Ιώβ
Οι νεότεροί μου στις ημέρες,+
Των οποίων τους πατέρες θα είχα αρνηθεί
Να βάλω μαζί με τους σκύλους του ποιμνίου μου.
3 Είναι στείροι από τις ελλείψεις και την πείνα,
Ροκανίζουν άνυδρη περιοχή,+
Όπου χθες υπήρχε θύελλα και ερήμωση.
4 Έκοβαν το αλατόχορτο κοντά στους θάμνους,
Και η ρίζα των σπάρτων ήταν η τροφή τους.
6 Κατοικούν στους γκρεμούς των ρεματιών,
Στις τρύπες του εδάφους και στους βράχους.
7 Μέσα στους θάμνους κραύγαζαν·
Κάτω από τις τσουκνίδες στριμώχνονταν.
11 Διότι αυτός χαλάρωσε τη χορδή του τόξου μου και με ταπείνωσε,
Άφησαν χαλαρό το χαλινάρι εξαιτίας μου.
12 Εγείρονται στα δεξιά μου σαν άθλιο σπέρμα·
Τα πόδια μου τα άφησαν,
Αλλά ύψωσαν εναντίον μου τα καταστροφικά τους αναχώματα.+
13 Κατέστρεψαν τους δρόμους μου·
Το μόνο που κέρδισα από αυτούς ήταν δεινά,+
Χωρίς να έχουν κανέναν βοηθό.
14 Σαν μέσα από πλατύ άνοιγμα έρχονται·
Κάτω από θύελλα εφορμούν.
15 Ξαφνικοί τρόμοι στράφηκαν εναντίον μου·
Το αρχοντικό μου παράστημα διώχνεται σαν από τον άνεμο
Και η σωτηρία μου παρήλθε σαν σύννεφο.
17 Τη νύχτα τα κόκαλά+ μου διατρυπούνται και πέφτουν από πάνω μου,
Και οι πόνοι που με ροκανίζουν δεν ησυχάζουν.+
18 Από την περίσσια δύναμη το ένδυμά μου αλλάζει·
Σαν το περιλαίμιο του μακριού μου ενδύματος με περισφίγγει.
19 Αυτός με κατέβασε στον πηλό
Και γίνομαι σαν χώμα και στάχτη.
20 Κραυγάζω προς εσένα για βοήθεια, αλλά δεν μου απαντάς·+
Στάθηκα όρθιος, για να μου δείξεις προσοχή.
21 Αλλάζεις και γίνεσαι σκληρός απέναντί μου·+
Με την κραταιά δύναμη του χεριού σου τρέφεις εχθρότητα για εμένα.
22 Με σηκώνεις μέχρι τον άνεμο, με ανεβάζεις πάνω του·
Κατόπιν με διαλύεις με πάταγο.
23 Διότι ξέρω καλά ότι θα με κάνεις να γυρίσω στο θάνατο+
Και στο σπίτι της σύναξης για όλους τους ζωντανούς.
24 Μόνο που κανείς δεν απλώνει το χέρι του ενάντια σε σωρό ερειπίων,+
Ούτε ενόσω φθείρεται κανείς υπάρχει κραυγή για βοήθεια σχετικά με αυτά.
27 Τα σπλάχνα μου άρχισαν να βράζουν και δεν σώπασαν·
Ημέρες ταλαιπωρίας με βρήκαν.
28 Περίλυπος+ περπατούσα όταν δεν υπήρχε το φως του ήλιου·
Σηκώθηκα μέσα στη σύναξη, κραύγαζα για βοήθεια.
31 Και η άρπα μου κατάντησε να είναι για πένθος μόνο,
Και η φλογέρα μου για τη φωνή ανθρώπων που κλαίνε.