29 Και ύψωσε πάλι ο Ιώβ τα παροιμιώδη του λόγια και είπε:
2 «Μακάρι να ήμουν όπως τους παλιούς σεληνιακούς μήνες,+
Όπως τις ημέρες που με φρουρούσε ο Θεός·+
3 Όταν έκανε το λυχνάρι του να λάμπει πάνω από το κεφάλι μου,
Όταν περπατούσα στο σκοτάδι με το δικό του φως·+
4 Όπως ήμουν τις ημέρες της ακμής μου,+
Όταν στη σκηνή μου υπήρχε στενή σχέση με τον Θεό·+
5 Όταν ο Παντοδύναμος ήταν ακόμη μαζί μου,
Και οι υπηρέτες μου ολόγυρά μου!
6 Όταν έπλενα τα βήματά μου στο βούτυρο
Και ο βράχος έβγαζε για χάρη μου ρυάκια λάδι·+
7 Όταν έβγαινα στην πύλη της πόλης,+
Ετοίμαζα τη θέση μου στην πλατεία!+
8 Τα αγόρια με έβλεπαν και κρύβονταν,
Ακόμη και οι ηλικιωμένοι σηκώνονταν, στέκονταν όρθιοι.+
9 Οι άρχοντες συγκρατούσαν τα λόγια τους
Και έβαζαν την παλάμη πάνω στο στόμα τους.+
10 Η φωνή των ηγετών κρυβόταν
Και η γλώσσα τους κολλούσε στον ουρανίσκο τους.+
11 Διότι το αφτί άκουγε και με αποκαλούσε ευτυχισμένο,
Το μάτι έβλεπε και έδινε μαρτυρία για εμένα.
12 Διότι έσωζα τον ταλαιπωρημένο που κραύγαζε για βοήθεια,+
Το αγόρι που ήταν ορφανό από πατέρα καθώς και τον αβοήθητο.+
13 Η ευλογία+ εκείνου που κόντευε να αφανιστεί ερχόταν πάνω μου,
Και εύφραινα την καρδιά της χήρας.+
14 Με δικαιοσύνη ντυνόμουν και αυτή με έντυνε.+
Η κρίση μου ήταν σαν αμάνικο πανωφόρι και τουρμπάνι.
15 Μάτια γινόμουν για τον τυφλό+
Και πόδια για τον κουτσό.
16 Ήμουν πραγματικός πατέρας για τους φτωχούς+
Και εξέταζα τη δικαστική υπόθεση ανθρώπων που μου ήταν άγνωστοι.+
17 Και έσπαζα τα σαγόνια αυτού που αδικοπραγούσε+
Και αποσπούσα τη λεία από τα δόντια του.
18 Και έλεγα: “Στη φωλιά μου θα εκπνεύσω,+
Και σαν τους κόκκους της άμμου θα πληθύνω τις ημέρες μου.+
19 Η ρίζα μου είναι ανοιχτή προς τα νερά,+
Και η δροσιά θα διανυκτερεύσει πάνω στο κλαρί μου.
20 Η δόξα μου παραμένει ακμαία σε εμένα,
Και το τόξο που έχω στο χέρι μου θα τοξεύει επανειλημμένα”.
21 Εμένα άκουγαν· και περίμεναν
Και σώπαιναν για να ακούσουν τη συμβουλή μου.+
22 Μετά το λόγο μου δεν ξαναμιλούσαν,
Και πάνω τους έσταζε ο λόγος μου.+
23 Με περίμεναν όπως τη βροχή+
Και άνοιγαν διάπλατα το στόμα τους για την ανοιξιάτικη βροχή.+
24 Τους χαμογελούσα—δεν το πίστευαν—
Και το φως του προσώπου μου δεν το χαμήλωναν.+
25 Διάλεγα για αυτούς το δρόμο, και καθόμουν επικεφαλής·
Κατοικούσα σαν βασιλιάς ανάμεσα στα στρατεύματά του,+
Σαν παρηγορητής εκείνων που πενθούν.+