Επιτυγχάνοντας το Στόχο της Παιδικής μου Ηλικίας
ΜΠΟΡΩ να θυμηθώ την πρώτη μου περιέργεια σχετικά με τον Θεό. Η μητέρα μου με πήγαινε από το σπίτι στο νηπιαγωγείο, κρατώντας μου το χέρι. «Μαμά, πώς έγινε ο Θεός;» Ρώτησα, κοιτάζοντας την.
«Κανείς δεν ξέρει, αγάπη μου», ήταν η απάντηση της. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις, γιατί νόμιζα ότι η μητέρα γνώριζε τα πάντα. Τα λόγια ‘κανείς δεν ξέρει πώς έγινε ο Θεός’ συνέχισαν να βάζουν σε ανησυχία το μικρό πεντάχρονο μυαλό μου.
Κατανοητή Βιβλική Διδασκαλία
Δυο χρόνια αργότερα, οι γονείς μου μού επέτρεψαν να περάσω μέρος των καλοκαιρινών μου διακοπών με μια θεία και ένα θείο που ζούσαν στη Ρασίν, γύρω στα 40 χιλιόμετρα (25 μίλια) μακριά από το σπίτι μας στο Μιλγουώκη του Γουισκόσιν. Η θεία μου μού ανέφερε την υπέροχη ελπίδα που πρόσφερε η Βίβλος—ότι κάποια μέρα θα ζήσουμε σε έναν παράδεισο.
Μου εξήγησε ότι ο «παράδεισος» αυτός σημαίνει ένα τόπο φυσικής ομορφιάς, σαν ένας υπέροχος κήπος ή πάρκο. Εκεί θα περνούσαμε ευτυχισμένες στιγμές με την οικογένεια μας και θα παίζαμε χωρίς φόβο με ζώα όπως είναι τα λιοντάρια και οι τίγρεις, επειδή θα ήταν ήσυχα σαν γατάκια. Και δεν θα ήσουν ποτέ αναγκασμένος να εγκαταλείψεις τον τόπο αυτό, γιατί ο Θεός λέει ότι οι άνθρωποι που θα ζούσαν εκεί ποτέ δεν θα χρειαζόταν να πεθάνουν!—Λουκάς 23:43· Αποκάλυψις 21:3, 4· Ησαΐας 11:6-9.
Πολλοί άνθρωποι λένε ότι η Βίβλος είναι δύσκολο να κατανοηθεί, ότι δεν γράφτηκε για να γίνεται κατανοητή. Όμως τα εδάφια που περιγράφουν τις λεπτομέρειες αυτών των πραγμάτων δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τα καταλάβω, όταν μου τα έδειξε η θεία μου. Ήταν πολύ εύκολο να τα φανταστώ, εφόσον ήταν σύμφωνα με την ανθρώπινη πείρα—δεν ήταν παραμύθι ή φαντασία. Οι παιδικές φαντασίες έρχονται και φεύγουν, αλλά η βασισμένη αυτή στη Βίβλο ελπίδα ζωής στον Παράδεισο έχει επηρεάσει τη ζωή μου για τα περασμένα 23 χρόνια, και σήμερα είναι τόσο πραγματική όσο ήταν και τότε που ήμουν επτά ετών.
Δεν Επιδοκιμάζεται Κάθε Μορφή Λατρείας
Ακόμη και όταν ήμουν παιδί, μπορούσα να εκτιμήσω ότι ένας Θεός που φρόντιζε τόσο πολύ για τους ανθρώπους ώστε να τους προσφέρει μια τέτοια υπέροχη ζωή, ασφαλώς άξιζε να λατρεύεται. Αλλά η θεία μου μού έδειξε ότι κάθε μορφή λατρείας δεν ήταν αρεστή στον Θεό. Μου επέστησε την προσοχή στον Ψαλμό 115, όπου μιλάει για εκείνους που λατρεύουν με εσφαλμένο τρόπο: «Τα είδωλα αυτών είναι αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων στόμα έχουσι και δεν λαλούσιν οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουσιν ώτα έχουσι και δεν ακούουσι· μυκτήρας έχουσι και δεν οσφραίνονται· χείρας έχουσι και δεν ψηλαφώσι· πόδας έχουσι και δεν περιπατούσιν ουδέ ομιλούσι διά του λάρυγγος αυτών. Όμοιοι αυτών ας γίνωσιν οι ποιούντες αυτά, πας ο ελπίζων επ’ αυτά».—Ψαλμός 115:4-8.
Τα εδάφια αυτά, επίσης, δεν ήταν δύσκολο να τα καταλάβω. Σαφώς, ο Θεός δεν επιδοκιμάζει τη χρήση εικόνων στη λατρεία! Αμέσως ήρθαν στο νου μου τα αγάλματα και οι εικόνες που υπήρχαν στο ναό, τα οποία έπρεπε να σκύβουμε να τα προσκυνάμε και να τα φιλάμε, και η εικόνα του Ιησού στο υπνοδωμάτιο μου στην οποία έπρεπε να προσεύχομαι. Σιγά-σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι—η θρησκεία μου, η θρησκεία των γονέων μου, δεν συμφωνούσε με τη Βίβλο! Από κείνο το σημείο και μετά, η πιο διακαής επιθυμία μου έγινε να λατρεύω τον Θεό «εν πνεύματι και αλήθεια».—Ιωάννης 4:23.
Η θεία μου είχε έναν ιδιαίτερο λόγο για να μου δείξει εδάφια όπως εκείνα στον Ψαλμό 115. Γνώριζε ότι ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ο νεότερος αδελφός της, είχε εμποτιστεί βαθιά από την ιδέα για τη χρήση εικόνων στη λατρεία από την Ορθόδοξη θρησκεία. Ο πατέρας είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ουκρανία μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτός, η Μητέρα, οι δυο νεότερες αδελφές μου και εγώ παρακολουθούσαμε τακτικά την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία στο Μιλγουώκη.
Η Οικογενειακή Εναντίωση Αρχίζει
Όταν επέστρεψα σπίτι, μίλησα στους γονείς μου σχετικά με τα πράγματα που είχα μάθει. Αλλά αμέσως αισθάνθηκα ότι δεν εκτίμησαν το γεγονός ότι η θεία μου μού είχε μιλήσει για τη θρησκεία της. Γι’ αυτό κράτησα σιωπή—και στενοχωριόμουν. Οι Γραφές λένε, «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», αλλά τώρα είχα διαιρεθεί ανάμεσα σε δυο πατέρες—τον φυσικό μου πατέρα και τον ουράνιο Πατέρα ο οποίος επίσης απαιτούσε υπακοή και τιμή.—Εφεσίους 6:1-3.
Τα επόμενα λίγα χρόνια, οι γονείς μου συνέχισαν να μου επιτρέπουν να επισκέπτομαι τη θεία και το θείο μου. Όταν ήμουν εκεί, με έπαιρναν μαζί τους στις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας, και μια νεαρή Μάρτυρας ακόμη με έπαιρνε μαζί της από σπίτι σε σπίτι για να μιλάμε και σε άλλους σχετικά με τις υποσχέσεις του Θεού. Οι Μάρτυρες ανέπτυξαν γνήσιο ενδιαφέρον για μένα, και με μεταχειρίζονταν σαν αληθινό άτομο, και μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι μαζί τους. Κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι, ο πατέρας μου με ρωτούσε, «Τίνος η θρησκεία σου αρέσει καλύτερα;» Και εγώ πάντα απαντούσα, «Η δική μας, μπαμπά». Επειδή ήμουν μικρή, φοβόμουν να του πω την αλήθεια.
Κατόπιν ήρθε η μέρα που αποφάσισα ότι θα έπρεπε να δείξω στον μπαμπά από τη Βίβλο αυτά τα πράγματα που είχα μάθει—ότι ήταν εσφαλμένο να χρησιμοποιούνται εικόνες στη λατρεία, και για το υπέροχο μέλλον που μπορούμε να απολαύσουμε ακριβώς εδώ πάνω στη γη στον Παράδεισο που πρόκειται να δημιουργήσει ο Θεός. Ήμουν περίπου 12 ετών τότε. Ασφαλώς, ο πατέρας μου θύμωσε πάρα πολύ και μου απαγόρευσε να ξαναδώ τη θεία μου. Από τότε και μετά, το σπίτι μας σταμάτησε να είναι πια το ίδιο για μένα. Και ήρθε μεγαλύτερη ένταση ακόμη στα χρόνια που πέρασαν.
Τι μπορούσα λοιπόν να κάνω; Πώς θα μπορούσα ποτέ να υπηρετήσω τον Ιεχωβά; Μπορώ να θυμηθώ τις θερμές προσευχές που έκανα στον Ιεχωβά για να μην φέρει την Παραδεισένια γη μέχρις ότου θα μπορούσα να γίνω δούλη του. Κατόπιν μια μέρα, αφού είχα γίνει 14 ετών και μετά, ήρθε μια απάντηση στις προσευχές μου.
Θέτοντας το Στόχο μου στη Ζωή
Καθισμένη στο γραφείο μου ένα απόγευμα έγραφα τα μαθήματα μου και συνέβη ώστε να κοιτάξω έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου μου. Στο δρόμο περνούσαν δυο νεαρές που μετέφεραν μεγάλες τσάντες. Η καρδιά μου χτύπησε ταχύτερα! Έμοιαζαν σαν Μάρτυρες! Βιάστηκα να βγω έξω από το σπίτι. «Είστε Μάρτυρες του Ιεχωβά;» ρώτησα.
«Ναι», απάντησαν.
«Το ίδιο και εγώ», είπα, εφόσον θεωρούσα ότι ήμουν. Τα κορίτσια ήταν ολοχρόνιες διάκονοι σκαπανείς. Εξήγησα την εναντίωση που είχα στο σπίτι, και έτσι κανονίσαμε ώστε να μελετάμε μαζί σε τόπους έξω από το σπίτι μου. Μελετούσαμε μακριά από το σπίτι και κρυφά επί τέσσερα χρόνια.
Από αυτές τις μελέτες γινόταν όλο και πιο σαφές για μένα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν η μόνη θρησκεία που δίδασκε και ασκούσε την αλήθεια από τη Βίβλο. Οι νεαρές Μάρτυρες οι οποίες με βοηθούσαν να μάθω τη Βίβλο μου έδωσαν πολλές εκδόσεις για να διαβάσω. Μια απ’ αυτές ήταν το Βιβλίο του Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Από την ανάγνωση του, έμαθα ότι η ζωή των δούλων του Ιεχωβά κάθε άλλο παρά ανιαρή ήταν. Η ετήσια αυτή έκδοση ήταν γεμάτη από πείρες ιεραποστόλων. Πόσο υπέροχο θα ήταν να είναι κανείς ιεραπόστολος, σκέφτηκα, και να έχει τις ίδιες συναρπαστικές πείρες στη ζωή του! Αυτό έγινε ο στόχος μου.
Η οικογένεια μου ποτέ δεν ανακάλυψε τη μελέτη μας, παρ’ ότι υποπτεύονταν ότι είχα κάποια επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένα πράγμα που τους έβαλε σε υποψίες ήταν τα Βιβλικά έντυπα που έβρισκαν μερικές φορές στο υπνοδωμάτιο μου. Οι αδελφές μου (είναι δίδυμες δυο χρόνια νεότερες από μένα) έψαχναν τα συρτάρια μου, κοιτούσαν κάτω από το κρεβάτι και έψαχναν ολόκληρο το δωμάτιο μου για να βρουν βιβλία τα οποία θα μπορούσαν να πάρουν και να δείξουν στους γονείς μου. Ο μόνος τόπος που δεν έψαχναν ήταν οι τσέπες των παλτών μου που ήταν κρεμασμένα στη ντουλάπα.
Η Εναντίωση Αυξάνει
Καθώς αρνιόμουν να προσκολληθώ στη μορφή λατρείας των γονέων μου, η ζωή στο σπίτι γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Η μητέρα μου μερικές φορές δεν μου μιλούσε επί μέρες, αρνιόταν ακόμη και να απαντήσει σε μια ερώτηση που θα της έκανα για το σχολείο, τα ρούχα, οτιδήποτε. Με τον καιρό δεν μου επέτρεπαν να μπαίνω στο αυτοκίνητο μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Διάφοροι συγγενείς, παρακινημένοι από τους γονείς μου, έρχονταν να μας επισκεφτούν και να με γελοιοποιήσουν για τις πεποιθήσεις μου.
Γίνονταν πολλές λογομαχίες, καβγάδες, και κλάματα. Σαν αποτέλεσμα, τα περισσότερα χρόνια της εφηβείας μου ήταν δυστυχισμένα. Τι βοήθεια ήταν που μπορούσα να διαβάζω τα λόγια του Ιησού στο Ματθαίος 10:34-37, όπου λέει ότι η διδασκαλία του θα ‘έφερνε διαίρεση’ σε μερικές οικογένειες. Ο Ιησούς προχώρησε για να πει ότι η αγάπη που έχουμε για τον Ιεχωβά πρέπει να είναι μεγαλύτερη ακόμη και από την αγάπη που έχουμε για κείνους που είναι πολύ στενοί μας συγγενείς και αγαπητοί, όπως είναι οι γονείς μας.
Ο πατέρας μου πάντα με προειδοποιούσε ότι αν ποτέ γίνω μια από αυτούς τους «Ιεχωβάδες» θα έπρεπε να φύγω από το σπίτι, και δεν είχα λόγο για να αμφιβάλλω γι’ αυτό. Σύντομα μετά από την αποφοίτηση μου από το γυμνάσιο το 1971 εξήγησα στον πατέρα μου ότι εφόσον τώρα ήμουν 18 ετών και αρκετά μεγάλη ώστε να παντρευτώ, ήμουν αρκετά μεγάλη και για να διαλέξω τη θρησκεία μου—και διάλεξα να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ως τότε είχα πιάσει μια δουλειά και ήμουν προετοιμασμένη για να φύγω από το σπίτι. Όμως, παρ’ ότι ακολούθησε μια θερμή λογομαχία, ο Μπαμπάς ποτέ δεν μου είπε να φύγω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Ο Ιεχωβά ευλογούσε τις προσπάθειες μου.
Γιατί Εναντιώνονταν
Οι γονείς μου ήταν θρησκευόμενοι άνθρωποι και πίστευαν ειλικρινά ότι η δική τους μορφή λατρείας ήταν σωστή. Είμαι βέβαιη ότι το μόνο που ήθελαν ήταν απλώς να ακολουθήσω το καλύτερο για μένα. Ο Μπαμπάς ήταν διευθυντής και δάσκαλος δημοτικού σχολείου στην Ουκρανία και το όνειρο του ήταν τα παιδιά του να αποκτήσουν τη βασική εκπαίδευση και να ευτυχήσουν στην Αμερική. Ο Μπαμπάς και η Μαμά μάς ήθελαν να αναπτυχθούμε πολιτιστικά, έτσι αρχίζοντας από μια μικρή ηλικία, εμείς τα κορίτσια μάθαμε να παίζουμε μουσικά όργανα.
Τώρα φαινόταν ότι η πιο μεγάλη κόρη απέρριπτε το καθετί που ήθελαν αυτοί να μάθει, ανάμεσα στα οποία και μια εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο. Όχι ότι ήμουν εναντίον στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση καθεαυτή, αλλά από την κατανόηση που είχα για τη Βίβλο, ήμουν πεπεισμένη ότι αυτό το σύστημα πραγμάτων επρόκειτο σύντομα να τελειώσει. Εν όψει αυτών, πίστεψα ότι θα έπρεπε να συγκεντρωθώ πάνω στο ζωοσωτήριο έργο κηρύγματος αντί να αναμιγνύομαι περισσότερο σε ένα σύστημα που πεθαίνει. Ήμουν πεπεισμένη ότι το να διδάσκω άλλους πώς να κερδίσουν τη ζωή στον Παράδεισο του Θεού ήταν πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο.—2 Πέτρου 3:13.
Ταυτόχρονα, πρέπει να παραδεχτώ ότι μέρος της εναντίωσης από την οικογένεια μου ήταν δικό μου σφάλμα. Βλέπετε, μάθαινα πολλά πράγματα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες—τι ήταν αληθινό, τι ήταν εσφαλμένο. Ωστόσο δεν κατάφερνα να εκτιμήσω ότι το να υπηρετεί κανείς τον Θεό «εν πνεύματι και αλήθεια» περιλαμβάνει επίσης το να φοράει ‘τη νέα προσωπικότητα’, η οποία περιλαμβάνει την άσκηση πνευματικά υγιών ιδιοτήτων, όπως είναι η ειρήνη, η πραότητα, η μακροθυμία, και ο αυτοέλεγχος. (Εφεσίους 4:22-24· Γαλάτας 5:22, 23) Έτσι ήταν κατανοητό ότι η απογοήτευση των γονέων μου εντεινόταν από τη δική μου έλλειψη διακριτικότητας, και αυτοί ανταποκρίνονταν με εναντίωση.
Όταν είπα στον Μπαμπά ότι επρόκειτο να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά, άρχισα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας τακτικά. Κατόπιν τον Δεκέμβριο του 1972, συμβόλισα την αφιέρωση μου στον Ιεχωβά με βάφτισμα στο νερό. Ο Ιησούς είπε στο Μάρκος 10:29, 30: «Δεν είναι ουδείς όστις, αφήσας οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, δεν θέλει λάβει εκατονταπλασίονα τώρα εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς και μητέρας και τέκνα και αγρούς μετά διωγμών, και εν τω ερχομένω αιώνι [στο ερχόμενο σύστημα πραγμάτων, ΜΝΚ] ζωήν αιώνιον». Σύντομα, σύμφωνα με την υπόσχεση του Ιησού, απόκτησα φίλους ανάμεσα στο λαό του Ιεχωβά οι οποίοι συμπλήρωσαν την έλλειψη της στενής σχέσης με την οικογένεια μου. Ορισμένοι απ’ αυτούς ήταν σαν μητέρες και πατέρες και αδελφοί και αδελφές για μένα.
Εργαζόμενη για το Στόχο Μου
Εξακολουθούσα να θέλω να γίνω ιεραπόστολος. Όμως μόνο σκαπανείς έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για να παρακολουθήσουν τη Βιβλική σχολή Γαλαάδ, μετά από την οποία στέλνονται σε ιεραποστολικούς διορισμούς στο εξωτερικό. Ωστόσο, το προκαταρκτικό βήμα για την επίτευξη του σκοπού αυτού—το να αρχίσω σκαπανικό—θα παρουσίαζε προβλήματα.
Πρώτ’ απ’ όλα, θα ήταν ένα περαιτέρω χτύπημα για τους γονείς μου. Αυτοί ήταν κάπως ικανοποιημένοι με την καλοαμειβόμενη εργασία μου σαν γραμματέας η οποία, όπως έβλεπαν τα πράγματα, τουλάχιστον δεν άφηνε τη ζωή μου να χαθεί τελείως κατά την άποψη τους. Επίσης, τι θα έλεγα στον προϊστάμενο μου; Με είχε προσλάβει με τη συμφωνία ότι θα παρέμενα στην επιχείρηση για κάποιο χρονικό διάστημα. Θα έφευγα προτού ακόμη μπορέσουν να λάβουν κάποια ανταπόδοση για την οικονομική επένδυση που είχαν κάνει εκπαιδεύοντας με. Και πάλι προσευχήθηκα θερμά στον Ιεχωβά για δύναμη και θάρρος ώστε να μπορέσω να κάνω το βήμα αυτό.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, μπήκα στο γραφείο του προϊσταμένου μου μια μέρα το καλοκαίρι του 1973 και του εξήγησα το στόχο μου να γίνω ολοχρόνια κήρυκας. Τα λόγια του με άφησαν εμβρόντητη: «Λαρίσα, αν αυτό είναι εκείνο που θέλεις πραγματικά να κάνεις στη ζωή σου, θα είσαι ανόητη αν μείνεις εδώ». Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Είχα μπροστά μου έναν κοσμικό που μου έλεγε ότι αν ήθελα να υπηρετήσω τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά, με μεγαλύτερη απόδοση, θα ήμουν ανόητη αν δεν το έκανα!
Την επόμενη μέρα με περίμενε μια μεγαλύτερη έκπληξη. Ο προϊστάμενος με πλησίασε και με ρώτησε αν είχα στο μυαλό μου να δουλεύω λίγες ώρες κάθε μέρα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. «Όμως δεν υπάρχουν διευθετήσεις για εργασία λίγες ώρες την ημέρα σ’ αυτήν την επιχείρηση», απάντησα.
«Ναι, το ξέρω, αλλά κάτι μπορώ να κάνω», είπε. Μαζί μ’ αυτή την προσφορά, μου πρόσφερε «οποιεσδήποτε μέρες και οποιεσδήποτε ώρες» ήθελα εγώ. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη περίμενα ότι ο Ιεχωβά με υποστήριζε, και ασφαλώς ποια μεγαλύτερη απόδειξη περίμενα για το ότι ήταν αληθινά τα λόγια του Ιησού, ‘Συνεχίστε να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία, και όλα αυτά τα άλλα πράγματα θα σας προστεθούν’!—Ματθαίος 6:33.
Έτσι ο Αύγουστος του 1973 με βρήκε στον πρώτο μου μήνα της υπηρεσίας σκαπανέα. Όπως το περίμενα, η οικογένεια μου αντιτάχθηκε πολύ στην απόφαση μου, και έγινε απαραίτητο να φύγω από το σπίτι. Παρ’ ότι η κατάσταση αυτή με λύπησε πολύ, είμαι ευτυχισμένη να πω ότι, καθώς πέρασαν τα χρόνια, οι εντάσεις μειώθηκαν στην οικογένεια μας, και τελικά μπορέσαμε να απολαύσουμε μια πνευματικά υγιή σχέση, γελώντας και κάνοντας αστεία και συζητώντας μαζί σαν οικογένεια.
Πριν από το θάνατο της, η Μαμά τον Αύγουστο του 1979, με καλωσόρισε σπίτι όταν ήρθα για επίσκεψη από το διορισμό μου σκαπανέα στα νότια μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατόπιν, στις 5 Απριλίου του 1980, ο Ντέιβιντ, ο οποίος είχε τον ίδιο στόχο με το δικό μου στη ζωή, έγινε σύζυγος μου. Ευτυχώς, ο Μπαμπάς ήρθε στο γάμο μας και ακόμη μας έκανε ένα γενναιόδωρο δώρο. Έτσι, παρ’ ότι ούτε αυτός ούτε οι αδελφές μου εκτιμούν πώς αισθάνομαι σχετικά με τη λατρεία του Ιεχωβά, απολαμβάνουμε καλές σχέσεις.
Τον Ιανουάριο του 1984, αφού είχαμε υπηρετήσει για πολύ περισσότερο από δέκα χρόνια στην υπηρεσία σκαπανέα, ο Ντέιβιντ και εγώ λάβαμε μια από τις εκπλήξεις της ζωής μας. Επιστρέφοντας σπίτι ένα απόγευμα, βρήκαμε έναν μεγάλο φάκελο. Περιείχε μια πρόσκληση για την 77η τάξη της Γαλαάδ, η οποία επρόκειτο να αρχίσει τον Απρίλιο! Τον περασμένο Σεπτέμβριο τελειώσαμε τη σχολή, και λίγες ημέρες αργότερα βρισκόμαστε στον ιεραποστολικό μας διορισμό στην Ονδούρα της Κεντρικής Αμερικής.
Τώρα απολαμβάνω η ίδια μερικές από εκείνες τις συναρπαστικές πείρες, που πάντα περίμενα με θέρμη να διαβάσω στο Βιβλίο του Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έχοντας πετύχει το στόχο των παιδικών μου χρόνων να υπηρετήσω σαν ιεραπόστολος, θέλω να συνεχίσω να κρατώ το μεγαλειώδες αυτό προνόμιο υπηρεσίας. Ωστόσο, ο κυριότερος στόχος μου είναι να συνεχίσω να λατρεύω τον Ιεχωβά «εν πνεύματι και αλήθεια», να κερδίσω τελικά την εύνοια του, και κατόπιν να απολαύσω τον μεγαλειώδη εκείνο Παράδεισο όπου θα ανταμείψει τους δούλους του με την επιθυμία της καρδιάς τους—αιώνια ζωή στον Παράδεισο! (Ψαλμός 37:4)—Όπως το αφηγήθηκε η Λαρίσα Κρίσουικ.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 18]
Τώρα είχα διαιρεθεί ανάμεσα σε δυο πατέρες
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Υπηρετώντας στον ιεραποστολικό διορισμό μου στην Ονδούρα