Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Ως Πού Πρέπει να Φθάνη το Χριστιανικό Πένθος;
ΜΙΑ ΑΠΟ τις πιο θλιβερές εμπειρίες που αντιμετωπίζομε εμείς οι άνθρωποι είναι ο θάνατος ενός αγαπημένου συγγενούς ή φίλου. Συνοδεύεται από ένα βαθύ αίσθημα απωλείας που προκαλεί θλίψι. Ο θρήνος είναι απλώς η φυσιολογική έκφρασις αυτής της μεγάλης λύπης.
Αλλά, δεν αποθαρρύνει η Αγία Γραφή τον θρήνο; Δεν ελέχθη συγκεκριμένα στους ανθρώπους να μην πενθούν; Ας εξετάσωμε τι ακριβώς λέγει η Αγία Γραφή σχετικά μ’ αυτό το θέμα και γιατί.
Μια περίπτωσις αφορά τον θάνατο των γυιων του Ααρών, του Ναδάβ και του Αβιούδ. Αυτοί οι άνδρες παρέβησαν τις απαιτήσεις του Θεού για αγνή λατρεία με το να προσφέρουν «πυρ ξένον,» ίσως επειδή ευρίσκοντο κάτω από την επίδρασι του αλκοόλ. Λόγω αυτής της ανευλαβούς ενεργείας, ο Ιεχωβά τους θανάτωσε. (Λευιτ. 10:1, 2, 8-11) Σ’ αυτή την περίπτωσι ο Ααρών και οι άλλοι γυιοι του διετάχθησαν να μην προβούν σε καμμιά εξωτερική εκδήλωσι πένθους. Υπακούοντας σ’ αυτή την εντολή, έδειξαν ότι συμφωνούσαν πλήρως με την κρίσι του Θεού εναντίον των συγγενών τους. (Εδάφια 6, 7) Επομένως, αυτό που έκαμε ο Ααρών και οι επιζώντες γυιοι του δεν έχει καμμιά σχέσι με τον τρόπο που θ’ αριθμούσε φυσιολογικά ένας Χριστιανός όταν πέθαινε κάποιος προσφιλής του.
Αιώνες αργότερα ο προφήτης Ιεζεκιήλ διετάχθη να μη θρηνήση τον θάνατο της συζύγου του. Ο Ιεχωβά του είπε τα εξής: «Μη πενθήσης και μη κλαύσης και ας μη ρεύσωσι τα δάκρυά σου· κρατήθητι από στεναγμών.» (Ιεζ. 24:15-17) Η αποχή του Ιεζεκιήλ από οποιαδήποτε εξωτερική εκδήλωσι πένθους είχε ένα σκοπό. Ήταν μια προφητική ένδειξις στους Ισραηλίτες που ήσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα και τόνιζε ότι ο Ιεχωβά Θεός θα βεβήλωνε τον ναό του, που ήταν τόσο πολύτιμος σ’ αυτούς όσο πολύτιμη ήταν στον Ιεζεκιήλ η σύζυγός του. Αντίθετα με τις προσδοκίες των, η Ιερουσαλήμ θα καταστρεφόταν κι εκεί στην εξορία αυτοί οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να εκφράσουν πλήρως τη θλίψι των—Ιεζ. 24:20-24.
Σε μια προγενέστερη περίπτωσι, ο Ιεχωβά είπε τα εξής μέσω του προφήτου του Ιερεμία: «Μη κλαίετε τον αποθανόντα [τον Ιωσία] και μη θρηνείτε αυτόν· κλαύσατε πικρώς τον εξερχόμενον [τους ζώντες στην εξορία], διότι δεν θέλει επιστρέψει πλέον και ιδεί την γην της γεννήσεως αυτού. Διότι ούτω λέγει Κύριος περί του Σαλλούμ [Ιωάχαζ], υιού του Ιωσίου, βασιλέως του Ιούδα, του βασιλεύοντος αντί Ιωσίου του πατρός αυτού, όστις εξήλθεν εκ του τόπου τούτου· Δεν θέλει επιστρέψει εκεί πλέον, αλλά θέλει αποθάνει εν τω τόπω, όπου έφεραν αυτόν αιχμάλωτον, και δεν θέλει ιδεί πλέον την γην ταύτην.»—Ιερεμ. 22:10-12.
Μήπως αυτά τα λόγια εσήμαιναν ότι ήταν εσφαλμένο και αντίθετο με τον σκοπό του Θεού να θρηνήσουν τον θάνατο του καλού Βασιλέως Ιωσία; Όχι, Ο θάνατος του Ιωσία στη μάχη ήταν ένα τρομερό πλήγμα για τους Ισραηλίτες. Ήταν μια εθνική συμφορά και δικαίως προκαλούσε θλίψι. Ακόμη κι ο Ιερεμίας εθρήνησε τον θάνατο του Ιωσία. Η Αγία Γραφή αναφέρει: «Πας ο Ιούδας και η Ιερουσαλήμ επένθησαν επί τον Ιωσίαν. Και εθρήνησεν ο Ιερεμίας δια τον Ιωσίαν και πάντες οι ψάλται και οι ψάλτριαι αναφέρουσιν έως της σήμερον εις τους θρήνους αυτών τον Ιωσίαν, και έκαμαν αυτούς νόμιμον εν τω Ισραήλ· και ιδού, είναι γεγραμμένοι εν τοις θρήνοις.»—2 Χρον 35:24, 25.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι τα λόγια του Ιεχωβά μέσω του Ιερεμία δεν είχαν σκοπό ν’ αποθαρρύνουν τους Ισραηλίτες να εκφράζουν τη λύπη τους. Απλώς ετόνιζαν ότι, σε σύγκρισι, η κατάστασις του επιζώντος, δηλαδή του γυιου του Ιωσία, του Σαλλούμ, ήταν πολύ πιο χειρότερη από την κατάστασι του νεκρού πατέρα του. Αυτό συνέβαινε επειδή ο Σαλλούμ θα πέθαινε, όχι στην πατρίδα του, όπως ο πατέρας του Ιωσίας, αλλά στην εξορία στην Αίγυπτο. Έτσι, υπήρχαν περισσότεροι λόγοι για να θρηνήσουν τον γυιο του Ιωσία παρά τον νεκρόν βασιλέα.
Μια εξέτασις του Βιβλικού υπομνήματος δείχνει ότι οι δούλοι του Θεού δικαίως έχυναν δάκρυα για την απώλεια των προσφιλών τους. Όταν η αγαπημένη του σύζυγος πέθανε, «ο Αβραάμ,» λέγει ο Λόγος του Θεού, «ήλθεν . . . δια να κλαύση την Σάρραν και να πενθήση αυτήν.» (Γεν. 23:2) Ο Ιακώβ, επειδή νόμιζε ότι ο αγαπημένος γυιος του Ιωσήφ είχε θανατωθή από ένα άγριο θηρίο, «έκλαυσεν αυτόν.» (Γεν. 37:35) Σχετικά με τον θάνατο του πρώτου Χριστιανού μάρτυρος στα χέρια ενός εξαγριωμένου όχλου, διαβάζομε τα εξής: «Έφεραν δε τον Στέφανον εις τον τάφον άνδρες ευλαβείς και έκαμον θρήνον μέγαν επ’ αυτόν.» (Πράξ. 8:2) Ο θάνατος της Δορκάδος (Ταβιθά) στην Ιόππη είχε ως αποτέλεσμα να θρηνήσουν πολύ οι Χριστιανές χήρες οι οποίες είχαν ωφεληθή πολύ από την καλωσύνη της.—Πράξ. 9:39.
Αυτός ο θρήνος δεν πρέπει να θεωρηθή απλώς ως ατελής ανθρώπινη αντίδρασις σε λυπηρές καταστάσεις. Γιατί όχι; Διότι ακόμη κι ο τέλειος Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, έκλαψε από συγκίνησι για τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου. Πολλοί που είδαν τον Ιησού να κλαίη, αναφώνησαν: «Ίδε πόσον ηγάπα αυτόν.»—Ιωάν. 11:35, 36.
Είναι, επίσης κατάλληλο να δείχνη κανείς συμπάθεια για τους άλλους και να μετέχη στις εκδηλώσεις της λύπης των. Η Αγία Γραφή συμβουλεύει τα εξής: «Κλαίετε μετά κλαιόντων.»—Ρωμ. 12:15.
Οι δούλοι του Θεού, όμως, πρέπει ν’ αποφεύγουν τα έθιμα του πένθους που συνδέονται με την ψευδή λατρεία. Ο Θεός είχε δώσει την εξής εντολή στους αρχαίους Ισραηλίτες: «Δεν θέλετε κάμει εντομίδας εις το σώμα σας δια νεκρόν.» (Λευιτ. 19:28) Τα συγγράμματα του αρχαίου ιστορικού Ηροδότου μάς βοηθούν ν’ αντιληφθούμε τι περιελάμβανε αυτό. Σχετικά μ’ αυτά που έκαναν οι Σκύθοι για να θρηνήσουν τον θάνατο του βασιλέως των, λέγει τα εξής: «Κόβουν μέρος από το αυτί τους, ξυρίζουν τα μαλλιά τους, κόβουν τους βραχίονές των, χαράσσουν το μέτωπο και τη μύτη τους και περνούν βέλη μέσα από το αριστερό τους χέρι.» (Βιβλίον IV, κεφ. 71) Αυτές οι ενέργειες μπορεί να είχαν σκοπό να κατευνάσουν τις θεότητες που, όπως πίστευαν, προΐσταντο στους νεκρούς. Αυτές οι τελετουργίες πένθους δεν είχαν βέβαια καμμιά θέσι σ’ έναν λαό που είχε την ελπίδα της αναστάσεως.
Επίσης, οι εκδηλώσεις λύπης που φθάνουν στα άκρα δεν είναι κατάλληλες για τους Χριστιανούς. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στους ομοπίστους του: «Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, δια να μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα.» (1 Θεσσ. 4:13) Ο Χριστιανός μπορεί πράγματι να λυπάται. Αλλά δεν πρέπει να γίνεται υστερικός και να ενεργή σαν να έχη χάσει τα πάντα. Οι άλλοι πρέπει να διακρίνουν ότι έχει μια θαυμάσια ελπίδα, μια ελπίδα που πράγματι τον ενδυναμώνει. Η λύπη που αισθάνονται, οι αληθινοί Χριστιανοί πρέπει να είναι ισορροπημένη και να επισκιάζεται από την ελπίδα και τη θεόδοτη χαρά! Πρέπει να προσπαθούν ν’ αντανακλούν τη στάσι του αποστόλου Παύλου που είπε για τον εαυτό του και τους συντρόφους του ότι ήσαν «ως λυπούμενοι· πάντοτε όμως χαίροντες.» (2 Κορ. 6:10) Αυτή η στάσις βοηθεί το άτομο ν’ αποφύγη τα εξασθενητικά αποτελέσματα του συνεχούς πένθους.
Οι πολλές αποδείξεις που περιέχει η Αγία Γραφή δείχνουν ότι το πένθος για τους νεκρούς προσφιλείς μας είναι κατάλληλο. Αλλ’ αυτό το πένθος δεν θα πρέπει να φθάνη μέχρι του σημείου του να κάνη τους άλλους ν’ αμφιβάλλουν για την πίστι του ατόμου που πενθεί στην υπόσχεσι του Θεού ν’ αναστήση τους νεκρούς. Πρέπει ν’ αποφεύγωνται όλες οι υπερβολικές μορφές πένθους και τα ειδωλολατρικά έθιμα. Επίσης, θα πρέπει ν’ αποφεύγεται ο θρήνος που δείχνει ότι το άτομο διαφωνεί με τις κρίσεις του Θεού ή είναι σε αντίθεσι με τις εκπεφρασμένες εντολές του.