Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—Συνέχεια)
ΕΡΕΥΝΕΣ στα σπίτια έδειξε ότι όχι όλοι οι αστυνομικοι μισούσαν τους μάρτυρας του Ιεχωβά καθώς πιθανόν να φαινόταν εξωτερικώς. Ο Αδελφός και η Αδελφή Πόντιγκ εδοκίμασαν αυτό όταν ερευνήθηκε το σπίτι των. Μόλις είχαν λάβει διά του ταχυδρομείου Τη Σκοπιά μαζί με άλλες δημοσιεύσεις, από την σαρκική αδελφή της Αδ. Πόντιγκ, που διέμενε στην Ολλανδία. Αλλά προτού ακόμη αρχίσουν να διαβάσουν κάτι, το κουδούνι άρχισε να κτυπά.
«Γρήγορα,» η Αδ. Πόντιγκ εφώναξε, «Βάλε τα όλα στο οψοφυλάκιον και κλείσε την πόρτα.» Αλλ’ επειδή αυτό δυνατόν να είλκυε την προσοχή, απεφάσισε το τελευταίο λεπτό ν’ αφήση την πόρτα ανοικτή. Εν τω μεταξύ ο πράκτωρ της Γκεστάπο, ακολουθούμενος από ένα άνθρωπο της ΣΑ είχε μπη στο σπίτι. «Έτσι,» είπε, «ας αρχίσωμε απ’ εδώ.» Μ’ αυτό εννοούσε το οψοφυλάκιο με την πόρτα του που ήταν ανοικτή. Το μικρό αγόρι του Αδ. Πόντιγκ αίφνης είπε: «Μπορείς να ψάχνης πολύ καιρό προτού βρης κάτι στο κελλάρι,» και σ’ αυτό ο πράκτορας εγέλασε και απήντησε: «Αφού είναι έτσι ας πάμε στο άλλο δωμάτιο.» Ολόκληρος η έρευνα ήταν ανεπιτυχής. Πραγματικά, ο Αδ. Πόντιγκ και η οικογένειά του ενόμισαν ότι αυτοί—τουλάχιστον ο πράκτωρ της Γκεστάπο—δεν ήθελαν να βρουν τίποτε. Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος της ΣΑ δεν ενόμιζε ότι η έρευνα διεξήγετο με εντέλεια και ήθελε να συνεχίση την έρευνα. Αλλ’ ο πράκτωρ της Γκεστάπο τον επετίμησε και του απηγόρευσε την περαιτέρω έρευνα. Όταν έφυγαν αυτός αίφνης επέστρεψε μόνος και εψιθύρισε στο αυτί της Πόντιγκ: «Κα Πόντιγκ, άκουσε τι θα σου πω. Θα πάρουν τα παιδιά σου επειδή δεν είναι στη Νεολαία του Χίτλερ. Σε παρακαλώ στείλε τα παιδιά σου, έτσι για τα μάτια.» «Κατόπιν και οι δυο τους έφυγαν και μπορέσαμε να διαβάσωμε την αλληλογραφία μας από την Ολλανδία με ειρήνη.» Ο Αδ. Πόντιγκ γράφει: «Ευχαριστούμε τον Ιεχωβά για τα πολλά νέα πράγματα και για Τη Σκοπιά που συμπεριλαμβανόταν στο ταχυδρομείο.»
ΕΞΑΠΑΤΗΘΗΣΑΝ
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι επίσημοι της Γκεστάπο είχαν κτυπηθή με τυφλότητα όταν έκαμαν έρευνες και που συχνά εξαπατούνταν με τις αστραπιαίες ενέργειες των αδελφών, πράγμα που δείχνει την προστασία του Ιεχωβά και την αγγελική βοήθεια.
Η Αδ. Κορνήλιους μάς λέγει μια πείρα: «Μια μέρα ένας άλλος αστυνομικός ήλθε να κάμη έρευνα. Είχαμε αρκετές δημοσιεύσεις στο σπίτι, μαζί με διάφορες πολυγραφημένες Σκοπιές. Αμέσως τις έβαλα όλες μέσα σε μια άδεια καφετιέρα, που συνέβη να στέκεται επάνω στο τραπέζι. Αφού εξηρεύνησαν τα πάντα, ήταν πια ζήτημα χρόνου οπότε θα βρισκόταν και ο κρυψώνας αυτός. Ακριβώς τη στιγμή αυτή απροσδόκητα μπήκε η κατά σάρκα αδελφή μου στο διαμέρισμα. Χωρίς αναβολή της είπα, ‘Να, πάρε τον καφέ σου μαζί σου.’ Φάνηκε λίγο τρομαγμένη στην αρχή, αλλά κατάλαβε τι εννοούσα, και έφυγε αμέσως, παίρνοντας μαζί της την καφετιέρα. Η έντυπος ύλη ήταν εκτός κινδύνου και οι επίσημοι δεν κατάλαβαν ότι είχαν εξαπατηθή.»
Αστεία είναι η ιστορία που ο Αδ. και η Αδ. Κορνήλιους αφηγούνται για τον πενταετή γυιο τους Σίγκφρηδ, ο οποίος ως τότε δεν είχε δυσκολίες με τον «Γερμανικό χαιρετισμό» και άλλα παρόμοια επειδή δεν ήταν ακόμη σχολικής ηλικίας. Αλλ’ επειδή οι γονείς του τον ανέτρεφαν στην αλήθεια, εγνώριζε ότι η έντυπος ύλη των γονέων του, την οποία πάντοτε έκρυβαν μετά το διάβασμα, ήταν πολύ σπουδαία και ότι δεν έπρεπε η Γκεστάπο να την βρη. Μια μέρα όταν είδε δυο αξιωματούχους να περνούν την αυλή για να μπουν στο σπίτι των γονέων του, αμέσως κατάλαβε ότι θα ζητούσαν να βρουν την κρυμμένη έντυπο ύλη και αμέσως εγνώριζε τι έπρεπε να κάμη για να τους εμποδίση από το να την βρουν. Μολονότι δεν ήταν ακόμη σχολικής ηλικίας, άρπαξε τη τσάντα του μεγαλυτέρου του αδελφού, την άδειασε και εστίβαξε μέσα όλη την έντυπο ύλη. Κρέμασε τη τσάντα στη ράχη του και βγήκε στο δρόμο μ’ αυτήν. Εκεί περίμενε μέχρις ότου έφυγαν οι αστυνομικοί, ύστερ’ από μια ανεπιτυχή έρευνα. Κατόπιν επέστρεψε στο σπίτι και έκρυψε πάλι την έντυπο ύλη εκεί που την είχε βρη.
«ΠΡΟΒΑΤΑ» ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Οι αδελφοί ήλθαν σ’ επαφή με όλων των ειδών άτομα στη φυλακή και φυσικά, όσο μπορούσαν, τους είπαν για την ελπίδα τους. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά των όταν ένας από τους φυλακισμένους δεχόταν την αλήθεια! Ο Γουίλλι Λέμπεκερ μάς λέγει μια τέτοια πείρα. Είχε φυλακισθή μαζί με άλλους σ’ ένα δωμάτιο όπου επιτρεπόταν το κάπνισμα:
«Η καμπίνα μου ήταν απ’ επάνω, αλλ’ ο φυλακισμένος που κοιμώνταν από κάτω εκάπνιζε τόσο πολύ ώστε μόλις μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Καθ’ ον χρόνον οι άλλοι κοιμώνταν εγώ του έδινα μαρτυρία από τη Γραφή για τον σκοπό του Θεού σχετικά με τον άνθρωπο. Τον βρήκα ότι έδινε προσοχή. Ο νεαρός αυτός ήταν δραστήριος στην πολιτική και τον έβαλαν στη φυλακή γιατί εμοίραζε παράνομα περιοδικά. Δόσαμε υπόσχεσι ο ένας στον άλλο ότι, εάν βγούμε από τη φυλακή, θα προσπαθούσαμε να επισκεφθή ο ένας τον άλλο. Αλλά δεν έγινε έτσι. Το 1948 τον συνήντησα πάλι σε μια από τις συνελεύσεις περιοχής. Αμέσως μ’ εγνώρισε, μ’ εχαιρέτησε χαρούμενα και μου είπε την ιστορία του. Αφού εξέτισε την ποινή του και απολύθηκε, στρατολογήθηκε και υπηρέτησε στο Ρωσικό μέτωπο. Εδώ είχε την ευκαιρία να σκεφθή πάλι όλα τα πράγματα που του είχα πη. . . . Στο τέλος μου είπε: ‘Σήμερα έγινα αδελφός σου.’ Μπορείτε να φαντασθήτε πόσο συγκινήθηκα και πόσο χάρηκα;»
Ο Χέρμαν Σλόμερ είχε παρόμοια πείρα. Ήταν σε μια συνέλευσι περιοχής όπου ένας αδελφός τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Με αναγνωρίζεις;» Ο Αδ. Σλόμερ απήντησε: «Το πρόσωπό σου είναι γνώριμο, αλλά δεν γνωρίζω ποιος είσαι.» Ο αδελφός τότε συστήθηκε ότι ήταν φύλακας της φυλακής όπου ήταν ο Αδ. Σλόμερ εκτίοντας την πενταετή ποινή του. Ο Αδ. Σλόμερ είχε πη στον φύλακα πολλά πράγματα για την αλήθεια. Του είχε επίσης ζητήσει μια Γραφή, την οποία ο κληρικός της φυλακής του είχε αρνηθή. Ο φύλακας ήταν φιλάνθρωπος και έφερε μια Γραφή στον Αδ. Σλόμερ. Για να έχη κάτι να κάνη στο απομονωτήριό του τού έφερε επίσης γυναικείες κάλτσες να τις μεντάρη. Ναι, ο Αδ. Σλόμερ πράγματι είχε λόγον να χαίρη, διαπιστώνοντας ότι στην περίπτωσι αυτή ο λόγος του Ιεχωβά είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος.