Βγήκε ν’ Αγοράση μια Γραφή
Η επόμενη πείρα έδημοσιεύθη στην εφημερίδα Άμπεντμπλατ του Αμβούργου (Γερμανίας), 16ης Μαΐου 1957: «Θέλησα ν’ αγοράσω ένα αντίτυπο του ‘Βιβλίου των Βιβλίων’. Μια Αγία Γραφή. Μια Γραφή του Λουθήρου. Μπήκα σ’ ένα βιβλιοπωλείο του Αμβούργου που είχε τρεις βιτρίνες κι έξη γυάλινες βιβλιοθήκες. Περίπου τρεις χιλιάδες βιβλία με τις ράχες τους να λαμπυρίζουν προς έμενα από τα ψηλά τους ράφια, ήσαν εκεί για ν’ ανταποκριθούν σ’ ότι θα ζητούσα· επίσης ήσαν τα ευγενικά πρόσωπα πέντε κυριών υπαλλήλων, τριών πωλητών και μιας κυρίας ταμίου. ‘Σε τι μπορούμε να σας εξυπηρετήσωμε;’ μ’ ερώτησαν. ‘Θα ήθελα μια Αγία Γραφή,’ είπα, ‘μόνο μια συνήθη Γραφή.’
»Η νεαρή κυρία τινάχθηκε απροσδόκητα, όπως θα ανεμένετο αν εγώ ζητούσα παστές ρέγγες. Κατόπιν ερυθρίασε, εμειδίασε μ’ ένα θρηνώδες μειδίαμα και μου υπέδειξε να πάγω σε άλλο βιβλιοπωλείο. Επήγα. Αυτό το κατάστημα είχε τέσσερες βιτρίνες κι οκτώ γυάλινες βιβλιοθήκες. Εδώ, μαζί με 4.000 βιβλία που μου λαμποκοπούσαν από τα ράφια των, ανεκαλυψα δύο διαυγή γαλανά μάτια που με παρατηρούσαν με συγκρατημένη προσοχή. Ο βιβλιοπώλης που είχε αυτά τα μάτια ήταν ψηλός, και λιγνός. ‘Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;’ μ’ ερώτησε ανύποπτα ‘Μια Γραφή’, του είπα απλώς, ‘μόνο μια κοινή Γραφή.’ Ο άνθρωπος ξαφνικά ανεκάλυψε πώς κάτι του κάθησε στο λαιμό. Έβηξε δυνατά και πολύ. Κατόπιν ετόλμησε να μειδιάση κι εξέφρασε τη λύπη του. Αν ήθελα, όμως να λάβω τον κόπο να πάω σε κανένα άλλο βιβλιοπωλείο, τότε ίσως. . . .
»Έλαβα αυτόν τον κόπο. Σε μια απ’ τις γεμάτες βιτρίνες του καταστήματος ευρίσκετο ένα μεγάλης κυκλοφορίας βιβλίο, Ντη Μπίμπελ χατ ντοχ Ρεχτ [Η Βίβλος Είναι Τελικά Ορθή]. Εκείνη η θέσις εφαίνετο η ορθή για ό,τι ζητούσα. Έτσι ακριβώς εφαίνετο! Η επιθυμία μου για μια Αγία Γραφή διήγειρε ένα μικροπανικό. ‘Ποτέ δεν έχομε ζήτησι για Γραφές εδώ,’ ετραύλισε η υπάλληλος. Γιατί ερυθρίασε—ακόμη κι ως τ’ αυτιά της—παραμένει μυστήριο. Ήμουν ήδη στην πόρτα του καταστήματος, όποτε μ’ επλησίασε και μου είπε από πού θα μπορούσα ν’ αγοράσω ασφαλώς μια Γραφή.
»Στον δρόμο μου προσεπάθησα και πάλι να βρω μια Αγία Γραφή σε τρία διάφορα βιβλιοπωλεία. Το καθένα είχε απόθεμα από μισή δωδεκάδα αντιτύπων περίπου από κάθε επίκαιρο Γαλλικό και Αμερικανικό βιβλίο που πωλείται καλύτερα. Αλλ’ ούτε μια Αγία Γραφή, το Βιβλίο των Βιβλίων, δεν ευρίσκετο κοιμωμένη επάνω στα ράφια των. Όποιος δεν πιστεύει στην περιπέτειά μου, πρέπει να δοκιμάση και να εξακριβώση ο ίδιος. Δεν στοιχίζει τίποτα. Αν η ιστορία αυτή δεν είχε ένα τόσο σοβαρό φόντο, θα την εύρισκε κανείς σχεδόν διασκεδαστική.»