Πόσο Μπορούμε να Ζούμε;
ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που ζουν σήμερα θα έχουν την ευκαιρία να δουν τη διάρκεια της ζωής τους να παρατείνεται κατά πολύ. Ακόμα και η αθανασία φαίνεται τώρα πιθανή».
«Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν».
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών δηλώσεων; Η πρώτη δήλωση είναι του Δρ Λόρενς Ε. Λαμπ, συγγραφέα ιατρικών άρθρων και καθηγητή, από το βιβλίο του Ετοιμαστείτε για την Αθανασία (Get Ready for Immortality), που εκδόθηκε το 1975. Η δεύτερη αποτελεί τον τίτλο μιας δημόσιας ομιλίας και μετέπειτα ενός βιβλίου του Ι. Φ. Ρόδερφορντ, του δεύτερου προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά. Η δημόσια ομιλία πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, το 1918.
Ωστόσο, οι δυο φαινομενικά όμοιες δηλώσεις διαφέρουν πολύ όσον αφορά τη λογίκευση και την έρευνα που οδήγησε σ’ αυτές. Τα λόγια του Δρ Λαμπ είναι χαρακτηριστικά των πολλών υποστηρικτών της αθανασίας. Τα άτομα αυτά πιστεύουν ότι η πρόοδος στην ιατρική, περιλαμβανομένων και των ερευνών σχετικά με τη γήρανση, θα διαλύσει σύντομα το μυστήριο του γιατί γερνάμε, και τελικά θα νικήσει τον ίδιο το θάνατο. Κι όμως, παρά τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης σ’ ό,τι αφορά την επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής και τη βοήθεια που έχει προσφέρει σε πολλούς για να απολαμβάνουν καλύτερη ζωή, οι προβλέψεις για αθανασία δεν παραμένουν τίποτα άλλο παρά αισιόδοξες προγνώσεις.
Από την άλλη μεριά, ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ δεν έκανε προβλέψεις βασιζόμενος στην επιστήμη ή στην ιατρική. Η ομιλία του βασιζόταν στην Αγία Γραφή. Εκείνος κατέδειξε μέσω των εκπληρωμένων Βιβλικών προφητειών ότι το ανθρώπινο γένος έχει εισέλθει στον ‘καιρό του τέλους’. (Δανιήλ 12:4, ΜΝΚ) Κατόπιν, έδειξε τη βασισμένη στην Αγία Γραφή ελπίδα ότι, ακριβώς όπως ο Νώε και η οικογένειά του επέζησαν από το τέλος του κόσμου της εποχής τους, εκατομμύρια άτομα θα επιζήσουν από την καταστροφή αυτού του κόσμου και θα συνεχίσουν τη ζωή τους σ’ ένα δίκαιο νέο κόσμο, όπου θα απολαμβάνουν αιώνια ζωή σε μια παραδεισένια γη.—Ματθαίος 24:37-39· Αποκάλυψις 21:3, 4.
Πολλοί από το ακροατήριο του Ρόδερφορντ ένιωσαν κατάπληξη με την ομιλία του. Μέχρι και σήμερα, πολλά άτομα βρίσκουν μη ρεαλιστικά τέτοια λόγια, για παντοτινή ζωή πάνω στη γη υπό τη διακυβέρνηση της Βασιλείας του Θεού, και δυσπιστούν. (Ψαλμός 37:10, 11, 29) Είναι όμως πραγματικά τόσο απίστευτα τα όσα λέει η Αγία Γραφή σχετικά με το γιατί γερνάμε και πεθαίνουμε; Τι λέει, στ’ αλήθεια, σχετικά μ’ αυτό το θέμα;
Πλασμένοι για Ζωή, Όχι για Θάνατο
Όπως είναι λογικό, η Αγία Γραφή ξεκινάει με την αφήγηση για την αρχή της ανθρώπινης ζωής. Στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης, διαβάζουμε ότι, μετά τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού, «ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης και επί των πετεινών του ουρανού και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης».—Γένεσις 1:28.
Για να μπορέσει το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι, ο Αδάμ και η Εύα, να φέρει σε πέρας αυτόν το διορισμό, θα χρειαζόταν οπωσδήποτε να ζήσει πάρα πολύ καιρό· το ίδιο και οι απόγονοί του. Όμως, για πόσο καιρό; Συνεχίζοντας να διαβάζουμε τη Γένεση, το βιβλίο αυτό της Αγίας Γραφής, δεν βρίσκουμε να αναφέρεται πουθενά ότι ο Αδάμ και η Εύα είχαν μπροστά τους μια ορισμένη διάρκεια ζωής. Ωστόσο, υπήρχε ένας όρος που θα έπρεπε να τηρήσουν προκειμένου να εξακολουθήσουν να ζουν. Ο Θεός είπε στον Αδάμ: «Από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει».—Γένεσις 2:17.
Συνεπώς, ο θάνατος θα τους έπληττε μόνο σε περίπτωση που δεν θα υπάκουαν στην εντολή του Θεού. Διαφορετικά, είχαν την προοπτική να ζουν επ’ άπειρον στον επίγειο εκείνο Παράδεισο, που λεγόταν Εδέμ. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι ήταν πλασμένοι για ζωή, όχι για θάνατο.
Εντούτοις, η αφήγηση της Γένεσης συνεχίζει και λέει ότι το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι διάλεξε να αγνοήσει την ξεκάθαρη εντολή του Θεού κι έτσι αμάρτησε. Η πορεία της ανυπακοής που ακολούθησαν έφερε σ’ αυτούς, και αργότερα και στους απογόνους τους, την καταδίκη του θανάτου. Αιώνες αργότερα, ο απόστολος Παύλος είπε σχετικά: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον».—Ρωμαίους 5:12.
Σύμφωνα με το νόμο της κληρονομικότητας, ο Αδάμ και η Εύα μπορούσαν να μεταδώσουν στους απογόνους τους μόνο αυτό που είχαν οι ίδιοι. Όπως ήταν δημιουργημένοι, ήταν σε θέση να μεταδώσουν τέλεια, ατέρμονη ζωή στις μελλοντικές γενιές. Τώρα όμως που η δική τους ζωή είχε σημαδευτεί από την αμαρτία και το θάνατο, δεν μπορούσαν πια να κληροδοτήσουν αυτή τη μεγαλειώδη κληρονομιά. Η αμαρτία, η ατέλεια και ο θάνατος αποτέλεσαν τη μοίρα όλου του ανθρώπινου γένους από τότε, παρά τις προσπάθειες να παραταθεί η διάρκεια ζωής του ανθρώπου.
Κατά μία έννοια, αυτό μπορεί να παρομοιαστεί με το πρόγραμμα ενός κομπιούτερ στο οποίο υπάρχει ελάττωμα, λάθος. Αν δεν απομονωθεί και δεν διορθωθεί το λάθος, το πρόγραμμα δεν θα λειτουργεί σωστά, και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ολέθρια. Ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει να απομονώσει, πόσο μάλλον να διορθώσει, το κληρονομημένο ελάττωμα, που οδηγεί στη δυσλειτουργία των ανθρώπινων σωμάτων μας και φέρνει το γήρας και το θάνατο. Όμως, ο Δημιουργός του ανθρώπου, ο Ιεχωβά Θεός, έχει κάνει διευθετήσεις για να διορθώσει αυτό το ελάττωμα. Ποια είναι η δική του λύση;
Ο Θεός έχει προμηθεύσει την τέλεια ανθρώπινη ζωή του Γιου του, του Ιησού Χριστού, του ‘έσχατου Αδάμ’, ο οποίος κατά συνέπεια αντικαθιστά τον πρώτο Αδάμ ως πατέρας μας και ζωοδότης. Έτσι, αντί να είναι καταδικασμένοι σε θάνατο ως παιδιά του αμαρτωλού Αδάμ, οι υπάκουοι άνθρωποι μπορούν να θεωρηθούν άξιοι να λάβουν αιώνια ζωή ως παιδιά τού ‘Αιώνιου Πατέρα’ τους, του Ιησού Χριστού. Ο ίδιος ο Ιησούς εξήγησε: «Τούτο είναι το θέλημα του πέμψαντός με, πας όστις βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν να έχη ζωήν αιώνιον».—1 Κορινθίους 15:45· Ησαΐας 9:6, ΜΝΚ· Ιωάννης 3:16· 6:40.
Στο τέλος της επίγειας διακονίας του, και σε μια προσευχή προς τον ουράνιο Πατέρα του, ο Ιησούς Χριστός δήλωσε ποια είναι η βασική απαίτηση για την απόκτηση αυτού του μεγαλειώδους βραβείου της ζωής, λέγοντας: «Αύτη δε είναι η αιώνιος ζωή, το να γνωρίζωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και τον οποίον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».—Ιωάννης 17:3.
«Ως αι Ημέραι του Δένδρου»
Φανταστείτε να φυτεύετε ένα σπόρο σεκόγιας, να τον βλέπετε να αναπτύσσεται, φτάνοντας σε ύψος πολλών δεκάδων μέτρων, και να χαίρεστε την ανάπτυξή του σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Κατόπιν φανταστείτε να πεθαίνει το δέντρο κι εσείς να ζείτε ακόμα, να φυτεύετε ένα άλλο, χιλιάδες χρόνια αργότερα, και ξανά να χαίρεστε την ανάπτυξη και την ομορφιά του.
Είναι μια τέτοια ιδέα ρεαλιστική; Και βέβαια είναι, γιατί βασίζεται στην υπόσχεση του Δημιουργού του ανθρώπου, του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος λέει: «Αι ημέραι του λαού μου θα είναι ως αι ημέραι του δένδρου». (Ησαΐας 65:22, ΛΧ) Αυτή η υπόσχεση βοηθάει στο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: Πόσο μπορεί να ζει ο άνθρωπος; Η απάντηση είναι: Μπορεί να συνεχίσει να ζει επ’ άπειρον, ναι, στην κυριολεξία για πάντα.—Ψαλμός 133:3.
Τώρα δίνεται μια πρόσκληση, η εξής: «Ελθέ. Και όστις ακούει, ας είπη· Ελθέ. Και όστις διψά, ας έλθη, και όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής». (Αποκάλυψις 22:17) Αυτή είναι μια πρόσκληση που φροντίζει ο Ιεχωβά Θεός να δοθεί σ’ όλους όσοι έχουν ειλικρινή καρδιά. Η πρόσκληση είναι να επωφεληθούμε από τις πνευματικές προμήθειες του Θεού για αιώνια ζωή σε μια παραδεισένια γη.
Θα αποφασίσετε να δεχτείτε αυτή την πρόσκληση; Οι προοπτικές σας για μεγαλύτερης διάρκειας ζωή, αιώνια ζωή, εξαρτώνται από την εκλογή που θα κάνετε τώρα!
[Πλαίσιο στη σελίδα 7]
ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ ΖΩΗΣ
Κάποιος που γεννιόταν στα τέλη του 18ου αιώνα στη Βόρεια Αμερική ή στη Δυτική Ευρώπη μπορούσε να αναμένει ότι θα ζήσει μέχρι 35 ή 40 χρόνια. Σήμερα, οι άντρες και οι γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αναμένουν ότι θα ζήσουν μέχρι 71 και 78 χρόνια αντιστοίχως, και παρόμοιες βελτιώσεις έχουν γίνει και σ’ άλλες χώρες. Έχουμε περισσότερες δυνατότητες όσον αφορά τη μακροβιότητα. Υπάρχει όμως κάποιο όριο σχετικά με το πόσο μπορεί να επιμηκυνθεί ο μέσος όρος ζωής;
Δεν υπάρχει κανένας στην πρόσφατη ιστορία που να έχει ζήσει ή να αναμένει να ζήσει 500, 300 ή έστω 200 χρόνια. Παρά την πρόοδο στην ιατρική, ο μέσος όρος ζωής σήμερα εξακολουθεί να είναι λιγότερο από 80 χρόνια. Κι όμως, υπάρχουν αναφορές για άτομα που έζησαν 140 ή ακόμα και 150 χρόνια. Και στους Βιβλικούς χρόνους, οι άνθρωποι ζούσαν εκατοντάδες χρόνια. Μήπως αυτοί είναι απλώς μύθοι ή θρύλοι;
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) δηλώνει πως «η ακριβής διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι άγνωστη». Όπως εξηγεί το λήμμα, αν υποθέσουμε ότι κάποιο άτομο έφτασε τα 150, «δεν υπάρχει βάσιμος λόγος να απορρίψουμε την πιθανότητα να φτάσει κάποιο άλλο άτομο τα 150 χρόνια και ένα λεπτό. Και αν δεχτούμε τα 150 χρόνια και ένα λεπτό, γιατί να μη δεχτούμε τα 150 χρόνια και δύο λεπτά, και ούτω καθεξής;» Το άρθρο συνεχίζει: «Με βάση την υπάρχουσα γνώση περί μακροβιότητας, δεν μπορεί να δοθεί ακριβής αριθμός για τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής».
Τι μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτό; Απλούστατα, ότι τα όσα έχει μάθει η ιατρική σχετικά με το γήρας και το θάνατο βασίζονται στην ανθρώπινη κατάσταση, όπως τη βλέπουμε σήμερα. Το αποφασιστικό ερώτημα είναι αν η ανθρώπινη κατάσταση ήταν ανέκαθεν η ίδια ή αν θα παραμείνει για πάντα η ίδια. Η υπόσχεση του Θεού είναι: «Ιδού, κάμνω νέα τα πάντα». Στο νέο κόσμο που πλησιάζει γοργά, «θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον· διότι τα πρώτα παρήλθον».—Αποκάλυψις 21:4, 5.
[Εικόνα στις σελίδες 8, 9]
‘Καθαρός ποταμός ύδατος της ζωής λαμπρός ως κρύσταλλος, εξερχόμενος εκ του θρόνου του Θεού’.—Αποκάλυψις 22:1