Κάποιος Άνθρωπος και ο Πληθωρισμός
Τρέμοντας και ιδρώνοντας από εκνευρισμό ένας φτωχοντυμένος εργάτης άνοιξε ένα υφασματένιο δέμα πάνω στο γραφείο του δημάρχου του Βοτοραντίμ στη Βραζιλία. Έβγαλε απ’ αυτό αρκετές δεσμίδες χαρτονομίσματα και γύρω στα 300 νομίσματα, εκλιπαρώντας το δήμαρχο να του φυλάξει τα χρήματα σε ασφαλές μέρος. Τα χαρτονομίσματα είχαν κολλήσει από την πολυκαιρία και τα νομίσματα είχαν ημερομηνίες από το 1938 και μετά. Τότε ο Μπενεντίτο Αντούνες ντα Σίλβα είπε την ιστορία του στον έκπληκτο δήμαρχο.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ο Εστάδο ντα Σάο Πάολο», η μητέρα του Μπενεντίτο ήταν ο «τραπεζίτης» της οικογένειας παραπάνω από 40 χρόνια, και φύλαγε τα χρήματα σ’ ένα κλειδωμένο μπαούλο. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα κεφάλαια της οικογένειας αυξάνονταν τακτικά, και έφτασαν να ξεπερνούν τις. 170.000 κρουζέιρος. Αλλά ο Μπενεντίτο πανικοβλήθηκε στη σκέψη ότι είχε τόσο πολλά χρήματα φυλαγμένα στη λάσπινη καλύβα του και φοβήθηκε μην τον κλέψουν. Γι’ αυτό ζήτησε από τον δήμαρχο να του φυλάξει τα χρήματα. Τότε ο δήμαρχος κάλεσε την αστυνομία, η οποία επιβεβαίωσε αυτό που φοβόταν ο δήμαρχος: η «περιουσία» δεν είχε καμιά απολύτως αξία! Όλα τα χαρτονομίσματα και τα νομίσματα ήταν «παλιά» κρουζέιρος, που δεν κυκλοφορούσαν πια από χρόνια.
Ο κατάπληκτος εργάτης που, τώρα, είχε ξεσπάσει σε κλάματα, έμαθε ότι αν, αντί να τα κλειδώσουν είχαν χρησιμοποιήσει τα χρήματα έγκαιρα, θα μπορούσαν να είχαν αγοράσει 17 μεσοταξικά σπίτια, τα οποία σήμερα θα κόστιζαν μία περιουσία το καθένα. Αντί γι’ αυτά, ο Μπενεντίτο έφυγε λυπημένος από το γραφείο με 500 κρουζέιρος (περίπου 350 δραχμές) στην τσέπη, που του έδωσε ο συμπονετικός ανακριτής της αστυνομίας. Ο πληθωρισμός είχε εισπράξει το φόρο του.