Υποτίμησις του Ονόματος του Θεού
Η ΑΓΙΑ Γραφή είναι ο λόγος του Θεού, του Δημιουργού. Λογικά απακαλύπτει στον άνθρωπο όχι μόνο τις ιδιότητες και τα έργα του Δημιουργού αλλά και το όνομά του. Αυτό κάνει ειδικά στην πρωτότυπη Εβραϊκή γλώσσα, όπου το όνομα του Θεού αναγράφεται περίπου 6.900 φορές υπό την μορφή του τετραγραμμάτου, ή λέξεως, τεσσάρων γραμμάτων, που αντιστοιχεί με τα γράμματα ΓΧΒΧ στην Ελληνική. Η πιο εκλαϊκευμένη Ελληνική μετάφρασις του τετραγραμμάτου είναι «Ιεχωβά».
Αλλ’ οι σύγχρονοι μεταφρασταί της Βίβλου φαίνεται ότι εκτροχιάζονται υποτιμώντας αυτό το έντιμο, μεγαλειώδες και ιερό όνομα. Έτσι, πριν από δέκα χρόνια περίπου, η επιτροπή που ανεθεώρησε την Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασι κι εξέδωκε την Ανατεθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι, αφήρεσε τελείως το όνομα του Ιεχωβά. Με την ενέργειά τους αυτή, ήταν σαν να έλεγαν ότι οι επιφανείς Βιβλικοί αρχαιολόγοι, που είχαν συντάξει την Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφρασι και οι οποίοι σθεναρά απεφάνθησαν υπέρ αποκαταστάσεως του ονόματος του Θεού στη δικαιωματική του θέσι και οι οποίοι με συνέπεια το εχρησιμοποίησαν οπουδήποτε ανεγράφετο το Εβραϊκό τετραγράμματον, ήσαν εντελώς μωροί.
Τώρα έρχεται άλλη μια Βιβλική μετάφρασις, η οποία, επίσης, υποτιμά το όνομα του Θεού. Γενομένη από μια επιτροπή κορυφαίων Ιουδαίων Βιβλικών αρχαιολόγων του Αγγλόφωνου κόσμου, διεφημίζετο στην πρώτη σελίδα των Τάιμς Νέας Υόρκης, 12 Οκτωβρίου 1962. Ο τρόπος, με τον οποίον αυτή η επιτροπή προδίδει τη διάθεσί της να υποτιμήση το όνομα του Θεού, μπορεί να παρατηρηθή από τη στάσι της απέναντι της Τρίτης από τις Δέκα Εντολές. Με την εντολή αυτή ο Ιεχωβά Θεός κατέδειξε τη σπουδαιότητα του ονόματός του και το πόσο σοβαρά έκρινε οποιαδήποτε βεβήλωσί του. Σύμφωνα με τη Μετάφρασι Νέου Κόσμου, η εντολή αυτή λέγει: «Μη λάβης το όνομα Ιεχωβά του Θεού σου επί ματαίω· διότι δεν θέλει αθωώσει ο Ιεχωβά τον λαμβάνοντα επί ματαίω το όνομα αυτού.»—Έξοδ. 20:7, ΜΝΚ.
Δεν είναι έτσι, λέγουν οι Ιουδαίοι αρχαιολόγοι, που τώρα μόλις εξέδωκαν τη νέα αυτή μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών. Κατ’ αυτούς, «η [τρίτη] εντολή δεν θα μπορούσε να ερμηνευθή ως προσταγή εναντίον της ασεβείας, διότι μ’ αυτή την έννοια, εστερείτο και επαρκούς σπουδαιότητος για να είναι στη θέσι που κατέλαβε καθώς και του σκοπού. Μια πιο ακριβής ανάγνωσις του Εβραϊκού», ισχυρίζονται, «αποκαλύπτει ότι η εντολή αφορά αντιθέτως την ψευδορκία». Αυτοί, λοιπόν, απέδωσαν έτσι την Τρίτη Εντολή: «Δεν θέλεις ορκίζεσθαι ψευδώς στο όνομα Κυρίου του Θεού σου· διότι ο Κύριος δεν θέλει αθωώσει εκείνον που ορκίζεται ψευδώς στο όνομά Του». Δεν κατονομάζουν τον Ιεχωβά εδώ.
Το Εβραϊκό κατά γράμμα ενέχει τη σκέψι τού να μην αναλαμβάνεται το όνομα του Θεού για «ματαιότητα» ή για «ψεύδος», κι έτσι πραγματικά απαγορεύει τη χρήσι του ονόματος του Θεού για ψευδείς όρκους, όπως παρατηρείται απ’ αυτούς τους Ιουδαίους Βιβλικούς αρχαιολόγους όπως, ο Ι. Χ. Χερτς, συγγραφεύς της εκδόσεως Σονσίνο. Αλλά διόλου δεν επρόκειτο να περιορισθή σ’ αυτό. Πώς μπορούμε να είμεθα βέβαιοι;
Σχετικώς η Ενάτη Εντολή λέγει: «Μη ψευδομαρτυρήσης κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.» (Έξοδ. 20:10) Επειδή οι Ισραηλίται ήσαν συνηθισμένοι να ορκίζονται με τ’ όνομα του Θεού, είτε σε δικαστήριο είτε σε άλλη περίπτωσι, έπεται ότι κι αυτή η εντολή απαγόρευε, επίσης, την ψευδή χρήσι του ονόματος του Θεού. (1 Βασ. 1:30· Ματθ. 26:63) Αν η Τρίτη Εντολή ετέθη αποκλειστικά ως απαγόρευσις της ψευδορκίας στο όνομα του Θεού, γιατί αυτό να επαναλαμβάνεται στην Ενάτη Εντολή;
Το ότι ο Ιεχωβά Θεός δεν εννοούσε απλώς να μη ψευδορκούν οι Ιουδαίοι στ’ όνομά του, αλλά και ότι δεν έπρεπε να το χρησιμοποιούν με κανένα κακό, ειδωλολατρικό ή ανευλαβή τρόπο, και ότι το θεωρούσε αυτό τέτοιας σπουδαιότητος ώστε να το καταστήση μια από τις Δέκα Εντολές και να το θέση μετά τις πρώτες δύο εντολές, που απηγόρευαν τη λατρεία άλλων θεών, καταφαίνεται από ένα γεγονός που ανέγραψε ο Μωυσής στο Λευιτικό 24:10-16, 23 (ΜΝΚ). Με συντομία, εκεί ομιλεί για τον γυιό ενός Αιγυπτίου και μιας Ισραηλίτιδος, ο οποίος κατηράσθη «το Όνομα», κακολογώντας ή καταρώμενος αυτό, στη διάρκεια διαπληκισμού μ’ έναν Ισραηλίτη. Σημειώστε ότι ήταν απλώς γνωστό ως «το Όνομα». Εθεωρείτο τόσο πολύ σπουδαίο. Όχι μόνον αυτό, αλλά κι εκείνοι, που άκουσαν αυτή τη βλασφημία, τόσο διεταράχθησαν, ώστε αμέσως τον έφεραν στον Μωυσή για ν’ αποφανθή. Προφανώς ήταν η πρώτη φορά που κάποιος διενοήθη να το πράξη αυτό, διότι ο Μωυσής ηναγκάσθη να ερωτήση τον ίδιον τον Ιεχωβά. Και ποια ήταν η ετυμηγορία του Ιεχωβά; Ότι αυτό δεν ήταν σοβαρό; Κάθε άλλο! Ήταν ένα θανάσιμο παράπτωμα! Η αφήγησις προχωρεί και λέγει:
«Και ελάλησε ο Ιεχωβά προς τον Μωυσήν, λέγων, Φέρε έξω του στρατοπέδου εκείνον όστις κατηράσθη· και ας θέσωσι, πάντες οι ακούσαντες αυτόν, τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν αυτού, και ας λιθοβολήση αυτόν πάσα η συναγωγή. Και λάλησον προς τους υιούς Ισραήλ, λέγων, Όστις καταρασθή τον Θεόν αυτού, θέλει βαστάσει την ανομίαν αυτού· και όστις βλασφημήση το όνομα του Ιεχωβά, εξάπαντος θέλει θανατωθή· με λίθους θέλει λιθοβολήσει αυτόν πάσα η συναγωγή· άντε ξένος, άντε αυτόχθων, όταν βλασφημήση το όνομα του Ιεχωβά, θέλει θανατωθή.»
Μπορούσε τίποτε άλλο να είναι πιο σαφές για το πόσο σοβαρή θεωρούσε ο Ιεχωβά τη βλασφημία εναντίον του Ονόματός του; Δεν υπάρχει αμφισβήτησις ότι ένα τόσο σοβαρό παράπτωμα πρέπει ν’ απηγορεύετο στις Δέκα Εντολές. Η αφήγησις λέγει ότι οι υιοί Ισραήλ, εξετέλεσαν την προσταγή του Ιεχωβά.
Όχι η Τρίτη Εντολή δεν μπορεί να περιωρίζετο στην απαγόρευσι της ψευδορκίας. Επίσης, αφορούσε ή απηγόρευε κάθε χρήσι του ονόματος του Θεού με ανευλαβή τρόπο. Αυτό μας υποβοηθεί να κατανοήσωμε πόσο σοβαρό ζήτημα είναι το ν’ αναλαμβάνη κανείς το όνομα του Ιεχωβά με αναξιότητα, με το να λέγεται μέλος του λαού του, όπως ήσαν οι αρχαίοι Ισραηλίται και όπως είναι οι σύγχρονοι μάρτυρες του Ιεχωβά, και κατόπιν να μη ζη σύμφωνα με ό,τι ισχυρίζεται ότι είναι, δηλαδή, ένας μάρτυς του Ιεχωβά.
Μολονότι οι Χριστιανοί δεν δεσμεύονται από τον ίδιο τον Δεκάλογο, δεσμεύονται από τις αρχές του. Βέβαια, αν τα ονόματα κοσμικών αρχόντων, θρησκευτικών ή πολιτικών, πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού, τότε το όνομα του Υπερτάτου Άρχοντος του σύμπαντος πρέπει να τυγχάνη πολύ περισσοτέρου σεβασμού. Για τους Χριστιανούς οι Δέκα Εντολές συνοψίζονται στις δύο μεγάλες εντολές περί αγάπης στον Θεό και αγάπης στον πλησίον. Όλοι όσοι αγαπούν τον Ιεχωβά Θεό με όλη τους την καρδιά, διάνοια, ψυχή και δύναμι, θ’ αποδίδουν στο όνομά Του τον σεβασμό και την ευλάβεια που του οφείλεται, και δεν θα το λάβουν επί ματαίω.—Μάρκ. 12:29-31.