Δικαστήριο Παρέχει Αυξημένα Δικαιώματα σε Ασθενείς
«ΤΟ δικαίωμα που έχει το άτομο να ορίζει το σώμα του είναι μια αντίληψη που αναγνωρίζεται από παλιά στο αστικό δίκαιο», δήλωσε ο Δικαστής Σίντνεϊ Ρόμπινς στο Εφετείο του Οντάριο, στον Καναδά. Αλλά τι έγινε αιτία να εγερθεί αρχικά αυτό το ζήτημα;
Το 1979, συνέβηκε κάποιο αυτοκινητικό δυστύχημα στον Κο και στην Κα Μαλέτ, από το Κεμπέκ του Καναδά, στο οποίο ο σύζυγος σκοτώθηκε και η σύζυγος τραυματίστηκε σοβαρά και έχασε τις αισθήσεις της. Όταν την πήγαν βιαστικά στο νοσοκομείο, έγινε αντιληπτό ότι είχε μαζί της μια υπογεγραμμένη κάρτα «Ιατρική Οδηγία/Απαλλαγή από Ευθύνη», σύμφωνα με την οποία αρνούνταν ξεκάθαρα τις μεταγγίσεις αίματος, για συγκεκριμένους θρησκευτικούς λόγους. (Οι μεταγγίσεις αίματος σχετίζονται και με κινδύνους για την υγεία.) Ο γιατρός που την ανέλαβε αγνόησε εκείνες τις οδηγίες, πιστεύοντας ότι η κατάστασή της ήταν κρίσιμη, και πήρε την ευθύνη να της βάλει αίμα. Ως αποτέλεσμα, η Κα Μαλέτ μήνυσε το γιατρό και το νοσοκομείο για βιαιοπραγία με πρόκληση σωματικών βλαβών και για θρησκευτικές διακρίσεις. Το δικαστήριο όρισε να της δοθεί αποζημίωση 20.000 δολαρίων (περ. 3,4 εκατ. δρχ.). Έγινε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Οντάριο, στο Εφετείο.
Ένα από τα επιχειρήματα που επαναλαμβανόταν στην απόφαση του Εφετείου, που βγήκε υπέρ της Κας Μαλέτ, ήταν το εξής:
«Το δικαίωμα να αρνηθεί κανείς να δεχτεί κάποια θεραπευτική αγωγή αποτελεί ενυπάρχον στοιχείο της αντίληψης, σύμφωνα με την οποία, το δικαίωμα που έχει ο ασθενής να ορίζει το σώμα του είναι ύψιστης σημασίας. . . . Όσο ιερή κι αν είναι η ζωή, σύμφωνα με την αμερόληπτη κοινωνική παραδοχή υπάρχουν ορισμένες πλευρές της ζωής που θεωρούνται κατάλληλα πιο σημαντικές και από την ίδια τη ζωή. Τέτοιου είδους θαυμάσια και αξιότιμα κίνητρα θεωρούνταν ανέκαθεν στην κοινωνία απαραβίαστα, είτε πρόκειται για τον πατριωτισμό στον πόλεμο, . . . είτε για την προστασία της ζωής του συζυγικού συντρόφου, του γιου ή της κόρης, . . . είτε για το θρησκευτικό μαρτυρικό θάνατο. Η άρνηση κάποιου να δεχτεί ιατρική θεραπεία για θρησκευτικούς λόγους αποτελεί τέτοιου είδους αξία».
Η γνωμάτευση του Ανώτατου Δικαστηρίου έλεγε στη συνέχεια: «Άσχετα με την άποψη του γιατρού, ο ασθενής είναι εκείνος που έχει την τελευταία λέξη για το αν θα υποβληθεί στη θεραπευτική αγωγή. . . . Αν ο γιατρός προχωρούσε, παρά την απόφαση του ασθενή να απορρίψει την αγωγή, τότε θα έφερε αστική ευθύνη για την αυθαίρετη ενέργειά του . . . Ο γιατρός δεν έχει την ελευθερία να παραβλέπει τις οδηγίες που δίνει εκ των προτέρων ο ασθενής [όπως γίνεται με την κάρτα «Ιατρική Οδηγία/Απαλλαγή από Ευθύνη» που έχουν μαζί τους οι Μάρτυρες του Ιεχωβά] όπως δεν έχει την ελευθερία να παραβλέψει τις οδηγίες που του δίνονται την ώρα που παρουσιάζεται κάποιο έκτακτο περιστατικό». Το δικαστήριο πρόσθεσε ότι «το να γίνει μετάγγιση σε μια Μάρτυρα του Ιεχωβά, παρά τις ξεκάθαρες οδηγίες της για το αντίθετο, θα . . . παραβίαζε το δικαίωμα που έχει αυτή να ορίζει το σώμα της και θα έδειχνε έλλειψη σεβασμού για τις θρησκευτικές αξίες, βάσει των οποίων εκείνη έχει επιλέξει να ζει τη ζωή της».
Κατόπιν ο εφέτης πρόβαλε ένα ισχυρό επιχείρημα κατά του γιατρού που είχε ισχυριστεί ότι η κάρτα δεν είχε αξία σ’ εκείνο το έκτακτο περιστατικό. «Δεν συμφωνώ . . . με το ότι η κάρτα των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι απλώς και μόνο ένα ασήμαντο χαρτί. . . . Οι οδηγίες που περιείχε η κάρτα της Μάρτυρος του Ιεχωβά επέβαλλαν ένα βάσιμο περιορισμό στην επείγουσα θεραπεία που θα μπορούσε να προσφερθεί στην Κα Μαλέτ και απέκλειαν τις μεταγγίσεις αίματος. . . . Είναι ξεκάθαρο ότι η γραπτή της δήλωση χρησιμεύει στο να εκφράζει τις επιθυμίες της όταν δεν είναι σε θέση να μιλήσει η ίδια».
Καταλήγοντας, ο δικαστής πρόβαλε το λογικό συμπέρασμα πως, όταν οι Μάρτυρες αρνούνται τις μεταγγίσεις, «πρέπει να δέχονται τις συνέπειες της απόφασής τους. Ούτε αυτοί ούτε τα άτομα που εξαρτώνται απ’ αυτούς μπορούν να πουν αργότερα ότι η κάρτα αυτή δεν εξέφραζε τις αληθινές τους επιθυμίες».