Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στη Ταιβάν
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972—συνέχεια)
Με την αλλαγή, το 1945, από την Ιαπωνική στην Κινεζική κυριαρχία οι αδελφοί ήλπιζαν για ανακούφισι. Κι αυτό γιατί η Εθνική Κινεζική Κυβέρνησις ήταν ένα μέλος των Ην. Εθνών. Έτσι οι αδελφοί τότε κατέβαλαν προσπάθειες να επιτύχουν την συνέχισι της αληθινής λατρείας. Εν τούτοις, λόγω των αβεβαιοτήτων της περιόδου αλλαγής οι επιτόπιοι αξιωματούχοι έλαβαν μεγαλύτερη εξουσία, και ως επί το πλείστον εξακολούθησαν τον ίδιο άδικο τρόπο πολιτείας με τους Μάρτυρας. Οι αδελφοί έπρεπε να συνέρχωνται κρυφά σε απόκεντρες κοιλάδες, φεύγοντας από το σπίτι πολύ πρωί με τις σκαπάνες στους ώμους των σαν να πήγαιναν στα χωράφια τους, και κατόπιν επιστρέφοντας το βράδυ με τον ίδιο τρόπο. Οι συναθροίσεις αυτές διαρκούσαν το πλείστον της ημέρας με φρουρούς για να ειδοποιήσουν αν κανείς επλησίαζε.
Εν τω μεταξύ, ο αντίδικος Λιν Τιέν Τινγκ μηχανορραφούσε για να τεθή το έργο πάλι υπό απαγόρευσι. Τα ίδια έγγραφα που είχαν συσσωρευθή από την Ιαπωνική αστυνομία εχρησιμοποιήθησαν για να κάμουν τους επισήμους Κινέζους να ενεργήσουν εναντίον των λατρευτών του Ιεχωβά. Η αλληλογραφία κατέσχετο, και έτσι δεν ελαμβάνετο απάντησις από τις επανειλημμένες προσπάθειες να έλθουν σ’ επαφή με την Εταιρία είτε στην παλαιά Ιαπωνική διεύθυνσι ή στις Ην. Πολιτείες. Στις αρχές του Οκτωβρίου 1946 συνεκλήθη μια ειδική συνάθροισις στην Τσιχ Σανγκ για να τεθή τέρμα στους Μάρτυρας. Εννέα αστυνομικοί και άλλοι αξιωματούχοι ήσαν παρόντες καθώς και 300 μάρτυρες. Δεν δόθηκε ευκαιρία για ν’ απαντήσουν στις μοχθηρές κατηγορίες που εξακοντίσθησαν κατά του λαού του Θεού. Αργότερα όμως την νύχτα εκείνη έγινε δυνατόν μερικοί εξέχοντες αδελφοί να παρουσιάσουν τα γεγονότα στους επισήμους, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιο μέτρο ανακουφίσεως.
Η Εθνική κυβέρνησις εφρόντισε ώστε να γίνεται ανάκρισις των κατηγοριών εναντίον των διεφθαρμένων και αδίκων αξιωματούχων. Αυτή ήταν η ευκαιρία που ανέμεναν οι αδελφοί, και κατηγορία ήχθη εναντίον του αστυνομικού Λιν Τιέν Τινγκ. Τον Ιανουάριο του 1947, βρέθηκε ένοχος στα δικαστήρια, «αλλ’ η ανάπαυλα δεν διήρκεσε πολύ, γιατί αργότερα αφέθηκε ελεύθερος συνεπεία αμνηστίας και προβιβάσθηκε στην οργάνωσι της αστυνομίας. Τώρα ήταν πιο μανιώδης στην εναντίωσί του.
Οι προσπάθειες συνεχίσθησαν για να δοθή απάντησις στις ψευδείς κατηγορίες εναντίον των Μαρτύρων και για να άρουν την απαγόρευσι οι εξουσίες. Το 1947 ένας επιτόπιος δικαστής στην Ταϊτούνγκ συμφώνησε ότι έπρεπε να έχουν ελευθερία λατρείας, αλλ’ ανέφερε το ζήτημα στην πρωτεύουσα Ταϊπέι. Οι ενοχλήσεις συνεχίσθησαν, οι αδελφοί και οι αδελφές συνελαμβάνονταν, ετίθεντο υπό κράτησιν στη φυλακή επί μια εβδομάδα ή και παραπάνω και κατόπιν απελύοντο χωρίς να εμφανισθούν στο δικαστήριο.
Αλλά παρά τις δυσκολίες, το άγγελμα της Βασιλείας άρχισε να επεκτείνεται εις τους ορεσίβιους ανθρώπους, μερικοί από τους οποίους ζητούσαν κάτι τι πιο ικανοποιητικό από τη δεισιδαιμονική λατρεία της σελήνης. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς ακόμη ζούσαν πρωτόγονη ζωή και επηρεάζονταν από τον δαιμονισμό, μολονότι το κυνήγι των ανθρωπίνων κεφαλών είχε παύσει κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρχε μια νιόπαντρη γυναίκα που ήταν γνωστή ως Τακάκο η οποία ζούσε ένα οκτάωρο βάδισμα από τον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό της Χάι Τουάν. Σε μια επίσκεψι αυτή προμηθεύθηκε ένα αντίτυπο της Γραφής, και η ανάγνωσις του βιβλίου αυτού την έκαμε να εγκαταλείψη μερικές από τις δεισιδαιμονικές πράξεις. Ως αποτέλεσμα ο άνδρας της την διαζεύχθηκε και την έδιωξε από το χωριό μ’ ένα μονόχρονο μωρό και με μόνο τα ενδύματα που φορούσε. Πήγε να ζήση με μερικές φίλες, και εξακολούθησε να διαβάζη και να λέγη σ’ άλλους ό,τι εμάθαινε.
Το Μάρτιο του 1950 ο σύζυγος και η σύζυγος ενώθηκαν πάλι λόγω του ότι αυτός μετεκόμισε στο Χάι Τουάν για να είναι κοντά στην εργασία του. Και οι δύο τώρα είχαν μεγαλύτερες ευκαιρίες να μελετούν τη Γραφή και να μαθαίνουν τους σκοπούς του Ιεχωβά. Μαζί άρχισαν να παρευρίσκωνται σε συναθροίσεις κρυφά, παρ’ όλον ότι συχνά περπατούσαν δυο ώρες από το σπίτι των. Μια φορά όταν εσταματήθησαν και τους έγινε έρευνα από την αστυνομία, πήραν τη Γραφή του αλλά η δική της ήταν κρυμμένη μέσα στα σπάργανα του παιδιού της. Από τη μικρή αυτή αρχή μικροί όμιλοι ενδιαφερομένων από τη φυλή της ανεφάνησαν σε διάφορα χωρία. Στις 13 Μαΐου του 1953, η Τακάκο βαπτίσθηκε και το 1957 αφού της δόθηκε μια τρίμηνος εκπαίδευσις διωρίσθηκε στην υπηρεσία του ειδικού σκαπανέως. Η πλήρης ζήλου ενέργειά της είχε ως αποτέλεσμα να δεχθούν το άγγελμα της Βασιλείας κάπου εξήντα άτομα στα διάφορα χωρία.
Δύο απόφοιτοι της ενδέκατης τάξεως της Σχολής Γαλαάδ έφθασαν στη Τσιλούνγκ από τη Σαγκάη στις 2 Φεβρουαρίου 1949. Εκεί τους υπεδέχθησαν ένας Κινέζος αδελφός και τρεις Άμις αδελφοί. Αφού έμειναν με το ζεύγος Ιδέη στην Χσιντσού επί ολίγον καιρόν, προχώρησαν στον τομέα των Άμις. Τι αλλαγή γι’ αυτούς! Δεν υπήρχαν λουτήρες, ηλεκτρισμός, ούτε κρεββάτια της Δύσεως! Θα ζούσαν με τον τρόπο των Άμις μέσα σ’ ένα σπίτι μ’ ένα χωματένιο πάτωμα, αχυρένια στέγη και υψωμένη εξέδρα για κρεββάτι. Μια γωνιά του χοιροστασίου θα χρησίμευε ως αποχωρητήριο. Αυτοί ήσαν εκεί για να βοηθήσουν τους αδελφούς. Αυτό είναι που λογίζεται.
Στο Τσιχ Σανγκ έμαθαν ότι εκεί δεν ήσαν 300 άλλα 600 που ενδιαφέρονταν στο άγγελμα! Απεφάσισαν να επισκεφθούν όλα τα χωρία που ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Οι επιτόπιοι απέστειλαν αρκετούς «δρομείς» για να ειδοποιήσουν τους διαφόρους ομίλους. Ο λόγος εξήλθε. Όχι 300, όχι 600, αλλά 1.600 απήντησαν στη πρόσκλησι! Ήταν βοηθητικό το ότι οι δύο αυτοί ιεραπόστολοι, οι Αδελφοί ΜακΓκράθ και Τσαρλς, είχαν πάρει ένα σύντομο μάθημα στην Ιαπωνική στη Σχολή Γαλαάδ. Με την βοήθεια μιας Ιαπωνικής Γραφής και ενός λεξικού έγινε δυνατόν να πουν στους ενδιαφερομένους αυτούς κάτι για την οργάνωσι του Θεού, Οι ομιλίες τους μετεφράσθηκαν στην Άμις για κείνους που δεν καταλάβαιναν την Ιαπωνική. Επιστοποίησαν ότι οι νέοι αδελφοί χρειάζονταν συστηματικό μάθημα στη μελέτη της Γραφής για να φερθούν σε ωριμότητα.
Απεφάσισαν να τους διδάσκουν ένα θέμα κάθε φορά. Ως βάσις εξελέγη το βιβλίο Έστω Ο Θεός Αληθής. Πέρασαν πέντε μέρες υπομονητικής μελέτης και προετοιμασίας προτού ετοιμασθούν να δώσουν το μάθημα στους συναθροισμένους αδελφούς. Οι «δρομείς» προειδοποιούσαν τους ενδιαφερομένους πού και πότε να συναθροισθούν. Ο Αδ. ΜακΓκράθ θα επήγαινε σε μια κατεύθυνσι, ο Αδ. Τσαρλς σε άλλη. Σε κάθε χωριό εχρησιμοποιούντο οκτώ ή και περισσότερες ώρες σε πραγματική διδασκαλία, με το σύστημα των ερωταποκρίσεων. Τα βράδυα τα δαπανούσαν σε αναπαυτική επικοινωνία με τους αδελφούς.
Οι επιτόπιοι αδελφοί χρειάζονταν αυτή. την εκπαίδευσι. Ήσαν ειλικρινείς, αλλ’ υπήρχαν πολλές μαύρες κηλίδες στην κατανόησι του αγγέλματος της Γραφής. Π.χ., παρατηρήθηκε ότι μερικές αδελφές κάποτε δεν παρευρίσκονταν στις συναθροίσεις. Η έρευνα απεκάλυψε ότι εφαρμόζονταν οι περιορισμοί του Μωσαϊκού νόμου αναφορικώς με τις γυναίκες κατά την διάρκεια των εμμήνων των. Είχε λεχθή στις αδελφές να μη παρευρίσκωνται στις περιστάσεις αυτές. Τώρα οι ιεραπόστολοι βοήθησαν όλους να καταλάβουν ότι οι Χριστιανοί «δεν είναι υπό νόμον αλλά υπό χάριν.»