Ήμουν Δούλος ενός Χειροποίητου Θεού
Όπως το αφηγήθηκε στον ανταποκριτή του Ξύπνα! στην Ινδία
ΚΟΝΤΑ στο σπίτι του θείου μου υπήρχε ένας μικρός ναός του θεού Μπιράππα. Ήταν παραμελημένος, αφού κανένας δεν ενδιαφερόταν για τον θεό. Κι έτσι σκέφθηκα: «Αν αναλάβω υπηρεσία στο ναό κι ενδιαφερθώ για τον θεό, ίσως μπορέσω να βρω ευτυχία και την ειρήνη που τόσον καιρό ψάχνω.»
Έτσι άρχισε ένα νέο μέρος της ζωής μου. Καθημερινά, μετά το προσωπικό μου μπάνιο έβγαζα νερό από το πηγάδι κι έλουζα τον θεό. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα περπατούσα πέντε μίλια ως το ποτάμι για να βρω φρέσκο τρεχούμενο νερό να πλυθώ εγώ, κι έπειτα κουβαλούσα νερό σ’ ένα κουβά για τον θεό Μπιράππα. Ήταν πολύ δρόμος, αλλά ήμουν ικανοποιημένος γνωρίζοντας ότι υπηρετούσα τον θεό μου.
Κάθε μέρα οι χωρικοί έρχονταν με το Πρασάντ (δώρο) τους για τον Μπιράππα· άλλοτε ήταν μια καρύδα και άλλοτε λουλούδια. Εγώ τους έβαζα Μπαντκάρ (βυθίζοντας τα δάκτυλά μου σε στάχτη έκανα τρεις οριζόντιες γραμμές στα μέτωπα των χωρικών) κι έπειτα τους επέστρεφα το Πρασάντ. Έτσι, από τα δώρα που προσφέρονταν στον Μπιράππα, επιστρέφονταν δώρα στους πιστούς, είτε από τα δικά τους είτε από τα δώρα άλλων.
Ο θεός μου Μπιράππα δεν είχε ένα ιδιαίτερο σχήμα σαν το σώμα ενός ανδρός ή μιας γυναίκας ή ακόμη κι ενός ζώου, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους θεούς και θεές των Ινδών. Ο Μπιράππα παριστάνετο σ’ ένα ύψωμα σαν μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα. Μερικές φορές πηγαίνοντας στην υπηρεσία μου στον Μπιράππα διερωτόμουν κρυφά: «Υπάρχουν πολλοί θεοί που λατρεύονται. Μήπως υπάρχει μόνο ένας αληθινός Θεός; Θα μπορούσε κανείς πραγματικά να ξέρη; Ακόμη δεν είχα βρει την ευτυχία και την ειρήνη που ήθελα, και διερωτόμουν: «Υπάρχει κανείς στον κόσμο που να έχη βρη ευτυχία και ειρήνη;»
Το Παρελθόν μου
Η ζωή ήταν δύσκολη από τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου είχε δυο γυναίκες. Εγώ γεννήθηκα από τη δεύτερη, και ύστερα από έξη μήνες μόνο ο πατέρας μου πέθανε. Κι η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν μόνο ενός έτους. Η μητρυιά μου φαινόταν ότι εύρισκε ευχαρίστησι να με δέρνη και για ένα μικρό σφάλμα με χτυπούσε ή έβαζε το κεφάλι μου σ’ ένα κουβά με νερό. Μετά από λίγον καιρό πήγα να μείνω με την γιαγιά μου. Αυτή δεν μπορούσε να με μορφώση, έτσι περνούσα τον καιρό μου περιπλανώμενος στα χωράφια και στους λόφους με τα πρόβατα.
Εκεί, όσο περνούσαν οι μέρες, τραγουδούσα τους ύμνους των πολλών θεών μας, τη δύναμί τους, τις ανδρείες πράξεις και την αγάπη τους. Τραγουδούσα για τον Χανουμάν που ήταν γρήγορος σαν τον άνεμο και ξερρίζωνε δένδρα και λόφους· για τη θεά Τσαντρά (τη σελήνη) ή τη θεά Ουσάς (την αυγή). Υπάρχουν πολλές χιλιάδες θεοί και θεές στο Ινδουικό πάνθεο. Όσο μεγάλωνα διερωτόμουν μερικές φορές, «Υπάρχει ένας Θεός που είναι μεγαλύτερος; Μπορούμε ποτέ σ’ αυτή τη ζωή να βρούμε ευτυχία;
Στα δεκαπέντε μου χρόνια παντρεύθηκα και ζούσα με την πεθερά μου στην οποία έδωσα τα χωράφια μου για να τα καλλιεργή. Η ζωή ήταν μονότονη μέρα με τη μέρα. Κάθε μέρα πριν φύγω με τα πρόβατά μου έκανα μια πούζα (πράξι λατρείας) μπροστά στην εικόνα του θεού μας Μπιράππα. Έπειτα, με τα πρόβατα περνούσα από τους δρόμους του χωριού για να βγω στον κάμπο.
Μετά από μερικά χρόνια ανακάλυψα το ναό κοντά στο σπίτι του θείου μου και ανάλαβα υπηρεσία εκεί. Δεν έπαιρνα χρήματα γι’ αυτή την υπηρεσία, αλλά ήλπιζα ότι θα γίνω ένα με τον θεό μετά το θάνατό μου. Ακόμη όμως διερωτόμουν: «Γιατί δεν είμαι ευτυχής και ικανοποιημένος τώρα που λατρεύω και υπηρετώ τον θεό μου;»
Ο Δρόμος Προς την Ευτυχία Ανοίγει
Κάθε βράδυ καθώς περνούσα από το χωριό για το σπίτι μου, σταματούσα και μιλούσα με μερικούς χωρικούς που κάθονταν έξω από το ιατρείο του χωριού. Κάποιο βράδυ, όταν σταμάτησα να κουβεντιάσω με μερικούς από τους άνδρες, τους ρώτησα τι νέο είχαν να μου πουν. Αυτοί είπαν: «Κανένα νέο δεν έχουμε, μόνο που είναι ένας νέος σαχίμπ στην πόλι που λέει κάτι καινούργια πράγματα.» Έτσι αφού βρήκα τον άνθρωπο που κήρυττε τα νέα πράγματα, του ζήτησα να μου πη την ιστορία που είχε πει στους άλλους. Με ρώτησε τι ιστορία ήθελα ν’ ακούσω, κι έτσι τον ρώτησα αν μπορή να μου πη ποιος είναι ο αληθινός Θεός.
Και πραγματικά μου είπε μια ιστορία που ποτέ δεν είχα ακούσει. Αυτή ήταν η ιστορία του Θεού της Βίβλου: Ένας αόρατος Θεός που δημιούργησε όλα τα πράγματα, και του οποίου τα έργα και δημιουργήματα είναι γύρω μας, ένας Θεός που μπορούμε να μάθωμε ν’ αγαπούμε, και του οποίου τις ιδιότητες να μπορούμε να εννοήσωμε μέχρις ενός σημείου. Άρχισα να μελετώ τη Βίβλο. Ο άνθρωπος αυτός με κάλεσε στο σπίτι του, κι η οικογένειά του με δεχόταν καθημερινά για ν’ ακούω πράγματα από τη Βίβλο.
Έπειτα κατανόησα ότι πρέπει να μάθω να διαβάζω ώστε να μπορώ να μάθω ακόμη περισσότερα. Χαιρόμουν να μαθαίνω για τον Ιεχωβά Θεό, που η Βασιλεία του σύντομα θα καταλάβη τη γη και θα δώση σ’ όλους τους κατοίκους της οικουμένης πραγματική ειρήνη κι ευτυχία μαζί με αιώνια ζωή.
Τώρα κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω την υπηρεσία ενός ανθρωποποιήτου θεού. Έτσι άφησα την υπηρεσία μου στο ναό. Τότε η σύζυγος και η πεθερά μου έκαμαν τη ζωή μου δύσκολη. Τελικά η γυναίκα μου μ’ εγκατέλειψε για έναν άλλον άνδρα. Όταν η πεθερά μου είδε ότι δεν μπορεί να με σταματήση από τη μελέτη της Βίβλου, είπε στους χωρικούς να με δείρουν.
Κάποια μέρα, επιστρέφοντας ένα ψεκαστήρα εντομοκτόνων, συνάντησα ένα Μπράχμιν (Ινδό της ανωτέρας τάξεως) που μου ζήτησε να πάω και να ψεκάσω το σπίτι του. Όταν έφθασα εκεί, πέντε άνθρωποι βγήκαν, μ’ έπιασαν και με χτύπησαν. Λίγο μετά απ’ αυτό κατάλαβα ότι ήταν καλύτερα ν’ αφήσω το σπίτι μου και τη μικρή περιουσία μου, για να μπορέσω ν’ ακολουθήσω τη νέα μου πίστι ελεύθερα. Παρά τις αντιθέσεις, δεν έχασα την ευτυχία μου διότι ήξερα ότι υπηρετούσα τον αληθινό Θεό.
Ήθελα να πω και σε άλλους για τη θαυμάσια ελπίδα που είχα βρει. Διότι τώρα μπορώ να εξηγήσω στους άλλους ότι ο Θεός δεν είναι ένας άνθρωπος, και ούτε κατέβηκε στη γη για να πάρη ανθρώπινη μορφή όταν ο κόσμος έγινε κακός. Ο Ιεχωβά Θεός θα θέση τέρμα στη δυστυχία και θα φέρη ένα νέο σύστημα με πραγματική ευτυχία και ειρήνη για όλη την υπάκουη ανθρωπότητα που θα ζη σ’ αυτή τη γη για πάντα.
Η ζωή είναι διαφορετική για μένα τώρα. Πουλώ φυστίκια για να μπορώ να ζω. Είμαι ελεύθερος να συναντώμαι με λάτρεις του Ιεχωβά όπως εγώ. Αν και άφησα το σπίτι και τη μικρή μου περιουσία, δεν χάθηκα. Έχω μάθει ανάγνωσι, ώστε να μπορώ να διαβάζω τη Βίβλο και τη Σκοπιά. Έχω νέους ύμνους για να ψάλλω στον μόνο αληθινό Θεό και τα μεγάλα έργα του που έκαμε στο παρελθόν και για τις θαυμάσιες υποσχέσεις του για το μέλλον. Επί τέλους, βρήκα την ευτυχία και την ειρήνη της διανοίας.