Πώς ο Χριστιανικός Κόσμος Έγινε Τριαδικός
ΑΠΟ τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού και έπειτα, μια διαίρεσις έγινε όλο και περισσότερο φανερή μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που δεν θέλουν να γίνη καμμιά αλλαγή, και από την άλλη πλευρά είναι εκείνοι που ανυπομονούν διότι δεν λαμβάνουν χώρα περισσότερες αλλαγές, όπως το διετύπωσε ένα Ιησουιτικό δημοσίευμα: «Για μερικούς Καθολικούς οι αλλαγές προχωρούν πολύ μακρυά και πολύ γρήγορα και φαίνεται ότι θα προχωρήσουν πολύ μακρύτερα και γρηγορώτερα. Για άλλους οι αλλαγές είναι πολύ λίγες και πολύ καθυστερημένες και δεν υπάρχει ελπίδα ν’ αυξήση ο ρυθμός.»
Η πρώτη ακριβώς Οικουμενική Σύνοδος της Καθολικής Εκκλησίας συνεκλήθη στη Νίκαια το 325 μ.Χ. και σ’ αυτήν επίσης άρχισε μια μεγάλη διαφωνία μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Για ποιο ζήτημα ήταν όλη εκείνη η διαφωνία; Το ζήτημα τότε ήταν το δόγμα της Τριάδος.
Σχετικά με αυτή την περίπτωσι, ένας σύγχρονος ιστορικός γράφει: «Δύο όμιλοι θεολόγων είχαν τόσο μεγάλη επιρροή, ώστε στην πραγματικότητα διήρεσαν τη Χριστιανοσύνη σε δυο στρατόπεδα τα οποία ήσαν θεολογικώς και πολιτικώς αντίπαλα για δύο αιώνες [και πλέον!]. Αυτοί ήσαν ο όμιλος των ‘ορθοδόξων’ με επί κεφαλής τον Αθανάσιο, αρχιδιάκονο της εκκλησίας της Αλεξανδρείας, και οι Αρειανοί, που εκλήθησαν έτσι από τον Άρειο, που ήταν διάκονος στην ίδια εκκλησία. . .. Οι Αθανασιανοί ήσαν δογματικώς τριαδισταί· οι Αρειανοί μονοθεϊσταί.» Η Λατινική Δύσις, με την έδρα της στη Ρώμη, ήταν σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν Αθανασιανή, ενώ το Ελληνίζον Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν κατά μέγα μέρος Αρειανόν, με την έδρα του τελικά στη Κωνσταντινούπολι.
Τι επίστευαν οι Αρειανοί; Διακρατούσαν «το δόγμα ότι ο Χριστός ο Υιός είναι κατώτερος από τον Θεό τον Πατέρα και διαφόρου ουσίας, διότι ο Χριστός δημιουργήθηκε από τον Θεό και έτσι ήλθε σε ύπαρξι μετά τον Θεό.»a
Και οι Τριαδισταί τι επίστευαν; Το δόγμα των ορίζεται σήμερα ως «η τριπλή προσωπικότης του ενός Θείου Όντος» στην οποία ‘Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός και Θεός το Άγιον Πνεύμα’ είναι της ιδίας ουσίας, ίσοι και ομοίως αδημιούργητοι και παντοδύναμοι.
Εν τούτοις είναι γενικώς παραδεκτό ότι η διδασκαλία της Τριάδος υπήρξε μια βαθμιαία εξέλιξις. Έτσι ο Καρδινάλιος Νιούμαν έγραψε ότι τα σύμβολα πίστεως πριν από τον καιρό του Κωνσταντίνου δεν την ανέφεραν καθόλου. «Ανέφεραν πράγματι για Τρεις· αλλ’ ότι υπάρχει κάποιο μυστήριο στο δόγμα, ότι οι Τρεις είναι Ένα, ότι είναι όλοι ίσοι, συναιώνιοι, όλοι αδημιούργητοι, όλοι παντοδύναμοι, όλοι ακατάληπτοι, δεν αναφέρεται και ποτέ δεν θα μπορούσε να συναχθή απ’ αυτά.»—Η Ανάπτυξις του Χριστιανικού Δόγματος, σελίς 15.
Μια σύγχρονη εξέχουσα Ρωμαιοκαθολική αυθεντία πιστοποιεί με παρόμοιο πνεύμα: «Είναι δύσκολο, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνος, να προσφέρη κανείς μια καθαρή, αντικειμενική και ειλικρινή έκθεσι της αποκαλύψεως, της δογματικής εξελίξεως και της θεολογικής επεξεργασίας του δόγματος της Τριάδος. . .. Κανείς δεν πρέπει να ομιλή περί Τριαδισμού στην Καινή Διαθήκη χωρίς μια σοβαρή επεξήγησι. . .. Όταν κάποιος μιλή για ακαθόριστο Τριαδισμό, τότε θα λέγαμε ότι έχει προχωρήσει από την περίοδο της πρώτης Χριστιανοσύνης στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνος.»—Η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (1967), Τόμος XIV, σελίς 295.
Κωνσταντίνος και Νίκαια
Ο Κωνσταντίνος ωμολόγησε ότι μετεστράφη στην καλουμένη Χριστιανοσύνη, αναμφιβόλως περισσότερο από πολιτικούς λόγους παρά θρησκευτικούς. Ήταν συνεπώς πολύ ανησυχητικό γι’ αυτόν να βλέπη αυτόν τον δογματικό διχασμό, που τον θεωρούσε σαν απειλή για την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Έτσι ως Ποντίφιξ Μάξιμους, δηλαδή Κύριος Θρησκευτικός Άρχων, συνεκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325 μ.Χ. Μολονότι δεν ήταν ακόμη βαπτισμένος ως Χριστιανός, προήδρευσε της συνόδου στην οποία μόνο 318 περίπου επίσκοποι ήλθαν· μαζί με τους ακολούθους των η σύναξις μπορεί να ανήλθε σε 1.500 έως 2.000.
Για δυο περίπου μήνες λογομαχούσαν οι Τριαδισταί και οι Αρειανοί, οι Τριαδισταί μάλιστα συχνά χρησιμοποιούσαν εξαιρετικά μισαλλόδοξη τακτική. Ο Κωνσταντίνος παρατηρώντας ότι οι Τριαδισταί ήσαν περισσότεροι, απεφάσισε υπέρ αυτών. «Συνέτριψε την αντίθεσι μεταξύ των επισκόπων και εζήτησε να υπογράψουν όλοι οι παρόντες επί ποινή εξορίας. Μόνον δυο επίσκοποι της Λιβύης αρνήθηκαν, και μαζί με τον Άρειο και τους ιερείς που του έμειναν πιστοί εξωρίσθηκαν στην Ιλλυρία,» μια περιοχή που αντιστοιχεί με την σημερινή δυτική Γιουγκοσλαβία. Τα συγγράμματα του Αρείου κατεσχέθηκαν, εκάησαν και προειδοποιήθησαν όλοι επί ποινή θανάτου να μη έχουν στην κατοχή τους κανένα απ’ αυτά.
Αλλ’ ο θρίαμβος του Αθανασίου και των τριαδιστών του ήταν ολιγόβιος. Ο Κωνσταντίνος που είχε αποφασίσει υπέρ των Τριαδιστών, πιθανώτατα για πολιτικούς λόγους ήταν εξίσου πρόθυμος ν’ αλλάξη όταν το πολιτικό κλίμα φάνηκε να μετατοπίζεται. Και έτσι συνέβη όταν, μερικά χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσά του στο Βυζάντιο και οικοδόμησε την πόλι που φέρνει το όνομά του, την Κωνσταντινούπολι. Εδώ ο Αρειανισμός ήταν ισχυρός, διότι οι επίσκοποι της περιοχής είχαν υπογράψει την απόφασι της Νικαίας μόνον λόγω φόβου.
Ο εξέχων επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, ο Ευσέβιος της Νικομηδείας, ήταν Αρειανός και επέτυχε να κάμη τον Κωνσταντίνο ν’ αλλάξη δογματικά άλογα, όπως θα λέγαμε. Τώρα ήσαν οι Τριαδισταί που εξωρίζονταν. Το 335 ο Κωνσταντίνος εξώρισε τον Αθανάσιο στην Τρέβες της Γαλατίας (Γαλλίας). Ο Κωνσταντίνος λίγο μετά απ’ αυτό και πριν ακριβώς πεθάνη βαπτίσθηκε από τον Αρειανό επίσκοπο Ευσέβιο.
Ο Κωνσταντίνος άφησε την αυτοκρατορία στους κληρονόμους του, σε μερικούς ανεψιούς και τους τρεις γυιους του, Κωνσταντίνον τον Β΄, Κωνστάντιον και Κώσταντα. Οι γυιοι του αμέσως απηλλάγησαν από τους άλλους κληρονόμους και κατόπιν επολέμησαν για την αυτοκρατορία μεταξύ τους. Εκείνος που τελικά εκέρδισε ήταν ο Κωνστάντιος πεπεισμένος Αρειανός, που βαθμιαίως απέκτησε τον έλεγχο ολοκλήρου της αυτοκρατορίας, Ανατολικής και Δυτικής, με το να θανατώση τους Τριαδιστάς αδελφούς του. Ενεργώντας για την προώθησι του Αρειανισμού, διέταξε ν’ αντικατασταθούν οι Τριαδισταί επίσκοποι με Αρειανούς επισκόπους, πράγμα που έκαμε έναν ειδωλολάτρη ιστορικό της εποχής να περιγελάση το ότι «οι λεωφόροι εγέμισαν με καλπάζοντας επισκόπους.»
Οι Τριαδισταί Τελικά Κερδίζουν
Αυτή η Αρειανή κυριαρχία, εν τούτοις, διήρκεσε μόνο έως τον θάνατο του Κωνσταντίου, διότι οι Τριαδισταί είχαν ακόμη την πλειοψηφία. Αυτό δεν πρέπει να φανή εκπληκτικό εφ’ όσον, με τον Σατανά ως τον «θεόν του αιώνος τούτου,» η πλάνη είναι γενικώς δημοφιλέστερη από την αλήθεια. (2 Κορ. 4:4) Επίσης υπεύθυνο για την ήττα των Αρειανών ήταν το γεγονός ότι αυτοί οι ίδιοι δεν ήσαν ενωμένοι. Δεν ενέκριναν μια κοινή απόφασι ή σύμβολο πίστεως που να εκφράζη τα πιστεύω των, ούτε είχαν ένα κυβερνών σώμα το οποίον να επικαλούνται. Έτσι ήσαν διηρημένοι και πώς μπορεί ’οικία διαιρεθείσα καθ’ εαυτής να σταθή;’—Ματθ. 12:25.
Αλλ’ ίσως εκείνο που πάνω απ’ όλα έκαμε τους Τριαδιστάς να κερδίσουν εναντίον των Αρειανών ήταν το ότι οι πρώτοι ήσαν πάντοτε έτοιμοι να προσφύγουν στη βία και την πίεσι για να επιτύχουν τους σκοπούς των. Όταν ο Άρειος σηκώθηκε να μιλήση στη σύνοδο της Νικαίας πληροφορούμεθα ότι κάποιος Νικόλαος των Μύρων τον χτύπησε στο πρόσωπο, και ενώ ο Άρειος μιλούσε, πολλοί από τους Τριαδιστάς επισκόπους έβαλαν τα δάχτυλα στ’ αυτιά τους και έτρεξαν έξω σαν να τρομοκρατήθηκαν από τις αιρέσεις του. Τυπική επίσης της μισαλλοδοξίας των Τριαδιστών ήταν η απεργία με την κατάληψι του εκκλησιαστικού κτιρίου που μεταχειρίσθηκε ο Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου, για να παρεμποδίση την παράδοσι έστω και μιας εκκλησίας στους Αρειανούς, όπως είχε διατάξει ο Αυτοκράτωρ Βαλεντιανός. Ο Αμβρόσιος είχε το ποίμνιό του μέρα νύχτα μέσα στο κτίριο, ψάλλοντας ύμνους, επί δύο εβδομάδες, ώσπου ο αυτοκράτωρ υπέκυψε στην απαίτησί του.
Παρομοία μαρτυρία για τη βιαία μισαλλοδοξία των Τριαδιστών ως ένα αποτελεσματικό όπλο εναντίον των Αρειανών περιέχουν οι αντίθετες δηλώσεις δύο από τους πιο σημαίνοντας Γερμανικούς ‘βαρβάρους’ άρχοντας. Ο Κλόβις, βασιλεύς της Γαλλίας που ησπάσθη την Ρωμαιοκαθολική ορθοδοξία και συνεπώς τον Τριαδισμό, επετέθη εναντίον Αρειανών Βισιγότθων της Γαλατίας, λέγοντας: «Με στενοχωρεί που αυτοί οι Αρειανοί κατέχουν μέρος της Γαλατίας. Ας προχωρήσωμε, με τη βοήθεια του Θεού, και ας τους υποτάξωμε.» Και πράγματι τους υπέταξε. Σχετικά με τον θερισμό που ακολούθησε αυτή η σπορά της μισαλλοδοξίας διαβάζομε ότι είναι «μια αφήγησις σκληρότητος, φιλαργυρίας και δολιότητος ασώτων βασιλέων και μνησικάκων βασιλισσών, τους οποίους ο πάπας Γρηγόριος δικαιολόγησε εφ’ όσον υπερήσπισαν την Καθολική ορθοδοξία.»
Σε χτυπητή αντίθεσι προς τη μισαλλοδοξία του ορθοδόξου Κλόβις εστάθη ο Αρειανός Θεοδώριχος, βασιλεύς των Οστρογότθων. Ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ της Ανατολής, Ζήνων, του ανέθεσε την κατάληψι της Ιταλικής χερσονήσου, που κατείχετο τότε από ένα βασιλέα ο οποίος δεν ανεγνώριζε τον Ζήνωνα ως άρχοντα και των δυο μερών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανατολικού και δυτικού. Ο Θεοδώριχος κατέκτησε την Ιταλία, αλλά η πολιτική του, όσον αφορά την θρησκεία, ήταν: «Η θρησκεία είναι πράγμα που ο βασιλεύς δεν μπορεί να διατάξη, διότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αναγκασθή να πιστεύση παρά τη θέλησί του.»
Ένας άλλος παράγων που εργάσθηκε υπέρ των Τριαδιστών ήταν ο μοναστικός βίος, δηλαδή, η διαβίωσις αγάμων ανδρών σε μοναστήρια. Ο Αθανάσιος ήταν ο πρώτος επιφανής Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος που προήγαγε τον μοναστικό βίο. Οι μοναχοί δεν ήσαν μόνο φρούριο του Τριαδισμού αλλά στον ζήλο των για τις Τριαδικές των δοξασίες ήσαν πάντοτε έτοιμοι να καταφύγουν στη βία.
Το γεγονός ότι οι Γερμανοί πολεμισταί που εισέβαλαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και στα δυο μέρη της το ανατολικό και το δυτικό, ήσαν Αρειανοί επίσης και εργάσθηκαν υπέρ των Τριαδιστών. Πώς συνέβη ώστε αυτοί οι ‘βάρβαροι’ να ήσαν Αρειανοί; Διότι είχαν μεταστραφή από ένα Αρειανό επίσκοπο, τον Ουλφίλα. Έτσι η αποδοχή του Αρειανισμού ερμηνευόταν ως συμπάθεια προς τους εισβολείς.
Ίσως το ισχυρότερο κτύπημα εναντίον των Αρειανών το κατέφερε ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος. Με τα επίσημα διατάγματα των ετών 391-392 μ.Χ. επέβαλε τη Ρωμαιοκαθολική ορθοδοξία σε όλους τους «Χριστιανούς» και εστέρησε τους Αρειανούς καθώς και όλους τους ειδωλολάτρας από τους οίκους της λατρείας των. Ένας ιστορικός λέγει: «Ο νόμιμος θρίαμβος της εκκλησίας εναντίον της αιρέσεως [του Αρειανισμού] και της ειδωλολατρίας και η εξέλιξίς της από μια διωκομένη μειονότητα σε μια διώκουσα κρατική εκκλησία ήταν πλήρης.»
Οι Αρειανοί ‘Βάρβαροι’
Από τον πέμπτο αιώνα και έπειτα δεν υπήρξαν πλέον Αρειανοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Εν τούτοις, αυτό δεν εσημείωσε το τέλος του Αρειανισμού ως εθνικής θρησκείας. Καθόλου! Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, η Ρώμη έγινε και πάλι η λεία Αρειανών Γερμανών εισβολέων που εφώρμησαν από τον Βορρά. Μια Ρωμαιοκαθολική αυθεντία λέγει: «Παρά τον κάποιον διωγμό, η Χριστιανοσύνη σ’ αυτή τη μορφή [του Αρειανισμού] εξαπλώθηκε με αξιοσημείωτο σθένος από τους Γότθους στις γειτονικές φυλές. . .. Όταν εισέβαλαν στη Δύσι και ίδρυσαν τα διάφορα Γερμανικά βασίλεια, οι περισσότερες φυλές επρέσβευαν [τον Αρειανισμό] ως την εθνική των θρησκεία και σε μερικές περιπτώσεις εδίωξαν όσους από τον Ρωμαϊκό πληθυσμό επρέσβευον την Καθολική ορθοδοξία. . .. Αλλά βαθμιαίως η [Ρωμαιο] Καθολική Εκκλησία επέτυχε να εξαλείψη τον Αρειανισμό. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό επετεύχθη με στρατιωτική δράσι που σχεδόν εκκαθάρισε το Γερμανικό στοιχείο.» Αυτό έλαβε χώρα κατά τη βασιλεία του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, του οποίου η φιλοδοξία ήταν ν’ αποκαταστήση τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην προηγουμένη δόξα της και ο οποίος ήταν πασίγνωστος για τον διωγμό του, όχι μόνο των Αρειανών, αλλά και των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών. Απηγόρευσε μάλιστα στους Ιουδαίους να διαβάζουν τις Άγιες Γραφές των στα Εβραϊκά!
Αλλ’ ο Ιουστινιανός δεν έθεσε τέλος στον Αρειανισμό. Η Ρώμη επρόκειτο ακόμη να έχη δοσοληψίες με τους Γερμανικούς βαρβάρους, διότι λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού οι Λομβαρδοί, που λέγεται ότι υπήρξαν η αγριώτερη από όλες τις Γερμανικές φυλές, εισέβαλαν στην Ιταλία. Δεν άργησαν να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλικής χερσονήσου. Κατόπιν στα μέσα του εβδόμου αιώνος, οι Λομβαρδοί για τον ένα ή τον άλλο λόγο βαθμιαίως έγιναν Τριαδισταί Ρωμαιοκαθολικοί κι έτσι, ενώ συνέχισαν να δημιουργούν φασαρίες για τον Παπισμό, αυτό εγίνετο για πολιτικούς ή εδαφικούς λόγους, όχι για θρησκευτικούς λόγους.
Σχετικά με αυτή την περίοδο διαβάζομε: «Στη διαμάχη που ακολούθησε, η τύχη άλλαζε, συχνότερα ως αποτέλεσμα πολιτικών μεταβολών, και πολιτειακής κηδεμονίας παρά θεολογικών επιχειρημάτων.» Και όπως το τοποθετεί μια άλλη αυθεντία, ο Αρειανισμός «διετηρήθηκε επί δύο ακόμη αιώνες, μολονότι περισσότερον ως ζήτημα τυχαίο παρά εκλογής και πεποιθήσεως.» Παρεμπιπτόντως αναφέρομε ότι όλη αυτή η πολιτική και στρατιωτική δραστηριότης εκ μέρους των Αρειανών ανατρέπει την κατηγορία μερικών ότι οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά που δεν αναμιγνύονται στην πολιτική και αγαπούν την ειρήνη είναι Αρειανοί.
Καθώς σημειώνομε τι έχει να πη η ιστορία για τις πολιτικές ενέργειες των Τριαδιστών και των Αρειανών, δεν μπορούμε παρά να εντυπωσιασθούμε με την ακρίβεια της προρρήσεως του Ιησού και των αποστόλων του για το τι θα συνέβαινε στη Χριστιανική εκκλησία, όπως το είπε ο Ιησούς σε μια από τις παραβολές του: «Αλλ’ ενώ εκοιμώντο οι άνθρωποι, ήλθεν ο εχθρός αυτού, και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου.» Και έτσι συνέβη ώστε ο αγρός που ήταν αρχικά ένας αγρός σίτου κατήντησε χωράφι ζιζανίων. (Ματθ. 13:25) Και αν ληφθή υπ’ όψιν η πλεονεξία και η βία που επέδειξαν, μπορεί κανείς να εκτιμήση πόσο ακριβώς ο απόστολος Παύλος προείπε αυτά τα γεγονότα: «Διότι εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου.» Περιλαμβανόμενοι μέσα σ’ αυτή την αγέλη λύκων ήσαν και οι Τριαδισταί και οι Αρειανοί, και από τους δυο οι πρώτοι ήσαν οι αγριώτεροι.—Πράξ. 20:29.
[Υποσημειώσεις]
a Ότι οι Αρειανοί είχαν Γραφικά εδάφια προς υποστήριξί των είναι φανερό από εδάφια όπως είναι Ιωάννης 14:28, Κολοσσαείς 1:15-17, 1 Τιμόθεον 1:17, Αποκάλυψις 3:14.
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Σύμβολον της Τριάδος ως εμφανίζεται στην Καθολική εκκλησία της Τανιόν, Γαλλίας