«Τίμα τον Ιεχωβά από των Υπαρχόντων Σου»
ΑΦΟΥ η φιλαργυρία είναι η «ρίζα πάντων των κακών», έκαναν κακό οι Ισραηλίτες όταν εζήτησαν Αιγυπτιακό χρυσό και άργυρο στον καιρό της εξόδου; Μήπως άρπαξαν λάφυρα, ζηλεύοντας υλικό πλούτο που θα τους έκανε να πλανώνται από τις οδούς του Ιεχωβά και να διαπερασθούν με οδύνες πολλές; (1 Τιμόθεον 6:10) Μήπως αυτό ήταν «δάνειο» της τελευταίας στιγμής από τους Αιγυπτίους, στην πραγματικότητα δε μια έντεχνη κλοπή, αφού οι Ισραηλίτες δεν υπελόγιζαν να επιστρέψουν στην Αίγυπτο ή να ξεπληρώσουν το χρέος τους προς τους Αιγυπτίους; Μια έρευνα των αιτίων που υπεκίνησαν τους Ισραηλίτες, τους απαλλάσσει από κάθε ενοχή παραβάσεως, τους παρουσιάζει αθώους από κάθε ακόρεστη αγάπη χρήματος στην οποία μπορούσε να ριζωθή ένα μελλοντικό κακό ή θλίψις.
Ανακαλέστε στη μνήμη σας την ιστορική έκθεσι. Οι Ισραηλίτες ήταν στην Αίγυπτο διακόσια δεκαπέντε χρόνια, τον τελευταίο δε περίπου αιώνα του χρονικού αυτού διαστήματος είχαν καταδυναστευθή βαριά δουλεύοντας σαν σκλάβοι χωρίς καμμιά πληρωμή. Τώρα ήταν στο χείλος της απελευθερώσεως, της απαλλαγής από την Αιγυπτιακή δουλεία, ο δε Ιεχωβά Θεός απεφάσισε να μη φύγουν με αδειανά χέρια. «Και έκαμον οι υιοί του Ισραήλ κατά τον λόγον του Μωυσέως και εζήτησαν παρά των Αιγυπτίων σκεύη αργυρά, και σκεύη χρυσά, και ενδύματα· και ο Κύριος έδωκεν εις τον λαόν χάριν ενώπιον των Αιγυπτίων, και εδάνεισαν εις αυτούς όσα εζήτησαν. Και εγύμνωσαν τους Αιγυπτίους.» (Έξοδος 12:35, 36) Αντί του «εζήτησαν», στο περιθώριο της Αγγλικής Εξουσιοδοτημένης Μεταφράσεως αναγράφεται «απήτησαν»· η δε Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασις, αντί να κάνη να φαίνεται ότι οι Αιγύπτιοι «εδάνεισαν» τα τιμαλφή αυτά πράγματα λέγει ότι «τους άφησαν να πάρουν ό,τι εζήτησαν». Οι Ισραηλίτες εισέπραξαν απλώς ένα μέρος των όσα είχαν να λάβουν από καθυστερούμενα ημερομίσθια, ο δε Ιεχωβά Θεός προήσπισε τη δίκαιη υπόθεσί τους.
Έδειξαν οι Ισραηλίτες ιδιοτελή αγάπη για τον πλούτον αυτόν που απέκτησαν και τον έθεσαν κατά μέρος ως αποθησαύρισμα; ή εκερδοσκόπησαν μ’ αυτόν για να τον διπλασιάσουν ή να τον τριπλασιάσουν; Όχι· τρεις περίπου μήνες μετά την είσπραξι της καθυστερημένης αυτής πληρωμής έκαναν μεγάλες εισφορές για μια Θεοκρατική υπόθεσι. «Και ελάλησεν ο Μωυσής προς πάσαν την συναγωγήν των υιών Ισραήλ, λέγων, Τούτο είναι το πράγμα το οποίον ο Ιεχωβά προσέταξε, λέγων, Λάβετε από ό,τι έχετε προσφοράν εις τον Ιεχωβά· όστις προαιρείται εν τη καρδία αυτού, ας φέρη την προσφοράν του Ιεχωβά· χρυσίον, και αργύριον, και χαλκόν· Και ήλθον, πας άνθρωπος του οποίου η καρδία διήγειρεν αυτόν· και πας τις τον οποίον το πνεύμα αυτού έκαμε προαιρετικόν, έφεραν την προσφοράν του Ιεχωβά δια το έργον της σκηνής του μαρτυρίου, και δια πάσαν την υπηρεσίαν αυτής.» (Έξοδος 35:4, 5, 21· 25:1-3, Α.Σ.Μ.) Όχι μόνο υλικό πλούτο, αλλά και χρόνο και ενέργεια εισέφεραν επίσης στο έργον της σκηνής του μαρτυρίου. Τόσο γενναιόδωρα εισέφεραν ώστε οι εργάται ήλθαν στον Μωυσή και είπαν: «Ο λαός φέρει πλειότερον παρά το ικανόν δια την υπηρεσίαν του έργου, το οποίον ο Ιεχωβά προσέταξε να γίνη.» Η αφήγησις, συνεχίζει: «Και προσέταξεν ο Μωυσής, και εκήρυξαν εν τω στρατοπέδω, λέγοντες, Μηδείς ανήρ μήτε γυνή, ας μη κάμνη πλέον εργασίαν δια την προσφοράν του αγιαστηρίου. Και ο λαός έπαυσεν από του να φέρη· διότι η ύλη, την οποίαν είχον ήτο ικανή δι’ όλον το έργον, ώστε να κάμωσιν αυτό, και επερίσσευεν.»—Έξοδος 36:1-7, Α.Σ.Μ.
Για να ετοιμάσουν λοιπόν έναν τόπο Θεοκρατικής συναθροίσεως οι Ισραηλίτες εχρησιμοποίησαν τα υλικά τους υπάρχοντα, ένα δε μέρος από αυτά ήταν τα όσα είχαν ζητήσει από τους Αιγυπτίους πριν από τέσσερες μήνες. Τετρακόσια εξήντα πέντε περίπου χρόνια αργότερα οι Ισραηλίτες εκλήθησαν και πάλι να εισφέρουν για την κατασκευή ενός άλλου τόπου συναθροίσεως, ενός ναού αυτή τη φορά, που θα εκτίζετο από τον Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ. Επειδή είχαν αφοσιωθή στη λατρεία του Ιεχωβά και στην προμήθεια ενός τόπου τελέσεώς της, ο Δαβίδ και οι εξέχοντες άνδρες και ο λαός γενικά «προσέφεραν αυτοπροαιρέτως εις τον Ιεχωβά». Προς όφελος Του; Ας απαντήση ένας από τους κυριωτέρους δωρητάς, ο Βασιλεύς Δαβίδ: «Σου, Ιεχωβά, είναι η μεγαλωσύνη, και η δύναμις, και η τιμή, και η νίκη, και η δόξα· διότι σου είναι πάντα τα εν ουρανώ και τα επί γης· σου η βασιλεία, Ιεχωβά, και συ είσαι ο υψούμενος ως κεφαλή υπεράνω πάντων· . . . αλλά τις είμαι εγώ, και τις ο λαός μου, ώστε να δυνηθώμεν να προσφέρωμεν προθύμως εις σε κατά ταύτα; διότι τα πάντα έρχονται εκ σου, και εκ των σων δίδομεν εις σε.»—1 Χρονικών 29:3, 6, 9, 11, 14, Α.Σ.Μ.
Πέρασαν πεντακόσια χρόνια, και οι Ισραηλίτες βάζουν και πάλι το χέρι τους στα υπάρχοντά τους για να τιμήσουν τον Κύριο βοηθώντας στην αναστήλωσι της αληθινής του λατρείας στην Ιερουσαλήμ. Εβδομήντα χρόνια η γη ήταν ερημωμένη, ο ναός κατεδαφισμένος. Τώρα όμως η αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ανήκε πια στην ιστορία, το δε έτος εκείνο, 537 π.Χ. ο Κύρος, ο βασιλεύς της Περσίας, είχε διακηρύξει ελευθερία στους Ιουδαίους για να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ και ανοικοδομήσουν το ναό του Ιεχωβά. Σ’ εκείνους που δεν επέστρεφαν να λάβουν ενεργόν μέρος στο έργον της ανοικοδομήσεως ο Κύρος είπε: «Πάντα δε απολειπόμενον εκ πάντων των τόπων, όπου παροικεί, ας βοηθήσωσιν αυτόν οι άνδρες του τόπου αυτού με αργύριον, και με χρυσίον, και με αγαθά, και με κτήνη, εκτός της προαιρετικής προσφοράς δια τον οίκον του Θεού, τον εν Ιερουσαλήμ.» (Έσδρας 1:1-4) Οι Ιουδαίοι που έμειναν πίσω εισέφεραν πολλά σε χρυσόν και άργυρον και αγαθά, και υποζύγια και αυτός ακόμη ο Βασιλεύς Κύρος προώθησε την υπόθεσι επιστρέφοντας τα σκεύη του ναού, που είχε λάβει απ’ εκεί ο Ναβουχοδονόσορ πριν από χρόνια.
Στο ναό είχε διατεθή ένα ωρισμένο μέρος για εισφορές, προαιρετικές, όπου ένα άτομο μπορούσε να δώση ανάλογα με τη δύναμί του, χωρίς την ενόχλησι που θα ένοιωθε αν γινόταν αυτό δημοσία, και χωρίς αυτοδιαφήμισι. (Μάρκος 12:41-44) Ο Παύλος συνέλεγε ποσά κατά καιρούς για βοηθήματα και άλλους Θεοκρατικούς σκοπούς. (1 Κορινθίους 16:1-4· 2 Κορινθίους 9:1-15) Τέτοιοι έρανοι στην εποχή του έθνους Ισραήλ και στους αποστολικούς χρόνους ήταν Θεοκρατικοί και ευλογημένοι από τον Θεό, αλλά οι άπληστοι άνθρωποι συνέλαβαν την ιδέα να εισπράττουν χρήματα και διέστρεψαν τα πράγματα σύμφωνα με την απληστία τους. Ο προφήτης Μιχαίας επέκρινε τους ‘ιερείς οίτινες εδίδασκον επί μισθώ, και τους προφήτας οίτινες εμάντευον επί αργυρίω’. Ο δε Ησαΐας κατέκρινε τους ‘ψευδείς ποιμένας οίτινες ως κύνες αδηφάγοι, ποτέ δεν εγνώριζον χορτασμόν, αλλά πάντοτε ήσαν εστραμμένοι προς την οδόν αυτών δια κέρδος.’—Μιχαίας 3:11· Ησαΐας 56:11.
Οι νεώτερες θρησκείες του «Χριστιανισμού» προσέδωσαν επίσης στον έρανον αυτόν ένα διεστραμμένο νόημα. Κάτω από το πρόσχημα διαφόρων προσφορών ο κλήρος περιφέρει το δίσκο πολλές φορές στη διάρκεια των ιερουργιών. Μερικοί κληρικοί μάλιστα εισπράττουν και δικαίωμα εισόδου στην εκκλησία. Πολλά σχέδια επινοούνται για την αφαίρεσι του χρήματος των ενοριτών, και το χαρτοπαίγνιον ακόμη. Εμπορεύονται τις εύνοιες του Θεού, πωλώντας προσευχές, αφέσεις, συγχωροχάρτια, και επιταχύνοντας το ταξίδι από το «καθαρτήριο» στον ουρανό χάριν χρηματικής αμοιβής. Τα εισιτήρια όμως για τον ουρανό δεν αγοράζονται με χρήμα. Ο Χριστός Ιησούς κατέδειξε πόσο δύσκολο θα ήταν να μπη εκεί ένας πλούσιος. (Ματθαίος 19:24) Σκεφθήτε πάλι το γεγονός που εκτίθεται στην αρχή του παρόντος άρθρου. Θυμάστε πόσο γενναιόδωρα προσέφεραν οι Ισραηλίτες για την ανέγερση της σκηνής του μαρτυρίου στην έρημο; Προσέφεραν με τόση γενναιοδωρία ώστε ο Μωυσής εζήτησε παύσιν της προσφοράς των· εντούτοις οι εισφορές των δεν εξηγόρασαν την εύνοια και την ευλογία του Θεού. Οι δωρεές των δεν εξηγόρασαν ούτε την είσοδό των στη Γη της Επαγγελίας, διότι όλοι οι ενήλικοι, εκτός από λίγους, εμποδίσθηκαν να μπουν εκεί λόγω της αμαρτωλότητός των σε άλλα πράγματα. Οι εισφορές των δεν τους εξησφάλισαν άφεσι και Θεία χάρι.
Το χρήμα κατέστη θεός πολλών ανθρώπων, ιδιαίτερα σ’ αυτές τις ‘έσχατες ημέρες.’ Η Αγία Γραφή δεν τροφοδοτεί τους πλουσίους, αλλά λέγει: «Έλθετε τώρα οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες δια τας επερχομένας ταλαιπωρίας σας. Ο πλούτος σας εσάπη, και τα ιμάτιά σας έγειναν σκωληκόβρωτα. Ο χρυσός σας και ο άργυρος εσκωρίασε, και η σκωρία αυτών θέλει είσθαι εις μαρτυρίαν εναντίον σας, και θέλει φάγει τας σάρκας σας ως πυρ· εθησαυρίσατε δια τας εσχάτας ημέρας.» (Ιάκωβος 5:1-3) Στο δεύτερο κεφάλαιο ο μαθητής Ιάκωβος κατέκρινε τις Χριστιανικές εκκλησίες που ενέπιπταν στην κακή συνήθεια του να δείχνουν μεροληψία στους πλουσίους και να αποπέμπουν τους πτωχούς με υπεροπτική καταφρόνησι. Ο συσσωρευμένος πλούτος δεν θα λυτρώση τον κάτοχό του στις «έσχατες ημέρες», όπως και ο χρυσός και ο άργυρος που ειδωλοποιήθηκε από τους Ιουδαίους δεν έσωσε κανένα στον καιρό της πτώσεως της Ιερουσαλήμ. Πάνω σ’ αυτό διαβάζομε τα εξής: «Πάσαι αι χείρες θέλουσι παραλυθή, και πάντα τα γόνατα θέλουσι ρεύσει ως ύδωρ. Και θέλουσι περιζωσθή σάκκον, και φρίκη θέλει καλύψει αυτούς· και αισχύνη θέλει είσθαι επί πάντα τα πρόσωπα, και φαλάκρωμα επί πάσας τας κεφαλάς αυτών. Το αργύριον αυτών θέλουσι ρίψει εις τας οδούς, και το χρυσίον αυτών θέλει είσθαι ως ακαθαρσία· το αργύριον αυτών και το χρυσίον αυτών δεν θέλουσι δυνηθή να λυτρώσωσιν αυτούς εν τη ημέρα της οργής του Ιεχωβά· δεν θέλουσι χορτάσει τας ψυχάς αυτών, και δεν θέλουσι γεμίσει τας κοιλίας αυτών· διότι έγεινε το πρόσκομμα της ανομίας αυτών.» «Ουδέ το αργύριον αυτών ουδέ το χρυσίον αυτών θέλει δυνηθή να λυτρώση αυτούς εν τη ημέρα της οργής του Ιεχωβά· και πάσα η γη θέλει καταναλωθή υπό του πυρός του ζήλου αυτού· διότι θέλει κάμει συνέλειαν, μάλιστα ταχείαν, επί πάντας τους κατοικούντας την γην.»—Ιεζεκιήλ 7:17-19 και Σοφονίας 1:18, Α.Σ.Μ.
ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΥΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Αν και η Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία απονέμει το αξίωμα του καρδιναλίου με μια διατίμησι μεγάλου ποσού, δηλαδή ζητεί χρήματα για κείνο που λέγει ότι είναι χάρις του Θεού, δεν μπορεί να εύρη κανένα προηγούμενο για τη θρησκευτική αυτή εμπορικοποίησι στην περίπτωσι του αποστόλου Πέτρου, που δυσφημείται συχνά ότι ήταν ο πρώτος πάπας. Ο Πέτρος έκανε ακριβώς το αντίθετο, όπως φαίνεται στην περίπτωσι του Σίμωνος, ο οποίος εζήτησε ν’ αγοράση ένα Θείο δώρημα. Διαβάζομε στις Πράξεις 8:18-21: «Ιδών δε ο Σίμων, ότι δια της επιθέσεως των χειρών των αποστόλων δίδεται το πνεύμα το άγιον, προσέφερεν εις αυτούς χρήματα, λέγων, Δότε και εις εμέ την εξουσίαν ταύτην, ώστε εις όντινα επιθέσω τας χείρας, να λαμβάνη πνεύμα άγιον. Και ο Πέτρος είπε προς αυτόν, Το αργύριόν σου ας ήναι μετά σου εις απώλειαν, διότι ενόμισας ότι η δωρεά του Θεού αποκτάται δια χρημάτων. Συ δεν έχεις μερίδα ουδέ κλήρον εν τω λόγω τούτω· διότι η καρδία σου δεν είναι ευθεία ενώπιον του Θεού.»
Από τ’ ανωτέρω φαίνεται καθαρά ότι το χρήμα δεν μπορεί να αγοράση τις εύνοιες του Θεού, δεν μπορεί να αγοράση απαλλαγήν από την οργή του Θεού στις ‘έσχατες ημέρες’. Εντούτοις εισφορές πρέπει να γίνωνται σε οργανώσεις που προάγουν πιστά τα συμφέροντα της βασιλείας του Ιεχωβά. Με τι όφελος για τον εισφέροντα; Για ένα πράγμα· να δείξη έτσι σοφία στη χρησιμοποίησι των υλικών αγαθών του, πράγμα που θ’ απετέλει ένδειξι ότι θα χρησιμοποιούσε επίσης σοφά και τ’ άλλα του υπάρχοντα ή προσόντα προς τιμήν του Ιεχωβά. Αυτό φανερώνεται εις Λουκάν 16:9-11: «Κάμετε εις εαυτούς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας, δια να σας δεχθώσιν εις τας αιωνίους σκηνάς, όταν εκλείψητε. Ο εν τω ελαχίστω πιστός, και εν τω πολλώ πιστός είναι· και ο εν τω ελαχίστω άδικος, και εν τω πολλώ άδικος είναι. Εάν λοιπόν εις τον άδικον μαμωνά δεν εφάνητε πιστοί, τον αληθινόν πλούτον τις θέλει σας εμπιστευθή;»
Άλλες μεταφράσεις, όπως η Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασις, αποδίδουν το κείμενον αυτό έτσι ώστε ν’ αναφέρεται στην ‘έκλειψι’ του μαμωνά ή χρήματος μάλλον, παρά στο θάνατο του ατόμου· αλλά είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωσι, η αρχή παραμένει η ίδια, δηλαδή ότι η σοφή χρησιμοποίησις της υλικής περιουσίας θα έχη ως κέρδος το να σημειωθή φιλικά από τον Θεό και τον Χριστό και θα καταδείξη ότι αφού ένας άνθρωπος χρησιμοποιεί πιστά το χρήμα του, θα μπορούσε να του ανατεθή και ο αληθινός πλούτος. Τέτοιος αληθινός πλούτος είναι λ. χ. τα συμφέροντα της Βασιλείας, τα προνόμια της αποδείξεως ακεραιότητος προς τον Θεό και συμμετοχής στη διεκδίκησί Του. Το χρήμα είναι μηδαμινό εν συγκρίσει προς τα πλούτη αυτά· διότι, μήπως δεν κατέχει ήδη ο Θεός την υλική αυτή γη και το πλήρωμά της, καθώς και τους απεράντους ουρανούς; Σοφή χρησιμοποιήση του μαμωνά θα μας κάνη αξιοσύστατους για τη λήψι του αληθινού πλούτου, ο οποίος με τη σειρά του θα μας ανοίξη το δρόμο για να κατοικούμε αιώνια στο νέο κόσμο του Ιεχωβά. Το να δίνωμε λοιπόν τον μαμωνά δεν είναι αρκετό· πρέπει να χειριζώμεθα με σοφία και τον αληθινό πλούτο.
Επίσης το γεγονός ότι η χρηματική δωρεά είναι αυτή καθ’ εαυτήν ανεπαρκής για την απόκτησι σωτηρίας, φανερώνεται καθαρά από τον Ιησού Χριστό. Σε μια περίπτωσι ένας νεανίας επλησίασε τον Ιησού και ρώτησε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλόν να πράξω δια να έχω ζωήν αιώνιον;» Το κορύφωμα της απαντήσεως του Ιησού ήταν, «Ύπαγε, πώλησον τα υπάρχοντά σου, και δος εις πτωχούς· και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ· και ελθέ ακολουθεί μοι.» Ο νεανίας ανεχώρησε περίλυπος, διότι είχε κτήματα πολλά. Αυτό πιστοποιεί δύο πράγματα: όχι μόνο ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήση ανιδιοτελώς ο νεανίας αυτός τον μαμωνά, δηλαδή το χρήμα του, αλλά ήταν ανάγκη και ν’ ακολουθήση κατόπιν τον Ιησού. Αυτό εσήμαινε να κηρύττη το ευαγγέλιο της Βασιλείας. Προφανώς, η σοφή χρήσις του χρήματός του αποτελούσε την αρχή μόνο· έπρεπε και ν’ ακολουθηθή επίσης από έργον διακηρύξεως όμοιο μ’ εκείνο που έκανε ο Χριστός.—Ματθαίος 19:16-22.
Παρατηρήστε—σαν ένα ενδιαφέρον και διαφωτιστικό παράδειγμα—πόσο διαφορετική από τη στάσι του Ιησού Χριστού είναι η στάσις του Σεβασμιωτάτου Φούλτων Ι. Σήην. Όταν ο μεγαλόσχημος και εύγλωττος αυτός κληρικός εζήτησε εκατομμύρια δολλάρια για Καθολικές ελεημοσύνες, οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, της 28 Μαρτίου 1949, εδημοσίευσαν γι’ αυτόν τα εξής: «Είπε ότι η ελεημοσύνη δεν συνίσταται στο να ‘παραδίδουμε’ τα πάντα, αλλά να ‘ανταλλάσσωμε τον κοσμικό πλούτο με τον πνευματικό πλούτο’. Όσοι ευεργετούνται από τα ποσά που εισφέρονται στις Καθολικές Ελεημοσύνες, επεξήγησε, θα γίνουν ‘ειδικοί μεσίται—συνήγοροι υπερασπίσεως στη βασιλεία του Θεού’ για κείνους που απαντούν με εισφορά σ’ αυτή την έκκλησι. ‘Οι Καθολικοί της Νέας Υόρκης δεν παρακαλούνται να δώσουν 2.500.000 δολλάρια’, είπε ο Σεβ. Σήην. ‘Οι Καθολικές Ελεημοσύνες δεν είναι εξαναγκαστική συλλογή χρημάτων. Αποτελούν μια ανταλλαγή. Αυτή την εβδομάδα υπάρχουν άγιοι προς πώλησιν. Η εβδομάδα αυτή είναι εβδομάδα ευκαιρίας για τη βασιλεία του Θεού’.» Αλλά η «αγιωσύνη» δεν είναι προς πώλησιν, παρά την απατηλή «εβδομάδα ευκαιρίας» του Σήην. Οι Καθολικοί της Νέας Υόρκης δεν μπορούν ν’ αγοράσουν το δρόμο των προς τη Βασιλεία, όπως δεν μπορούσε και ο πλούσιος νεανίας πριν από δεκαεννέα αιώνες.
Όπως αναγράφεται στις Παροιμίες 3:9, οι Χριστιανοί μπορούν να ‘τιμούν τον Ιεχωβά από των υπαρχόντων των’. (Α.Σ.Μ.) Αυτό αποτελεί μέρος της υπηρεσίας των στον Θεό—μέρος μόνον. Πρέπει αυτοί ν’ αποδείξουν την πλήρη αφοσίωσί τους στον Θεό και τον Χριστό, υπηρετώντας μ’ όλη τους την καρδιά, τον νου, την ψυχή και τη δύναμι. Αυτό σημαίνει όχι μόνο σοφή και ανιδιοτελή χρήσι των υλικών αγαθών, αλλά και πιστή χρήσι του χρόνου και των διανοητικών δυνάμεων και της σωματικής ενεργητικότητος. Εκτός του ότι εισφέρουν οικονομικώς για τη διατήρησι αιθουσών ή τόπων συναθροίσεως όπως έκαναν οι Ισραηλίτες· εκτός του ότι συμμετέχουν στα έξοδα της επεκτάσεως του έργου διακηρύξεως του ευαγγελίου στις άλλες χώρες όπως έκαναν οι Ιουδαίοι που δεν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ στις ημέρες του Κύρου· εκτός του ότι βοηθούν απόρους αδελφούς απ’ ευθείας ή με προγράμματα βοηθείας όπως έκαναν οι πρώτοι Χριστιανοί υπό την εποπτεία του Παύλου, οι σημερινοί Χριστιανοί, προχωρούν στα ίχνη του Ιησού, ακολουθώντας τη γραμμή της διακηρύξεως της Βασιλείας που χαράχθηκε από αυτόν.
Σε καμμιά από αυτές τις Θεοκρατικές απαιτήσεις δεν είναι αρπακτικός ή άπληστος ο Ιεχωβά Θεός. Από εκείνους που έχουν πολύ, πολύ θα ζητηθή· αλλ’ αυτό δεν αυξάνει τον πλούτο του μεγάλου Ιδιοκτήτου τού σύμπαντος. Το όφελός του είναι εξίσου μεγάλο και από κείνους που έχουν λίγα, και από τους οποίους ζητούνται λίγα, είτε σε υλικά υπάρχοντα, είτε σε χρόνο, είτε σε ενέργεια. Η χαρά του για την πλήρη και τελεία αφοσίωσί μας προέρχεται από το ότι μ’ αυτή αποδεικνύεται ψεύστης ο Σατανάς, που ωνείδισε τον Θεό με τον ισχυρισμό ότι ο Θεός δεν μπορεί να έχη πιστούς ανθρώπους επάνω στη γη, ανιδιοτελώς αφωσιωμένους σ’ Αυτόν. «Υιέ μου, γίνου σοφός, και εύφραινε την καρδίαν μου, δια να έχω τι να αποκρίνωμαι προς τον ονειδίζοντά με.» (Παροιμίαι 27:11) Γι’ αυτό, αν και μπορούμε και πρέπει να ‘τιμώμεν τον Κύριον από των υπαρχόντων μας’ ανάλογα με τη δύναμί μας, δεν πρέπει να πέσωμε στην θρησκευτική παγίδα τού να νομίζωμε ότι το χρήμα μας θα εξαγοράση τη σωτηρία μας. Θυμηθήτε ότι η προσφορά των δεκάτων δεν αποτελούσε τη μόνη εντολή προς τον Ισραήλ κάτω από το Νόμο· ήταν μια μόνο από τις πολλές απαιτήσεις. Η αφοσίωσίς μας λοιπόν στον Ιεχωβά πρέπει να εκδηλωθή κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους για να είναι πλήρης και τελεία. Υπεράνω όλων πρέπει να διακηρύξωμε το ευαγγέλιο της εγκαθιδρυμένης Βασιλείας. Κι αν ενασχολούμεθα σ’ αυτή τη διακήρυξι, μπορούμε να χρησιμοποιήσωμε και τα υλικά αγαθά μας για την προώθησι αυτού του έργου, μπορούμε να χαίρωμε γιατί έτσι ‘τιμώμεν τον Ιεχωβά από των υπαρχόντων μας’.