Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΣΠΑΝΙΖΕΙ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ μενού στη Γερμανία εξακολούθησε να λιγοστεύη. Πόσο επικίνδυνο ήταν για άτομα, και για ομίλους, όταν έχαναν επαφή με την οργάνωσι και δεν είχαν ευκαιρία να προμηθεύωνται πνευματική τροφή, μάς το αφηγείται ο Χάινρικ Βίκερ:
«Όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία, είμεθα κάπου 30 ή 40 ευαγγελιζόμενοι στην εκκλησία μας. Η προκλητική θέσις που έλαβε το σύστημα αυτό έκαμε πολλούς αδελφούς να ‘κινηθούν προς την σκιά,’ να γίνουν αδρανείς, και οι μισοί περίπου να μη φαίνωνται πια. Αυτό εννοούσε ότι έπρεπε να είμεθα πολύ προσεκτικοί πολιτευόμενοι μ’ εκείνους που είχαν αποτραβηχθή, να τους χαιρετούμε μεν όταν τους συναντούσαμε, αλλά να μη τους προμηθεύωμε περιοδικά όταν ήσαν διαθέσιμα. Σε μια συζήτησι, ανεκαλύψαμε ότι όλοι οι αδελφοί, εξαιρέσει δεκατεσσάρων περίπου, είχαν ψηφίσει σε μια εκλογή.»
Φυσικά υπήρχε ο κίνδυνος μερικοί από τους αδελφούς ν’ αποστερηθούν από πνευματική τροφή απλώς λόγω κάποιου ατυχούς περιστατικού που ήγειρε υπόνοιαν ότι είχαν αποτραβηχθή από την οργάνωσι του Ιεχωβά. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Γκρητ Κλάιν και τη μητέρα της στο Στεττίνο. Ας την αφήσωμε να μας αφηγηθή:
«Συναθροιζόμεθα σε μικρούς ομίλους στα σπίτια διαφόρων αδελφών. Ο επίσκοπος της εκκλησίας μας μού έδωσε Τη Σκοπιά να κάμω διάγλυφες πλάκες (στένσιλς) για να την πολυγραφούμε. Αλλά μόνο για λίγο καιρό, και κατόπιν το προνόμιο αυτό, που τόσο πολύ εκτιμούσα, τελείωσε. Οι αδελφοί είχαν τρομοκρατηθή και φοβηθή μήπως ανακαλυφθούν αφού βρήκαν ότι ο πατέρας μου ήταν ενάντιος στη αλήθεια. Η μητέρα μου κι εγώ δεν λαμβάναμε ούτε Τη Σκοπιά. Πράγματι, ο φόβος των αδελφών ήταν τόσο μεγάλος ώστε ούτε και μάς χαιρετούσαν όταν μάς συναντούσαν στο δρόμο. Και οι δυο μας είχαμε τελείως αποκοπή από την οργάνωσι. Στο Στεττίνο μια εκκλησία Σπουδαστών της Γραφής έπαυσε να υπάρχη επειδή, μολονότι ακόμη ελεύθεροι, είμεθα χωρίς ηγεσία και χωρίς πνευματική τροφή. . . .
»Το να στέκεται κανείς αδρανής σημαίνει ότι οπισθοχωρεί· αυτό γρήγορα είδαμε από την πνευματική μας στάσι. Μετά την έναρξι του πολέμου, εξακολούθησα να προσεύχωμε για τους πνευματικούς μου αδελφούς στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως· αλλά γρήγορα άρχισα να προσεύχωμαι επίσης και για τους κατά σάρκα αδελφούς μου που πολεμούσαν με σαρκικά όπλα στη Ρωσία και στην Ελλάδα. Τότε ούτε στο νου μου ήλθε ότι αυτό που έκανα ήταν εσφαλμένο. Η σκέψις συχνά ερχόταν στη διάνοιά μου αν ήταν ποτέ δυνατόν να ιδρυθή μια νέα τάξις υπό την βασιλεία του Θεού.
»Εκτός από μένα, υπήρχαν πολλοί άλλοι νεαροί στην εκκλησία του Στεττίνου που δεν εγνώριζαν που στέκονταν. Αρκετοί νεαροί, όπως ο Γ. Μπράουν, ο Κοτρ και Άρτουρ Γουίσμαν, ήσαν στη στρατιωτική υπηρεσία πολεμώντας με σαρκικά όπλα. Ο Κ. Γουίσμαν φονεύθηκε στο μέτωπο. Ένας σπουδαίος λόγος για την αρνητική μας στάσι ήταν χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι η αρχηγία μας στην εκκλησία του Στεττίνου είχε πέσει θύμα του φόβου των ανθρώπων. . . .
»Εκ του άλλου, οι αδελφοί αυτοί που εξασθένισαν τον καιρό εκείνο είναι ένα παράδειγμα της υπομονής, αγάπης και συγχωρήσεως του Ιεχωβά, γιατί, καθώς έμαθα αργότερα, μερικοί απ’ αυτούς ειλικρινά μετενόησαν για τις πράξεις των όταν άρχισε πάλι το έργο και αποκατεστάθησαν στην εύνοια του Ιεχωβά. Μερικοί απ’ αυτούς είναι ακόμη στην ολοχρόνια υπηρεσία σήμερα, ως, π.χ., ο πρώην επίσκοπος της εκκλησίας του Στεττίνου, ο οποίος λόγω φόβου του ανθρώπου έκοψε πάσα σχέσι μαζί μου και τη μητέρα μου και μετεκόμισε μαζί με τη σύζυγό του σ’ ένα μέρος όπου ήσαν τελείως άγνωστοι. Αλλά πόσο χάρηκα όταν τους συνήντησα πάλι στο Βισμπάντεν όταν άρχισα να υπηρετώ στο Μπέθελ και μπόρεσα να δω και τους δυο να συνεχίζουν την ολοχρόνιο υπηρεσία ως τη γεροντική των ηλικία. Λόγω της πορείας ενεργείας του μερικοί από τους αδελφούς υπέφεραν πάρα πολύ στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και σε φυλακές, και πολλοί δύσκολα τον συγχώρησαν. Αλλά το έλεος του Ιεχωβά τους εβοήθησε να το πράξουν αυτό και χρησίμευσε ως ένα θαυμάσιο παράδειγμα δι’ αυτούς.»
ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ ΣΤΟ ΜΑΓΔΕΜΒΟΥΡΓΟΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑΧΟΥ
Πηγαίνοντας πίσω στην αφήγησι του 1933 όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελλάριος, βρίσκομε ότι ο Αδ. Ρόδερφορδ γρήγορα διεπίστωσε ότι η Γερμανική κυβέρνησις εποφθαλμιούσε το κτίριό μας στο Μαγδεμβούργο και τα πολύτιμα πιεστήριά του. Ισχυρές προσπάθειες κατεβλήθησαν ν’ αποδειχθή ότι η ιδιοκτησία του Μαγδεμβούργου σε μεγάλο βαθμό συνίστατο από δώρα εξ Αμερικής και στην πραγματικότητα ήταν Αμερικανική ιδιοκτησία. Υπό τας περιστάσεις αυτάς ο Αδ. Μπαλζεράιτ ως Γερμανός πολίτης ήταν μόνο εν μέρει αποτελεσματικός στο να πολεμήση για την απελευθέρωσι της Αμερικανικής ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό ο Αδ. Ρόδερφορδ παρεκάλεσε τον Αδ. Χάρμπεκ, τον επίσκοπο τμήματος στην Ελβετία, να λάβη μέρος στην αμφισβήτησι, κάμνοντας χρήσι των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Ο Αδ. Μπαλζεράιτ, που είχε εκλέξει να μετακομίση στη Τσεχοσλοβακία για ασφάλεια, τώρα αισθάνθηκε ότι η εξουσία του είχε περικοπή, και η υπερηφάνεια του τραυματισθή. Εν τούτοις ο ίδιος έδειξε λίγη επιθυμία να επιστρέψη στη Γερμανία και προσωπικώς να διευθύνη τις διαπραγματεύσεις που ελάμβαναν χώραν για την κατοχή της ιδιοκτησίας της Εταιρίας και να υποστηρίξη τους αδελφούς του στον αγώνα των για την πίστι. Ταυτοχρόνως, ο Αδ. Μπαλζεράιτ και μερικοί αδελφοί που έλαβαν το μέρος του στη φιλονεικία κατηγόρησαν τον Αδ. Χάρμπεκ ότι ήταν αμελής στα Γερμανικά συμφέροντα, ενώ άλλοι ακόμη τηλεγράφησαν στον Αδ. Ρόδερφορδ υπέρ του Μπαλζεράιτ.
Ο Αδ. Ρόδερφορδ απήντησε στον Αδ. Μπαλζεράιτ ως εξής: «Πήγαινε πίσω στο Μαγδεμβούργο και μείνε εκεί και φρόντισε για τα ζητήματα και κάμε ό,τι μπορείς, αλλά να ειδοποιής τον Αδ. Χάρμπεκ για όλα. . . . Πραγματικά δεν ήταν ανάγκη να ζητήσης άδεια να επιστρέψης στη Γερμανία, αφού, όσον άφορά εμένα, και αυτό το γνωρίζεις, μπορούσες να είχες μείνει εκεί από την αρχή. Αλλά συ προσπάθησες να με οδηγήσης να πιστεύσω ότι η προσωπική σου ασφάλεια εξηρτάτο από το να καταφυγής έξω από τη χώρα.»
Το 1933 έφθανε στο τέλος του χωρίς να έχη επιτελεσθή οποιαδήποτε ενότης αναφορικώς με την διεξαγωγή τακτικών μαθημάτων και έργου κηρύγματος. Ο Αδ. Πόντιγκ περιγράφει την κατάστασι. «Δυό όμιλοι ανεπτύχθησαν. Οι δειλοί διακρατούσαν ότι εμείς είμεθα ανυπότακτοι και φέρναμε σε κίνδυνο τόσον αυτούς όσο και το έργον του Ιεχωβά.» Μια επιστολή που γράφθηκε από τον Αδ. Χάρμπεκ τον Αύγουστο του 1933 έλαβε μεγάλη διανομή μεταξύ των Γερμανών αδελφών και οι δειλοί την χρησιμοποιούσαν στις συζητήσεις των ως απόδειξι της ορθότητος της στάσεώς των. Στο μεταξύ η Εταιρία εδημοσίευσε ένα άρθρο στη Σκοπιά με τον τίτλο «Μη Φοβηθήτε Αυτούς,» που υπεστήριζε την ενέργεια εκείνων οι οποίοι, παρά την αυξανομένη καταδίωξι και κακομεταχείρισι, είχαν ακολουθήσει την φωνή της συνειδήσεώς των και εξακολούθησαν να συνεργάζωνται σε μικρούς ομίλους διεξάγοντας το ευαγγελικόν έργον υπογείως. Τους έδειχνε ότι η ενέργειά των ήταν σε αρμονία με το θείον θέλημα.