Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στην Τσεχοσλοβακία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972—συνέχεια)
Στο πρώτο ήμισυ του υπηρεσιακού έτους 1939 μόνο ένα μικρό υπόλοιπο διαγγελέων, εκείνοι που ζούσαν έξω από τη ζώνη της Γερμανικής επιρροής, έκαμαν έκθεσι στο τμήμα της Πράγας. Αλλ’ αυτοί συνέχιζαν πιστά.
Ο Χίτλερ δεν έχασε καιρό στο να φέρη εις πέρας τους σκοπούς της επεκτάσεως. Την 15η Μαρτίου 1939 οι στρατιές του διέβησαν τα σύνορα και εβάδισαν κατά της Πράγας. Η Βοημία και Μοραβία, όχι απλώς οι Γερμανοκατοικημένες περιφέρειες, διεκηρύχθησαν προτεκτοράτον του Γερμανικού Ράιχ. Η Ουγγαρία εν τω μεταξύ κατείχε ένα μεγάλο μέρος της Σλοβακίας, και το υπόλοιπον έγινε ένα ανεξάρτητο κράτος υπό τον Ρωμαιοκαθολικό ιεράρχη Τίσο. Αμέσως το γραφείον της Εταιρίας έλαβε διαταγή να ξεμονταρίση όλα τα μηχανήματα εκτυπώσεως και να τα απομακρύνη από τη χώρα. Σε δυο εβδομάδες όλα τα μηχανήματα ήσαν έτοιμα προς εξαγωγήν στην Ολλανδία, και τις επόμενες μέρες όλα τα υλικά στοιχειοθετήσεως εξήχθησαν. Οι Τσεχικές εξουσίες έδωσαν άδεια για την εξαγωγή χωρίς διατυπώσεις.
Στις 30 Μαρτίου πράκτορες της Γκεστάπο επισκέφθησαν το γραφείο της Πράγας για πρώτη φορά και κατέσχον μικρή ποσότητα Γερμανικής εντύπου ύλης και Γραφές. Ένας αδελφός που προηγουμένως είχε συλληφθή στη Γερμανία συνελήφθη πάλιν στην περίπτωσι αυτή. Αφού αδελφοί Τσεχικής εθνικότητος δεν ενοχλώνταν, έγινε δυνατόν για τρεις αδελφούς να μείνουν και να συμμαζέψουν τα πράγματα στο τμήμα.
Ο Αδ. Μύλλερ ενθυμείται μερικές πείρες την άνοιξι εκείνη: «Τον καιρό εκείνο η Γκεστάπο γνώριζε μόνο τον Αδ. Κάπινους. Στις αρχές του Απριλίου ο Αδ. Κάπινους έκαμε υπαινιγμό ότι θα ήταν καλύτερα για μένα να μη με ιδούν αυτοί καθόλου. Συνεβούλευσε να είναι κλειδωμένη η κυρία είσοδος του Μπέθελ πάντοτε, έτσι ώστε όταν η Γκεστάπο θα ερχόταν θα έπρεπε να χτυπήσουν το κουδούνι. Ο Αδ. Κάπινους τότε θ’ απαντούσε από το παράθυρο του δευτέρου πατώματος, και εν καιρώ ανάγκης θα μου έδινε ένα προειδοποιητικό σημείο για να τρέξω κατά μήκος της αυλής του Μπέθελ και να κρυφθώ σ’ ένα μεγάλο κήπο που συνώρευε με την ιδιοκτησία μας. Έτσι όταν η Γκεστάπο ερχόταν, καθώς το έπρατταν συχνά, πάντοτε κρυπτόμουνα μέσα στους θάμνους. Σχετικά με την Τσεχική έντυπο ύλη που είχαμε, η Γκεστάπο την πρώτη φορά που μας επισκέφθηκε έκαμε την παρατήρησι, ‘Μπορείτε να δίνετε στους Τσέχους ό,τι επιθυμείτε.’ Αλλά όταν ήλθαν τον Απρίλιο και δεν βρήκαν ούτε ένα βιβλιάριο είχαν εκπλαγή και θυμώσει. Όλη την έντυπο ύλη την μεταφέραμε σ’ ένα άδειο πάτωμα μιας γηραιάς αδελφής προς εναποθήκευσι και κατόπιν την διενείμαμε στα σπίτια των διαγγελέων σ’ όλη την πόλι.
Τον Μάιο του 1939 οι τρεις αδελφοί απεφάσισαν να εγκαταλείψουν το τμήμα και να εργασθούν υπογείως. Ο Αδ. Μύλλερ θα συνέχιζε στη Πράγα να αναδιοργανώνη τα ζητήματα, ο Αδ. Κάπινους θα μετέβαινε στη γενέτειρά του στη Μοραβία και θα διέθετε καιρό στο μεταφραστικό έργο, και ο Αδ. Ματέζκα θα επέστρεφε στη Σλοβακία, στην περιφέρεια της οποίας υπήρχαν ήδη δυσκολίες επικοινωνίας. Η απόφασις αυτή γρήγορα αποδείχθηκε ότι ήταν η σοφή, γιατί στα έτη 1940-1945 οι αδελφοί στη Βοημία και Μοραβία υπήρξαν ο στόχος ασπόνδου καταδιώξεως από την Γκεστάπο, και μερικοί εθανατώθησαν για την πίστι των. Στη Σλοβακία, αφού επέζησε τις πρώτες δυσκολίες, το έργο εξηκολούθησε ομαλώς, μολονότι υπογείως. Ο Αδ. Κάπινους τελικά συνελήφθη το 1940 και ο Αδ. Μύλλερ το 1941, και οι δυο υπέφεραν σε διάφορες Ναζιστικές φυλακές και στρατόπεδα συγκεντρώσεως πριν τελειώση ο πόλεμος. Από το 1943 κι εφεξής, αύξησαν οι συλλήψεις, και γρήγορα οι μισοί μάρτυρες του Ιεχωβά στη Βοημία και Μοραβία εφυλακίσθησαν.
Εκείνοι οι οποίοι ήσαν ακόμη ελεύθεροι δεν έπαυαν να μαρτυρούν για τον Ιεχωβά και τη βασιλεία του, παρά την έλλειψι εντύπου ύλης. Με την Γραφή στο χέρι μετέβαιναν στον λαό για να τους διδάξουν το θέλημα του Θεού. Μερικοί εγνώρισαν τον Ιεχωβά Θεό και το μέσον της σωτηρίας ακόμη και κάτω απ’ αυτές τις δοκιμαστικές συνθήκες. Άλλοι έμαθαν την αλήθεια του Λόγου του Θεού στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, και στο τέλος του πολέμου επέστρεψαν σπίτι τελείως διαφορετικοί. Αφήκαν το σπίτι τους ως πολιτικοί αιχμάλωτοι και επέστρεψαν ως μάρτυρες του Υπερτάτου Θεού. Οι πιστοί εκείνοι που επέζησαν από τις φρίκες των Ναζιστικών στρατοπέδων, επέστρεψαν εξησθενημένοι μεν στο σώμα, αλλά ενισχυμένοι από τις δοκιμασίες που είχαν υποστή. Ο εχθρός δεν μπόρεσε να διαρρήξη την πίστι των και πιστότητα στον Θεό.
Το 1946 ένας μέσος αριθμός 974 διαγγελέων ήσαν δραστήριοι κάθε μήνα, και ο ανώτατος αριθμός έφθασε τους 1.209 διαγγελείς. Υπήρχαν 159 εκκλησίες, ως επί το πλείστον μικρές. Μερικοί αδελφοί εφέρθησαν στο Μπέθελ για να εκπαιδευθούν και κατόπιν να εξαποσταλούν να επισκέπτωνται τις εκκλησίες και να τις ενισχύουν. Το προοδευτικό έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά το εγνώριζαν καλά οι ενάντιοι του Ιεχωβά και της δικαιοσύνης. Όχι οι αθεϊσταί, αλλά οι ηγέται των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντικών θρησκειών, ήσαν εκείνοι που μισούσαν την εξάπλωσι της Βιβλικής αληθείας. Προσπάθειες κατεβλήθησαν να παρουσιάσουν τους Μάρτυρας σ’ ένα άσχημο φως μέσω προληπτικών δηλώσεων στις εφημερίδες. Στις Καθολικές περιφέρειες της Σλοβακίας ο κλήρος προχώρησε ακόμη περισσότερο. Η ευνοούμενη μέθοδός των ήταν να διεγείρουν φανατικούς ενορίτας να επιτίθενται βιαίως εναντίον του λαού του Ιεχωβά.
Σε μια κοινότητα στην ανατολική Σλοβακία μερικοί Μάρτυρες ασχολούνταν στην κήρυξι της βασιλείας από θύρα σε θύρα. Όταν ο Έλλην Καθολικός ιερεύς το έμαθε θύμωσε πάρα πολύ και έβαλε άνδρες και γυναίκες να επιτεθούν κατά των ειρηνικών κηρύκων. Μη ευχαριστημένος απ’ αυτό, πήγε στο σχολείο και παρώτρυνε τον διδάσκαλο να πη στα 300 σχολόπαιδα να μεταβούν και να ρίξουν πέτρες κατά των Μαρτύρων. Οι διαγγελείς ελήφθησαν στον αστυνομικό σταθμό και εξητάσθησαν. Οι αστυνομικοί, όμως, τους εφέρθησαν φιλάγαθα, εδέχθησαν έντυπο ύλη, τους έσφιξαν τα χέρια των και τους άφησαν. Ο όχλος όμως τώρα είχε εξαγριωθή και τους εξεδίωξε από το χωριό με ξύλα και πέτρες.
Στην Κλενοβά, πάλι στην ανατολική Σλοβακία, ένας ιερεύς διήγειρε τον πληθυσμό εναντίον των Μαρτύρων. Ο ταραχώδης όχλος εκακοποίησε τους Μάρτυρας μέχρι ότου μια περίπολος των συνόρων τους έσωσε. Πόσο υποκριτικοί οι κληρικοί αυτοί ήσαν! Στα έτη του πολέμου προσπαθούσαν να πείσουν τους Ναζιστάς άρχοντας ότι οι Μάρτυρες ήσαν Κομμουνισταί, και τώρα κατηγορούσαν τους ίδιους Μάρτυρας ότι εναντιώνονταν στο Κομμουνιστικό καθεστώς και στην ελευθερία της Δημοκρατίας.