Ήμουν ο Δήμαρχος
ΓΙΑ καλή μου τύχη μεγάλωσα σε μια οικογένεια που είχε ηθικές αρχές. Ως αποτέλεσμα, διδάχθηκα να είμαι τίμιος, ειλικρινής και αληθής—χαρακτηριστικά που θα επηρέαζαν πολύ σπουδαίες αποφάσεις που θα ελάμβανα αργότερα στη ζωή μου.
Από την Καθολική Δράσι προχώρησα στην πολιτική, επειδή πίστευα ότι ένα άτομο πρέπει να συνεισφέρη δραστήρια στην πολιτική και κοινωνική ανάπτυξι της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να γίνη ολοκληρωτικό μέρος της ιστορικής στιγμής στην οποία ζη.
Και συνέβη στις τοπικές εκλογές του 1970 να εκλεγώ δημοτικός σύμβουλος και, κατόπιν, από δημοτικός σύμβουλος στο αξίωμα τον δημάρχου. Αυτό συνέβη στην Καμπάνια του Μοντφερράτο (Αλεσσάντρια) της Ιταλίας. Στη νέα μου θέσι βρέθηκα στο μέσον της πολιτικής αρένας με τη γραφειοκρατία της που ήταν εναντίον των πολιτών της, ιδιαίτερα στο ζήτημα της φορολογίας.
Σύντομα κατάλαβα ότι η διαφθορά είχε φθάσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και οι πολιτευόμενοι ενεργούσαν από προσωπικά συμφέροντα για να παραμείνουν στην εξουσία. Έτσι, οι αποφάσεις που ελαμβάνοντο ήσαν αυστηρώς κομματικές. Όσες φορές γινόταν μια εποικοδομητική πρότασις εμποδίζετο από τη γραφειοκρατία. Ήταν αδύνατον, λοιπόν, να τελειώση κάτι σε διάστημα μικρότερο από έξη ή επτά μήνες.
Σ’ αυτές τις περιστάσεις, αγωνιζόμουν να επικρατούν η εντιμότης και η ευθύτης, και προσπαθούσα να μη ξεχνώ ποτέ τα συμφέροντα ολόκληρης της κοινότητος. Είναι αλήθεια ότι άλλαξα μερικά πράγματα, αλλά πόσους εχθρούς έκαμα!
Παρετήρησα ότι η πλειονότης των συμπατριωτών μου επιθυμούσαν να δουν να εφαρμόζεται η δικαιοσύνη, αλλά μόνον από το άλλο άτομο. Όποτε εγείρετο κάποιο ζήτημα για τα προσωπικά τους συμφέροντα, ζητούσαν υποστήριξι από κάποιο φίλο, ή έψαχναν να βρουν κάποιο συμβιβασμό ή κάποια υπεκφυγή, ή προσπαθούσαν να εκφοβίσουν τον διευθυντή, ή προσέφευγαν σε ανήθικη βιαιότητα για να κερδίσουν προσωπικά προνόμια.
Μια Επίσκεψις με Αποτελέσματα που Φθάνουν Μακρυά
Ενώ αγωνιζόμουν εν μέσω όλων αυτών των δυσκολιών, την Ημέρα των Χριστουγέννων ήλθαν στην πόρτα μου ένας άνδρας και μια γυναίκα, και άρχισαν να μου μιλούν για τον Θεό και την Αγία Γραφή, λέγοντας ότι πολύ σύντομα θα ελάμβανε χώρα μια αλλαγή πάνω στη γη. Μάλλον έκπληκτος, δέχθηκα να μιλήσω μαζί τους με συντομία. Μου άφησαν το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή και μερικά περιοδικά και υπεσχέθηκαν ότι θα επανήρχοντο για να μάθουν τι σκεπτόμουν γι’ αυτά τα έντυπα.
Αφού διάβασα μερικές σελίδες από το βιβλίο Αλήθεια, σταμάτησα, γιατί μου φαινόταν πολύ γελοίο. Αλλά μίλησα γι’ αυτό με τη σύζυγό μου. Διερωτηθήκαμε: ‘Για να πηγαίνουν στις πόρτες και να λένε τέτοια πράγματα, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν κάποιον λόγο, κάποια βάσι· αν ό,τι λέγουν είναι από την Αγία Γραφή, πώς το έχουν καταλάβει ενώ η Καθολική μας Εκκλησία με δυο χιλιάδες σχεδόν χρόνια ιστορία δεν το έχει κατανοήσει;’
Όπως ήταν συνήθεια μας, την επόμενη Κυριακή πήγαμε στη Λειτουργία, ήμαστε ειλικρινείς Καθολικοί. Αφού ο ιερεύς της ενορίας μας εξήγησε το ευαγγέλιο, συμβουλεύσε το ακροατήριό του να μη δίνη προσοχή σ’ εκείνους που ήσαν γνωστοί ως «Χριστιανοί,» ή «μάρτυρες του Ιεχωβά.»
Την επόμενη Κυριακή, επειδή έμαθε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν επισκεφθή πάλι τα σπίτια της πόλεως, ο ιερεύς θύμωσε και είπε με κατηγορηματικό τρόπο να μην τους ακούμε, επειδή ήσαν Διαμαρτυρόμενοι που δεν πίστευαν στον Χριστό και, εκτός αυτού, ζητούσαν με επιθετικό τρόπο να κάνουν τους ανθρώπους να δεχθούν τις ιδέες τους. Στις επόμενες εβδομάδες ο ιερεύς συχνά κακολογούσε τους μάρτυρες του Ιεχωβά, και τους ωνόμαζε ‘λύκους άρπαγες.’
Αλλά η σύζυγος μου κι εγώ, υποκινούμενοι από περιέργεια, ή ίσως λόγω αντιδράσεως στο περιβάλλον που μας περιεκύκλωνε, δεχθήκαμε αυτούς τους Χριστιανούς που ήσαν γνωστοί ως μάρτυρες του Ιεχωβά στο σπίτι μας, αντίθετα απ’ ό,τι μας είχε συμβουλεύσει ο ιερεύς της ενορίας μας. Προς έκπληξί μας διαπιστώσαμε ότι οι προθέσεις των ήσαν ειρηνικές και ότι ο τρόπος τους ήταν πράος.
Ως Καθολικοί, πιστεύαμε ότι είχαμε την αληθινή θρησκεία και, επομένως, συζητούσαμε με τους Μάρτυρας για να τους βοηθήσουμε να καταλάβουν ότι έσφαλλαν. Αλλ’ όσο συνεχίζαμε να μελετούμε, τόσο περισσότερο κατανοούσαμε ότι εμείς είμαστε στην πλάνη. Αρκετές φορές στραφήκαμε στον ιερέα της ενορίας μας, ο οποίος, εν τούτοις, δεν μπορούσε να μας δώση τις απαιτούμενες εξηγήσεις.
Υποκινούμενοι τώρα από τη δίψα μας για την αλήθεια, κάναμε συζητήσεις με άτομα που πιστεύαμε ότι ήσαν καλά πληροφορημένα σχετικά με την Αγία Γραφή, και με Καθολικούς και με Διαμαρτυρόμενους. Συζητούσαμε πολλά σπουδαία σημεία. Εν τούτοις, ούτε ο Καθολικός θεολόγος ούτε ο Διαμαρτυρόμενος πάστωρ μπορούσαν να βρουν κάποια Γραφική βάσι για να υποστηρίξουν τις θεωρίες των. Επομένως, συμπεράναμε ότι η αλήθεια βρίσκεται μόνο στην Αγία Γραφή, και κηρύττεται μόνον από εκείνους που τηρούσαν την εντολή του Ιησού να αγαπούν ο ένας τον άλλο κι έτσι έδειχναν ότι είναι οι αληθινοί ακόλουθοί του.
Ο μέσος Καθολικός λαμβάνει στην εφηβική ηλικία θρησκευτική εκπαίδευσι που βασίζεται σε ιεροτελεστίες και προσευχές στις οποίες αποστηθίζει με τη συχνή επανάληψι, και μετά από την εφηβία υποτίθεται ότι η πνευματικότης του ικανοποιείται με τη Λειτουργία της Κυριακής. Αποκτά έτσι την εντύπωσι ότι η σωτηρία του βρίσκεται στα χέρια του ιερέως που εκτελεί τα διάφορα μυστήρια. Η συνείδησίς του μπορεί να καυτηριασθή και να σκληρυνθή και στο τέλος, ένα τέτοιο άτομο γίνεται συχνά αναίσθητο και διεφθαρμένο.
Σιγά σιγά έβλεπα τα σφάλματα της Καθολικής Εκκλησίας στα δογματικά θέματα. Θα ήθελα να σας αναφέρω εκείνα που κυρίως με εντυπωσίασαν. Παραδείγματος χάριν: Πώς μπορεί να δικαιολογηθή η δοξασία της Τριάδος όταν ένας διαβάση αυτό που είναι γραμμένο στο εδάφιο Ιωάννης 14:28; Ή, πώς μπορεί να υποστηριχθή η διδασκαλία της αθανασίας της ψυχής στο φως των εδαφίων Γένεσις 2:7· Εκκλησιαστής 9:5· Ιώβ 14:13 και 34:14, 15; Επίσης αν εξετάσωμε τη διαγωγή των εκκλησιών του Χριστιανικού κόσμου, τη βία που έχουν διαπράξει σε όλη την ιστορία, και ιδιαίτερα στους δύο προσφάτους παγκοσμίους πολέμους, και αν συγκρίνωμε αυτή τη διαγωγή με το εδάφιο Ιωάννης 13:34, ασφαλώς γίνεται καταφανές ότι αυτή η διαγωγή είναι ασυμβίβαστη με την αληθινή Χριστιανοσύνη.
Απ’ όλ’ αυτά ήταν εύκολο να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι οι διδασκαλίες της Καθολικής Εκκλησίας ήσαν ψευδείς, κι έτσι σιγά σιγά την εγκατέλειψα και μαζί με τη σύζυγο μου άρχισα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Καθώς αύξανε η γνώσις μας, κατανοήσαμε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράγματι ο λαός του Θεού.
Η Νέα Άποψις του Δημάρχου για την Πολιτική
Ο κόσμος της πολιτικής άρχισε να με ενοχλή ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως, επειδή τώρα άρχισα να διαπιστώνω ότι η ανεντιμότης και η ιδιοτέλεια μεταξύ των πολιτικών ωφείλοντο στην έλλειψι πνευματικής οξυδέρκειας και γνώσεως του Λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής.
Ήταν φανερό ότι το να συνεχίσω τη σταδιοδρομία μου στην πολιτική δεν θα προσέφερε τίποτε στην επίλυσι των κοινωνικών προβλημάτων εν μέσω των οποίων ζούσα, επειδή οι προσπάθειες μου θα απαιτούσαν να καταφύγω σε συμβιβασμούς και διαφθορά. Αλλιώς θα συντριβόμουν και θα παραμεριζόμουν. Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνία θα μπορούσε ν’ αλλάξη, μόνον αν άλλαζαν οι καρδιές των ανθρώπων και όχι απλώς από μερικά έντιμα άτομα που ενασχολούνται στις διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο κόσμος είναι όπως είναι, όχι επειδή άτομα ηθικώς έντιμα δεν προσπάθησαν ποτέ να βελτιώσουν την κοινωνική κατάστασι, αλλά, αντιθέτως, επειδή οι έντιμες προσπάθειες των ολίγων έχουν νικηθή από την κακία των πολλών.
Τότε μόνο κατάλαβα γιατί οι πολιτικές και διοικητικές δυνάμεις ήσαν, είναι και θα είναι για πάντα ανίκανες να λύσουν τα κοινωνικά προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουν και γιατί μεγάλες περιοχές στο νότιο μέρος αυτής της χώρας στερούνται πόσιμο νερό και ηλεκτρισμό, γιατί υπάρχουν εθνικά ασφαλιστικά συστήματα με τρομερές ελλείψεις, γιατί υπάρχουν ανεπαρκή εκπαιδευτικά κτίρια, ακατάσχετη μόλυνσις, ο αφηνιασμένος πληθωρισμός και γιατί αυξάνουν το έγκλημα και η βία.
Εν τούτοις, επειδή ήμουν δήμαρχος (εργασία που είχα αναλάβει όταν ήμουν ακόμη Καθολικός) είχα μια ευθύνη απέναντι των συμπατριωτών μου που παρέμενε ακόμη. Συγχρόνως η γνώσις μου για την αλήθεια κατέστησε σαφές ότι η θέσις μου δεν ήταν δεκτή από τον Ιεχωβά. Έπρεπε να ενεργώ χωρίς συμβιβασμό και σύμφωνα με τις Χριστιανικές αρχές. Αφού ξανασκέφθηκα το ζήτημα απεφάσισα να πάω στον νομάρχη και να του εξηγήσω την πρόθεσί μου να παραιτηθώ από το αξίωμα του δημάρχου. Έδειξε αρκετή κατανόησι και με βεβαίωσε ότι θα ταχτοποιούσε τα πράγματα ώστε τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου της πόλεως να εκπληρώσουν την αποστολή των χωρίς την ανάγκη να γίνουν πρόωρες εκλογές. Αυτό ακριβώς επιθυμούσα κι εγώ να μη αναγκασθή η κοινότητα να διεξάγη πρόωρες εκλογές, που θα ήταν ένα δαπανηρό φορτίο.
Έτσι, μπόρεσα να παραιτηθώ. Τώρα η σύζυγος μου κι εγώ αισθανόμεθα ήρεμοι και γαλήνιοι για την εκλογή που είχαμε κάνει. Τώρα η επιθυμία μας ήταν ν’ αφιερωθούμε στον Ιεχωβά και να συμβολίσωμε αυτή την αφιέρωσι δημοσίως με το εν ύδατι βάπτισμα. Αυτό ακριβώς κάναμε.
Τώρα, η σύζυγος μου κι εγώ είμεθα ευτυχείς που είμεθα μεταξύ του λαού του Ιεχωβά και προσφέρομε τις δυνάμεις μας στην υπηρεσία του αληθινού Θεού, και το κάνομε αυτό με βαθειά αγάπη και εκτίμησι και με ειλικρινή επιθυμία να βοηθήσωμε, επίσης, άλλους να κερδίσουν αυτή τη μεγάλη ευτυχία.—Από Συνεργάτη μας.