμοζίν Φλερό
[Εικόνες στη σελίδα 238]
(1) Ξύλινο μονοπάτι μέσα στο βροχερό δάσος, (2) Ο Ερίκ Κουζινέ και ο Μισέλ Μπουκέ φορτωμένοι με προμήθειες, (3) Χωριό Αμερινδών
[Εικόνα στη σελίδα 241]
Ο Ελί και η Λουσέτ Ρεγκαλάντ
[Εικόνες στη σελίδα 251]
Διεθνές οικοδομικό έργο διάρκειας οχτώ εβδομάδων: (1) Αίθουσα Συνελεύσεων στο Ματουρί· Αίθουσες Βασιλείας και κατοικίες (2, 3) στο Μανά, (4) στο Σεν-Λοράν και (5) στο Σιναμαρί· (6) Μάρτυρες από τη Γαλλική Γουιάνα μαζί με εκατοντάδες από τη Γαλλία συμμετείχαν σε αυτό το έργο
[Εικόνες στη σελίδα 252, 253]
Το γραφείο τμήματος και ο Οίκος Μπέθελ στη Γαλλική Γουιάνα, με την Επιτροπή του Τμήματος (από αριστερά προς τα δεξιά): Πολ Σονγκ Γουίνγκ, Νταβίντ Μορό, Ζαν-Ντανιέλ Μισό, Ερίκ Κουζινέ