Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΕΝΑΡΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΟΣ
ΜΟΛΟΝΟΤΙ στο πρώτο έτος της εξουσίας των Ναζί η δραστηριότης της υπογείου μαρτυρίας διεξήγετο ανοργάνωτα και συναθροίσεις σε μικρούς ομίλους δεν γινόταν σ’ όλα τα μέρη, εν τούτοις η Γκεστάπο βρήκε νέους λόγους να συλλαμβάνη τους αδελφούς.
Γρήγορα αφού οι πρώτοι αδελφοί συνελήφθησαν και έρευνα έγινε στα σπίτια των, οι αντικειμενικώς σκεπτόμενοι άρχισαν να διαπιστώνουν ότι τα μέτρα αυτά ήσαν απλώς η αρχή μιας αυστηρότερης εκστρατείας για καταδίωξι. Εγνώριζαν ότι θα ήταν τελείως ανόητον να προσπαθήσουν να διευθετήσουν τα ζητήματα αυτά στη τράπεζα της συνδιασκέψεως. Η μόνη κατάλληλη πορεία ήταν να πολεμήσουν για την αλήθεια.
Αλλ’ ένας μεγάλος αριθμός εδίσταζαν, νομίζοντας ότι θα ήταν καλύτερα να περιμένουν, γιατί ο Ιεχωβά ασφαλώς θα έκαμνε κάτι να εμποδίση την καταδίωξι αυτή του λαού του. Ενώ ο όμιλος αυτός σπαταλούσε καιρό διστάζοντας, και με αγωνία προσπαθούσε να μη κάμη τα πράγματα χειρότερα μέσω οποιασδήποτε πράξεως εκ μέρους των, οι άλλοι διαγγελεις ήσαν αποφασισμένοι να συνεχίσουν το έργον. Γρήγορα θαρραλέοι αδελφοί άρχισαν να συναθροίζονται σε μικρούς ομίλους στα σπίτια των, μολονότι εγνώριζαν ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήση σε συλλήψεις και αυστηρή καταδίωξι.
Σε μερικά μέρη οι αδελφοί άρχισαν να πολυγραφούν αντίτυπα άρθρων της Σκοπιάς, από τα οποία μερικά τεύχη πάντοτε εισήγονταν λαθραίως από γειτονικές χώρες. Ο Κάρολος Κράις από την Κέμνιτζ ήταν ο πρώτος που έκαμε διευθετήσεις να το κάνη αυτό. Αφού έγραφε τις μεταλλικές πλάκες τις έφερνε στον Αδ. Μπόστσαν στη Σβάρζενμπεργκ, όπου μιμεογραφούσε αντίτυπα. Μεταξύ εκείνων που ήσαν ειδικώς δραστήριοι ήσαν ο Χ. Χάιγκελ και ο Ίλσε Ούντερντορφερ. Ευθύς ως η απαγόρευσις εξεδόθη ήσαν αποφασισμένοι να μη αφίσουν τίποτε να τους σταματήση από του να διεξάγουν την Θεόδοτη αποστολή των. Η Αδ. Ούντερντορφερ αγόρασε μια μοτοσυκλέτα και ταξίδευε μπρος και πίσω από την Κέμνιτζ και Όμπερχαο φέροντας στους αδελφούς τα πολυγραφημένα αντίτυπα Της Σκοπιάς. Εκείνους που κατοικούσαν πλησιέστερα τους επισκεπτόταν με το ποδήλατό της για να μη προσελκύη αδικαιολόγητη προσοχή.
Ο Αδ. Ι. Κόλμπλ διευθέτησε να γίνωνται 500 πολυγραφημένα αντίτυπα στο Μόναχο και τα οποία διανέμονταν μεταξύ των αδελφών εκεί ως και στους εκτεταμένους τομείς του Βαυαρικού Δρυμού.
Στο Αμβούργο ήταν ο Αδ. Νίντερσμπεργ ο οποίος αμέσως ανέλαβε τη πρωτοβουλία. Υπήρξε πίλγκριμ αδελφός επί έτη προτού προσβληθή από πολλαπλή σκλήρωσι. Παρά το εμπόδιο αυτό έκαμε ό,τι μπορούσε. Τώρα τον καιρό αυτό της δοκιμασίας οι αδελφοί αγαπούσαν να τον επισκέπτονται, γιατί αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυσι της πίστεώς των. Η αγάπη του για τους αδελφούς γρήγορα τον υπεκίνησε να λάβη μέτρα ώστε οι αδελφοί πάλιν να λαμβάνουν τακτικά πνευματική τροφή. Άρχισε να πολυγραφή Τη Σκοπιά στο σπίτι του. Εδίδαξε τον Χ. Μπρέμπακ να γράφη τις μεταλλικές πλάκες και του έδειξε πώς να διαχειρίζεται τον πολυγράφο. Κατόπιν, βλέποντας ότι το έργον μπορούσε να διεξαχθή χωρίς αυτόν, ειδοποίησε τους άλλους ότι σχεδίαζε να κάμη ένα ταξίδι προς επίσκεψιν των εκκλησιών στην δυτική ακτή της Σλέσγουικ-Χόλσταϊν για να τους ενθαρρύνη και να διευθετήση να λαμβάνουν Τη Σκοπιά. Όταν έφθασε στη Χένστεντ προσεβλήθη αίφνης από σοβαρό κεφαλόπονο και σε λίγο απέθανε. Ύστερ’ από δυο εβδομάδες έφθασε η Γκεστάπο στο σπίτι του για να τον συλλάβη.
Εκτός από τα πολυγραφημένα αντίτυπα Της Σκοπιάς που παράγονταν στη Γερμανία, μερικά στέλλονταν στη Γερμανία από την Ελβετία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, ακόμη και από την Πολωνία σε διάφορα σχήματα και εναλλασσόμενα μεγέθη. Πρώτα πολλά άρθρα Της Σκοπιάς στέλνονταν από τη Ζυρίχη, φέροντας τον τίτλο «Οι Ιωναδαβίται.» Αφού η Γκεστάπο ανεκάλυψε τη μέθοδο αυτή, όλα τα ταχυδρομεία στη Γερμανία έλαβαν οδηγίες να κατάσχουν όλα τα φάκελλα που έφεραν τον τίτλο αυτό και να λάβουν την κατάλληλο ενέργεια εναντίον εκείνων στους οποίους τα περιοδικά απευθύνονταν. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό οδηγούσε στη σύλληψί των.
Αργότερα ο τίτλος και ο τρόπος της περιτυλίξεως Της Σκοπιάς άλλαζαν με σχεδόν κάθε έκδοσι. Στις περισσότερες περιπτώσεις εχρησιμοποιείτο ο τίτλος του άρθρου Της Σκοπιάς, και αυτό εμφανιζόταν μόνο μια φορά, όπως, π.χ., «Οι Τρεις Εορτές,» «Αβδιού,» «Ο Πολεμιστής,» «Ο Καιρός,» «Ψαλμωδοί του Ναού,» κ.ο.κ. Αλλ’ ακόμη και μερικά από τα αντίτυπα αυτά έπεφταν στα χέρια της Γκεστάπο, και έτσι εστέλλετο μια εγκύκλιος σε κάθε αστυνομικό σταθμό της Γερμανίας πληροφορούντας τους ότι το ιδιαίτερο αυτό περιοδικό ήταν απαγορευμένο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η πληροφορία αυτή ερχόταν πολύ αργά, γιατί ένα άλλο άρθρο Της Σκοπιάς εμφανιζόταν με τελείως διαφορετική κατασκευή και με όλως διόλου διάφορο τίτλο. Η Γκεστάπο γρήγορα αναγκάσθηκε να παραδεχθή με πικρό θυμό ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά τους ξεπερνούσαν στη πολεμική στρατηγική.
Το ίδιο συνέβη και με Τον Χρυσούν Αιώνα. Επί τινα καιρό δεν είχε καταγραφή μεταξύ των απαγορευμένων περιοδικών. Αργότερα, αφού επισήμως είχε απαγορευθή, απεστέλλετο ιδιωτικώς σε Γερμανούς αδελφούς, γενικά από αδελφούς σε ξένες χώρες, ειδικά από την Ελβετία. Εκείνοι που έστελλαν τα περιοδικά πάντοτε έγραφαν τη διεύθυνσι με το χέρι και από ένα διάφορο πρόσωπο κάθε φορά.
Όσο ανεπιτυχής ήταν η Γκεστάπο στις προσπάθειες της ν’ αποκόψη τις πηγές αυτές του ανεφοδιασμού, τόσο περισσότερο κτηνώδης γινόταν όταν πολιτευόταν με τους αδελφούς. Γενικά τους συνελάμβαναν αφού έκαμναν έρευνα στα σπίτια τους, μολονότι συχνά χωρίς λόγο. Στην αστυνομία μεταχειρίζονταν σκληρά τους αδελφούς προσπαθώντας να τους κάμουν να παραδεχθούν ότι ήσαν ένοχοι.
«ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ» ΕΚΛΟΓΕΣ
Ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιούσαν να εκφοβίσουν τον λαό, που ειδικώς κατευθυνόταν εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά για να τους αναγκάσουν να συνθηκολογήσουν, ήταν οι ούτω καλούμενες «ελεύθερες» εκλογές. Εκείνοι που δεν ήθελαν να ψηφίσουν καταγγέλλονταν ως «Ιουδαίοι,» «προδόται της Πατρίδος» και «παληάνθρωποι.»
Ο Μ. Σούμπερτ από την Όσχατζ της Σαξονίας προσεκλήθη πέντε φορές να ψηφίση την ημέρα της εκλογής. Γυναίκες επισκέφθηκαν τη σύζυγό του για τον ίδιο σκοπό. Ο Αδ. Σούμπερτ όμως έλεγε στους επισκέπτας κάθε φορά ότι ήταν ένας μάρτυς του Ιεχωβά και είχε ψηφίσει για τον Ιεχωβά, πράγμα που ήταν αρκετό και περιττό για να ψηφίση για κάποιον άλλον.
Είχε δύσκολο καιρό την επόμενη ημέρα. Ήταν πράκτωρ εισητηρίων στο σιδηρόδρομο και συνεχώς ερχόταν σ’ επαφή με ανθρώπους. Την ημέρα εκείνη τον χαιρέτησαν με το «Χάιλ Χίτλερ.» Αυτός απαντούσε «Καλημέρα» ή κάτι το παρόμοιο. Αλλ’ αισθάνθηκε ότι κάτι ήταν «στον αέρα,» και το συζήτησε αυτό με τη γυναίκα του στο φαγητό, λέγοντάς της να είναι έτοιμη για παν ενδεχόμενον. Αφού ετελείωσε την υπηρεσία του το απόγευμα εκείνο στις πέντε τον συνέλαβε ένας αστυνομικός και τον ωδήγησε στο σπίτι του επιτόπιου διευθυντού του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ένα μικρό βαγόνι συρόμενο από δυο άλογα στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Ο Αδ. Σούμπερτ αναγκάσθηκε να σταθή στο μέσον με άλλους ΣΑ άνδρας γύρω του, ο καθένας κρατώντας ένα αναμμένο δαυλό στο χέρι του. Μπροστά στεκόταν ένας με ένα κόρνο και στο πίσω μέρος ένας με ένα τύμπανο, και ο καθένας με τη σειρά του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου έτσι ώστε όλοι να παρατηρούν έξω και να βλέπουν την πομπή. Δυο ΣΑ άνδρες κρατούσαν μια μεγάλη πινακίδα που έλεγε: «Είμαι ένας παληάνθρωπος και προδότης της Πατρίδος, γιατί δεν εψήφισα.» Γρήγορα κάποιος πίσω από τη πομπή είχε σχηματίσει ένα όμιλο που συνεχώς έψαλλε τα λόγια επί της πινακίδος. Στο τέλος της περιόδου ρωτούσαν: «Πού ανήκει αυτός;» και τα παιδιά στο πλήθος εφώναζαν ομοφώνως: «Σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως!» Ο Αδ. Σούμπερτ ωδηγήθηκε μέσω των δρόμων της πόλεως που είχε πληθυσμό κάπου 15.000 επί δυόμισυ ώρες. Το ραδιόφωνο του Λουξεμβούργου ανέφερε γι’ αυτό την άλλη μέρα.