Αφήγησις από το Βιβλίον του Έτους 1978
ΣΕ ΤΑΡΑΧΩΔΕΙΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
ΣΤΗΝ αποθήκη βιβλίων οι Αδελφοί Μπαρνς και Ντω συνήντησαν τον Ντάγλας Μακραί, ένα Καναδό σκαπανέα που επρόκειτο να απελαθή. Τους είπε ότι η κυβέρνησις προτίθετο να απαγορεύση όλη την έντυπο ύλη της Εταιρίας, και ως εκ τούτου η προμήθεια των ηχογραφημένων δίσκων και βιβλίων στην αποθήκη βρισκόταν σε κίνδυνο κατασχέσεως.
Οι αδελφοί εφόρτωσαν τους περισσότερους δίσκους και βιβλία μέσα στη σκούνα του Αδελφού Χάουελ για να τα μεταφέρη στη Λούμστεν. Άλλα ακόμη απεστάλησαν στην Πρίνστον και σε άλλα μικρά μέρη. Όταν οι εξουσίες ήλθαν στην αποθήκη, ήταν πολύ αργά—τα ράφια ήταν άδεια.
Εν τω μεταξύ οι Αδελφοί Μπαρνς και Ντω μπορούσαν να δουν ότι διαρκούντος του πολέμου θα ήταν καλύτερα να περιορίσουν τις δραστηριότητές των για τη Βασιλεία στα απώτατα λιμάνια της ερημικής ακτής. ‘Δεν ήμουν ναύτης,’ παραδέχθηκε ο Γκας Μπαρνς, ‘γιατί δεν γνώριζα τίποτε για τις παλίρροιες και τις θύελλες, τους χάρτες και την πυξίδα, τα κύματα και τους κινδύνους της πολυτάραχης θάλασσας.’
Χρειάσθηκε πολλή εφευρετικότης και απόφασις να ανεφοδιασθή η τριάντα ποδών βενζινάκατος της Εταιρίας, την οποία, με μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, ωνόμασαν «Πλοίον της Βασιλείας Αρ. 1.» Οι αδελφοί στη Πρίνστον ήσαν μια καλή πηγή ενθαρρύνσεως. Εκεί ο Μπαμπ Μος ενώθηκε με το πλήρωμα, βοηθώντας να οικοδομήση την εμπιστοσύνη των για την εργασία που τώρα ανελάμβαναν. Λέγει ο Αδ. Μπαρνς: ‘Τη πρώτη ακριβώς μέρα η θαλάσσιά μας υπηρεσία ήταν κάπως άγρια, το πλοιάριο μας βυθιζόταν μέσα στα κύματα μ’ ένα τρόπο που προξενούσε φόβο. Το πρώτο μας λιμάνι, Σάλβατζ, ήταν κατοικημένο από Καθολικούς πιστούς υποστηρικτάς της Εκκλησίας της Αγγλίας. Το αποτέλεσμα: γρήγορα μας ελιθοβόλησαν και μας έδιωξαν από το λιμάνι ως Γερμανούς κατασκόπους. Πράγματι, κάποιος στο χωριό ειδοποίησε την αστυνομία ότι επαίζαμε ένα φωνογραφικό δίσκο που ετιτλοφορείτο «Ο Χίτλερ δεν Μπορεί να Χάση.» Εφύγαμε από εκεί και αράξαμε σ’ ένα ησυχότερο ορμίσκο, αν και όλη την ημέρα ακούγαμε ότι η αστυνομία ερχόταν να μας συλλάβη. Όταν βγήκαμε στη ξηρά ο Μπαμπ και εγώ χωρισθήκαμε, αυτός πήγε σε μια κατεύθυνσι και εγώ σε μια άλλη, με την ιδέα να συναντηθούμε αργότερα.
Επί τέλους ύστερ’ από πολλές ώρες συναντηθήκαμε. Καθώς έστρεψα σ’ ένα μοναχικό μέρος του δρόμου, είδα τον Μπαμπ να παίζη ένα δίσκο προς όφελος ενός υψηλού χωροφύλακος. Ο φωνογραφικός δίσκος είχε φθάσει στο σημείο που ο Αδ. Ρόδερφορδ κατέτασσε όλους εκείνους που ήσαν με το μέρος του Διαβόλου στον Αρμαγεδδώνα. «Με το μέρος του Διαβόλου,» έβγαινε η δυνατή φωνή, «στον Αρμαγεδδώνα θα είναι οι στρατοί και το ναυτικό όλων των εθνών, η δύναμις της αστυνομίας, η δύναμις της αστυνομίας, η δύναμις της αστυνομίας . . .»—ο δίσκος επανελάμβανε σ’ αυτό το σημείο! Ο Μπαμπ ήταν κατακόκκινος σαν ένα παντζάρι, και, επειδή φοβούμουνα τα χειρότερα, σκεπτόμουνα αν έπρεπε να τρέξω, όταν αίφνης, βλέποντας το χιούμορ της καταστάσεως, ο αξιωματικός εγέλασε δυνατά. Πραγματικά, αυτός έγινε ένας από τους καλούς μας φίλους.»
Συνεχίζοντας την έκθεσί του, ο Γκας Μπαρνς είπε: ‘Ήταν μια τρικυμιώδης ημέρα όταν ένα νευρικό, φοβισμένο από την τρικυμία πλήρωμα έφθασε στην επικίνδυνη ακτή στο Κατ Χάρμπορ (τώρα Λούμσντετ) στο στόμιο του Όρμου Νεκρός Άνθρωπος. Κανένας ξένος δεν μπορούσε να μπη μέσα στον απατηλό εκείνο όρμο, και καθώς περιπλανώμεθα εκεί μεταξύ των βράχων, τι ανακούφισις ήταν να δούμε μια μεγάλη ψαρόβαρκα να έρχεται προς ημάς! Ο εύρωστος, ωραίος ψαράς που μας καλωσώρισε ήταν ο Έλμορ Χάγουελ, που επρόκειτο να γίνη σ’ εμάς ένας πατέρας στις προσπάθειες μας στο μέλλον. Εδώ στη Λούμσντεν οι αδελφοί μας έδωσαν να φάμε, μας ενεθάρρυναν, μας άλλαξαν μερικό από τον εξαρτισμό που είχε φθαρεί, εφωδίασαν το πλοίο μας και μας εξαπέστειλαν σε μερικούς ορμίσκους προς βορράν. Μας μίλησαν για την Αδελφή Μέησον, τον Αδελφό Μακμίλλαν, και για τους αδελφούς Χάγουελ και Πάρσον οι οποίοι συνέχισαν στην αλήθεια από το 1915.’
Όταν ήλθε ο χειμώνας, δεν ήταν πρακτικό να συνεχίσουμε με το πλοίο· έτσι πήραμε ένα έλκυθρο το φορτώσαμε με φωνόγραφο, Γραφές και έντυπο ύλη. Ο Γκας Μπαρνς μάς αφηγείται ότι υπήρξε καιρός που διέθετε κάπου 500 βιβλία τον μήνα. Εκ του άλλου, η κατηγορία υπήρχε ότι ήσαν «κατάσκοποι.» Τουλάχιστον σε μια περίπτωσι, αυτό εσήμαινε ότι κοιμήθηκε έξω, μέσα σ’ ένα έλκυθρο, παρατηρώντας τα βόρεια φώτα. Η νύχτα εκείνη άλλαξε τα πράγματα γιατί οι άνθρωποι της κοινότητος ενδιαφέρθηκαν πάρα πολύ γι’ αυτόν και εβεβαιώθησαν ότι δεν ήταν «Γερμανός κατάσκοπος.»
Οι εξουσίες τον καιρό εκείνο έκαμναν επιδρομές στα σπίτια των Μαρτύρων όπου περίμεναν να κατάσχουν προγραμμένη από τον νόμο έντυπο ύλη. Αλλά τα αποθέματα της εντύπου ύλης ήσαν κρυμμένα εκεί που λίγοι εγνώριζαν, και έτσι ήταν δυνατόν, από καιρό σε καιρό, να προμηθεύονται οι εκκλησίες και οι σκαπανείς για να διεξάγουν το έργον της Βασιλείας, χρησιμοποιώντας τη Γραφή μόνο όταν πρώτη φορά επλησίαζαν στα σπίτια.
Την άνοιξι του 1941 ο Γκας Μπαρνς και ο Μπαμπ Μος επέστρεψαν στην Πρίνστον για να δαπανήσουν μερικές εβδομάδες ετοιμάζοντας το πλοίο για το ταξίδι ενός άλλου καλοκαιριού. Αυτό έδωσε την ευκαιρία να βοηθηθή ο όμιλος εκεί, να οργανωθή για τις μελέτες της Σκοπιάς και για μια εβδομαδιαία μελέτη στο βιβλίο Σωτηρία. «Καθ’ ον χρόνον ήμουν εκεί την άνοιξι,» ο Γκας αναφέρει, «συχνά μιλούσα με τον Φορδ και τον Μπιλ Πρινς, δυο νέα παιδιά που είχαν πάρα πολύ ενδιαφερθή στο ό,τι εκάναμε. Δεν φανταζόμουν τότε ότι τα νεαρά εκείνα παιδιά θα εγίνοντο σκαπανείς και αργότερα θα εκαλούντο στη Σχολή Γαλαάδ και θα απεστέλλοντο ως ιεραπόστολοι.»
Το δεύτερο καλοκαιρινό ταξίδι με το καλό πλοίο «Βασιλεία Αρ. 1» ήταν διεγερτικό, να πούμε το ελάχιστο. Στη Λούμσντεν, οι Αδελφοί Μος και Μπαρνς εβαπτίσθησαν, μολονότι εκήρυτταν τώρα επί αρκετά έτη. Έπειτα ανεχώρησαν για τη Λούισπορτ. Ο Μπαρνς λέγει τι συνέβη: ‘Το πλοίο διέρρεε, έτσι ώστε το φέραμε σ’ ένα ορμίσκο αρκετά μίλια από τη Λούισπορτ. Αποφασίσαμε να επιδιορθώσωμε τη διαρροή εδώ, έτσι ενωρίς το πρωί εκείνο μετακομίσαμε την έντυπο ύλη μας και τις προμήθειες πίσω μέσα στα δάση και τα σκεπάσαμε με μουσαμά για να τα προφυλάξωμε από τη βροχή. Αλλά τα νέα για την παρουσία μας εκεί διεδόθησαν στα πέριξ γρήγορα—«ένα περίεργο πλοίο με κέρατα ομιλητού στη στέγη, ίσως Γερμανοί κατάσκοποι!» Αίφνης βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από ένα όμιλο Καναδών στρατιωτών. Μας ερυμούλκυσαν με φρουρά στη Λούισπορτ, όπου ολόκληρη η πόλις ήλθε για να δη τους απελπισμένους αυτούς αιχμαλώτους . . . εζήτησα να δω τον υπεύθυνο αξιωματικό. Όταν μου το αρνήθηκαν, είπα στο λοχαγό ότι σύμφωνα με τη συμφωνία του Καναδικού στρατού και του ανεξαρτήτου κράτους της Νέας Γης οι άνδρες του εμπόδιζαν τους πολίτας και καταπατούσαν την εξουσία της τοπικής αστυνομίας. Ακολούθως ζήτησα να με οδηγήσουν στην αστυνομία της Νέας Γης. Γρήγορα η αστυνομία ικανοποιήθηκε και έτσι αφέθημεν ελεύθεροι! Σταματήσαμε μόνο να πάρωμε αρκετή έντυπο ύλη που είχαμε κρύψει, και κατόπιν αναχωρήσαμε για την απώτατη βόρεια χερσόνησο. Έκτοτε η αστυνομία και οι αξιωματούχοι του τελωνείου ήσαν συχνά οι επισκέπτες μας, αλλά πολλοί απ’ αυτούς δεν είχαν ούτε ένα αντίτυπο της απαγορεύσεως, και έτσι μας άφηναν ελεύθερους. Κατά το φθινόπωρο επιστρέφαμε πάλι στο Κόρνερ Μπρουκ ύστερα από ένα περιπετειώδες καλοκαίρι κατά την διάρκεια του οποίου διεθέσαμε χιλιάδες αντίτυπα εντύπου ύλης.’
Κατά το τέλος του 1941, ο Γκας Μπαρνς και ο σύντροφός του επέστρεψαν στην Σαίντ Τζωνς, διαμένοντες στην αποθήκη και προσπαθώντας να οικοδομήσουν και πάλι τον μικρό όμιλο των αδελφών που είχε λιγοστέψει. Ο υλισμός και ο φόβος είχαν ψυχράνει την αγάπη πολλών. Μάλιστα δε έλεγαν, ‘Ίσως να έχη τελειώσει το έργον.’ Μερικοί έτσι το επίστευαν. Κατόπιν ήλθε η είδησις του θανάτου του Αδελφού Ρόδερφορδ στις 8 Ιανουαρίου του 1942. Τι επρόκειτο τώρα να συμβή;