Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στη Δομινικανή Δημοκρατία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972 συνέχεια)
Ο τακτικός εφοδιασμός πνευματικής τροφής ήταν μια ζωτική φροντίδα τις ημέρες εκείνες. Και μια θαυμάσια ένδειξις της στοργικής προμηθείας του Ιεχωβά ήταν το ότι Η Σκοπιά ερχόταν σ’ εμάς με το ταχυδρομείο, με προσωπικόν αγγελιαφόρο και με άλλους τρόπους. Όταν η λογοκρισία άρχισε να γίνεται πιο στενή, ο μόνος ασφαλής τρόπος ήταν μέσω προσωπικού φορέως. Ένας από τους αγγελιαφόρους αυτούς αφηγείται τι συνέπειες μπορούσε να έχη αυτό.
«Στο αεροδρόμιο της Σιουδάδ Τρουχίλλιο (Σάντο Δομίνγκο) όταν ένας ταξιδιώτης περνούσε μέσω του τελωνείου οι επίσημοι τον έβαζαν να σταθή σ’ ένα ωρισμένο μέρος και να διαβάση μια επιγραφή εκεί πάνω στον τοίχο. Αυτό ήταν ένα τέχνασμα, εκεί ήταν ένα φθοριοσκοπικό μηχάνημα πίσω από τον τοίχο για να εξετάζη τον ταξιδιώτη μήπως φέρη όπλα. Πολλάκις αναρωτιόμουν πώς άραγε να φαινόταν οι συνδετήρες των περιοδικών στο μηχάνημα. Αλλά σ’ όλα αυτά τα έτη ποτέ δεν ανεκαλύφθηκε έντυπος ύλη. Μερικές φορές φαινόταν ότι ο Ιεχωβά τους ετύφλωνε καθώς ετύφλωσε το στράτευμα των Συρίων που ζητούσαν να συλλάβουν τον Ελισσαιέ. (Γέν. 19:4-11· 2 Βασ. 6:15, 18-20) Όταν έρχονταν στα χέρια των αδελφών, τα άρθρα που θα μελετώνταν τα πολυγραφούσαν και τα έστελλαν σ’ όλη τη χώρα.»
Η υπηρεσία του αγρού γινόταν με προφύλαξι. Τα βιβλία χωρίζονταν σε μέρη έτσι ώστε ο καθένας να μπορή να φέρνη μαζί του μερικές διπλωμένες σελίδες μέσα στη τσέπη του πουκαμίσου του ή σε μια σακκούλα αποικιακών χωρίς να προσελκύση αδικαιολόγητη προσοχή. Βιβλία για μελέτη αφήνονταν στο σπίτι του σπουδαστού έτσι ώστε να μπορή κανείς να περπατή στο δρόμο χωρίς έντυπο ύλη. Δελτία εκθέσεων γίνονταν, αλλά φαίνονταν σαν κατάλογοι της αγοράς, οι διαγγελείς ανέφεραν παπάγια, φασόλια, αυγά, λάχανο και σπανάκι για βιβλία, βιβλιάρια, ώρες, κ.ο.κ. Πολυγραφημένα αντίτυπα Της Σκοπιάς εκαλούντο γιούκα, μια αμυλώδης φαγώσιμη ρίζα.
Βέβαια, δεν ήταν ανάγκη να βρεθή κανείς με έντυπο ύλη για να συλληφθή, όπως μπορεί να παρατηρηθή στην περίπτωσι της Λουκίας Πόζο. Αυτή συνελήφθη από την αστυνομία αφού παρηκολούθησε την συνέλευσι της Νέας Υόρκης το 1950. Είχε ένα τσαντάκι που περιείχε σαπούνι, μια πεσέτα και κοσμητικά. Με κάποια μεταμόρφωσι αυτά έγιναν περιοδικά της Σκοπιάς και μια Γραφή τον καιρό της δίκης της. Όταν έφθασε στον σταθμό, ο αρχιαστυνόμος την επέπληξε, καλώντας την Κομμουνίστρια, αδιάντροπη γυναίκα, αλήτιδα και μια εχθρά της κυβερνήσεως. Την έβαλαν στη Φυλακή των Γυναικών και κατόπιν την μετέφεραν στην Σαν Κρίστομπαλ. Την ερώτησαν εάν δεν εγνώριζε ότι το έργον των μαρτύρων του ιεχωβά είχε απαγορευθή. Η Λουκία απήντησε, «Η λατρεία μου στον Ιεχωβά δεν είναι προγεγραμμένη.» Της υπενθύμισαν ότι «Στην χώρα αυτή, όλοι πρέπει να υπακούουν στον Τρουχίλλιο.»
Η Αδελφή Πόζο μεταφέρθηκε στο πίσω μέρος ενός φορτηγού αυτοκινήτου, καθώς αυτή λέγει, ‘όπως ένα σακκί από πατάτες,’ στην Πεδερνάλες, κοντά στα σύνορα της Αϊτής. Στην Πεδερνάλες οι περισσότεροι από τους φρουρούς την μεταχειρίσθηκαν καλά. Άφηναν το κελλί της ανοιχτό και της επέτρεπαν να πλύνη τα ρούχα της σ’ ένα ρεύμα κάτω από τα δένδρα, προειδοποιώντας την να σπεύδη να μπη στο κελλί της όταν ο Αρχηγός Αλμανσάρ ερχόταν εκεί, επειδή όλοι φοβούνταν τον άνθρωπο αυτό. Όταν ένας από τους φρουρούς της επρότεινε να έχη σεξουαλικές σχέσεις μαζί του, ο γιατρός το άκουσε και επέμβηκε προς χάριν της. Η Αδελφή Πόζο ήταν αποφασισμένη ν’ αποδείξη τον αρχιαστυνόμο, που την εκάλεσε με τόσα υβριστικά ονόματα, ότι είναι ένας ψεύτης, και ότι δεν θα έκαμνε τίποτε το οποίο θα δυσφημούσε τον Ιεχωβά. Από την απόλυσί της και κατόπιν συνέχισε πιστή μέχρι σήμερα στην υπηρεσία του ειδικού σκαπανέως στην Σάντο Δομίνγκο.
Ένα σπουδαίο μέρος της ζωής των αδελφών κατά τη διάρκεια του καιρού αυτού ήταν η εβδομαδιαία επίσκεψις στις φυλακές, με τροφή και άλλα αναγκαία για τους φυλακισμένους αδελφούς. Μια γραμμή από επισκέπτες ήσαν στο δρόμο απ’ έξω πριν από τις 2 μ.μ. την Κυριακή, άνδρες και γυναίκες σε διαφορετικές γραμμές. Ένας στρατιώτης παρατηρούσε το όνομα και το δελτίον ταυτότητος ενός εκάστου και ποιον επιθυμούσε να επισκεφθή. Στους άνδρας γινόταν σωματική έρευνα. Οι αδελφοί δεν εφοδιάζονταν μόνο με φυσική τροφή αλλά και με πνευματική. Στους επισκέπτας επιτρέπονταν να φέρουν τρόφιμα όλων των ειδών. Κάποτε ένας έβαζε χαρτοσακκούλα μέσα σε μια άλλη, με λίγες σελίδες των περιοδικών ή βιβλιάρια ανάμεσα στις σακκούλες, και κατόπιν την εγέμιζε με φρούτα. Μολονότι οι φύλακες εξήταζαν τα φρούτα με επιμέλεια, δεν σκέπτονταν να παρατηρήσουν ανάμεσα στις σακκούλες, γιατί νόμιζαν ότι οι δυο ήσαν για να προσθέσουν δύναμι ούτως ώστε οι χυμοί από τα φρούτα να μη σπάσουν τις χαρτοσακκούλες.
Μέσα στη φυλακή οι φυλακισμένοι είχαν προνόμια υπηρεσίας. Ο Λεόν Γκλας αναφέρει ότι ως φυλακισμένοι είχαν ορισθή να εργάζωνται γύρω στα στρατιωτικά περιφράγματα στην πρωτεύουσα και στο εσωτερικό, και σ’ όλους που συναντούσαν έλεγαν τα «καλά νέα.» Μερικοί από το προσωπικό του στρατού ήσαν φιλικοί και μάλιστα τους βοηθούσαν να εφοδιασθούν με έντυπο ύλη. Επί αρκετούς μήνες είχαν διορισθή να κόβουν χορτάρια κατά μήκος της λεωφόρου προς την Μέλλα. Ένας από τους φυλακισμένους αυτούς λέγει: «Εργαζώμεθα 45 χιλιόμετρα της λεωφόρου από σπίτι σε σπίτι, με την συντροφιά των φυλάκων. Τι ευάρεστες ημέρες!»
Μέσα στη φυλακή εργάζονταν από κελλί σε κελλί και από κρεββάτι σε κρεββάτι. Μερικοί στους οποίους δόθηκε η μαρτυρία τώρα είναι υπηρέται εκκλησιών, όπως ο Μανουέλ Ταμάγιο και ο Μανουέλ Ρινκόν. Δυο που έγιναν Μάρτυρες στη φυλακή εδολοφονήθησαν, ένας γιατί ο ανεψιός του έλαβε μέρος σε μια συνωμοσία εναντίον του Τρουχίλλιο. Αφού παραδέχθηκε την σκληρά μεταχείρισι που ελάμβαναν οι μάρτυρες του Ιεχωβά, ο Ρ. Αλμπέρτο Φερρέρας, ένας πολιτικός κατάδικος στο βιβλίο του Φυλακισμένος στη σελίδα 140 λέγει: «Ο Αρμαγεδδών της τελικής κρίσεως, τα εξαίρετα πράγματα που οι δίκαιοι ελπίζουν εις το υπερπέραν, οι καταστροφές που αναμένουν την ανθρωπότητα σύμφωνα με την Αποκάλυψι, και άλλα Βιβλικά και θεολογικά θέματα μπορούσε να τ’ ακούη κανείς στα τμήματα Α και Β καθ’ ον χρόνον ο όμιλος των μαρτύρων με αρχηγόν έναν άνθρωπο ονομαζόμενον Μοντάς της Σαν Κρίστομπαλ, ήσαν εκεί.» Μολονότι ο Κος Φερρέρας, σύμφωνα με το βιβλίο του, φαινόταν να νομίζη ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν τελείως καταστραφή κατά την διάρκεια του καιρού εκείνου, πραγματικά αύξησαν σε αριθμούς. Το κήρυγμα στο οποίο ανεφέρετο ήταν η διευθέτησις που έκαμαν οι αδελφοί στη φυλακή να δίδουν μια «δημοσία ομιλία» κάθε μέρα εκεί από το κελλί. Λόγω του ότι η φυλακή ήταν θολωτή η φωνή ακουγόταν σε πολλά τετράγωνα κελλιών, ακόμη και στο διαμέρισμα των γυναικών, από το οποίον, κατά καιρούς, ερχόταν η ερώτησις, «Δεν θα γίνη ομιλία σήμερα;»