Σε Ποιόν Ανήκετε;
Ποια ευχέρεια εκλογής υπάρχει; Τι θα εκλέξετε σεις;
ΔΕΝ θα εθυμώνατε αν κάποιος άλλος άνδρας απαιτούσε να υποταχθή η σύζυγός σας ολοκληρωτικά σ’ αυτόν; Δεν θα εξωργίζεσθε αν απαιτούσε να προσφέρη η σύζυγός σας την αφοσίωσί της και τη νομιμοφροσύνη της σ’ αυτόν αντί σε σας, τον σύζυγο της;
Ένας άνδρας θα προσεβάλλετο μ’ αυτή την εισβολή στα συζυγικά του δικαιώματα. Μια σύζυγος ανήκει στον σύζυγο της. Κανένα άλλο άτομο δεν έχει το δικαίωμα να διαρρήξη τον συζυγικό δεσμό. Ο Ιησούς Χριστός έδωσε έμφασι σ’ αυτό, όταν είπε: «Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.»—Ματθ. 19:6.
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Σήμερα υπάρχει μια κατάστασις όμοια προς την ανωτέρω περίπτωσι. Σχετίζεται με τις απαιτήσεις, τις οποίες το πολιτικό κράτος προβάλλει επί της ζωής των υπηκόων του. Σε πολλές χώρες κυβερνούν στρατιωτικοί δικτάτορες ή σιδηρόφρακτοι πολιτικοί, απαιτώντας ολοκληρωτική νομιμοφροσύνη από τον λαό. Κομμουνιστικές κυβερνήσεις, που ελέγχουν περίπου το ένα τρίτον του παγκοσμίου πληθυσμού, είναι μεταξύ αυτών που απαιτούν μια τέτοια ολοκληρωτική υποταγή. Ολοένα περισσότερο, ισχυρές κυβερνήσεις επιζητούν να ρυθμίσουν και να υποβάλουν σε ομοιόμορφο διοίκησι τη ζωή των υπηκόων τους με πλήρη τρόπο. Αισθάνονται ότι ο λαός ανήκει σ’ αυτούς και ότι πρέπει να εκτελή όλα εκείνα που ζητούν οι άρχοντες.
Ωστόσο, για τον Θεό λέγεται ότι είναι ως σύζυγος έναντι του λαού του, ο οποίος είναι σε σχέσι διαθήκης μ’ αυτόν. Η Γραφή το θέτει ως εξής: «Ο ανήρ σου είναι ο Ποιητής σου.» (Ιερεμ. 31:32· Ησ. 54:5) Λόγω αυτής της σχέσεως ο Θεός έχει το δικαίωμα ν’ απαιτή από τον λαό του την τήρησι ωρισμένων πραγμάτων, που ανήκουν μόνο σ’ αυτή τη στενή, επιστήθια διευθέτησι. Άλλα, όπου το πολιτικό κράτος δεν αναγνωρίζει αυτή τη σχέσι, τότε δυνατόν ν’ ακολουθήση μια σύγκρουσις, όταν το Κράτος απαιτή απόλυτη υποταγή απ’ όλον τον λαό, περιλαμβανομένων και των δούλων του Θεού.
Πολλές από τις απαιτήσεις της πολιτικής εξουσίας είναι δίκαιες και ορθές. Επί τέλους, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είπε ότι κάθε άτομο πρέπει ‘ν’ αποδίδη . . . τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα.’ (Ματθ. 22:21) Είναι υποχρεωτικό, λοιπόν, να συμμορφώνωνται οι πολίται με όλες τις νόμιμες απαιτήσεις που ορίζονται γι’ αυτούς από την κυβέρνησι κάτω από την οποία ζουν. Αυτό είναι, επίσης, σε αρμονία με τους λόγους του αποστόλου Παύλου, όταν είπε: «Πάσα ψυχή ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας,» εννοώντας το πολιτικό κράτος, ή τις πολιτικές εξουσίες.—Ρωμ. 13:1.
Πραγματικά, οι νόμοι του Θεού απαιτούν όπως ο λαός του είναι υποδείγματα πολιτών σε οποιαδήποτε χώρα κι αν ζουν, με το να μην απατούν, να μη ψεύδωνται, να μη κλέπτουν, να μη διαπράττουν ανηθικότητα, με το να μη καταφεύγουν ποτέ σε βία εναντίον άλλου, και με το να υπακούουν σε όλους τους διαφόρους κανόνες και όλες τις διατάξεις που η Κυβέρνησις ορίζει γι’ αυτούς, και οι οποίες δεν συγκρούονται με τους νόμους του Θεού. Η ορθή, έντιμος και αξιοπρεπής πορεία των ενεργείας είναι στο ενεργητικό οιουδήποτε έθνους στο οποίο ζουν. Ουδεμία πολιτική εξουσία χρειάζεται ν’ ανησυχή για αντικοινωνική διαγωγή, ή για διάπραξι πλημμελημάτων ή εγκλημάτων εκ μέρους ενός τέτοιου λαού.
Μολαταύτα, μήπως αυτό σημαίνει ότι το άτομο, ειδικά ένας που ενδιαφέρεται ζωηρά να εκτελή το θέλημα του Θεού, ανήκει στο Κράτος με ολοκληρωτική ή πλήρη έννοια; Μήπως πρέπει ν’ αποδώση την υποταγή του ακόμη και με θυσία της ιδιαιτέρας του σχέσεως με τον Θεό, ο οποίος λέγει ότι είναι σαν σύζυγος προς τον λαό του; Όχι. Ενώ ο Ιησούς παρότρυνε τους ανθρώπους ν’ αποδώσουν στον Καίσαρα ό,τι ανήκε στον Καίσαρα, είπε, επίσης, ότι οι άνθρωποι πρέπει ν’ αποδώσουν «τα του Θεού εις τον Θεόν.»—Ματθ. 22:21.
Έτσι, ενώ μερικές υπηρεσίες πρέπει να προσφερθούν στο Κράτος διότι ορθώς ανήκουν στη δικαιοδοσία του, υπάρχουν άλλες υπηρεσίες, που πρέπει να προσφερθούν μόνο στον Παντοδύναμο Θεό διότι ανήκουν στη δική του δικαιοδοσία και μόνον. Δεν μπορούν να προσφερθούν σε οποιονδήποτε άλλον. Όθεν, η υποταγή των θεοφοβουμένων ατόμων στο πολιτικό κράτος είναι σχετική, όχι ολοκληρωτική, διότι ουδείς άνθρωπος και ουδεμία οργάνωσις ανθρώπων μπορεί ν’ απαιτήση δικαιωματικά ό,τι ανήκει στον Θεό.
Το παράδειγμα ενός ανδρογύνου πάλιν μπορεί να εφαρμοσθή στην περίπτωσι αυτή. Μια σύζυγος δυνατόν να μεταβαίνη δικαιωματικά προς εργασίαν, για λογαριασμό άλλου ανδρός, στον τόπο των εργασιών του. Αλλ’ αν ο εργοδότης της απαιτούσε να υποταχθή αυτή εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν, από πάσης απόψεως, περιλαμβανομένων των λεπτομερειών που αφορούν τη στενή έγγαμη ζωή, τότε οι απαιτήσεις του θα ήσαν εκτός τάξεως και δεν θα ήταν δυνατόν να γίνη συμμόρφωσις μ’ αυτές. Ο εργοδότης θα ζητούσε εκείνο που η σύζυγος ηδύνατο δικαιωματικά να δώση μόνον στον σύζυγό της. Κάθε πίεσις να την κάμη ν’ αποστρέψη τη νομιμοφροσύνη και την αγάπη της από τον σύζυγό της θα ήταν άδικη. Ο εργοδότης θα μπορούσε δίκαια ν’ απαιτήση μόνον το να εκπληρώνη αυτή τις υποχρεώσεις της κοσμικής της εργασίας. Αυτός δεν θα μπορούσε να προχωρήση δικαιωματικά πέραν αυτού, εισβάλλοντας σε περιοχή που ανήκει στον σύζυγό της, και αναμένοντας απ’ αυτήν να συμμορφωθή. Σαν σύζυγος αφωσιωμένη δεν θα μπορούσε να το κάμη αυτό.
Η ίδια αρχή εφαρμόζεται και στη σχέσι του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός. Έδωσε στον άνθρωπο ζωή και του επρομήθευσε τα πράγματα που είναι αναγκαία για τη συντήρησι της ζωής. Μπορεί δικαιωματικά ν’ απαιτή κάτι προς ανταπόδοσι, όπως ένας σύζυγος, που προμηθεύει τ’ αναγκαία στη σύζυγό του, απαιτεί ωρισμένα πράγματα απ’ αυτήν. Ενώ ο Θεός επιτρέπει στις ανθρώπινες κυβερνήσεις ν’ ασκούν ένα μέτρον ελέγχου επί των ατόμων, όπως ένας εργοδότης θα μπορούσε επί της συζύγου ενός ανδρός, δεν δίνει σ’ αυτές τις ανθρώπινες κυβερνήσεις το δικαίωμα απολύτου ελέγχου, με το ν’ απαιτούν υποταγή ακόμη και στους τομείς εκείνους, που ανήκουν μόνον σ’ Αυτόν.
Εκείνοι, που συνδέονται δια διαθήκης με τον Θεό, έχουν μια ιδιαίτερη σχέσι μ’ αυτόν. Όλοι εκείνοι, που είναι αφιερωμένοι σ’ αυτόν, πρέπει να εκπληρώσουν τις έναντι αυτού υποχρεώσεις των. Εκτιμούν το ότι η νομιμοφροσύνη των, η ακεραιότης των, η αφοσίωσίς των και η λατρεία των ανήκουν στον Θεό. Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωή των. Δεν μπορούν να τις θυσιάσουν χάριν άλλου σκοπού. Εκτιμούν ότι πρέπει να δώσουν ολοκληρωτική υποταγή στον Θεό, ενώ δίνουν σχετική υποταγή σε οργανώσεις ανθρώπων, περιλαμβανομένων των πολιτικών κυβερνήσεων. Δεν μπορούν να δώσουν τη ζωή των, τη νομιμοφροσύνη και τη λατρεία των σε άλλον, όταν αυτά ανήκουν μόνο στον Θεό. Το να μεταβιβασθούν στο πολιτικό κράτος τέτοια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχέσεως ενός προς τον Θεό θ’ αποτελούσε παραβίασι αυτής της σχέσεως. Θα ήταν ωσάν να συμφωνούσε μία σύζυγος να έχη ιδιαίτερες σχέσεις μ’ έναν άλλον άνδρα, που δεν είναι ο σύζυγος της. Αυτά θα ήταν μοιχεία. Το να δώση ένας δούλος του Θεού ολοκληρωτική νομιμοφροσύνη και λατρεία στο πολιτικό κράτος θα ήταν, παρομοίως, μοιχεία, πνευματική μοιχεία. Είναι, όπως ο ίδιος ο Θεός εξηγεί στον Λόγο του: «Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; όστις λοιπόν θελήση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται.»—Ιάκ. 4:4.
Άνθρωποι που κατέχουν θέσεις πολιτικής εξουσίας θα έκαναν καλά να εξετάσουν τούτο: Όπως ακριβώς ένας σύζυγος εξοργίζεται από κάποιον, που απαιτεί όπως η σύζυγος του παραβιάση τις υποχρεώσεις του γάμου της, έτσι και ο Θεός εξοργίζεται από οποιουσδήποτε που απαιτούν, όπως οι δούλοι του παραβιάσουν τις προς αυτόν υποχρεώσεις των. Όταν τέτοια άτομα φθάνουν στο σημείο να διώκουν εκείνους που θέλουν να κάμουν το θέλημα του Θεού, τι θα συμβή; Η Γραφή απαντά: «Ο Θεός εξάπαντος θέλει συντρίψει την κεφαλήν των εχθρών αυτού.» (Ψαλμ. 68:21) Ο Θεός μάς διαβεβαιώνει ότι θα ‘εκδικήση το αίμα των δούλων του.’ (Αποκάλ. 19:2) «Ο Ιεχωβά φυλάττει πάντας τους αγαπώντας αυτόν· θέλει δε εξολοθρεύσει πάντας τους ασεβείς.»—Ψαλμ. 145:20, ΜΝΚ.
ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΤΕ;
Όταν ένα άτομο αποδίδη στην πολιτική εξουσία ό,τι ανήκει σ’ αυτήν, και συγχρόνως αποδίδη στον Θεό ό,τι ανήκει στον Θεό, τότε είναι πράγματι δούλος του Θεού, ή υπηρέτης του. Ανήκει στον Θεό διότι διατηρεί την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του Θεού και των απαιτήσεων του Κράτους. Αλλά, όταν ένα άτομο δίνη στις πολιτικές εξουσίες ό,τι ανήκει σ’ αυτές και συγχρόνως δίνη, επίσης, σ’ αυτές τις εξουσίες ό,τι θα έπρεπε να δοθή μόνο στον Θεό, τότε στην πραγματικότητα είναι δούλος της πολιτικής εξουσίας. Ανήκει, όχι στον Θεό, αλλά σ’ αυτή την κοσμική εξουσία.
Δεν είναι το ποιον νομίζομε ότι υπηρετούμε αυτό που έχει αξία. Αξίαν έχει το ποιον υπηρετούμε στην πραγματικότητα. Ο Ιησούς είπε: «Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη.» (Ματθ. 6:24) Ο απόστολος Παύλος προσέθεσε: «Δεν εξεύρετε ότι εις όντινα παριστάνετε εαυτούς δούλους προς υπακοήν, είσθε δούλοι εκείνου εις τον οποίον υπακούετε;» (Ρωμ. 6:16) Έτσι, ενώ μερικοί πιθανόν να νομίζουν ότι δεν είναι υπό δουλείαν έναντι του Θεού και ότι ανήκουν συνεπώς στον εαυτό τους, στην πραγματικότητα ανήκουν στο πολιτικό κράτος, εφόσον υπακούουν σ’ αυτό ακόμη και όταν τούτο απαιτή ενέργειες που παραβιάζουν τον νόμο του Θεού. Συμβαίνει όπως λέγει η Γραφή: «Διότι από όντινα νικάταί τις, τούτου και δούλος γίνεται.»—2 Πέτρ. 2:19.
Κανένας, που θέλει να πράττη το ορθόν στα όμματα του Θεού, δεν μπορεί να παραβλέψη αυτό το ζωτικό ζήτημα του να ανήκη στον ένα ή στον άλλον. Με τις πράξεις του ένα άτομο δείχνει ότι ανήκει είτε στον Θεό είτε στο Κράτος. Όλοι εκείνοι, που επιθυμούν τις ευλογίες του Θεού, θα ενδιαφερθούν για να καθορίσουν πού ίστανται. Πού ίστασθε;
Ο Παύλος προειδοποίησε: «Δια τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.» (1 Κορ. 7:23) Ναι, ο Θεός ανέθεσε στον Υιό του Ιησού Χριστό ν’ απολυτρώση το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία και τον θάνατο. Συνεπώς, είτε τρέφετε την ελπίδα ουρανίας ζωής είτε επιθυμείτε να ζήτε για πάντα επάνω στην παραδεισιακή γη, που υπόσχεται ο Θεός στους ευπειθείς, πρέπει να προσέξετε τη συμβουλή του Παύλου να «μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.» Θα θελήσετε να είσθε όπως μια πιστή σύζυγος που με νομιμοφροσύνη προσκολλάται στον σύζυγο της και δεν παύει να τηρή τις γαμήλιες υποσχέσεις της όταν της προβάλλονται παράνομες αξιώσεις.
Εξακριβώστε τη θέσι σας ενώπιον του Θεού. Επιδοθήτε σε επιμελή μελέτη του Λόγου του, της Γραφής. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσετε να εξακριβώσετε σαφώς ποιες είναι οι ευθύνες σας έναντι του Θεού και έναντι των ανθρώπων. Επιδοθήτε ειλικρινώς στο να ζήτε σύμφωνα με τον τρόπο που ο Θεός επιθυμεί να ζήτε. Αποδώστε στον Καίσαρα ό,τι ανήκει στον Καίσαρα, αλλά βεβαιωθήτε ότι εκτελείτε κάτι πολύ σπουδαιότερο, δηλαδή, ότι αποδίδετε στον Θεό ό,τι ανήκει σ’ αυτόν. Να έχετε την ίδια διανοητική στάσι που είχε και ο απόστολος Παύλος, όταν είπε: «Επειδή εάν τε ζώμεν, δια τον Ιεχωβά ζώμεν· εάν τε αποθνήσκωμεν, δια τον Ιεχωβά αποθνήσκομεν. Εάν τε λοιπόν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Ιεχωβά είμεθα.»—Ρωμ. 14:8, ΜΝΚ.
Αν επιθυμήτε τις ευλογίες του Θεού, πρέπει ν’ ανήκετε σ’ αυτόν. Πρέπει να διατηρήτε την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των σχέσεων σας με τον Θεό και των σχέσεων με τις πολιτικές εξουσίες. Τότε μπορείτε ν’ αποβλέπετε στον Θεό για τα οφέλη που προέρχονται απ’ αυτόν. Μπορείτε να λέτε όπως ο ψαλμωδός, ο οποίος ανεφώνησε: «Φύλαξον την ψυχήν μου, διότι είμαι όσιος· συ, Θεέ μου, σώσον τον δούλόν σου, τον ελπίζοντα επί σε. Ελέησόν με, ω Ιεχωβά, διότι προς σε κράζω όλην την ημέραν.»—Ψαλμ. 86:2, 3, ΜΝΚ.
«Ούτω λέγει ο Θεός ο Ιεχωβά, ο ποιήσας τους ουρανούς, και εκτείνας αυτούς· ο στερεώσας την γην, και τα γεννώμενα εξ αυτής· ο διδούς πνοήν εις τον λαόν τον επ’ αυτής, και πνεύμα εις τους περιπατούντας επ’ αυτής. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· τούτο είναι το όνομά μου· και δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον, ουδέ την αίνεσίν μου εις τα γλυπτά.»—Ησ. 44:5, 8, ΜΝΚ.