Κάμετε Ορθά Χριστιανικά Έργα
Ο Ιησούς προείπε ότι στην εποχή μας μερικοί οι οποίοι ισχυρίζοντο ότι έκαμαν πολλά έργα εν τω ονόματί του θα απερρίπτοντο απ’ αυτόν. Τι είδους έργα πρέπει να κάνωμε για ν’ αποκτήσωμε την αναγνώρισί του και την επιδοκιμασία του;
«ΠΙΣΤΕΥΣΟΝ εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και θέλεις σωθή.» Αυτοί οι λόγοι του αποστόλου Παύλου, απευθυνόμενοι σ’ έναν τρομοκρατημένο Φιλιππήσιο δεσμοφύλακα—τρομοκρατημένον διότι ένας σεισμός τα μεσάνυχτα ακριβώς άνοιξε όλες τις πόρτες των κελλίων και έλυσε όλα τα δεσμά των κρατουμένων—θεωρούνται από πολλούς ότι σημαίνουν ότι το μόνο που απαιτείται από ένα Χριστιανό για ν’ αποκτήση σωτηρία είναι το να πιστέψη.—Πράξ. 16:31.
Αλλά δεν είναι έτσι. Αν ένας ψαράς ή ένας γεωργός άκουε μια προειδοποίησι ότι επέρχεται καταιγίς ή ένας ανεμοστρόβιλος, θα εσώζετο αν παρέλειπε να κάνη κάτι σχετικό, απλώς διότι επίστεψε την προειδοποίησι; Θα έπρεπε να λάβη οιεσδήποτε προφυλάξεις μπορούσε, πράγμα που θα έκανε αν πίστευε πραγματικά την προειδοποίησι. Όπως, λοιπόν, τονίζει καλά ο μαθητής Ιάκωβος, πίστις και μόνο δεν είναι αρκετή· διότι, αν σταματούμε στην απλή πίστι, πραγματικά δεν πιστεύομε. «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Διότι καθώς το σώμα χωρίς πνεύματος είναι νεκρόν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά.»—Ιάκ. 2:14, 26.
Αλλά κάποιος ίσως θα πη, Δεν αντιφάσκει αυτό σε ό,τι εδίδαξε ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του περί δικαιώσεως δια πίστεως; Δεν τονίζει ο απόστολος ότι ο Αβραάμ εδικαιώθη ένεκα της πίστεως του, και δεν επιμένει επίσης ο Παύλος ότι τα έργα δεν έφεραν δικαιοσύνη στους Ιουδαίους; Ο Λούθηρος και άλλοι προέβαλαν αυτό το επιχείρημα, κι αυτό είναι ένας λόγος για τον οποίον μερικοί μάλιστα έφθασαν στην ακρότητα να αμφιβάλλουν για τη θεοπνευστία της επιστολής του Ιακώβου.
Όχι· ό,τι έγραψε ο Ιάκωβος δεν συγκρούεται με ό,τι εδίδαξε ο Παύλος. Η Γραφή δεν αντιφάσκει με τον εαυτό της. Φαίνεται μόνο σαν ν’ αντιφάσκη όταν εμείς δεν την καταλαβαίνωμε. Ο Ιάκωβος και ο Παύλος εξετάζουν δύο χωριστούς και διαφόρους τύπους έργων. Ο Παύλος ετόνιζε ότι τα έργα που αποκτούντο από τον Νόμο, η περιτομή, οι θυσίες, τα σάββατα, κλπ., δεν μπορούσαν να δικαιώσουν τους δούλους του Θεού: «Διότι εξ έργων νόμου, δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού· επειδή δια του νόμου γίνεται η γνώρισις της αμαρτίας.» Αυτές οι απαιτήσεις του Νόμου εξεικόνιζαν καλύτερα πράγματα, που μπορούσαν να κάμουν έναν άνθρωπο δίκαιο. Εκτός απ’ αυτό, τα έργα του Νόμου μπορούσαν να γίνουν και χωρίς να είναι η καρδιά του ανθρώπου στον Νόμο, όπως τονίζεται στο βιβλίο του Ησαΐα, κεφάλαιο πρώτο.—Ρωμ. 3:20· Εβρ. 10:1.
Τώρα, ο Ιάκωβος δεν αντιφάσκει σ’ αυτό, διότι δεν εξετάζει έργα του Νόμου, αλλά μάλλον την επιτακτική ανάγκη του να υποστηρίζη κανείς την πίστι του με συνεπή έργα. Η παροιμία «τα έργα μιλούν καλύτερα από τα λόγια» θα μπορούσε να εφαρμοσθή εδώ. Επίσης, όπως παρατηρεί ο Ιάκωβος: «Συ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι είς καλώς ποιείς· και τα δαιμόνια πιστεύουσι, και φρίττουσι.» Αλλ’ αν και φρίττουν, δεν ενεργούν σύμφωνα με την πίστι των—Ιάκ. 2:19.
ΕΡΓΑ ΕΛΕΟΥΣ
Ο Ιησούς ετόνισε τη σπουδαιότητα των έργων και με την πολυάσχολη ζωή του και με τις διδασκαλίες του: «Ο Πατήρ μου εργάζεται έως τώρα, και εγώ εργάζομαι.» «Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του πέμψαντός με.» Έτσι, τη νύχτα που επροδόθη μπορούσε να πη στον Πατέρα του: «Εγώ σε εδόξασα επί της γης· το έργον ετελείωσα το οποίον μοι έδωκας δια να κάμω.»—Ιωάν. 5:17· 9:4· 17:4.
Σε τι συνίσταντο αυτά τα έργα; Πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί φρονούν ότι αν είναι νομοταγείς αυτό είναι το μόνο που απαιτεί ο Θεός απ’ αυτούς. Είναι αληθές ότι η Γραφή δίνει εντολή να κάνωμε έντιμο έργον: «Ο κλέπτων, ας μη κλέπτη πλέον, μάλλον δε ας κοπιάζη εργαζόμενος το καλόν με τας χείρας αυτού, δια να έχη να μεταδίδη εις τον χρείαν έχοντα.»—Εφεσ. 4:28.
Αλλά μόνο η έντιμη εργασία απέχει από το να είναι όλο εκείνο που απαιτείται από ένα Χριστιανό. Αναμφιβόλως ο Ιησούς έκαμε ένα τέτοιο έντιμο έργον ως ξυλουργός επί πολλά έτη προτού έλθη στον Ιορδάνη για να βαπτισθή. Αλλά το να είναι ξυλουργός δεν αποτελούσε τον σκοπό για τον οποίον ήλθε στη γη και εχρίσθη ή έγινε ο Χριστός. Τα Χριστιανικά έργα, λοιπόν, πρέπει ν’ αποτελούν τον τύπο των έργων που έκανε ο Ιησούς μετά το βάπτισμά του και την τεσσαρακονθήμερη νηστεία του στην έρημο.
Και ποια ήσαν εκείνα τα έργα; Από μια άποψι, ασφαλώς περιελάμβαναν πολλές πράξεις ελέους. Έθρεψε θαυματουργικά τους πεινώντας, εθεράπευσε τους ασθενείς, εξέβαλε δαιμόνια, αποκατέστησε οράσεις και υγεία μελών, ακόμη δε ήγειρε και νεκρούς. Αναμφιβόλως έκαμε πολλά για να φέρη ανακούφισι από φυσικά παθήματα στην εποχή του.
Ένεκα τούτου, πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί συνεπέραναν ότι, όλο εκείνο που χρειάζεται να πράξουν είναι να κάνουν εισφορές για φιλανθρωπικούς σκοπούς, να βοηθήσουν στην ανέγερσι νοσοκομείων, ορφανοτροφείων και ευαγών ιδρυμάτων. Άλλοι προχωρούν και περισσότερο, αφιερώνοντας και αυτή ακόμη τη ζωή τους στο να βοηθούν ασθενείς και ενδεείς ανθρώπους, όπως ο Αλβέρτος Σβάιτσερ, γιατρός, μουσικός και κληρικό-φιλόσοφος, ο οποίος εδαπάνησε δεκαετηρίδες μέσα στην καρδιά της Αφρικής, περιθάλποντας ασθενείς.
Είναι αληθές ότι η εκτέλεσις τέτοιων πράξεων είναι επίδειξις ελέους και αγάπης στον πλησίον. Σε μια δε από τις παραβολές του Ιησού ένας Σαμαρείτης επαινείται που επέδειξε έτσι αγάπη στον πλησίον. Επίσης αναγινώσκομε για μια από τις πρώτες Χριστιανές γυναίκες, που ελέγετο Δορκάς, η οποία «ήτο πλήρης αγαθών έργων και έλεημοσυνών.» Επίσης και για τον Κορνήλιο γίνεται εύφημος μνεία ως έναν ο οποίος «έκαμνεν ελεημοσύνας εις τον λαόν πολλάς.»—Λουκ. 10:30-37· Πράξ. 9:36· 10:2.
Αναμφισβήτητα, οι πρώτοι Χριστιανοί διεκρίνοντο για τη γενναιοδωρία που επέδειξαν μεταξύ των. Γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό ο Παύλος παρώτρυνε τους Κορινθίους Χριστιανούς να θέτουν κατά μέρος κάτι την πρώτη μέρα κάθε εβδομάδος. Χωρίς αμφιβολία γι’ αυτό το λόγο ο Ιάκωβος εχρησιμοποίησε την επίδειξι αυτής της καλωσύνης, για να παραστήση το ότι πίστις χωρίς έργα είναι νεκρή· ο δε Ιωάννης είπε ότι πρέπει να αγαπούμε όχι μόνο με λόγους, αλλά και με έργα.—1 Κορ. 16:2· Ιάκ. 2:15, 16· 1 Ιωάν. 3:17, 18.
Φαίνεται, όμως, ότι μερικοί αφιερωμένοι Χριστιανοί των νεωτέρων χρόνων ρέπουν στο να υστερήσουν απ’ αυτή την άποψι, ασφαλώς ένεκα απερισκεψίας. Εκτιμώντας το γεγονός ότι το να δίνη κάμεις υλικά πράγματα δεν είναι το σπουδαιότερο είδος παροχής, και ότι υπάρχει πολλή πνευματική παροχή που πρέπει να γίνη, αυτοί προφανώς φθάνουν στο άλλο άκρον και παραβλέπουν τελείως τις ευκαιρίες τού να παρέχουν χείρα βοηθείας στους αδελφούς των οι οποίοι μπορεί να έχουν ανάγκη υλικών πραγμάτων. Θα μπορούσε να περιληφθή σ’ αυτό και η εκτέλεσις μιας φιλικής επισκέψεως όταν ένας συνδιάκονος είναι άρρωστος στο κρεββάτι, στο σπίτι του ή στο νοσοκομείο.
Προσφάτως ακόμη ένα μέλος του προσωπικού των κεντρικών γραφείων του Μπρούκλυν είχε την ευκαιρία να ομιλήση σε εβδομήντα περίπου μέλη ομάδος της Κογκρεγκασιοναλιστικής Εκκλησίας για το έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά. Τι επροκάλεσε αυτή την ευκαιρία; Ήταν το γεγονός ότι ο πρόεδρος της ομάδος αυτής έλαβε υπό σημείωσιν με πόση πιστότητα ένας από τους μάρτυρας επεσκέπτετο τη γείτονα του, επίσης μάρτυρα, στη διάρκεια της ασθενείας της αναγινώσκοντας σ’ αυτήν την Αγία Γραφή και έντυπα με Γραφικό περιεχόμενο. Τόση εντύπωσι του είχε κάμει αυτό, ώστε ήθελε και ο ίδιος και η ομάς του να γνωρίσουν περισσότερα για τους μάρτυρας. Ώστε οι αφιερωμένοι Χριστιανοί ας τηρούν ισορροπία σ’ αυτό το ζήτημα επίσης κι ας μην παραμελούν ευκαιρίες για να βοηθήσουν τους αδελφούς των κατά ένα υλικόν τρόπον αναλόγως των ευκαιριών.
ΟΡΘΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
Εν τούτοις, όσο καλά κι αν είναι όλα αυτά τα έργα, είναι μόνο δευτερεύοντα το πολύ. Ακόμη και στην περίπτωσι του Ιησού, το πραγματικά ουσιώδες έργον του ήταν το κήρυγμα ότι «επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» Αυτός ήταν ο πρώτιστος λόγος για τον οποίον ήλθε στη γη, όπως είπε στον Πιλάτο: «Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν.»—Ματθ. 4:17· Ιωάν. 18:37.
Γι’ αυτό είπε ο Ιησούς: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι,» αλλ’ επετίμησε εκείνους που τον ακολουθούσαν απλώς ένεκα των άρτων και των ιχθύων, που συνησθάνοντο μόνο τις φυσικές των ανάγκες. Εγνώριζε ότι το να λαμβάνη κανείς άρτους και ιχθύς εσήμαινε απλώς μια προσωρινή ζωή, και ότι «αύτη είναι η αιώνιος ζωή, το να γνωρίζωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, και τον οποίον απέστειλας Ιησούν Χριστόν.»—Ματθ. 5:3· Ιωάν. 17:3.
Δεν υπάρχει αμφισβήτησις ότι για ν’ ακολουθήσωμε τον Χριστό πρέπει όχι μόνο να πράξωμε έργα ελέους, αλλά πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, να κηρύττωμε την αλήθεια περί Θεού, του λόγου του, και της βασιλείας του. Γι’ αυτό ο Ιησούς, στο τέλος της διακονίας του, εδήλωσε ότι με το να δοξάση τον Πατέρα του επάνω στη γη ετελείωσε το έργον που του είχε δώσει ο Πατήρ του να κάμη. Έτσι, ο απόστολος Παύλος μάς προτρέπει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.» Ανέλαβε, όχι το έργον της ανακουφίσεως από φυσικά παθήματα, αλλά το έργον του κηρύγματος, τόσο σοβαρά ώστε ανεφώνησε: «Εάν κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα· επειδή ανάγκη επίκειται εις εμέ· ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω.»—1 Κορ. 11:1· 9:16.
Ακριβώς όπως ο Ιησούς ήλθε στη γη πρωτίστως για να φέρη μαρτυρία περί της αληθείας, έτσι επίσης αυτός είναι ο πρώτιστος λόγος για κείνους που γίνονται ακόλουθοί του. Όπως τονίζει ο Πέτρος, οι Χριστιανοί είναι ‘λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, δια να εξαγγείλουν τας αρετάς εκείνου, όστις τους εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως.’ Πραγματικά, η σωτηρία των εξαρτάται απ’ αυτό, όπως μας λέγεται περαιτέρω: «Με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν»· πρόκειται για μια δήλωσι που, κατά σύμπτωσιν συνδυάζει την έμφασι που δίνει ο Παύλος στην εκ πίστεως δικαιοσύνη και την έμφασι του Ιακώβου περί έργων τα οποία θα είναι συνεπή με την πίστι μας.—1 Πέτρ. 2:9· Ρωμ. 10:10
ΟΧΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΑΞΙΣ ΛΑΪΚΩΝ
Πολλοί άνθρωποι που ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί, νομίζουν ότι κάνουν πολύ καλά αν, εκτός του να είναι έντιμοι και να εισφέρουν για φιλανθρωπικούς σκοπούς, πηγαίνουν στην εκκλησία την Κυριακή, ακούουν μια ομιλία και εισφέρουν για τον μισθό του πάστορος και για τα άλλα έξοδα της θρησκευτικής των οργανώσεως. Αναμφιβόλως αυτή η αντίληψίς των βασίζεται σε μεγάλο βαθμό πάνω στην εσφαλμένη διάκρισι μεταξύ κλήρου και λαϊκών. Μια τέτοια διάκρισις, αν και είναι πολύ κοινή μεταξύ των ειδολωλατρικών θρησκειών, ποτέ δεν είχε θέσι μέσα στην αληθινή Χριστιανοσύνη· ασφαλώς δεν υπήρχε στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία. Καθώς παρετήρησε μια θρησκευτική εφημερίς σχολιάζοντας στη στήλη «Η Κυριακή του Λαϊκού»:
«Βέβαια μέσα στην μικρή ομάδα του Ιησού και των μαθητών του δεν υπήρχε διαίρεσις σε κληρικούς και λαϊκούς. Όσο κι αν θα ήθελε ένας [κληρικός] να θεωρήση τον Ιησούν ως το αντίστοιχο του στην πρώτη κατάστασι, ο τρόπος, η ομιλία και η διάθεσις αυτού ήσαν ό,τι θα αποκαλούσαμε σήμερα ‘λαϊκός’. Και ακριβώς έτσι, οι μαθηταί που θα εφαίνοντο απ’ εδώ ως [μόλις διαμορφωθέντες] λαϊκοί ήσαν πραγματικά οι κήρυκες που είχαν αποσταλή.
»Στο υπόλοιπο της Καινής Διαθήκης η λέξις που μεταφράζεται κλήρος δεν σημαίνει μια ειδική τάξι μεταξύ Χριστιανών, αλλά όλους τους Χριστιανούς. Η δε λέξις που μεταφράζεται λαός δεν σημαίνει ένα αποδεκτικό μέρος της εκκλησίας αλλά, πάλι, όλους τους Χριστιανούς. Όλοι προσκαλούνται σε μια υπηρεσία, και όλοι είναι λαός του Θεού. Η διάκρισις που κάνομε μεταξύ κλήρου και λαϊκών δεν ήταν γνωστή στην Καινή Διαθήκη, και γι’ αυτό ο Αγ. Παύλος δεν μπορούσε να έχη προσθέσει τις λέξεις ‘κλήρος και λαός’ στον κατάλογο του Ιουδαίου και Εθνικού, δούλου και ελευθέρου, πλουσίου και πτωχού, άρσενος ή θήλεως, οι οποίοι είναι ένα εν Χριστώ. Αν, όμως, εζούσε στον δεύτερο αιώνα, θα επεξέτεινε πολύ τον Κατάλογο του.»—Δη Κρίστσιαν Σέντσουρυ, 12ης Οκτωβρίου 1955.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι για να κάνη κανείς ορθά Χριστιανικά έργα, πρέπει ν’ ανεβαίνη στον άμβωνα ή στο δημόσιο βήμα και να κηρύττη απ’ εκεί. Μπορεί κανείς να εύρη πολλές ευκαιρίες για να δώση μαρτυρία στο σπίτι του, στον τόπο της εργασίας του, καθώς και όταν ψωνίζη ή ταξιδεύη. Επίσης, μπορεί κανείς πάντοτε να δημιουργή ευκαιρίες για τον εαυτό του με το να πηγαίνη από σπίτι σε σπίτι και με το να πλησιάζη ξένους στις γωνίες των οδών ή στις αγορές, μεθόδους τις οποίες εχρησιμοποίησαν όλες ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι.—Πράξ. 5:42· 17:17· 20:20.
Φυσικά για να μπορούμε πάντοτε να είμεθα έτοιμος εις απολογίαν ‘προς πάντα τον ζητούντα από ημάς λόγον περί της ελπίδος της εν ημίν,’ πρέπει να επιδιδώμεθα στη μελέτη του Θείου λόγου, προσέχοντας τη συμβουλή του Παύλου: «Σπούδασον να παραστήσης σευτόν δόκιμον εις τον Θεόν, εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας. Το να συνερχώμεθα, επίσης, είναι ουσιώδες, και για αμοιβαία διδασκαλία και για μια από κοινού προσπάθεια—1 Πέτρ. 3:15· 2 Τιμ. 2:15· Εβρ. 10:25
Βλέπομε, λοιπόν, ότι ενώ οι Χριστιανοί πρέπει να κάνουν έντιμο έργον και δεν μπορούν να παραμελήσουν τα έργα της φιλανθρωπίας, τα έργα που τους χαρακτηρίζουν ως Χριστιανούς είναι τα έργα της διακονίας για τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων, το να φέρουν μαρτυρία για το όνομα και τη βασιλεία του Θεού.