Πώς ο Ιεχωβά Ευλόγησε το Έργον του το 1975
(Από το Βιβλίον του Έτους 1976—συνέχεια)
ΔΑΧΟΜΕΗ: Καθώς ησχολείτο στο κήρυγμα από θύρα σε θύρα, ένας αδελφός συνήντησε ένα νεαρό ζεύγος το οποίο προφανώς ευρίσκετο στο αποκορύφωμα μιας οικογενειακής φιλονεικίας. Αφού του έδωσαν την ευκαιρία να μιλήση, ο αδελφός διάβασε το εδάφιο Εφεσίους 4:26 όπου λέγει: «Ο ήλιος ας μη δύη επί τον παροργισμόν σας.» Και τους προσέφερε το άγγελμα. Το νεαρό ζεύγος χάρηκε που έμαθε αυτή τη θαυμάσια αρχή και δέχθηκε την πρόσκλησι να παρακολουθήση μια δημοσία διάλεξι σε μια Αίθουσα Βασιλείας την ίδια μέρα. Συνέβη δε, η ομιλία να είναι σχετική με τον γάμο. Αυτό τους εβοήθησε ακόμη περισσότερο να εκτιμήσουν τις πρακτικές συμβουλές που μπορούσαν να βρουν στον Λόγο του Θεού. Βαθειά συγκινημένοι από όσα άκουσαν εδέχθησαν αμέσως την διευθέτησι για μια Γραφική μελέτη στο σπίτι.
Μετά από λίγες μόνο εβδομάδες μελέτης της Αγίας Γραφής, αντελήφθησαν ότι ήταν αναγκαίο να εναρμονίσουν τη ζωή τους με το Λόγο του Θεού και έκαμαν τις κατάλληλες ενέργειες ώστε να νομιμοποιήσουν τον γάμο τους. Σύντομα η σύζυγος άρχισε να συμμετέχη στην υπηρεσία αγρού, και ο σύζυγος έκαμε σημαντική πρόοδο. Πόσο ευτυχείς είναι που ο αδελφός ήταν άγρυπνος να προσφέρη βοηθητική Γραφική συμβουλή! Τώρα και η ζωή τους, επίσης, μπορεί να ‘δίδη δόξα’ στο Θεό.
Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν πολλοί οι οποίοι είναι εκλελυμένοι και εσκορπισμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. (Ματθ. 9:36) Μια Κυριακή πρωί ένας Καθολικός πήγε στην εκκλησία, αλλά ο ιερεύς είπε στο εκκλησίασμα ότι δεν είχε προετοιμάσει κανένα κήρυγμα. Αυτό ήταν για κείνον τον άνδρα το τελευταίο κτύπημα. Απεφάσισε να φύγη από την εκκλησία και να ψάξη αλλού. Αλλά, πού μπορούσε να πάη; Επί αρκετό καιρό έκαμε προσευχή γι’ αυτό το ζήτημα. Θυμήθηκε ότι είχε συνομιλήσει στο παρελθόν με μάρτυρας του Ιεχωβά και απεφάσισε να πάη σε μια Αίθουσα Βασιλείας. Συζήτησε με μερικούς αδελφούς στη συνάθροισι και διευθετήθη μια Γραφική μελέτη. Αφού τελείωσε τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου Αλήθεια, έγραψε ένα γράμμα στην εκκλησία λέγοντας ότι δεν ήταν πλέον μέλος της. Τον επεσκέφθη ο ιερεύς, αλλά ο ενδιαφερόμενος άνδρας είπε στον ιερέα ότι μετά από τριάντα τρία χρόνια πνευματικής «δίψας και πείνας» αυτός τώρα είχε βρει την αλήθεια.
Η Γραφική μελέτη συνεχίσθηκε. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο άνδρας είπε στον αδελφό ο οποίος διεξήγε τη μελέτη, ότι ήταν ο ιδιοκτήτης ενός ξενοδοχείου το οποίο ήταν γνωστό σαν ένας τόπος όπου υπήρχε ανηθικότης. Ερώτησε τι έπρεπε να κάμη. Ο αδελφός του έδειξε τις Γραφικές αρχές που περιελαμβάνοντο στο ζήτημα και ο άνδρας απεφάσισε να το πουλήση. Λίγο αργότερα, απηλλάγη απ’ αυτήν την επιχείρησι και με μια καθαρή συνείδησι έγινε ένας πολύ θερμός ζηλωτής διάκονος. Αυτοί που κάνουν τέτοιες αλλαγές στη ζωή τους ‘στολίζουν τη διδασκαλία του Σωτήρος Θεού κατά πάντα.’
ΕΛ ΣΑΛΒΑΔΟΡ: Πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, μια ιεραπόστολος συνήντησε ένα ζεύγος το οποίο έδειξε κάποιο ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας. Επανειλημμένες προσπάθειες, για να γίνη έναρξις μιας Γραφικής μελέτης απέτυχαν, λόγω της φύσεως της κοσμικής εργασίας του συζύγου, ο οποίος ήταν μέλος ενός μουσικού τρίο. Τα χρόνια πέρασαν, το μουσικό τρίο προώδευσε και επροσκαλείτο να λάβη μέρος σε χορούς, χορωδίες και σε άλλες εκδηλώσεις. Επειδή ζούσε μια τέτοια ζωή, ο άνδρας υιοθέτησε ακόμη περισσότερο κοσμικούς τρόπους. Αυτό εδημιούργησε προβλήματα στο γάμο του. Μολονότι, ήταν ένας κατ’ όνομα Καθολικός, σταμάτησε να παρακολουθή την εκκλησία, επειδή δεν μπορούσε να δεχθή τη χρήσι εικόνων στη λατρεία. Αργότερα, η σύζυγος έλειψε για επτά περίπου μήνες για να επισκεφθή την κόρη τους στον Καναδά. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου της μοναξιάς, έκαμε στοχασμούς για τη ζωή του και την έλλειψι σκοπού και συνεπέρανε ότι αυτό που του έλειπε ήταν η πνευματικότης. Ήθελε να είναι κοντά στο Θεό. Για πρώτη φορά στη ζωή του, γονάτισε και προσευχήθηκε στον Θεό, παρακαλώντας τον να τον βοηθήση να βρη την αληθινή θρησκεία. Εκείνο ακριβώς το πρωινό θυμήθηκε την ιεραπόστολο, η οποία τον είχε επισκεφθή στο παρελθόν, πολλές φορές. Μολονότι, δεν θυμόταν τη θρησκεία της, πίστευε ότι αυτή θα μπορούσε να τον βοηθήση να γνωρίση τον Θεό. Όλα αυτά τα χρόνια αυτός την έβλεπε στους δρόμους της εμπορικής περιοχής της πόλεως. Κάθε ημέρα πήγαινε εκεί ψάχνοντας γι’ αυτή την ιεραπόστολο. Την τέταρτη μέρα όταν την διέκρινε, έτρεξε κοντά στην αδελφή, φωνάζοντας, «Κυρία, Κυρία! Αυτή μπόρεσε δύσκολα να θυμηθή αυτόν τον άνδρα, ο οποίος αμέσως ζήτησε μια Γραφική μελέτη. Έγιναν διευθετήσεις για να μελετήση μ’ αυτόν και τον δεκαοκταετή του γυιο. Μετά από λίγους μήνες, η σύζυγος του ανδρός αυτού επέστρεψε από τον Καναδά, αφού είχε στο μεταξύ λάβει ευχάριστα γράμματα από το σύζυγό της και τον γυιο της στα οποία έλεγαν ότι είχαν βρει την αλήθεια, η οποία οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Η οικογένεια άρχισε να παρακολουθή όλες τις εβδομαδιαίες συναθροίσεις της εκκλησίας. Σύντομα άλλαξαν την προσωπικότητα τους. Ο υιός βαπτίσθηκε και έγινε προσωρινός σκαπανεύς. Και οι δύο γονείς έγιναν δραστήριοι στο έργο κηρύγματος και σχεδίαζαν να βαπτισθούν στη συνέλευσι περιφερείας τον Δεκέμβριο του 1975. Όλοι τους εξακολουθούν να εκφράζουν τη βαθειά τους εκτίμησι για το προνόμιο να γνωρίσουν τον Ιεχωβά και τους σκοπούς του και είναι ευτυχείς με την ειρήνη και την ευτυχία που απολαμβάνουν στον οίκο τους.
Από μικρό κορίτσι, μια γυναίκα είχε μεγάλη επιθυμία να γνωρίση τον μόνο αληθινό Θεό, τον πατέρα του Ιησού Χριστού. Είχε ανατραφή ως Καθολική και χωρίς αποτέλεσμα έψαχνε για το Θεό από τη μια εκκλησία στην άλλη. Όταν ήταν νεαρά ζούσε μ’ έναν έγγαμο άνδρα, ο οποίος ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος της. Η ζωή της ήταν στενά δεμένη μαζί του. Πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια. Και η επιθυμία της να γνωρίση τον αληθινό Θεό δεν είχε ικανοποιηθή ακόμη. Τότε, ξαφνικά ο σύντροφός της πέθανε. Τα όνειρά της γκρεμίσθηκαν, και αυτή δεν είχε τώρα καμμιά ελπίδα για το μέλλον. Τι έπρεπε να κάμη; Από τότε και έπειτα υπέφερε από αϋπνίες, δεν είχε όρεξι και έχανε βάρος. Η ζωή είχε λίγη σημασία γι’ αυτήν. Αν ήθελε να εξακολουθήση να ζη, εγνώριζε ότι έπρεπε να βρη τον αληθινό Θεό. Αυτό ήταν η μόνη της ελπίδα.
Μια μέρα, πήγε στον καθεδρικό ναό και προσευχήθηκε στον Θεό. Η προσευχή της μετετράπη σε δάκρυα, ώστε αυτή έκλαψε πολύ. Παρέμεινε εκεί επί τέσσερις ώρες αλλά δεν βρήκε ανακούφισι. Έφυγε, περπατώντας ως ένα βιβλιοπωλείο και αγόρασε μια Αγία Γραφή. Σκέφθηκε ότι, αφού ο Θεός έχει δώσει τον γραπτό του Λόγο, οπωσδήποτε κάποιος πρέπει να τον καταλαβαίνη. Έτσι, άρχισε να πηγαίνη από τη μια εκκλησία στην άλλη, μιλώντας σε οποιονδήποτε νόμιζε ότι μπορούσε να την βοηθήση να κατανοήση τα μυστήρια του Ιερού Βιβλίου.
Κάποιο βράδυ, πήγε να επισκεφθή μια γειτόνισσα. Ενώ ευρίσκετο εκεί, μια νεαρά γυναίκα πλησίασε την πόρτα. Η γειτόνισσα ανεγνώρισε αυτή την Κυρία ως μια μάρτυρα του Ιεχωβά και της είπε ότι δεν ενδιεφέρετο να την ακούση. Η κοπέλλα, όμως, που αναζητούσε την αλήθεια, έτρεξε στην πόρτα και ρώτησε: «Μπορείτε να με βοηθήσετε να κατανοήσω την Αγία Γραφή;» «Φυσικά!» απήντησε. Μια Γραφική μελέτη άρχισε ακριβώς εκείνο το βράδυ. Αυτή ήταν τόσο πεινασμένη ‘για να μάθη την αλήθεια’ ώστε έγιναν διευθετήσεις για Γραφική μελέτη κάθε μέρα επί δέκα ημέρες. Μέρα με τη μέρα, η γυναίκα έπαιρνε γνώσι από τον Λόγο του Θεού. Η ζωή της άλλαξε. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, άρχισε να κοιμάται και να επανακτά την όρεξί της. Προτού περάση πολύς καιρός αυτή είχε γίνει νέος άνθρωπος. Λίγο αργότερα βαπτίσθηκε. Τώρα έχει βρει εκείνο για το οποίο έψαχνε σε όλη της τη ζωή.